Fractal

Διήγημα: “Παρένθεση”

Της Μαρίας Ρούσση // *

 

 

«Δύο χρονών όλο άνοιγα το ψυγείο και φώναζα: «κι, κι, κι» κι ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Δεν ήξερε για γάλα κιντ. «Ζουρλάθηκε το παιδί και κικιρίζει», θα σκεφτόταν. Σιγά μη σκεφτόταν. Άλλαζε πλευρό. Κι άφηνα το ψυγείο μισάνοιχτο κι έτρεχα στη ντουλάπα. Φόραγα τα καλά μου τα πα πά, άρπαζα τον ροζ καθρέφτη -150 δραχμές από το Γαληνό- κι έκλαιγα σε αυτόν. Έκλαιγα γοερά. Η μαμά μου βάρδια πάλι κι εγώ μόνη θα ξημέρωνα. Ο μπαμπάς ροχάλιζε. Μόνη. Εγώ δυνάμωνα. Κλάμα. Ροχαλητό δυνατό. Κλάμα μεγάλο. Ροχαλητό μακρόσυρτο. Κλάμα τσιριχτό. Ροχαλητό δυνατότερο. Κλάμα γοερό. Μόνη. Με κοίταζα στον καθρέφτη σαν ντράμα κουίν με δίπλωμα κι έκλαιγα. Στενοχωριόμουν και χαιρόμουν ταυτόχρονα που αντίκριζα τα δάκρυα να χύνονται πάνω του. Και το επόμενο πρωί -κάθε επόμενο πρωί- η μανούλα ερχόταν απ’ τη δουλειά. Μ’ έβρισκε κοιμισμένη μπρούμυτα στο διθέσιο καναπέ. Ο καθρέφτης πατικωμένος κάτω απ’ την κοιλιά μου. Με ξυπνούσε και με μάλωνε: «Πού τα βρήκες τα καλά πα πά; Θα φας ξύλο, αν το ξανακάνεις!» Κι έκανα πως δεν τ’ άκουγα και έλεγα: «καλολιφέλ». Και μου άπλωνε τις καθαρές φορμούλες στο καλοριφέρ να ζεσταθούν. «Φούτα», ξανάλεγα. «Όχι φούστα σήμερα. Κάνει κρύο.» Μου έβγαζε τα καλά πα πά και ούρλιαζε: «Πάλι ξεβράκωτη σ’ άφησε ο πατέρας σου;» «Αχ!», της ξέφευγε κοφτά. «Νύση». Συνέχιζα και μέχρι να με ντύσει μου έλεγε ιστορίες για την αποκεφαλισμένη νύφη στη βιτρίνα απέναντι. Άλλοτε φορούσε νυφικό, άλλοτε όχι. Τι να της συνέβη άραγε; Η ιστορία τελείωνε πάντα «κι εμείς καλύτερα», τα ρούχα είχαν ζεσταθεί και γίνονταν ένα με το μικρό μου σώμα. Η μαμά έπαιρνε το σακιδιάκι με το κολατσιό, είχε πάει ήδη 8. Βγαίναμε στην είσοδο της πολυκατοικίας να περιμένουμε το σχολικό. Και τα χέρια μου κρύωναν μέσα απ’ τα γάντια κι η μαμά τα ζέσταινε με τα δικά της. Κάθε πρωί. Και να το, ήρθε, με χαιρετάει, μπαίνω. Ο κυρ- Γιάννης ο οδηγός ήταν αλκοολικός και η γυναίκα του χρόνια τον…» «Τέλος η παρένθεση». Είπες κι έσυρες βίαια το ποτό σου στην μπάρα. «Αυτή η σχέση δε θα πάει πουθενά. Είσαι τίγκα στα παιδικά τραύματα». Είπες και μ’ άφησες

μετέωρη

στη μέση του μπαρ

κάτω από μια ντισκόμπαλα.

 

 

* Η Μαρία Ρούσση γεννήθηκε σε μια πόλη, όπου τα νερά ξαφνικά σταματούν και γυρνούν ανάποδα. Από ’κει ξεσήκωσε το πρώτο μοτίβο γραφής: ότι κοιτάμε το φεγγάρι και πηγαίνουμε αντίθετα στην πραγματικότητα.

Έτσι, άρχισε να γράφει παραμύθια…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top