Fractal

Διήγημα Fractal: “Η παρεξήγηση”

Της Τζένης Μανάκη //

 

christmas_story

 

Η πρώτη σε σειρά μεγάλη αγάπη μου ήταν η λογοτεχνία. Εκείνη η χημεία μού τα χάλασε, που ήταν η δεύτερη, και δεν ξέρω με ποιο ύπουλο τρόπο υπερκέρασε την πρώτη κι έγινε η τελική επιλογή μου, στην οποία χρωστούσα τώρα εκείνη την οσμή της φορμόλης που είχε ποτίσει το δέρμα μου και δεν έλεγε να μ’ αποχωριστεί σαν ανεπιθύμητος εμμονικός εραστής.

 

Ήταν κι η μάνα μου, που πάντα στηλίτευε τις επιλογές μου, γιατί δεν είχα ακολουθήσει τις δικές της. Με φανταζόταν δασκάλα, που ήταν το δικό της απραγματοποίητο όνειρο. «Θα ένιωθες ότι κάνεις κάτι χρήσιμο για τους ανθρώπους και δεν θα είχες κι αυτή την απαίσια μυρωδιά», μου έλεγε συχνά. Πιθανόν να είχε δίκιο, γιατί έτσι όπως ήμουν σκυμμένη πάνω από τα μικροσκόπια  και τα μηχανήματα αναλύσεων, για ώρες, είχε εντελώς αλλάξει η έκφραση του προσώπου μου. Φοβόμουν πάντα τα αποτελέσματα, κυρίως σε σχέση με την ηλικία των ασθενών, που ευτυχώς, δεν γνώριζα προσωπικά τις περισσότερες φορές.

Με παρατηρούσα στον καθρέφτη μετά από κάποιο ενδιαφέρον λογοτεχνικό ανάγνωσμα κι έβλεπα την ολοφάνερη αλλαγή στο πρόσωπό, αλλά  και στη διάθεσή μου, κι αυτό ήταν πάντα η αφορμή να επανέρχεται η σκέψη μου στην πρώτη μου αγάπη, να μετανιώνω για την επιλογή μου, ν’ αδικώ ίσως τον εαυτό μου, για τα τόσα χρόνια σπουδών, την ατέλειωτη μελέτη του αντικειμένου μου, που με οδήγησε στον περίκλειστο χώρο του βιοχημικού εργαστηρίου και στην σχολαστικότητα, με την οποία εξέταζα τα περιστατικά, που μου έγινε δεύτερη φύση και μ’ ακολουθούσε και στην υπόλοιπη ζωή μου.

Η φιλία μου με την Αλεξάνδρα, την συνάδελφο Κυτταρολόγο, πάντα σκυμμένη, με το μάτι κολλημένο στο μικροσκόπιο, να παρατηρεί τη μετάλλαξη των κυττάρων που θα έφερναν τον θάνατο σε κάποιον ανυποψίαστο, ίσως, ασθενή, ήταν η βασική κοινωνική μου σχέση. Κάθε μέρα μαζί στον αγώνα! Παρηγοριόμασταν, ότι τουλάχιστον οι διαγνώσεις μας θα γινόταν αφορμή έγκαιρης ίασης κάποιων  «τυχερών», που κέρδιζαν χρόνο ζωής. Ήταν και το επιχείρημα που αντέτεινα στη μάνα μου, όταν μ’ εκνεύριζε κάποιες φορές, χωρίς να είναι η πραγματική αιτία του εκνευρισμού μου, με την εμμονή τής μη πραγματοποίησης του στόχου της, στον οποίο είχε προστεθεί και το γεγονός ότι πέρασα τα πενήντα και «δεν ήμουν ικανή να κάνω μια οικογένεια μ’ αυτή τη δουλειά που έμπλεξα, που απορροφούσε όλη μου την ενέργεια». Όταν αναφερόταν στο τελευταίο ξεχνούσε την οσμή των αντιδραστηρίων. Έτσι εγώ γλύτωνα το «δύο σε ένα», κι έμενε σ’ εκείνη το άλλο της επιχείρημα για μια ακόμη «επίθεση» αγάπης. Ήμουν σίγουρη ότι όλη αυτή η γκρίνια είχε σαν βάση την αγάπη της για μένα κι έτσι κατεύναζα την τσαντίλα μου. Ήμουν το μοναχοπαίδι της και το μόνο άτομο στο οποίο είχε την δυνατότητα να απευθύνεται μετά την εκούσια κλεισούρα που ακολούθησε τον θάνατο του πατέρα μου.

Ήταν η τελευταία μέρα εργασίας ανάμεσα σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Φύγαμε από το εργαστήριο μαζί με την Αλεξάνδρα, που η μάνα μου θαύμαζε γιατί «τα προλάβαινε όλα, οικογένεια με άντρα, τέσσερα παιδιά και δουλειά». Ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί τον καθημερινό της αγώνα  και τους πόνους στην πλάτη της, γιατί εκείνη ποτέ δεν εργάστηκε.

Έμπασα την Αλεξάνδρα σ’ ένα βιβλιοπωλείο για να προμηθευτώ την «συντροφιά» των ημερών αργίας που θ’ ακολουθούσαν. Επιτάχυνα, όταν είδα τα σημάδια της έντονης κόπωσης στο πρόσωπο της. Βγήκαμε στο δρόμο και κατευθυνθήκαμε στην πιο κοντινή στάση λεωφορείου.

Περιμέναμε πάνω από δέκα λεπτά και την παρατηρούσα ν’ αλλάζει πόδι για να ανακουφίσει τη σπονδυλική της στήλη. Δεν ξέρω γιατί σκέφθηκα ότι ήμουν σε προνομιακή θέση κι ας έλεγε η μάνα μου τα δικά της.

«Κυρία μπορώ να σας πω κάτι;» Μία φωνή κι ένα ελαφρό άγγιγμα στον ώμο μου μ’ έκαναν να γυρίσω. Ένας συμπαθής κύριος επανέλαβε «Μπορώ να σας πω κάτι;» Μόνο ένας εν δυνάμει εραστής μας έλειπε σκέφθηκα. Την τρίτη φορά που επανέλαβε το μότο του, πήρα το αυστηρό ύφος μου και αρκετά αγενώς του είπα: «Σας παρακαλώ κύριε, αφήστε μας ήσυχες». «Μα… να σας εξυπηρετήσω ήθελα»,  απολογήθηκε. «Τα λεωφορεία έχουν απεργία, μη περιμένετε άδικα». Δεν πρόλαβα να τον ευχαριστήσω… να ανακαλέσω. Η Αλεξάνδρα με άρπαξε από το μπράτσο και με γύρισε σαν σβούρα μπροστά στον καθρέφτη του καταστήματος ρούχων ακριβώς πίσω μας.

«Δες μας και πες», μου είπε αυστηρά, «Σου φαινόμαστε για κάποιες που θα λιμπιζόταν κάποιος;» Μας κοίταξα, κι ενώ έπρεπε να βάλω τα κλάματα, άρχισα να γελάω σαν χαζή μπροστά στην εικόνα μας.

Την έμπασα με το ζόρι σ’ ένα ταξί κι εγώ μπήκα στο πρώτο κατάστημα καλλυντικών.  Αγόρασα το πιο αρωματικό αφρόλουτρο κι ένα σωρό υδατικές κρέμες. Καθώς γύριζα σκεφτόμουν ότι η μάνα μου θα ξαφνιαζόταν ευχάριστα, με τις αγορές μου και τα τόσα χρήματα που ξόδεψα για ανοησίες. Ποιος ξέρει και τι άλλο θα περνούσε από το μυαλό της… Φαίνεται ότι στο πρόσωπό μου καρφώθηκε ένα αυθόρμητο χαμόγελο,  που δεν διέφυγε από το μάτι του ταξιτζή που με μετέφερε σπίτι.

«Φαίνεστε πολύ ευτυχισμένη κυρία», μου είπε, «Καλή χρονιά, να περάσετε πολύ όμορφα με την οικογένειά σας!»

Καθώς έβαζα το κλειδί στην κλειδαριά σκέφθηκα ότι είχα κάποιες πιθανότητες να περάσω όμορφα. Η μάνα μου θα ήλπιζε ότι κάτι καλό μου συμβαίνει κι έτσι θα απέφευγα την γκρίνια, το αφρόλουτρο θα βοηθούσε ν’ απαλλαγώ από τις ανεπιθύμητες οσμές, αλλά  κυρίως το βιβλίο! Πόσο επιθυμούσα να το πιάσω στα χέρια μου και ν’ αφεθώ στις ιστορίες των άλλων…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top