Fractal

Διήγημα: “Est deus in nobis”

Της Παρασκευής Μάρκου // *

 

f5

 

Η βροχή έπεφτε ορμητικά πάνω στο πρόσωπό μου, τόσο ορμητικά που θαρρούσα πως κάποιος μου ρίχνει αδιάκοπα νερό με απώτερο στόχο τον πνιγμό μου. Επιταχύνω το βήμα μου, όσο μπορώ, και κυριολεκτικά αδύναμος να δω και κατ’ επέκταση να διακρίνω τι υπάρχει γύρω μου λόγω των τόνων νερού που συνεχίζουν να με χτυπούν, ακολουθώ τυφλά τα βήματά μου… ώσπου μπουκάρω σε ένα κτήριο που βρέθηκε ομπρός μου.

Τώρα, σας το λέω, είμαι στην ευχάριστη θέση να ανοίξω τα μάτια μου. Αρχικά, θολούρα, διαδέχεται το πρότερο σκοτάδι, και έπειτα υπό το κλυδωνιζόμενο φως αμέτρητων κεριών – αφιερωμάτων, ποιος ξέρει από ποιον και προς ποιον, σαστίζω! Ησυχία! Τόση, που ακούω την καρδιά μου να πάλλεται. Περπατώ δειλά δειλά και προσεγγίζω τον ομφαλό του χώρου, από όπου διακρίνω ευθεία στο βάθος του εσωτερικού του κτηρίου μια σκυφτή φιγούρα, μπροστά από ένα τεράστιο τραπέζι, ντυμένο με ένα κατακόκκινο τραπεζομάντηλο. Σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος, δεσπόζει ένας ξύλινος σταυρός ικανοποιητικότατων διαστάσεων, από τον οποίο κρέμεται ένας άνδρας, ξύλινος κι αυτός… Μου κεντρίζει αμέσως το ενδιαφέρον και αφήνω στην ησυχία του τον σκυφτό άνθρωπο.

Οι κόρες των ματιών μου αγκαλιάζουν τα μακριά του μαλλιά, τη μάλλον άρτια σωματική του διάσταση, την οποία θα χαρακτήριζα ως αρίστη, θα… γιατί υπάρχει ένα σημείο του σώματος του καλυμμένο από ένα πέπλο λευκό, αφήνοντας έτσι περιθώρια λάθους κρίσης λόγω ελλιπών στοιχείων. Πάντως, αν είχα την παραμικρή επιρροή πάνω του, την όποια εξουσία, αυτό το «κρυψίνουν» πέπλο θα το αφαιρούσα… Τραύματα, διάσπαρτα στο κορμί του, γρήγορα μου προκαλούν μια κάποια αποστροφή.

Επιστρέφω λοιπόν το βλέμμα μου στον άνδρα που παρέμενε γονατιστός και απτόητος παρά τις όποιες σκέψεις μου.

– Ε! Εσύ! Σου μιλάω…

Απάντηση καμιά.

– Σου μιλάω… δεν ακούς; Υψώνω τον τόνο της φωνής μου. Ωστόσο, ο άνδρας παρέμενε στη θέση του, ακίνητος, γαλήνιος σε στάση μεταξύ ικεσίας και διαλογισμού. Τη γαλήνη του, το παραδέχομαι, αυτή ζήλεψα πιο πολύ. Τόσο καιρό την αναζητώ, και να τώρα βρίσκεται μπροστά μου, ακίνητη, κοντά μου αλλά σύγκαιρα μετακινούμενη όλο και πιο μακριά μου, σα να με περιπαίζει.

Μα τι είναι αυτή η γαλήνη; Άλλοι την έχουν απ’ τα γεννοφάσκια τους κι άλλοι όχι; Αναρωτιέμαι… Ή μήπως όλοι την έχουμε αλλά κάποιοι επιτήδειοι με δόλο την υποκλέπτουν απ’ τον καλό τους τον πλησίον;

– Μου έκλεψες τη γαλήνη μου! Τώρα το κατάλαβα… βροντοφωνάζω και βγάζω απ’ την τσέπη του βρόμικου παλτού μου ένα περίστροφο. Το οπλίζω και στοχεύω τον κλέφτη…

Ξάφνου, βρίσκομαι στο πάτωμα με ένα σωρό αγνώστους δίπλα μου, ντυμένους στα λευκά να προσπαθούν να με ακινητοποιήσουν.

– Μου έκλεψε τη γαλήνη μου! Μην τον αφήσετε να ξεφύγει… συνεχίζω να φωνάζω διεκδικώντας το δίκιο μου.

– Λυπάμαι κύριε, αλλά εκτός από εσάς δεν υπάρχει άλλος εδώ! Απαντά ένας από τους λευκοντυμένους άνδρες.

 

 

 

* Η Παρασκευή Μάρκου δραστηριοποιείται στο χώρο της εκπαίδευσης και της συγγραφής. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (Κομφετί-εκδ. Οσελότος, Ελπίδα-εκδ. Ownbook ) και διατηρεί το προσωπικό της blog με κείμενα ποιητικού και πεζού λόγου http://markouparaskevi.blogspot.gr/.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top