Fractal

“Εδώ είναι το σπίτι μου, όμως, και δεν θα το αφήσω”

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

O Γιώργος Γλυκοφρύδης για το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι

 

eiff

 

Γιος του σκηνοθέτη Πάνου Γλυκοφρύδη και βοηθός του Θόδωρου Αγγελόπουλου, κατ’ αρχάς, ο συγγραφέας Γιώργος Γλυκοφρύδης μπήκε κι εξακολουθεί να βρίσκεται στην λογοτεχνία εντυπωσιακά. Το 2006 με τον «Επιβάτη» του που αναφερόταν στις δυο Γερμανίες και στις ζωές όσων κόπηκαν με το τοίχος του Βερολίνου. Το δεύτερο μυθιστόρημα ήταν «10 ώρες δυτικά», για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Και το «Hotel Chelsea» που ακολούθησε για το τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Η ζωή θέλησε και σχεδόν παρακολούθησε τα πάντα από κοντά: Σπούδασε κινηματογράφο στο Βερολίνο. Κι έζησε στο Hotel Chelsea. Όλα τα τραγικά. Σήμερα ζει στη Γαλλία στο Πουατιέ. Και ζει και τα γεγονότα της τρομοκρατίας. Η φίλη του, παρ’ ολίγο να έτρωγε στο ρεστοράν της επίθεσης, ήταν στη γειτονιά, τελευταία στιγμή πήγε πιο μακριά, η κόρη της ήταν στη συναυλία. Και οι νεκροί έχουν όνομα, το Παρίσι είναι χωριό, φίλος, γνωστός, συγγενείς, όλοι γνωστοί, έχει πρόσωπο η ανησυχία.

 

Την επόμενη μέρα την βλέπει αστυνομοκρατούμενη και κλειστοφοβική. Στο πάπλωμα και στο διαδίκτυο, σταθερό σύστημα ασφαλείας.

«Όσοι είναι να ταξιδέψετε με αεροπλάνο ή με τρένο, ξεχάστε τις Ελληνικές Αστυνομικές Ταυτότητες τις παμπάλαιες τις χειρόγραφες του στυλ “PAPADOPOULOY MAREIA TOU KARATHANASI”
Βγάλτε καινούριες έντυπες ή διαβατήριο.
Ξεχάστε επίσης το “Μα είμαστε ΕΟΚ!” Βρείτε κάτι άλλο να λέτε ως δικαιολογία για δε ξέρω κι εγώ τι.
Αυτοκίνητο από Ιταλία κι έτσι ως εδώ π.χ. ανήκει σ’ ένα παλιό ρομαντικό παρελθόν. Αν επιμένετε πηγαίνετε, αλλά καλό είναι να μην πεινάτε να μην διψάτε να μην κατουριέστε. Για την αναμονή στα σύνορα το λέω.
Ξεχάστε τον παλιό κόσμο.
Τον πήραν μαζί τους οι νεκροί».

Θα γράψει στο fb ακριβώς την επόμενη μέρα. Και για το έθνος μια ανταπόκριση από το Παρίσι του τρόμου.

 

Glykofrydis

 

Γιώργος Γλυκοφρύδης

Ο δρεπανοφόρος, ο επικεφαλής.

 

Μικρή ανταπόκριση

 

Ο πρώτος παλιός κόσμος, ο πριν την 11η Σεπτεμβρίου, έσβησε τότε, την 11η του Σεπτεμβρίου του 2001. Λίγο πριν τις 9 το πρωί τοπική ώρα. Στην Νέα Υόρκη. Στους Δίδυμους Πύργους.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα ξανθό πλάσμα με τα πόδια διπλωμένα πάνω στο ευρύχωρο κάθισμα της πρώτης θέσης, της TWA, στην πτήση από Αθήνα προς Ρώμη. Να διαβάζει ένα βιβλίο. Δεν σήκωσε το κεφάλι δεν με κοίταξε ποτέ. Όσο κι αν την χάζευα όρθιος από επάνω της. Πιθανόν να έφταιγε πως εκτός από εκείνη χάζευα και τις μάλλινες πορφυρές κάλτσες τις. Έτσι όπως φαίνονταν στα πόδια που περίσσευαν από το τζιν.

Αδηφάγος, περίμενα να σηκωθεί. Αλλά δεν σηκωνόταν. Ήρθε η ώρα και άνοιξε η θύρα του αεροσκάφους και έπρεπε να κατέβω. Την άφησα χωρίς ποτέ να δω το πρόσωπό της. Πιθανότατα θα συνέχιζε για Νέα Υόρκη. Αλλά την σκηνή την θυμάμαι ως σήμερα.

Κατέβηκα και η Ρώμη είχε εκείνο το ελαφρύ γλυκό θρόισμα του φθινοπωρινού αστικού ανέμου.

Πριν το 1990 η σκηνή αυτή. Ως ανάμνηση ενός ξένοιαστου κόσμου. Του πρώτου παλιού κόσμου ανάμνηση.

Κάπου τρεις χιλιάδες νεκροί τον πήραν μαζί τους εκείνον τον παλιό ξένοιαστο κόσμο.

Ο δεύτερος παλιός κόσμος, ο μετά την 11η του Σεπτεμβρίου και πριν την 13η του Νοεμβρίου, έσβησε τότε, την 13η του Νοεμβρίου του 2015. Λίγο πριν τις 9 το βράδυ τοπική ώρα. Στο Παρίσι. Σ’ έναν συναυλιακό χώρο, σ’ ένα εστιατόριο, σ’ ένα café, και στην μέση του δρόμου. Δυο στενά πίσω δεξιά από ένα κανάλι του Σηκουάνα κάπου εκεί στο 10ο με 11ο Διαμέρισμα της πόλης.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πλέον αγαπημένη μου φίλη. Στο messenger το βράδυ αργά. Να θεωρώ πως θα κατάρρευση από τον φόβο. Να μην μπορώ να κάνω τίποτε. Να μην μπορώ να στείλω τίποτε. Λευκούς αγγέλους ή ξέρω κι εγώ τι. Είχε κάτσει ο δρεπανοφόρος στην κορυφή και δέσποζε.

Λογικό. Το σπίτι της πάνω στο κανάλι του Σηκουάνα. Αυτό το ίδιο κανάλι των νεκρών. Και τυχαία να μην έχει πάει σ’ εκείνα τα εστιατόρια, τα της γειτονιάς, εκείνο το βράδυ.

Τα πτώματα δεν τα είδε, νομίζω. Θα μου το είχε πει.

Κι έτσι ξεκίνησαν τα μηνύματα και με άλλους. «Είσαι καλά; Πού είσαι; Κάνε ένα safe check in στο Facebook, βρε, άνθρωπε! Έχουμε ξενυχτήσει εδώ πέρα!»

Μερικοί, άλλοι άλλων όχι και τόσο μακρινών, δεν απαντούσαν. Δεν απάντησαν ποτέ.

Κι έτσι οι νεκροί γίνονταν πρώην ζωντανοί. «Η συμμαθήτρια της κόρης μου αν και όχι σίγουρα. Αν είναι βαριά τραυματίας δεν θα μπορεί να μιλήσει. Δεν τους έχουν αναγνωρίσει όλους, ξέρεις, ε;» «Ο συνάδελφος από τη δουλειά… Σκατά… Σκατά…» «Το μάθαμε ήδη από εχτές…» Και φωτογραφία. Και κλάματα.

Ο δρεπανοφόρος, ο επικεφαλής, να περιμένει τις βάρκες. Ήσυχα. Σιωπηλά. Να ακροάζεται τον μηδαμινό παφλασμό των κουπιών του καλά πληρωμένου βαρκάρη.

Τώρα οι νεκροί είναι οι νεκροί σου. Και τότε την 9/11 ήταν, αλλά τώρα είναι οι πρώην κολλητοί. «Είναι χωριό το Παρίσι, ρε, φίλε…» μου είπε ο Γιώργος. Θα μαθευτούν κι άλλοι, θα δεις… ήθελε να πει μετά αλλά δεν το είπε.

Πήγα να του πω «Άμα είναι χωριό το Παρίσι το Πουατιέ τι είναι; Η γειτονιά του φούρνου;» Γελώντας. Αλλά ούτε εγώ είπα.

Φοβάσαι τις αστείες σκέψεις. Λες, άμα τις ακούσει ο νεκρός με το όνομα, ο πρώην κολλητός, μην και χολοσκαστεί η ψυχή του κι έχουμε άλλα; Γιατί πόσο είναι, τρεις ημέρες μετά; Τέσσερεις; Ούτε καν στα φέρετρα δεν τους έχουν βάλει. Μερικοί δεν φαίνονται καν. Σμπαράλια τα πρόσωπα από τις ριπές. Χαλασμένα τα σώματα. Τι να τους βάλουν μέσα. Κι ύστερα; Ο ζωντανός κολλητός; Ο πατέρας της συμμαθήτριας; Να μην δει τι απόγινε τελικά;

Σκεφτόμουν τον επόμενο κόσμο. Τον τρίτο. Αυτόν που κάποτε θα γίνει ο παλιός ο τρίτος. Αυτόν που έχει ήδη έρθει. Να, τα πρώτα 24ωρα είναι ήδη εδώ αν και γεμάτα αίμα, αλλά δεν έχει σημασία, εδώ είναι.

Τα πρόσωπα στο Metro. Τα πρόσωπα στα TGV. Οι επιβάτες που κοιταζόμαστε περισσότερο από πριν. Όχι αναγνωριστικά λόγω πιθανού κινδύνου, αλλά λόγω αντιμετώπισης κοινού κινδύνου.

Η πρώτη σκέψη είναι πως είναι πως είναι νωρίς ακόμη. Πώς είναι το πρόσφατο τραύμα. Αλλά θα παγιωθεί. Ο τρόμος. Θα παγιωθεί. Όπως παγιώθηκε το να βγάζεις τα παπούτσια σου στον έλεγχο ασφαλείας πριν μπεις στις πύλες επιβίβασης για τ’ αεροσκάφη. Έτσι, οι επιβάτες θα κοιτάζονται μεταξύ τους. Το eye contact θα γίνει μόδα. Το φλερτ θα ντυθεί με απόλυτη νομιμότητα ως απόλυτα επιτρεπτή και φυσιολογική δημόσια πράξη. Επιτέλους.

Άξαφνα, κάποια που θα την χαζεύεις ώρα, μ’ ένα ίσο λεπτό πρόσωπο με τις μελαχρινές γραμμές του χαραγμένες με λεπτό μολύβι ιχνογραφίας, θα σε κοιτάξει διερευνητικά, το πιο σύνηθες βλέμμα του τρίτου μετά την 13η Νοεμβρίου κόσμου, αλλά παράλληλα, τρυφερά. Θα βάλει το χέρι της στην τσέπη, θα βγάλει το smartphone της με την μεγάλη οθόνη, κι ενώ η ψυχή σου θα πετάξει ψηλά θεωρώντας πως να, θα σου δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου της, τόσο αστραπιαία να εκφράσει ό,τι τόσο αστραπιαία ένιωσε για εσένα, εκείνη θα αγγίξει την οθόνη, και το βαγόνι μαζί με τον σταθμό θα τιναχτούν στον αέρα. Μαζί με όλους μας και μαζί με τους περαστικούς στον από πάνω δρόμο. Σε μια υπέροχη μπάλα φωτιάς, τσιμέντων, μετάλλων, πυρωμένων κομματιών ασφάλτου, ουρλιαχτών, αίματος μαύρου, αυτοκινήτων να στριγγλίζουν όπως το αλουμίνιο θα τσαλακώνεται σε τοίχους των γύρω κτισμάτων, και άλλα ίδια. Απ’ αυτά που αρέσουν τόσο πολύ στον δρεπανοφόρο. Βασιλιά πια στον ολοκαίνουριο τρίτο μετά την 13η Νοεμβρίου κόσμο. Και όχι μόνο επικεφαλή.

«Ακούγονται σειρήνες όλο το βράδυ κοντά στο σταθμό του Stalingrad. Και κοντεύει βαθιά νύχτα. Κι ένα χαζό κορίτσι χαζεύει μαθηματικά και καραμελώνει πράσα στο φούρνο! Χαχα! Και θα ψήσει και Côte d’ agneau!» μου έγραψε η φίλη μου στο messenger την έκτη νύχτα του τρίτου κόσμου.

Έτσι λέγεται ο σταθμός του Metro στο κανάλι των νεκρών, το Saint Martin, Stalingrad. Κάτι περίεργα που κάνει ο δρεπανοφόρος… Ενώνει εποχές, κόσμους, και πολέμους. Ενώνει νεκρούς σε αριθμούς. Σαν να θέλει ν’ αφήνει την σφραγίδα του να ξέρουν οι άνθρωποι. Όχι να μαθαίνουν. Να ξέρουν, μόνο.

Το κανάλι είναι του Σηκουάνα, και περνά ανάμεσα από τους σταθμούς Stalingrad και Jaurès, αλλά οι γείτονες το λένε Saint Martin. «Έτσι το φωνάζουμε κι έτσι το αγαπάμε εμείς εδώ οι γείτονες. Με αυτό το όνομα. Το όνομά του. Saint Martin. Όχι Σηκουάνα.» μου έγραφε η φίλη μου, πάλι. Πάλι την έκτη νύχτα, αλλά χωρίς να αναφερθεί στους νεκρούς.

«Και οι γαμωσειρήνες, συνεχίζουν.» Αλλά δεν έγραψε τίποτε άλλο. Λογικά κοιμήθηκε. «Κουκουλωμένη…» όπως μου είχε πει κάποια άλλη στιγμή της έκτης νύχτας. Και σκέφτηκα πως αυτό θα πρέπει να είναι fashion hint του τρίτου κόσμου του καινούριου. Θα κοιμούνται κουκουλωμένοι οι άνθρωποι σε παπλώματα που θα έχουν εξαερισμό για να αναπνέουν και μόνωση για ησυχία. Και συσκευές για κατεύθυνση ονείρων.

«Επίσης φυσάει. Τα σύννεφα είναι πολύ χαμηλά και αραιά. Τα κοιτάζεις και είναι λες και τρέχουν να φύγουν. Τόσο γρήγορα κινούνται. Κάπου γίνεται κάποια επέμβαση. Ποιος ξέρει. Πάντως δεν πρέπει να χρησιμοποιούν βαριά όπλα αλλιώς δεν θα είχα καταφέρει να κοιμηθώ. Έχει διαμαρτυρηθεί ο κόσμος εδώ και καιρό είναι τρομαχτικός ο θόρυβος. Πολύ άσκημη η ζωή εδώ στο κέντρο της πόλης. Είναι θέμα αν έχω βγει δυο φορές αυτό το μήνα. Ευτυχώς το δίκτυο είναι το καινούριο χωρίς lag στις τρεις διαστάσεις οπότε δουλεύουμε πολύ πιο άνετα. Τα καινούρια drone τα τεράστια, στον Πύργο του Άιφελ, τα είδες; Τα έδειξε η τηλεόραση. Σα πτερόσαυροι είναι. Έχουν και θερμοκάμερες επαυξημένης. Τι να τις κάνουν δεν μπορώ να φανταστώ. Θέλω να πάω σ’ ένα έρημο νησί. Ξέρεις κανένα;»

Πάντα μου άρεσε το μέλλον. Πιστεύω στο μέλλον. Ο τρίτος παλιός κόσμος τελείωσε μετά. Δεν έμαθα πότε. Αν και είχα διαβάσει πως σ’ ένα μυθιστόρημα είχαν γράψει «Είδα τον ήλιο να σβήνει. Στους Πύργους. Στο Παρίσι.»

Δεν μπορώ να τοποθετηθώ πολιτικά. Δεν μπορούσα ούτως ή άλλως πόσο μάλλον τώρα.

Δεν μπορώ και δεν θέλω να αναλύσω τίποτε.

Εδώ είναι το σπίτι μου, όμως, και δεν θα το αφήσω.

Εδώ πιο πάνω είναι και το Skyfall μου, επίσης. Και από εδώ δεν θα περάσουν._

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top