Fractal

Διήγημα: “Πασατέμπος”

Της Αλεξάνδρας Κουταβάκη // * 

 

 

 

 

Δεν είναι τίποτα, πιες λίγο νερό. Περιμένω. Έχουμε όλο το χρόνο δικό μας. Έχω μάθει να περιμένω και ξέρω τον τρόπο να βγάζω ζεστό ζεστό το ψητό με όλο το ζουμί του. Λοιπόν είχαμε μείνει

Εκεί ακριβώς αλλά δε θυμάμαι. Η μνήμη μου αν διακοπεί με προδίδει. Να τώρα που σταμάτησε από τον ενοχλητικό βήχα, σταμάτησε κι αυτή να με τροφοδοτεί. Αυτός ο βήχας με ταλαιπωρεί μήνες. Άτιμος ο βήχας. Η δική μου μνήμη λοιπόν σαν παλιά μπαταρία αυτοκινήτου. Ακόμη κι αν δε διακοπεί, πάλι φόρτιση θέλει. Άλλοτε πάλι, χωρίς να το επιδιώξω, και ειδικά τότε και πιο πολύ τότε, βάζει γκάζια και με αφήνει έκπληκτο μπροστά στις λεπτομέρειες που ανασύρει. Ένα χαρμάνι παρελθοντικό βουίζει στο μυαλό μου. Αλλά τώρα κόλλησε και μια και η δική σας δουλεύει ρολόι θα μου πείτε πού είχαμε μείνει.

Στο κόκκινο

Α ναι στο κόκκινο αυτοκίνητο. Ερχόταν με ταχύτητα στο χωματόδρομο. Είναι και βιαστικοί, σκέφτηκα και επιτέλους χάρηκα. Γιατί; Γιατί εκείνη τη βραδιά έκανε τρομερό κρύο, κρύο για τις αρκούδες. Πώς μου ήρθε κι εμένα να βγω τέτοια νύχτα;

Γιατί βγήκες;

Είχα μέρες να βγω. Δεν άντεχα άλλο στο σπίτι με τη μάνα. Είχε έρθει η μάνα για λίγες μέρες. Λόγω της ασθένειάς της, έμεινε παραπάνω. Κάτι εξετάσεις από δω κι από κει. Όλο και κάτι καινούριο εκεί που έλεγα φεύγει. Λίγο ακόμη, μου έλεγε, και θα φύγω. Δεν άντεξα κι εγώ και βγήκα. Το κρύο δάγκωνε τα κόκαλα. Νόμιζα δε θα έρθει κανένας. Ποιος να γαμιέται μες το κρύο; Είχα πασατέμπο στην τσέπη, αλλά δεν τολμούσα να βγάλω τα χέρια μου από τις τσέπες. Κοκάλωναν στη στιγμή κι ο πασατέμπος έπεφτε κάτω.

Ο πασατέμπος είναι καλή παρέα όταν περιμένεις. Είναι φορές που περίμενα ώρες και δεν ερχόταν κανείς. Μέρες και ώρες με παρέα μόνο τον πασατέμπο. Είχα μάθει να ξεχωρίζω και τον καλό πασατέμπο. Τον καλύτερο τον έφερνε ένα μαγαζάκι στα Άνω Πετράλωνα. Τυχαία το ανακάλυψα εκείνο το μαγαζάκι, μια τρύπα. Μπήκα μια μέρα περαστικός, μια μέρα λιοπύρι. Ένα νερό λέω, μια στιγμή να βάλω στη γυάλα τον πασατέμπο μου λέει πίσω από τη γυάλα ο γυαλάκιας, είναι καλός τον ρωτάω, ο καλύτερος μου λέει, δοκίμασε, δοκίμασα, είχε δίκιο ο γυαλάκιας, ήταν ο καλύτερος. Συμπάθησα και τον γυαλάκια και κάθε τόσο με εφοδίαζε με πασατέμπο.  Ήταν όσο και να πεις μακριά. Δυο λεωφορεία κι ένα τραμ.  Μην παραξενεύεσαι.  Στη σκέψη ότι θα περίμενα, μασουλώντας πασατέμπο της κακιάς ώρας, βρισκόμουν κιόλας στο πρώτο λεωφορείο.

Ξέφυγες πάλι. Είχαμε μείνει στο κόκκινο αυτοκίνητο. Τι έγινε

Μνήμη είναι αυτή κύριε, άλλοτε ξεχνάει κι άλλοτε ανατρέχει σε λεπτομέρειες, τα πάμε. Λεπτομέρειες που φαίνονται ασήμαντες. Αλλά ξέρω τι θα σκεφτείτε, χωρίς να το παραδεχτείτε μπροστά μου, ότι οι λεπτομέρειες φωτίζουν τα γεγονότα. Ε λοιπόν αυτή τη στιγμή κι εγώ φωτίζω τα γεγονότα.

Και το κόκκινο αυτοκίνητο

Το κόκκινο αυτοκίνητο σταμάτησε εκεί που σταματάνε  συνήθως όλα, λίγο παράμερα στο λιγοστό φως. Είναι κατάλληλο το μέρος. Όποιος προλάβει, οι άλλοι φεύγουν. Κι οι άλλοι για τα ψιλά, όταν αρχίζουν οι γυναίκες τα όχι ακόμη κι όχι εδώ, πηγαίνουν στο ξέφωτο. Εκεί εγώ δεν πλησιάζω, δεν θα μπορούσα άλλωστε. Δεν το διακινδύνευα να γίνω αντιληπτός.

Πώς και δε γινόσουν;

Είχα διαλέξει προσεκτικά το σημείο. Υπήρχαν τριγύρω θάμνοι και μεγάλες πέτρες, κοτρώνες. Μα το καλύτερο μέρος  ήταν τα δέντρα, δυο τρία μπροστά και άλλα πιο πίσω. Τα πιο πίσω δυσκόλευαν την ορατότητα, έτσι δεν τα προτιμούσα. Βρήκα το πιο βολικό από τα μπροστινά. Τα δοκίμασα όλα, μη νομίζεις. Πέρασα και νύχτες άκαρπες πάνω σε δέντρα, χωρίς να μπορώ να βλέπω τίποτα, κι έπρεπε να περιμένω εκεί πάνω μέχρι να τελειώσουν και να φύγουν. Ο πασατέμπος; Είπαμε ο πασατέμπος ήταν παρέα μέχρι να έρθουν. Ο παραμικρός θόρυβος μπορεί να τους έβαζε σε υποψία. Και μέσα στη σιωπή της νύχτας, σε τέτοιους τόπους και στιγμές, κανείς δε θέλει ν’ ακούει κάποιον να τρώει πασατέμπο.

Το δέντρο που είχα επιλέξει είχε χοντρό κορμό και πυκνή φυλλωσιά. Ήταν το καλύτερο παρατηρητήριο. Κανείς δε φανταζόταν την ύπαρξη δυο ματιών πάνω στο δέντρο. Το αγαπούσα αυτό το δέντρο. Γραπωνόμουν πάνω του, ένα μικρό ασύλληπτο ζωύφιο που αδημονεί για την τροφή του. Πάνω του είχα μια αίσθηση υπεροχής. Ήθελα να φωνάξω να μ’ ακούσει κάθε ζωντανό πλάσμα της γης, μα δαγκωνόμουν. Ήθελα να μ’ ακούσει κι ο παππούς πίσω από την πόρτα των γονιών μου με τα μουσκεμένα παντελόνια, έλα αγόρι μου έλα άντρακλά μου χώσ’ της τον, να λέει, κι εγώ να το μουρμουράω, ένα ζωύφιο πάνω στο δέντρο, με τα μάτια καρφωμένα πάνω σε δύο αγνώστους.

Εκείνη τη νύχτα τι έγινε;

Το κόκκινο αυτοκίνητο ήρθε με ταχύτητα, μόλις που πρόλαβα ν’ ανέβω στο δέντρο. Μέσα ήταν δύο μάλλον μικρόσωμες φιγούρες. Έτσι υπέθεσα στην αρχή και δε λάθεψα. Πάντα τους έπλαθα με τη φαντασία μου και τα λίγα στοιχεία που έβλεπα από αυτούς. Έτσι και τότε. Με βοηθούσε και το φως. Είχε φεγγάρι εκείνη τη νύχτα, το θυμάμαι, φοβόμουν μήπως με δουν. Όλα γίνονταν σε διαύγεια εκείνη τη νύχτα. Τα σώματα έγιναν ένα, έτσι φάνηκε. Και δε θυμάμαι εγώ τι έκανα, πώς αφαιρέθηκα, τι κοιτούσα, πού περιπλανήθηκε το μυαλό μου, μα συνήρθα από τις φωνές μέσα στο αυτοκίνητο. Αυτός τη χτυπούσε αυτή ούρλιαζε. Αυτός χιμούσε πάνω της αυτή προσπαθούσε να καλυφτεί με τα χέρια της. Αυτή έκανε να βγει από το αυτοκίνητο αυτός την τράβηξε μέσα. Έκλεισα τα μάτια, έκλεισα τ’ αυτιά, μα οι φωνές εξακολουθούσαν, οι φωνές οι φωνές, οι φωνές και το γέλιο του παππού, το γέλιο του παππού μέσα στις φωνές των δικών μου, παππού μη γελάς, σκάσε μη γελάς, μη γελάς γαμώτο, μη.

Εντάξει. Πιες λίγο νερό. Με το μαλακό.

Συγγνώμη.

Δε θυμάμαι τι λέγαμε.

Με το μαλακό. Το ζευγάρι στο κόκκινο αυτοκίνητο

Ναι, το ζευγάρι στο κόκκινο αυτοκίνητο, το αναθεματισμένο κόκκινο αυτοκίνητο.

Ήρεμα.

Στο κόκκινο αυτοκίνητο. Σε λίγο αυτός βγήκε. Πήγε από τη μεριά της, την τράβηξε έξω. Τη χτύπησε, την κλότσησε, την πέταξε ένα άχρηστο παλιόπραγμα, μια μάζα που θύμιζε γυναίκα. Κι ήταν μικρή, αδύναμη, φτενή, ίσα που να χωρεί στην παλάμη.

Τι έγινε μετά;

Αυτός μπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε. Την παράτησε εκεί. Εκείνη προσπάθησε να κουνηθεί, έβγαζε ασύλληπτους ήχους. Στο τέλος μαζεύτηκε κι έμεινε εκεί. Περίμενα λίγο, δε φαινόταν ψυχή, αυτή δεν κουνιόταν. Κατέβηκα γρήγορα. Την πλησίασα. Ήταν ματωμένη. Έμεινα διστακτικός από πάνω της. Το μυαλό μου έκανε σβούρες. Να τη βοηθήσω, πώς; Να καλέσω κάποιον; Τι θα έλεγα για μένα;

Την άγγιξες;

Όχι, όχι δεν την άγγιξα. Αλήθεια λέω. Δε θυμάμαι να την άγγιξα. Σίγουρα δεν την άγγιξα. Έβγαλα μόνο το μπουφάν μου και, και τη σκέπασα. Ήταν μισόγυμνη θυμάμαι, μικρή και ματωμένη. Τρυφερή και ματωμένη. Την αγάπησα. Αγάπησα τις πληγές της. Θα μπορούσα να την έχω αγαπήσει, ε; Μικρή και αθώα. Αυτό θυμάμαι. Δεν την άγγιξα. Αλλά ήταν ζωντανή, το θυμάμαι. Όταν τη σκέπασα κουνήθηκε λίγο. Δεν ξέρω αν με είδε.

Μετά τι έκανες;

Το έβαλα στα πόδια, τι να έκανα; Έτρεχα με όση δύναμη είχα. Σε άλλη κατεύθυνση, όχι εκεί που έφυγε αυτός, όχι. Ήξερα την περιοχή καλά.

Έμαθα για την κοπέλα από τις ειδήσεις. Ήταν μικρή κι αθώα. Μικρή κι αθώα, ε;

Πώς φτάσατε σ’ εμένα; Πώς με βρήκατε;

Παίρνω κι εγώ το ίδιο τραμ για τα Πετράλωνα.  Κάποια μέρα μου ’πιασες κουβέντα για τον πασατέμπο.

 

 

* Η Αλεξάνδρα Κουταβάκη γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται ως φιλόλογος.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top