Fractal

Διήγημα: «Παραμονή πρωτοχρονιάς»

Γράφει η Γιώτα Αναγνώστου //

 

 

Το ασανσέρ της πολυκατοικίας ανεβαίνει στον πέμπτο. Μπαίνει μια τύπισσα ντυμένη στην πένα. Το άρωμά της πλημμυρίζει τον μικρό, κλειστό χώρο. Πανάκριβο, μα απωθητικό. Έτοιμη για έξοδο, εορταστική.  Totalblack, το μικρό, μαύρο φόρεμα, με βαθύ ντεκολτέ, ν’ ανασαίνει το στήθος. Το μαύρο, λεπτό παλτό της ανοιχτό. Η ζώνη κρέμεται. Είναι ψηλή, γεροδεμένη, χυμώδης. Τα φοράει τα ρούχα της, δεν τη φοράνε. Τα μαλλιά της ξανθά, πιασμένα σ’ ένα τέλειο κότσο, κομμωτηρίου. Το μακιγιάζ άψογα σκοτεινό, με εξαίρεση το κόκκινο κραγιόν της. Της ταιριάζει. Σε όλα τα νεανικά, όμορφα πρόσωπα ταιριάζει το κόκκινο κραγιόν. Οι γόβες της ψηλές, στιλέτο, κοφτερό, γυαλιστερό. Δεν φορά κάλτσες. (Τι μόδα κι αυτή μες στον χειμώνα). Η επιδερμίδα της σταρένια. Δεν είναι φυσική ξανθιά.

 

Πατά το κουμπί του ισογείου και πλησιάζει στον καθρέφτη. Εξετάζει το μακιγιάζ της. Διορθώνει μια τριχούλα στα μαλλιά. Το ασανσέρ κατεβαίνει με τον γνώριμο ήχο. Σταματά στον τέταρτο. Η δίφυλλη πόρτα ανοίγει. Μπαίνει μέσα ένας νέος άντρας. Άθλιος. Πνιγμένος στις τρίχες. Άλουστα, ανάκατα, μακριά μαλλιά, και μούσια. Μυρίζει ανθρώπινη παραίτηση. Συνηθισμένη, μα πάντα συγκινητική.Τα μάτια του είναι κόκκινα. Φορά ριγέ πιτζάμες κι από πάνω ένα ανοιχτό μπουρνούζι. Η ζώνη κρέμεται. Στα πόδια του κάτι πανάρχαιες, τρύπιες παντόφλες. Ούτε κι αυτός φοράει κάλτσες. Δεν μιλάνε. Δεν φαίνεται να γνωρίζονται. Εκείνη φέρνει τα χέρια και τα σταυρώνει μπροστά στο στήθος. (Συνηθίζεται σε μικρούς, κλειστούς χώρους να προσπαθείς να ορίσεις, τον ζωτικό σου χώρο). Τα δικά του κρέμονται σαν ρούχα μπουγάδας απλωμένης, μέρα χωρίς αέρα. Το άρωμά της του φέρνει αναγούλα. Δεν του θυμίζει τίποτα ανθρώπινο το άρωμα αυτό. Δεν έχει ούτε ιδρώτα, ούτε πόθο, ούτε φόβο.Έχει πιεί, μα θέλει κι άλλο. Και τώρα γι’ αυτό κατεβαίνει. Μήπως βρει τίποτα ανοιχτό. Να πάρει κάτι να πιει, οτιδήποτε. Ξέρει έναν ψιλικατζή, φραγκοφονιά, σπαγκοραμμένο. Αν είναι κάποιος ανοιχτός σήμερα, βράδυ παραμονής Πρωτοχρονιάς, σίγουρα θα είναι αυτός. Το ασανσέρ σταματά μεταξύ του δεύτερου και πρώτου ορόφου. Ακινητοποιείται. Έτσι, απλά.

Η τύπισσα, ψύχραιμη, πατάει το κουμπί του κινδύνου. Ακούγεται ένα γελοίο καμπανάκι, σαν ενοχλητικό θυροτηλέφωνο. Αυτό ήταν όλο;

-Μην περιμένεις ν’ ακούσει κάποιος. Στον τρίτο έχουν πάρτι, οι φοιτητές στον δεύτερο έχουν φύγει για τα σπίτια τους και η γριά στον πρώτο, φοράει ωτασπίδες.

-Και πού τα ξέρεις όλα αυτά;

-Εδώ μένω ξέρεις. Στον τέταρτο. Εσύ στον πέμπτο φαίνεται, είσαι πολύ ψηλά για να δίνεις σημασία τι γίνεται πιο κάτω.

Εκείνη σωπαίνει. Ξέρει ότι έχει δίκιο. Πάνω από χρόνο μένει σ’ αυτή την πολυκατοικία και δεν έχει αλλάξει ούτε «καλημέρα» με κανένα. Την ενοχλεί, ωστόσο, ο επικριτικός του τόνος.

-Έχεις κανα τσιγάρο;

-Δεν θα καπνίσεις εδώ μέσα.

Τραβιέται στη γωνιά. Όσο μπορεί κανείς να τραβηχτεί σε ένα ασανσέρ. Κάθεται στο δάπεδο, κουβάρι, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του. Ορίζει κι αυτός τον ζωτικό του χώρο. «Δεν θα της μιλήσω άλλο της σκρόφας», σκέφτεται. Αλλά την τρώει με τα μάτια. Πάνε μήνες που έχει να βρεθεί τόσο κοντά με γυναικείο κορμί. Με τέτοιο κορμί, ούτε θυμάται πια από πότε.

Εκείνη αρχίζει να χτυπά με μανία την πόρτα. Φωνάζει. Ουρλιάζει.

-Ακούει κανείς; Βοήθεια! Στο ασανσέρ…

Σπάει ένα νύχι. Ένα κόκκινο, περιποιημένο νύχι. (Καλή δουλειά η μανικιουρίστα). Φέρνει το δάχτυλο στο κατακόκκινο στόμα της. Την παρατηρεί. Τον τρελαίνει αυτή κίνηση. Τον κάνει να ξεχνά το απαίσιο άρωμά της. Εκείνο που του φέρνει αναγούλα. Πνίγει ένα αχ! Πριν βγει με την αναπνοή του. Εκείνη το βλέπει και τραβά απότομα το δάχτυλο. Το κρύβει στην παλάμη του άλλου χεριού. Τέλεια χέρια. Αδούλευτα. Χέρια για χάδια μόνο.

Σηκώνεται. Είναι αποφασισμένος. Δεν θα της μιλήσει. Θα την τυλίξει με σιωπή. Σ’ αυτό το στενό ρινγκ ήχος δεν θα ακουστεί απ’ την πλευρά του. Κι ας είναι ν’ αφήσει την ψυχή του αποκαμωμένος στα σκοινιά, θύμα μιας αθόρυβης γροθιάςπου θα τον βγάλει οριστικά νοκ-άουτ. Άσε που όρθιος μπορεί να την  παρατηρεί καλύτερα και μέσα απ’ τον καθρέφτη.

Το περίεργο είναι πως στον καθρέφτη βλέπει τον εαυτό του καλοχτενισμένο, περιποιημένο, άψογο. Το είδωλό του φορά ένα υπέροχο, καλοραμμένο, επίσημο κοστούμι και τα παπούτσια του λάμπουν καλογυαλισμένα. Στον καθρέφτη βλέπει το τέλειο ζευγάρι. Εκείνη τυλίγει τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό του κι αφήνει το κεφάλι της ν’ αναπαυθεί στο στήθος του, ενώ αυτός της αγκαλιάζει απαλά τη μέση.

Η γυναίκα στον καθρέφτη τον κοιτάζει με λατρεία, η γυναίκα δίπλα του τον σιχαίνεται, μόνο απέχθεια έχει στο βλέμμα της. Ποια είναι η αληθινή; Κι αυτός πάλι ποιος είναι; Τι σχέση έχει με τον άντρα στον καθρέφτη;

Εκείνη πάλι βλέπει στον καθρέφτη μια κούκλα πλαστική. Κι όμως, σαν πεταλούδα που σπάει το κουκούλι της, αργά, νιώθει να πέφτουν πλαστικά κομμάτια και να αποκαλύπτουν – εκεί μες στον καθρέφτη – ένα πρόσωπο άλλο. Πρόσωπο με μάτια και μύτη και στόμα. Ανθρώπινο. Δίχως φτιασίδια και υπεροψία. Αυτή η γυναίκα στον καθρέφτη, γνωρίζει όλους τους ενοίκους στην πολυκατοικία. Μιλάει με τη γιαγιά στον πρώτο και τις μοναχικές βραδιές της συντροφεύει. Η γιαγιά στον πρώτο, Ερμιόνη τη λένε, ψήνει υπέροχα γλυκά κάθε σαββατοκύριακο, περιμένοντας παιδιά κι εγγόνια που ποτέ δεν έρχονται. Τρώει εκείνη τα γλυκά και χαίρεται η γιαγιά Ερμιόνη. Ξέρει τους φοιτητές στον δεύτερο, ο Αλέξανδρος κι ο Χάρης, ο ένας απ’ την Τρίπολη, από τη Σύρο ο άλλος, νησιώτης. Τους βοηθάει μάλιστα με κάτι δύσκολες εργασίες, έχει το Φυσικό κάτι παλούκια. Ο Χάρης της έταξε λουκούμια συριανά, και μια φωτογραφία του Βαμβακάρη με τον προπάππου του. Κάνει μπέιμπισίτινγκ στα παιδιά του τρίτου κάποια σαββατόβραδα, να βγουν και λίγο ο Στέλιος με τη Μαίρη, πριν ξεχάσουν ότι είναι εραστές και μείνουν μόνο γονείς. Η Αγγελική κι ο Θάνος δεν έχουν πάει δημοτικό κι είναι ζουζούνια. Τα σαββατόβραδα, τα λίγα που μοιράζονται, φτιάχνουν ιστορίες με δράκους και νεράιδες. Νικάνε βέβαια πάντα οι νεράιδες.Ακόμα κι αν χρειαστεί να χάσουν κάποιο φτερό. Πάντα νικάνε. Ξέρει και τον τυπά στον τέταρτο κι ας μοιάζει στον κόσμο του χαμένος. Του λέει καλημέρα, κι ας βλέπει ότι αυτός τη μέρα του τη φτιάχνει με ποτό και την περνάει μόνος. Η γυναίκα στον καθρέφτη ξέρει. Ξέρει να σχετίζεται. Πώς τη ζηλεύει! Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Τι σχέση έχει αυτή μαζί της;

Αν την έπαιρνε εδώ; Με τη βία. Μες στο ασανσέρ. Δεν θα μπορούσε τάχα; Ποιος θα τον εμπόδιζε; Δεν θα την κατάφερνε όσο κι αν αντιστεκόταν; Και γιατί να αντιστεκόταν; Ίσως το’ θελε κι εκείνη. Δεν θα μπορούσε με την ένωση μαζί της να γίνει αυτός, ο άλλος, του καθρέφτη; Εκείνη, μια θεά, μια Άρτεμις. Παίρνει το λουτρό της. Εκεί μες στον καθρέφτη. Ξεπλένει από πάνω της κάθε αδιάφορη, ανθρώπινη ματιά. Δεν έχει ούτε έναν συγκάτοικο σ’ αυτόν τον κόσμο. Μια ύπαρξη ολότελα απροσπέλαστη. Κι αυτός παίρνει μάτι, μέσα απ’ τον καθρέφτη, το ολόγυμνο πια κορμί της. Το αμακιγιάριστο πρόσωπο. Τα λυτά μαλλιά στους ώμους της τους απαλούς. Κι εκείνος; Τι εκείνος; Εκείνος είναι ο Ακταίωνας, ο από κούνια κυνηγός, του Κένταυρου Χείρωνα ο άξιος μαθητής. Τώρα κυνηγημένος. Θήραμα τώρα της θεάς που έτσι γυμνή κι ολότελα απροστάτευτη, ν’ αρπάξει τη φαρέτρα της δεν προλαβαίνει. Μόνο σταγόνες από το λουτρό διαθέτει. Υδάτινες σταγόνες, μ’ άρωμα γυμνού κορμιού σε διέγερση. Αυτές πώς να την προστατέψουν; Σταγόνες από το λουτρό της. Περνά τη γλώσσα του πάνω στα χείλη. Τις  γεύεται. Δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο πρωτοχρονιάτικο μεθύσι.

(Μεθά το άπειρο των δυνατοτήτων. Των χαμένων ευκαιριών η θέα προκαλεί ίλιγγο.

-Μη σκύβεις στο χάος. Αυτό έχει δική του τάξη και δικούς του νόμους, απαράβατους.

-Άσε με σου λέω. Να δω για λίγο. Θα γλιτώσω. Κι αν δεν γλιτώσω, ας χαθώ. Έτσι κι αλλιώς, μήπως δεν είμαι ολότελα χαμένος;).

-Με λένε Ακταίωνα.

-Εμένα Άρτεμη.

Όταν τους απεγκλωβίζουν, βγαίνει η Άρτεμις. Totalblack, το μικρό, μαύρο φόρεμα, με βαθύ ντεκολτέ, ν’ ανασαίνει το στήθος. Το μαύρο, λεπτό παλτό της ανοιχτό. Η ζώνη κρέμεται. Είναι ψηλή, γεροδεμένη, χυμώδης. Τα φοράει τα ρούχα της, δεν τη φοράνε. Τα μαλλιά της ξανθά, πιασμένα σ’ ένα τέλειο κότσο, κομμωτηρίου. Το μακιγιάζ άψογα σκοτεινό, με εξαίρεση το κόκκινο κραγιόν της. Της ταιριάζει. Σε όλα τα νεανικά, όμορφα πρόσωπα ταιριάζει το κόκκινο κραγιόν. Οι γόβες της ψηλές, στιλέτο, κοφτερό, γυαλιστερό. Ο πυροσβέστης που της απλώνει το χέρι δεν μπορεί να συγκρατήσει ένα αχ!. Κρατά με το άλλο χέρι της (τι χέρι τέλειο, αδούλευτο. Χέρι για χάδια μόνο.) ένα ελάφι από τα κέρατα. Την ακολουθεί υπνωτισμένο μέχρι την έξοδο της πολυκατοικίας. Εκεί το αφήνει.

Το κατασπαράζουν κάτι αδέσποτα σκυλιά, μιας και οι άνθρωποι δεν έχουν αφήσει τίποτα για φάγωμα στους κάδους με τα σκουπίδια.

Το πάρτι στον τρίτο έχει περάσει σε άλλη διάσταση, φρενήρη. Όλο το τετράγωνο αντηχεί φωνές και γέλια:  «Τρία… δύο … ένα…. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑΑΑΑΑΑ!». Κι ουρανός φωτίζεται απ’ τα πυροτεχνήματα του Δήμου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top