Fractal

Διήγημα: «…πάρε την κότα και τρέχα!»

Της Δέσποινας Βέλλα // *

 

f14

 

Ήμουν δεκάξι χρονών. Λαχταρούσα την ώρα που θα άφηνα πίσω τον τόπο μου, την Ανέζα, ένα χωριό στην πεδιάδα της Άρτας. Ονειρευόμουν να φοιτήσω σε κάποια σχολή στην Αθήνα, ή σε κάποια άλλη πόλη της χώρας, μακριά από την Άρτα και τους «Νεραντζοκώληδές» της. Όχι ότι δεν μας αγαπούσα, ή μας θεωρούσα κακούς. Όχι, να πέσει φωτιά να με κάψει! Αλλά να, λαχταρούσα κι εγώ να περπατήσω στις μεγάλες λεωφόρους με αέρα και τσαχπινιά, όπως οι νεαρές πρωταγωνίστριες των ξένων σειρών της τηλεόρασης.

Δεν είχα κατασταλάξει μέσα μου σχετικά με το τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Στο σχολείο ήμουν λίγο καλύτερη στα φιλολογικά μαθήματα από ό,τι στα υπόλοιπα και δεν το έψαξα παραπάνω. Θα πήγαινα για την τρίτη Δέσμη και με λίγο διάβασμα θα περνούσα σε κάποια ρημαδοσχολή. Οι γονείς μου με προέτρεπαν να ασχοληθώ με κάτι που θα αύξανε την κερδοφορία της οικογένειας, αλλά και θα διαφοροποιούσε το κοινωνικό της status. Εγώ αυτά δεν τα καταλάβαινα και πολύ, μα τα δεχόμουν.

Είχα φίλες στο σχολείο, δεν ήμουν μοναχικό παιδί. Έκανα παρέα και με αγόρια, ήμαστε όλοι μια μεγάλη και αγαπημένη παρέα με τα πάνω και τα κάτω μας. Και με το σόι μου, όμως, καλά τα πήγαινα. Κατοικούσαμε οι περισσότεροι στην Ανέζα κι έτσι σε γιορτές, σε επιτυχίες και σε αργίες μαζευόμαστε όλοι ένα σώμα, μια γροθιά και μοιραζόμαστε στιγμές θαλπωρής.

Ένα πρωινό με φώναξε η ξαδέρφη μου, η Αθανασία, να περάσω από το σπίτι της. Έμενε λίγο πιο μακριά από εμάς, στην εξοχή που λέμε. Οι οικογένειές μας δεν ήταν ακριβώς ίδιες. Οι γονείς μου είχαν μίνι μάρκετ. Από αυτό ζούσαμε. Ο θείος μου είχε χασάπικο. Αλλά, αυτός και η γυναίκα του ασχολούνταν αρκετά και με τη γη. Θα μπορούσε κάποιος να τους χαρακτηρίσει αυτάρκεις. Είχαν ένα μεγάλο κήπο γύρω από το σπίτι τους και εκεί καλλιεργούσαν λαχανικά και φρούτα για αυτοκατανάλωση. Είχαν κι ένα μικρό κοτέτσι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μας προμήθευαν με αυγά, μα και με κρέας.

Δεν ήξερα τι ακριβώς με ήθελε. Υπέθεσα για έναν καφέ, για να τα πούμε. Δεν μοιάζαμε πολύ σαν χαρακτήρες, αλλά τα βρίσκαμε. Πιο μικρή τη φοβόμουν. Μετά τη θαύμαζα για το τσαγανό της. Εμένα αυτό μου έλειπε, ήμουν λίγο ντροπαλή. Είχε μαχητικότητα και δυναμισμό. Το έβλεπες στο περπάτημά τις, στις κινήσεις της. Νευρικές και δυνατές, σαν να ήταν πάντα έτοιμη για έναν αγώνα μποξ. Δύο χρόνια μεγαλύτερή μου, είχε πάρει τις αποφάσεις για το μέλλον της. Θα ασχολιόταν με την πτηνοτροφία.

Πήγα λοιπόν στο σπίτι της, όπως μου ζήτησε. Με καλωσόρισε η θεία μου και, όπως πάντα, με κέρασε ένα γλυκό του κουταλιού. Νεραντζάκι. Σε λίγο εμφανίστηκε η Αθανασία στην πόρτα του δωματίου της, διέσχισε το διάδρομο και έφτασε χαρωπή στο καθιστικό. Δεν είχαμε γλύκες μεταξύ μας. Η σχέση μας ήταν τόσο παλιά, όσο και οι πρώτες αναμνήσεις που είχα από τον εαυτό μου κι έτσι οι διαχυτικότητες φάνταζαν περιττές.

Αφού συζητήσαμε λίγο την επικαιρότητα εκείνης της εποχής και κουτσομπολέψαμε δυο τρεις κοινούς μας γνωστούς, η Αθανασία μου εξομολογήθηκε το λόγο που με είχε φωνάξει εκεί:

«Έχω βρει μια νέα μέθοδο. Καταπληκτική!»

«ΤΙ μέθοδο;» απόρησα.

«Για να σφάζω κότες!» είπε και ο ενθουσιασμός της με σόκαρε.

«Για ξαναπές το» την πρόσταξα. Γνώριζα πως η ξαδέρφη μου έσφαζε κότες, αλλά είχα την εντύπωση ότι το έκανε αναγκαστικά και “διεκπεραιωτικά”. Δεν περίμενα τέτοιο… πάθος.

«Παιδί μου, βρήκα μια μέθοδο να σφάζω κότες χωρίς να τις ταλαιπωρώ πολύ. Εύκολα, γρήγορα, θα τολμούσα να πω αναίμακτα!»

«Καλά, αυτό το τελευταίο πάρτο πίσω.»

«Εννοώ ότι είναι μια μέθοδος που ακόμα κι ένα μυξιάρικο μπορεί να την εκτελέσει. Να, όπως εσύ!» Χαμογελούσε η άτιμη κι εγώ μέσα μου έβραζα. Πάντα ως η πιο μικρή του σογιού είχα τα περισσότερα παρατσούκλια από όλα τα ξαδέρφια και λειτουργούσα ως ερέθισμα για τη γέννηση πολλών λεκτικών και όχι μόνο πειραγμάτων.

«Αθανασία δεν μου τα λες καλά. Εντάξει, δεν είμαι σαν κι εσένα. Δεν τη στύβω την πέτρα, αλλά όχι και μυξιάρικο!»

«Έλα μωρέ Φρόσω παρεξηγήθηκες τώρα. Έτσι το πα, για να καταλάβεις!»

«Και για αυτό μωρέ με φώναξες εδώ πέρα; Λες και δεν είχα άλλες δουλειές; Αφού ξέρεις, εγώ δεν τα μπορώ αυτά. Είναι βάρβαρα!»

«Βάρβαρα, αλλά πώς αλλιώς θα το φας το λαχταριστό, κοτίσιο μπουτάκι; Και πώς μετά θα γλύψεις και το κοκαλάκι; Ουρανοκατέβατα νομίζεις ότι σου ‘ρχονται στο πιάτο; Δεν ακούω κουβέντα! Θα δεις ότι δεν θα το καταλάβεις καν, ούτε εσύ, ούτε η κότα!»

«Θα δω;»

«Έλα σήκω! Σκληραγωγήσου λίγο! Θες να πας και στην Αθήνα! Πώς θα επιβιώσεις εκεί; Θα σε φάνε λάχανο καημένο!»

Σηκώθηκε κι εγώ την ακολούθησα, σκυλί πιστό, που δεν αμφισβητεί ποτέ το αφεντικό του. Δεν ήθελα να πάω, ούτε να κάνω αυτό που μου ζητούσε. Να το φανταστώ δεν ήμουν ικανή. Μα ύστερα από χρόνια συνειδητοποίησα πως πάντα ο δυνατός ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού κι η σιγουριά του φιμώνει τις αντιστάσεις των αδυνάμων.

Φτάσαμε μπροστά από το κοτέτσι. Η Αθανασία άρπαξε μια κότα και την κράτησε από τα πόδια, με το κεφάλι της να κοιτάει το χώμα.

Η κότα διαισθάνθηκε τον κίνδυνο, ίσως ακόμη και το οριστικό της τέλος και τίναζε τα φτερά της μανιασμένη, επιδεικνύοντας για τελευταία φορά τα όπλα που της είχε χαρίσει η φύση. Η ξαδέρφη μου δεν πτοήθηκε, θα τα είχε συνηθίσει όλα αυτά. Προχωρήσαμε λίγα βήματα και βρεθήκαμε μπροστά σε μια κατασκευή.

Τρία ξύλινα στηρίγματα, με ύψος περίπου ένα μέτρο και κάτι το καθένα, ήταν στερεωμένα στο έδαφος. Πάνω τους ήταν τοποθετημένα μεταλλικά χωνιά, που είχαν μια τρύπα στο κάτω άκρο τους.

«Τα ταν!» μου είπε η ξαδέρφη λες και ήταν έτοιμη να παρουσιάσει κάποιο τρικ. Εν τω μεταξύ άρπαξε από ένα τραπέζι, τοποθετημένο σε μικρή απόσταση από την κατασκευή, ένα μεγάλο μαχαίρι.

«Μόνη σου το έφτιαξες;» τη ρώτησα και ξαφνιάστηκα για μία ακόμη φορά με την εφευρετικότητά της.

«Βεβαίως! Είναι πατέντα!»

«Πατέντα;»

«Θα δεις και θα καταλάβεις!» χαμογέλασε η ξαδέρφη, έτοιμη για δράση.

Με απαλές κινήσεις έβαλε την κότα μέσα στο χωνί με το κεφάλι της προς τα κάτω. Όταν αυτό άρχισε να βγαίνει από την τρύπα του χωνιού, εκείνη το τράβηξε ελαφρώς και το κράτησε με πολύ σταθερό χέρι. Με το άλλο της χέρι έκανε μια τομή στο λαιμό και η κότα παραδόθηκε στη μοίρα της, αφημένη για λίγα λεπτά μέσα στο χωνί να στάξει όλο της το είναι.

«Πανεύκολο! Σαν να κόβεις φρέσκο κρεμμυδάκι!» απευθύνθηκε σε μένα όλο χαρά η Αθανασία, ικανοποιημένη που είχε φέρει εις πέρας την αποστολή της.

Εγώ έστεκα σχεδόν ακίνητη, μουδιασμένη από την απλότητα αφαίρεσης μιας ζωής.

«Πάμε τώρα στην επόμενη φάση» συνέχισε ακάθεκτη εκείνη.

«Έχει κι άλλο;»

«Α, τίποτα, το ξεπουπούλιασμα. Δυο λεπτάκια υπόθεση.»

Έβγαλε την ξεψυχισμένη κότα από το χωνί της και την απόθεσε στο τραπέζι. Την αποκεφάλισε προσεκτικά, έπειτα έκοψε τα φτερά, τα πόδια της και για το τέλος άφησε την πλάτη. Με χειρουργικές κινήσεις άνοιξε μια τομή στο μέσο του σώματός της με το μαχαίρι. Έπειτα, έβαλε τα δυο της χέρα στη σχισμή, που δημιουργήθηκε, και άρχισε με αυτά να τραβάει τις δύο πλευρές της «πέτσας» προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η «πέτσα» μαζί με τα πούπουλα σχίστηκε και ξεκόλλησε από τη σάρκα, τόσο εύκολα, λες και κάποιος που ντύθηκε κότα τις απόκριες, ξεκούμπωσε το φερμουάρ της στολής του και την έβγαλε από πάνω του για να ξεϊδρώσει.

«Στα ‘λεγα; Πόσο έκανα στο σύνολο, 5-10 λεπτά το πολύ!»

«Όντως» της απάντησα σαστισμένη.

«Λοιπόν, έλα να κάνεις κι εσύ την άλλη. Δύο ήθελα για σήμερα. Μου είναι άχρηστες πια αυτές οι κότες, δεν γεννούν τόσο συχνά. Άντε, να ξεμπερδέψουμε νωρίς και μετά να κάτσεις να φας εδώ μαζί μας!»

Μία το γεύμα που μου πρότεινε η Αθανασία, μία η σάρκα της κότας απιθωμένη στο τραπέζι, ε, δεν ήθελα και πολύ. Τα υγρά στο στομάχι μου κινούνταν σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα και ήθελαν να βρουν διέξοδο. Με τα βίας τα συγκρατούσα εντός μου.

«Καλέ, εσύ άσπρισες σαν το πανί! Δεν μπορώ να το αφήσω πάνω σου. Θα το κάνω εγώ!»

Τι να της έλεγα της ξαδέρφης; Πώς ήμουν στην ουσία μια δειλή , μια φοβητσιάρα, που λύγιζε μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα; Πόσο χαμένη ήμουν όλο αυτό το διάστημα αράζοντας νωχελικά στα φτερωτά μου σύννεφα, ενώ δίπλα μου ξεσπούσαν ολέθριες καταιγίδες; Από τι υλικό ήμουν φτιαγμένη τελικά;

«Όχι, όχι», κατάφερα να της πω με δυσκολία «…μπορώ! Άλλωστε πρέπει να μάθω, πού ξέρεις; Μπορεί και να μου χρειαστεί…»

«Εντάξει, μέχρι να στη φέρω κοίτα να ηρεμήσεις» είπε και μου έδωσε μια απαλή φαπίτσα στο αριστερό μου μάγουλο.

Την έπεισα να με εμπιστευτεί και πρόλαβα να πάρω θέση σε αυτό το πρωτοφανές για μένα δίλλημα. Σε ένα λεπτό ήταν πίσω.

«Όλη δική σου!» μου είπε και μου την έδωσε.

Εμένα η γροθιά μου σφίχτηκε γύρω από τα πόδια της κότας. Παρόλο που το κεφάλι μου ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση από το δικό της, ένιωθα το αίμα μου να κατευθύνεται προς αυτό. Πρέπει να είχε φτάσει ανάμεσα στα μάτια μου, γιατί άρχιζα να βλέπω θολά.

Η Αθανασία είδε πως καθυστερούσα και μου άρπαξε το χέρι, αλλά εγώ δεν άφηνα με τίποτα το τρομαγμένο πτηνό.

«Μα τι σε έπιασε ρε Φρόσω;» ωρυόταν.

Στο μυαλό μου μία φράση έπαιζε ξανά και ξανά σαν από χαλασμένο μαγνητόφωνο. «Πάρε την κότα και τρέχα… πάρε την κότα και τρέχα!» Ίσως και να ήταν η πρώτη και τελευταία επαναστατική μου πράξη. Αισθανόμουν όμως πως άξιζε τον κόπο.

Τίναξα το χέρι της Αθανασίας από πάνω μου και άρχισα να τρέχω σαν το πούμα στους δρόμους της Ανέζας , χωρίς να αφήσω από το χέρι μου την κότα. Πάνε οι λεωφόροι, πάνε τα κραγιόν και οι κοντές φουστίτσες που κάποτε ονειρευόμουν. Ένας σκοπός πιο σοβαρός με είχε κυριεύσει!

«Καλέ που πας; Φέρ’ την πίσω!» ούρλιαζε εκείνη, που είχε βάλει σκοπό της να μην αφήσει κότα για κότα ζωντανή.

Άκουσε τις φωνές και η θεία και βγήκε στην πόρτα του σπιτιού να δει τι συνέβαινε.

«Πάει, τρελάθηκε το δόλιο!» μονολογούσε για την ανιψιά της.

Έτρεχα, έτρεχα και σταματημό δεν είχα! Έκρωζε κι η κότα για να με ενθαρρύνει να συνεχίσω. Ήθελα να την αφήσω να πετάξει ελεύθερη στον αέρα, να χαθεί στον ουρανό και να με πάρει και μένα μαζί της. Μα είχα παρανοήσει τελείως. Δεν κρατούσα δα και κανέναν αετό!

Τα περίεργα βλέμματα στο δρόμο, καρφωμένα σε ένα θέαμα γελοίο και παράλογο, δεν τα είδα ποτέ. Μόνο τα φαντάστηκα. Σίγουρα θα μου ‘μενε η ρετσινιά μετά από αυτό. Θα ήμουν η ντροπή της Ανέζας. Κι ίσως η φήμη μου να απλωνόταν σε όλη την Άρτα και γιατί όχι και σε όλη τη χώρα! Μα δε με απασχολούσε πια. Έσωζα την κότα και μαζί μ’ αυτήν την αθωότητά μου, που είχε δεχθεί το πρώτο σοβαρό της πλήγμα.

Την κότα την κράτησα μέχρι τα βαθιά της γεράματα κι ας αντιδρούσαν οι δικοί μου. Σπούδασα στην Αθήνα οικονομικά και στη συνέχεια ανέλαβα το μίνι μάρκετ των γονιών μου, που γρήγορα αναβαθμίστηκε σε σούπερ μάρκετ. Έμεινα στην Ανέζα και εκεί έφτιαξα μια όμορφη οικογένεια και μεγάλωσα τα παιδιά μου με φροντίδα, μαθαίνοντάς τα να σέβονται κάθε μορφή ζωής στον πλανήτη. Κοτόπουλο δεν ξανάφαγα ποτέ μου. Ακόμη και σήμερα ξυπνώ ορισμένα βράδια, ιδρωμένη και αναστατωμένη από τον ίδιο εφιάλτη: βλέπω πως τελικά υπάκουσα και έσφαξα την κότα. Το λέω στην ξαδέρφη μου κι εκείνη σκάει στα γέλια.

«Εσύ έμεινες τρυφερούδι!» μου λέει γλυκά και μ’ αγκαλιάζει.

 

 

* Η Δέσποινα Βέλλα έχει σπουδάσει Μάρκετινγκ και Επικοινωνία στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ανακάλυψε πως αγαπά τη γραφή από τα 9 της χρόνια. Από τότε πειραματίζεται μαζί της θέλοντας αυτή η σχέση να διαρκέσει και να εξελίσσεται στο χρόνο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top