Fractal

Παραμύθι: “Πως ξυπνούν τα παραμύθια;”

της Μαρίνας Καβαλλιεράκη //

 

fair

 

Με έναν τρόπο μόνο. Αυτόν που ανακάλυψε μια μέρα του Ιούλη  η Μυρτιά που όλοι μπερδεύονται και τη φωνάζουν Μυρτώ και εκείνη όλο τους διορθώνει. Αισθάνεται σπουδαία που το όνομά της ξεχωρίζει γιατί από μικρή ήταν ένα ξεχωριστό παιδί. Έτσι έλεγαν όλοι.  Γιατί ήταν  εκείνη που βρήκε πως ξυπνούν τα παραμύθια.

Μα κοιμούνται τα παραμύθια; Μα και βέβαια κοιμούνται. Ανάσκελα, μπρούμυτα,  με τσακισμένη την τρίτη σελίδα, όρθια σαν στρατιωτάκια, ανοιχτά στη μέση σαν βιβλιοπεταλούδες. Κοιμούνται όπου βρίσκουν. Λάθος. Κοιμούνται όπου τα αφήσουν. Μέσα στο συρτάρι, πάνω στο κομοδίνο, κάτω από το κρεβάτι, δίπλα από το τζάκι, μέσα στη ντουλάπα. Πιο τυχερά είναι αυτά βέβαια που κουρνιάζουν στη βιβλιοθήκη. Εξαρτάται βέβαια  ποιον έχουν γείτονα. Οι εγκυκλοπαίδειες και τα λεξικά είναι ο φόβος και ο τρόμος! Θέλουν όλο το ράφι δικό τους. Για αυτό σπρώχνουν, διώχνουν εκφοβίζουν με τον όγκο τους. Όλα όμως τα βιβλία ακόμα και τα μεγάλα έχουν ένα  κοινό  φόβο. Όπως και τα παιδιά,  έτσι και αυτά φοβούνται το σκοτάδι. Σε κανέναν δεν αρέσει το σκοτάδι τελικά. Φοβούνται τα νέα βιβλία που θα έρθουν και θα τους πάρουν τη θέση. Θα μπουν μπροστά τους και θα κρύψουν το φως και θα αναγκαστούν να μετακομίσουν σε μέρη πιο σκοτεινά γεμάτα σκόνη.  Η ακόμη χειρότερα θα μπουν σε κουτιά και άλλα θα πάνε στο πατάρι, άλλα στην αποθήκη.

Μέχρι που μια μέρα έγινε μια ανακάλυψη σπουδαία που κανένας μεγάλος δεν είχε σκεφτεί. Τουλάχιστον κανένας στην οικογένεια της Μυρτιάς, αν και θα έπρεπε γιατί  όλη τη δουλειά την είχαν κάνει εκείνοι απλά μεγάλωσαν και ξέχασαν. Οι γονείς της  διάβαζαν πολύ, έφερναν συνέχεια βιβλία, έπιαναν το ένα, άφηναν το άλλο.  Βιβλία ιστορίας από εδώ, ποίηση από εκεί, φιλοσοφία παρακάτω. Παραμύθια όμως πουθενά. Μα είναι δυνατόν να μην τους αρέσουν τα παραμύθια; Μπορεί κανείς ποτέ να βαρεθεί να ταξιδεύει σε μαγικές κοιλάδες, τετράγωνα φεγγάρια, πλανήτες από  ζάχαρη , παρέα με  κεραμιδόγατους που απλώνουν ρούχα, λιοντάρια με μπικουτί και νεράιδες με πατίνια; Όλα αυτά σκεφτόταν η Μυρτιά εκείνο το βράδυ του Ιούλη που δεν μπορούσε να κοιμηθεί από   τη ζέστη και από την καντάδα που της έκαναν μια παρέα από τζιτζίκια.

Το επόμενο πρωί έτσι όπως ήταν ξενυχτισμένη αποφάσισε να μην πάει με τους άλλους για μπάνιο αλλά να κάτσει στο σπίτι με τη γιαγιά Μαρίκα. Και ήταν όμορφα στο σπίτι της  γιαγιάς . Όχι μόνο επειδή όλα μέσα  ήταν παραμυθένια, από τα έπιπλα μέχρι τον παλιό αργαλειό στο πέρα σαλονάκι, όπως το έλεγαν όλοι, αλλά επειδή είχαν μετατρέψει το παλιό πλυσταριό σε έναν  ολόδικό της χώρο παιχνιδιού. Εκεί ξεχειμώνιαζαν  οι κούκλες της, τα επιτραπέζια παιχνίδια, τα παζλ, η μια κουζλινα μινιατούρα, ο βραστήρας για το απογευματινό τσάι και τοπαλίο γραφείο του μπαμπά που χρησίμευε για τα τραπέζι. Δύο ψάθινα σκαμνάκια παραδίπλα και ένα παλιό ντιβάνι συμπλήρωναν το σκηνικό. Στο βάθος υπήρχαν στιβαγμένες μερικές χάρτινες κούτες με ξεχασμένα πράγματα των γονιών της, που ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί να ανοίξει. Μέχρι εκείνο το πρωινό τουλάχιστον, όταν  μια χάντρα από το κολιέ που έφτιαχνε, μια σπάνια τρίχρωμη χάντρα  που την είχε ανταλλάξει με άλλες τρεις την τελευταία μέρα του σχολείου, γλύστρισε από τα χέρια της και   κύλησε προς εκείνη τη μεριά. Η Σμαραγδοπράσινη, όπως την έλεγε, της έδειξε τον δρόμο. Χώθηκε κάτω από μια σκονισμένη πράσινη κούτα. Η Μυρτιά προσπάθησε να την σπρώξει αλλά ήταν πολύ βαριά. Παραδίπλα ήταν ακουμπισμένη μια παλιά ρακέτα. Την έβαλε από κάτω  αλλά , μόλις την ανασήκωσε, εκείνη δίπλωσε στο πλάι και άνοιξε. Ήταν γεμάτη βιβλία. Παραμύθια για την ακρίβεια. Πήρε στα χέρια της το πρώτο από δεξιά. Ο Παραμυθένιος κόσμος του δάσους. Άνοιξε τη πρώτη σελίδα και  διάβασε μια χειρόγραφη σημείωση: Καλοκαίρι 1980, Κόρθι, Άνδρος . Ακριβώς από κάτω βρήκε Το Παραμύθι με τα χρώματα. Στη δεύτερη σελίδα υπήρχε πάλι μια σημείωση: Στον αγαπημένο μου Δημητράκη για τη  γιορτή του. Με αγάπη η θεία  σου Ελένη, Κάτω Πατήσια 1984.    Μέχρι το μεσημέρι η Μυρτιά είχε αδειάσει όλες τις κούτες. Και ήταν όλες γεμάτες παραμύθια. Τα περισσότερα τα είχε διαβάσει σε νεότερη έκδοση με σελίδες γεμάτες εικόνες με έντονα χρώματα, όχι σαν αυτές εδώ τις ξεθωριασμένες. Και όμως αυτές της άρεσαν περισσότερο. Και ακόμα περισσότερο της άρεσαν οι σημειώσεις στις πρώτες σελίδες γιατί στο μυαλό της κάθε παραμύθι συνοδευόταν από ένα άλλο, αόρατο που μόνο  ο κάτοχος του βιβλίου μπορούσε να αποκωδικοποιήσει. Τι να συνέβει εκείνο το καλοκαίρι στην Ανδρο; Πόσες φορές διαβάστηκε το βιβλίο και από ποιον; Ποια ήταν η τελευταία φορά που το πήρε κάποιος στα χέρια του; Πότε χάθηκε η μαγεία και απόφάσισε ο κάτοχός του να το βάλει για ύπνο; Μήπως μεγαλώνοντας χάνεται η ικανότητα να βλέπουμε τη μαγεία των παραμυθιών;

«Μυρτιά, γυρίσαμε! Έλα να φάμε!». Η φωνή της μητέρας της διέκοψε απότομα τις σκέψεις της.   Τακτοποίησε  προσεκτικά  και τα τελευταία και έκλεισε απαλά την πόρτα. Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Η γιαγιά Μαρίκα είχε ετοιμάσει λαχταριστό παστίτσιο. Για κάποιο λόγο  αυτό φαγητό ήταν συνδυασμένο με τις καλοκαιρινές αναμνήσεις μικρών και μεγάλων. Πριν φτιαχτεί το εξοχικό στο Πόρτο Γερμενό, η οικογένεια ταξίδευε συχνά. Η γιαγιά Μαρίκα, φρόντιζε όπου βρισκόταν να έχει μαζί της τα απαραίτητα για να φτιάχνει σπιτικό φαγητό. –Θυμάσαι μαμά  όταν φτάσαμε στην Άνδρο, το πρώτο πράγμα που ρώτησες ήταν που είναι ο  φούρνος; Θυμήθηκε  ξαφνικά ο πατέρας της Μυρτιάς. Πότε είχαμε πάει, το ΄82 νομίζω. – Όχι μπαμπά ,το  1980 είχατε πάει, πετάχτηκε η Μυρτιά.- Και εσύ μικρό που το ξέρεις αφού τότε δεν είχες ακόμα γεννηθεί;  – Το ξέρω γιατί εσύ το έγραψες πάνω στο παραμύθι σου.  Έλα να δεις. Η Μυρτιά πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα της, και έτρεξε  προς το παλιό πλυσταριό. Άνοιξε με τέτοια  φόρα τη σιδερένια πόρτα που ο μεταλλικός της ήχος  γέμισε όλη την αυλή.  Οι γονείς της Μυρτιάς και η γιαγιά Μαρίκα μπαίνοντας  στο πλυσταριό  έμειναν  με το στόμα ανοιχτό.  Στο παλιό ντιβάνι, στο πάτωμα, στη σιδερώστρα , περιμετρικά  σε όλο το δωμάτιο , τα παραμύθια ήταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο με χρονολογική σειρά.  Η Μυρτιά πήρε από το χέρι τον πατέρα της και του έδειξε το βιβλίο που  είχε διαβάσει στην Άνδρο.  Πιο δίπλα μια συλλογή  από παραμύθια από τις εκδόσεις Στρατίκη. -Αυτό ήταν , δώρο από την κυρία Ντίνα , τη δασκάλα της  Τρίτης Δημοτικού, θυμήθηκε ο η γιαγιά της. – Θα μου το διαβάσεις μπαμπά; ρώτησε η Μυρτιά .

Και κάπως έτσι ξύπνησαν τα παραμύθια. Ξεχύθηκαν  στο φως και ζωντάνεψαν από  την φωνή των ανθρώπων. Οι σελίδες ζεστάθηκαν  από το χάδι των  χεριών των πρώτων ιδιοκτητών. Μα πιο πολύ από τη φροντίδα της Μυρτιάς. Αυτά τα βιβλία που ήταν για χρόνια  ξεχασμένα στην παλιά αποθήκη, βρήκαν  ξανά τη χαρά και το νόημα της ύπαρξης τους, στα χέρια ενός μικρού παιδιού.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top