Fractal

Διπλή ανάγνωση: Οι οικείοι Ξένοι

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση // και ο Γιάννης Πανούσης //

 

dendrinos_pareisaktos

 

Για τον «Παρείσακτο» του Νίκου Δενδρινού


Της Πέρσας Κουμούτση

 

​Δεκαετία του ’50. Λίγα χρόνια μετά από τον Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Η Πατρίδα μετράει «τις πληγές της». Οι συνεχείς  διωγμοί του πατέρα, η μιζέρια και η ανέχεια γίνονται οι αιτίες για να οδηγηθεί ένα επτάχρονο παιδί σε συγγενικά χέρια και εκεί να βιώσει την απόρριψη, την ψυχική και σωματική βία, την κοινωνική περιθωριοποίηση. Απρόσμενο στήριγμα του σ’ αυτήν την περιπέτεια που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα  θα σταθεί ένας εκτός σχολείου δάσκαλος, απομονωμένος από τον κόσμο, γιατί είναι πολιτικός εξόριστος στο νησί όπου καταφεύγει το παιδί.
Μέσα από την συναρπαστική πλοκή του μυθιστορήματος καταγγέλλονται οι αναχρονιστικές παιδαγωγικές αντιλήψεις μιας εποχής που είχε θύματα πολλά αθώα και ανυπεράσπιστα παιδιά και ιδιαίτερα εκείνα που έζησαν μακριά από τους γονείς τους εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών της εποχής. Παράλληλα οι αναφορές στα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, καθώς και τα στοιχεία που υμνούν τον ελληνικό πολιτισμό και το φυσικό περιβάλλον, συνθέτουν μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία του συγγραφέα μέσα από μια κατάθεση ψυχής που διδάσκει τους νεώτερους και βγάζει στην επιφάνεια τα καλά κρυμμένα μυστικά των παλαιότερων. Η γραφή του Νίκου Δενδρινού είναι καθηλωτική, εξομολογητική, χωρίς διάθεση υπερβολής μεταφέρει τα βιώματα αυτούσια -αν και αποστασιοποιημένα τώρα, αφού έχουν παρέλθει πια πολλές δεκαετίες- ενώ μας μεταφέρει και το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής μαζί με τις σκληρές εμπειρίες τις οποίες έζησε στην μετεμφυλιακή Ελλάδα για ένα μέρος της παιδικής του ηλικίας, κυρίως την κοινωνική περιθωριοποίηση που υπέστη σε μια τόσο τρυφερή ηλικία. Στο βιβλίο παρουσιάζεται η σκληρή και απάνθρωπη συμπεριφορά του επαρχιακού (νησιωτικού) κοινωνικού περίγυρου προς τα παιδιά και τις γυναίκες, μια εποχή που δεν απέχει χρονικά από την εποχή μας, παρά μόλις λίγες δεκαετίες. Ένα βιωματικό μυθιστόρημα έμπλεο συγκινήσεων, συναισθημάτων και ανατροπών, όπου η ροή του ταρακουνά και συγκλονίσει καθώς θα αναγνωρίσουμε (μέσα απ’ τα μάτια ενός παιδιού) ότι ο κόσμος μας δεν είναι αγγελικά πλασμένος και ότι η κακοποίηση των παιδιών σε οποιαδήποτε μορφή της είναι απεχθής και καταδικαστέα, κι η οποία όμως, αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια της, ιδίως όταν διαπράττεται από συγγενικά πρόσωπα.  πραγματικά, εντυπωσιάζεται ο αναγνώστης και προβληματίζεται όταν η μαρτυρία από την ανάμνηση των παιδικών εμπειριών αποκαλύπτει οτι η κακοποίηση γινόταν συστηματικά και αδιάκοπα από ανθρώπους του δικού του περιβάλλοντος. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν την ενδιαφέρουσα μαρτυρία του συγγραφέα που σε ώριμη πια ηλικία τολμά να αναβιώσει τις συγκλονιστικές όσο και τραγικές  εμπειρίες του, που τον σημάδεψαν και διαμόρφωσαν το παρελθόν του.

Από τον πρόλογο της κας Λαμπρέλλη:
Πέρα από την απλότητα του κειμένου και την κινηματογραφική αφήγηση  της δύσκολης μεταβατικής εποχής από τη φτώχεια και τη συντήρηση στην άνοδο των μικρομεσαίων και στο άνοιγμα σε μια πιο δημοκρατική κοινωνία –μια μεταβατική εποχή που έχει κάμποσες αντιστοιχίες μ’ αυτή που ζούμε τώρα-τώρα, εξήντα χρόνια μετά (μόνο που ξέρουμε αυτό που βιώνουμε αλλά δεν ξέρουμε τι θα ακολουθήσει), το βιβλίο έχει μια ακόμα μεγάλη χάρη: ότι αγγίζει το πιο σημαντικό πρόβλημα όλων των κοινωνιών και όλων των εποχών – την παιδική κακοποίηση. Χωρίς διδακτισμό, με αμεσότητα και ειλικρίνεια, η ιστορία του Νίκου μιλάει από μόνη της. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό από το να νιώθει ένα παιδί ότι είναι ανεπιθύμητο, ότι περισσεύει, και επιπλέον, να υφίσταται τη βία εκείνων που ενοχλεί η παρουσία του. Ο μικρός Νίκος νιώθει παρείσακτος από την αρχή ως το τέλος του αφηγήματος. Μόνο στην τελική σκηνή της αναγνώρισής του από τη μάνα –που είναι μια αναγνώριση επί της ουσίας, γιατί η μάνα μοιάζει να αποδέχεται ότι δεν είχε το δικαίωμα να στερήσει από το αγόρι την παρουσία της και τον καλωσορίζει σ’ έναν κόσμο όπου έχει το δικαίωμα να αγαπηθεί, σ’ ένα σπίτι όπου είναι καλοδεχούμενος κι από εκείνη και από τ’ αδέλφια του, σε μια αληθινά δική του οικογένεια, όχι αποπαίδι σε ξένο τόπο, με ξένους –έστω κι αν οι ξένοι είναι «συγγενείς».  Το ότι ο Νίκος δεν αναγνωρίζεται με την πρώτη ματιά από τη μάνα του ενώ αναγνωρίζεται από το παιδί που πουλάει κουλούρια, παραπέμπει στην Οδύσσεια όπου μετά τις κακουχίες, ο Οδυσσέας επιστρέφει «αγνώριστος» στην Ιθάκη και σιγά-σιγά, «ο παλιός του κόσμος» τον αναγνωρίζει: πρώτα ο Άργος, ο σκύλος, το ζωικό ένστικτο, τελευταία η Πηνελόπη, η άνιμα, ο σκοπός της ζωής του. Ακόμα και στον πατέρα του, τον Λαέρτη, θα πρέπει να αποδείξει ποιος είναι. Έτσι κι ο Νίκος, σαν τον Οδυσσέα αλλά και σαν ήρωας μαγικού παραμυθιού, έχει περάσει μια επώδυνη διαδικασία μετάβασης στην ενηλικίωση και επανέρχεται «μεγαλωμένος» αλλά και «επιθυμητός» στην εστία της παιδικής του ηλικίας.

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα:
Ο Νίκος Ν. Δενδρινός, γεννήθηκε το 1946 στην Ερμούπολη της Σύρου. Μεγάλωσε στον Πειραιά και αποφοίτησε από το Ναυτικό Γυμνάσιο «ΠΡΩΤΕΥΣ». Υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό τα χρόνια της χούντας (1967-1970). Ολοκλήρωσε τις σπουδές σε Σχολή Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων της Αθήνας. Εργάστηκε στον ναυτιλιακό χώρο, ως ναυτικός (β’ Πλοίαρχος) και ως διευθυντικό στέλεχος σε εφοπλιστικά γραφεία. Από το 1985 και μετά ζει μόνιμα στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας  όπου και εργάστηκε μέχρι την συνταξιοδότησή του ως ασφαλιστής, δημοσιογράφος και εκδότης τοπικών εντύπων. Υπήρξε συνεργάτης πολλών εφημερίδων και περιοδικών (πολιτικών και αθλητικών) καθώς και του κορινθιακού τηλεοπτικού σταθμού «TOP CHANNEL» Παράλληλα προσέφερε και εξακολουθεί να προσφέρει τις εθελοντικές υπηρεσίες του σε πληθώρα κοινωνικών και πολιτιστικών φορέων. Είναι ιδρυτικό μέλος του «Λαϊκού Θεάτρου Αγίων Θεοδώρων» και της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων (Ε.Κ.Σ.). Υπήρξε μέλος επί σειρά ετών του Δ.Σ. του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου  Αγίων Θεοδώρων ενώ παραμένει για 13η χρονιά Αντιπρόεδρος του Κέντρου Πρόληψης «ΔΙΟΛΚΟΣ» στην Κόρινθο. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.​

 

 

 

ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ – ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ;

Του Γιάννη Πανούση

 

Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τη βία στην οικογένεια πρέπει προηγουμένως ν’ αναλύσουμε το θεσμό της οικογένειας. Ένα θεσμό που, είτε βρίσκεται σε εξέλιξη είτε μαστίζεται από κρίση, δεν παύει να συνιστά τη θεμελιακή μονάδα κοινωνικής οργάνωσης.

«Η οικογένεια μπορεί να γίνεται αισθητή σαν κάτι το ζωντανό, σαν κάτι που πεθαίνει, σαν κάτι που είναι νεκρό, σαν μια μηχανή, συχνά σαν ένα προστατευτικό ή καταστρεπτικό δίκτυο σχέσεων».

Σήμερα η οικογένεια δεν εκπληρώνει (ποσοστιαία ή καθ’ ολοκληρίαν) την εκπαιδευτική και μεταβιβαστική της λειτουργία, με αποτέλεσμα η δημιουργία προτύπων και η διαμόρφωση ρόλων να κατέχουν δευτερεύουσα θέση και το ζεστό οικογενειακό περιβάλλον να αντικαθίσταται από καταμερισμούς εργασίας και ευθύνες μέσα σε μια «μικρή οικονομική ομάδα».

Οι σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια επηρεάζουν την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά των μελών και οδηγούν αναπόφευκτα σε συγκρούσεις:

–         Ανάμεσα στους γονείς, που θέλουν να κρατήσουν τα κεκτημένα δικαιώματα και τις εξουσίες, και στα παιδιά που θέλουν περισσότερες ελευθερίες.

–         Ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, που αναζητούν νέες μορφές ισορροπίας, διανομής ρόλων κλπ.

Η βία στην οικογένεια εντάσσεται σε μια ιδιαίτερη κατηγορία: την εκφραστική βία, δηλ. τη βία που απορρέει από την αδυναμία επικοινωνίας ή εκείνην που εκφράζει την οδυνηρή στιγμή της διάσπασης των δεσμών επικοινωνίας.

 

Βία, εξουσία: Μορφές επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια

Η βία στην οικογένεια (ή, πιο διευρυμένα: η βία στο σπίτι) μπορεί να προσλάβει ήπια ή σκληρή μορφή (από χαστούκι και σπρώξιμο μέχρι ξυλοκόπημα και μαχαίρωμα).

Η κατάχρηση αυτή συνιστά – σε εγκληματικό επίπεδο – μια «μη φανερή βία», με την έννοια ότι εντάσσεται στο «σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας», αφού οι καταγγελίες είναι ελάχιστες είτε λόγω του γεγονότος ότι συμβαίνει σε ιδιωτικό χώρο είτε διότι η δραματοποίηση που ακολουθεί τη δημοσιοποίηση είναι πιο τραυματική από την ίδια τη βία. Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις.

α) Οι διαπροσωπικές – ψυχολογικές θεωρίες αποδίδουν την άσκηση βίας στην ψυχοπαθολογία του δράστη ή, πολλές φορές, και του θύματος (π. χ. ο δράστης πνευματικά άρρωστος ή αλκοολικός, το θύμα μαζοχίστρια κλπ.).

Πρόσφατες έρευνες όμως έχουν αποδείξει ότι μόνο σε ποσοστό 2%-3% παίζουν ρόλο τα ατομικά χαρακτηριστικά του δράστη (έτσι, π. χ., το πιοτό αποτελεί την αφορμή και όχι την αιτία άσκησης της βίας) και ότι οι παράγοντες που διαμόρφωσαν κατά το παρελθόν την προσωπικότητα του δράστη ή και του θύματος, είναι πιο σημαντικοί.

β) Οι κοινωνιοψυχολογικές θεωρίες ασχολούνται με τη δυαδική σχέση «αποστέρηση – επιθετικότητα». Χωρίς βέβαια να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι κάθε αποστερημένος ή διαψευσμένος γίνεται επιθετικός ή κάθε θύμα επίθεσης αντιδρά κατά τον ίδιο τρόπο, η εκμάθηση της βίας δημιουργεί το υπόβαθρο – ίσως και το κλίμα – για τέτοια συμπεριφορά.

Γ) Οι κοινωνιοπολιτισμικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες αναπτύσσεται (κυρίως στα κατώτερα στρώματα) μια μορφή κουλτούρας της βίας. Παρ’ όλο που οι θεωρίες αυτές δεν ερμηνεύουν τη βία στα μεσαία – ανώτερα στρώματα, βασίζονται στο γεγονός ότι ο άντρας – μέσω της βίας – ασκεί το έσχατο μέσο διατήρησης του ρόλου του ως κυριάρχου και οι άλλοι – μέσω της παθητικής στάσης – μένουν «πιστοί» σ’ έναν παραδοσιακό ρόλο υποταγής.

Το γεγονός ότι οι εμπειρικές ή περιγραφικές έρευνες δύσκολα μπορούν να ανακαλύψουν τις ρίζες του φαινομένου και να το ερμηνεύσουν σε βάθος, επιβάλλουν να επιχειρήσουμε να ρίξουμε το βάρος σε τρίτο παράγοντα: την αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της οικογένειας, αναζητώντας σχέσεις και δυναμική.

Κατά συνέπειαν μόνον η μικροανάλυση μπορεί να μας διαφωτίσει για την αλληλεπίδραση και τους ρόλους των πρωταγωνιστών.

Το ζητούμενο παραμένει πάντοτε το πώς οι δι-αντιδρώντες ερμηνεύουν τον εαυτό τους και τους άλλους κατά τη βίαιη κατάσταση. Πώς νιώθουν όσοι ασκούν ή δέχονται βία; Πώς εκλαμβάνουν τις αντιδράσεις των τρίτων; Πώς ορίζουν την κατάσταση που γέννησε τη βία;

Χωρίς να παραβλέπουμε το ρόλο του μακρο-κόσμου (όπως π. χ. η εκμανθανόμενη επιθετική συμπεριφορά ως μοντέλο ανδρικής στάσης), νομίζουμε ότι η υπαρξιακή διάσταση συχνά προηγείται του κοινωνικού φαινομένου.

Η βία στο σπίτι έχει ένα συγκινησιακό υπόβαθρο και τα δι-αντιδρώντα άτομα βρίσκονται σε μια κατάσταση της οποίας ορισμένα στοιχεία είναι ελεγχόμενα κι άλλα μη-ελεγχόμενα.

Η βία συνιστά ένα μέσον επιβολής και ελέγχου το οποίο όμως καθίστανται κατά την πορεία συγκινησιακά ανεξέλεγκτο, γι’ αυτό και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές δεν μπορούν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, να εξηγήσουν πώς φτάσαν εκεί.

Η συμβολική διαντίδραση στη βία, στην οικογένεια εμπεριέχει ένα μήνυμα διαλόγου, που διακόπτεται συχνά από παρορμήσεις κυριαρχικού τύπου.

Σε τελική ανάλυση η βία, ως «μορφή επικοινωνίας» μέσα στην οικογένεια ή ως οδυνηρή στιγμή της ρήξης των θεσμών, εκφράζει πάντοτε μια νόσο της ανθρώπινης επαφής. Μια νόσο που μοναδική θεραπεία της είναι η επανεξέταση των ρόλων και των σχέσεων μέσα από το συναισθηματικό πρίσμα της κατανόησης και όχι, βέβαια, μέσα από τον ψυχρό φακό της εκλογίκευσης και της τεχνητής εξισορρόπησης εξουσιών.

Αυτό επιχειρεί να αναδείξει το βιβλίο του Νίκου Δενδρινού, αυτή τη θυματοποίηση του πλέον αδύναμου κρίκου, δηλαδή του παιδιού.

Εύχομαι το βιβλίο να είναι καλοτάξιδο για να διδάξει μικρούς και μεγάλους.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top