Fractal

Διήγημα: “Στο πάρκο”

Του Μιχάλη Μακεδόνα //

 

images

 

Κι ενώ του είχα πει να μην έρθει και πως δεν θα τον φιλοξενήσω, ο επιζήμιος φίλος μου χτύπησε το κουδούνι μου. Εγώ βαριόμουν, δεν είχα τίποτα να κάνω και τελικά άνοιξα, λίγη παρεούλα θέλω. Μπήκε μέσα, τον ρώτησα αν είχε “τίποτα”, δεν είχε, είπε. Καθίσαμε, παίξαμε σκάκι, συζητήσαμε και βαριόμασταν μαζί, δεν ταιριάζουμε,αναλύοντας με διαπιστώνω πως τον θεωρώ κακή επιρροή. Μου είπε να πάμε στο πάρκο. Του είπα πως βαριέμαι και βυθίστηκα στον καναπέ κι εκείνος για να με πείσει, έβγαλε ένα ωραίο παπάδι, μου το έβαλε στη μύτη να το μυρίσω, μου τρέξαν τα σάλια. Φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου και βγήκαμε, ήταν εφτάμιση το πρωί. Το παρκάκι είναι πέντε λεπτά με τα πόδια, μα περνάμε δύο από τις κεντρικές λεωφόρους της πρωτεύουσας για να βρεθούμε σε αυτό και με τριάντα βαθμούς Κελσίου η διαδρομή γίνεται κόλαση. Δεν φοράω μποξεράκι και το σορτσάκι μου πέφτει. Πρέπει να ήταν η πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Μπήκαμε μέσα, περπατήσαμε και μετά από λίγο δεν ακουγόταν ούτε ένα αυτοκίνητο. Μέσα στο πάρκο υπάρχουν κλουβιά με κουνελάκια, κότες και κόκορες, με πανέμορφα παγώνια,παπαγαλάκια και γαλιάντρες και άλλα παράξενα πουλιά που δεν τα ξέρω. Έξω ελεύθεροι, στα ψηλά πεύκα φτιάχνουν διαλέγοντας τα σωστά κλαδάκια, αυτά με τα παρακλάδια, τις φωλιές τους οι ελεύθεροι παπαγάλοι. Βλέπω σκυλιά, λυμένα, στα μάτια μου μοιάζουν με αγέλη λύκων, γαβγίζουν, τρέχουν κατά πάνω μου, σταματούν ένα δύο μέτρα μακριά μου, γαβγίζουν, φοβάμαι μα συνεχίζω να προχωράω προς το παγκάκι με τον ήλιο. Ένας μονόφθαλμος σκύλος μοιάζει με πειρατής, τρεις μοιάζουν μεταξύ τους, θεωρώ πως είναι αδέρφια, τα σκυλιά αυτά γαβγίζουν λίγο στην αρχή αλλά τελικά δεν δαγκώνουν. Καθόμαστε στο παγκάκι, βγάζει και κολλάει, μετά από λίγο πίνουμε και μου μιλάει για βουντού και φαντάσματα, του λέω για την τάξη του χάους, για φράκταλς αλλά και για εξωγήινους, αλλάζουμε τρία ή τέσσερα παγκάκια μέχρι να βολευτεί.

Τα παπαγαλίσματα ακούγονται πλέον πιο δυνατά, πίνουμε νερό από τη βρόμικη βρύση κι ο φίλος μου βουρτσίζει τα δόντια του, μιλάει στους ανθρώπους που περπατούν δίπλα μας, σε γριές που κάνουν περίπατο με τις βουλγάρες τους και σε κυρίους που αγαπούν τα σκυλιά τους και τα βγάζουν βόλτα, τους μιλάει σαν να είναι φίλοι του, συμπεριφέρεται σαν να του ανήκει το πάρκο, εγώ είμαι πιο μαζεμένος κι όπως περπατάμε βλέπουμε μπροστά μας ένα νεκρό γατάκι.

Μιλούν πολλοί για τα γατάκια. Θα το σκότωσε κάποιο αρσενικό ή κάποιος σκύλος ή μια θηλυκιά που δεν είναι η μάνα του. Κάποιος θα το παράτησε επειδή το βαρέθηκε, το λυπόμαστε. Το σηκώνουμε, το πηγαίνουμε σε ένα πετ σοπ, το αφήνουμε εκεί, νεκρό.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top