Fractal

Περιήγηση στα σκοτεινά παραμυθιακά τραγούδια της ελληνικής παράδοσης

Γράφει η Χαρά Νικολακοπούλου // *

 

paraloges_1Έφη Ντασκαγιάννη: “Παραλογές και μεταφυσικό στοιχείο, η επιρροή τους στη λογοτεχνία” (εκδ. το ανώνυμο βιβλίο, 2016)

 

«Τα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια είναι ό,τι πιο έξοχο γνωρίζουμε από την πλευρά της λυρικής- δραματικής- επικής ποίησης». Γκαίτε- επιστολή προς τον γιο του, 1815.

Μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος, εμπεριστατωμένη και πολύ πλούσια σε έρευνα, πληροφοριακό υλικό και  βιβλιογραφικές παραπομπές επιστημονική μελέτη είχα την ευκαιρία να διαβάσω πολύ πρόσφατα.  Πρόκειται για τη διπλωματική εργασία της Έφης Ντασκαγιάννη, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών ‘Δημουργική Γραφή’ του Παν. Δυτ. Μακεδονίας,  την οποία η συγγραφέας αφιερώνει στον αγαπημένο αείμνηστο Δάσκαλο Μίμη Σουλιώτη.

Προσεγγίζοντας το βιβλίο, το οποίο δεν είναι  λογοτεχνικό,  με εντυπωσίασε το γεγονός ότι διαβάζεται απνευστί, με τη ζέση, με το αμείωτο ενδιαφέρον και την αβίαστη ευκολία με την οποία συνήθως απολαμβάνουμε τα καλογραμμένα μυθιστορήματα, χάρη στη ρέουσα γλώσσα του, τη δεξιοτεχνία της συγγραφέως αλλά και το άκρως ενδιαφέρον θέμα του.

Κεντρικός άξονας είναι η μεταφυσική διάσταση που χαρακτηρίζει αυτά τα πολύ ιδιαίτερα και γοητευτικά δημοτικά τραγούδια μας που ονομάζονται παραλογές και τα οποία τραγούδια δεν παύουν μέχρι και σήμερα να αποτελούν πηγή έμπνευσης για την παραγωγή σύγχρονων λογοτεχνικών έργων.  «Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, τα προϊόντα της πολιτισμικής παράδοσης των λαών, όπως το δημοτικό τραγούδι, μπορούν να αποτελέσουν ισχυρότατο αντίδοτο ενάντια στην ισοπεδωτική μαζική κουλτούρα που φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος» σημειώνει η συγγραφέας καταδεικνύοντας έτσι το κίνητρο και τον απώτερο ίσως στόχο της.

Στο πρώτο μέρος ‘Δημοτικό τραγούδι και παραλογή’ δίνεται έμφαση στον ρόλο που έπαιξε ο Claude Fauriel στην ανακάλυψη και τη διάδοση του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Ο Γάλλος φιλέλληνας, ενθουσιασμένος από τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία,  ήταν εκείνος που εξέδωσε την πρώτη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών τα χρόνια 1824-1825 στο Παρίσι. Ακολούθησαν βεβαίως πολλοί ερευνητές –ενδεικτικά αναφέρω τους Ν. Πολίτη, Σ. Κυριακίδη, Κ. Ρωμαίο, Λ. Πολίτη κ.α.- συνεισφέροντας ο καθένας με τον τρόπο του στην καθιέρωση και την επισημοποίηση του όρου ‘λαογραφία’.  Παράλληλα σκιαγραφείται το ευρύτερο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ανθεί και ευδοκιμεί η ανακάλυψη του δημοτικού μας τραγουδιού: το κίνημα του ρομαντισμού τον 18ο αιώνα όταν τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών είναι ακόμα ρευστά και οι λαοί παλεύουν για την ανάδειξη των εθνικών τους χαρακτηριστικών, το αναδυόμενο λαογραφικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη, η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, τα μεγάλα ταξίδια και η επαφή με εξωτικούς προορισμούς.

Ζήτημα μείζονος σημασίας ήταν η κατάδειξη ότι το δημοτικό μας τραγούδι κατάγεται απευθείας από την αρχαιότητα. Στόχος ήταν η ενίσχυση των συνεκτικών δεσμών ανάμεσα στους πολίτες και η διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας. Και εδώ ο Fauriel αναδεικνύεται πρωτοπόρος. «Εκείνο για το οποίο είμαι πεπεισμένος και θα ήθελα να καταφέρω να δώσω επαρκείς αποδείξεις είναι ότι η δημοτική ποίηση της σύγχρονης Ελλάδας δεν δημιουργήθηκε ούτε στη σημερινή εποχή ούτε στην διάρκεια του Μεσαίωνα¨ δεν υπάρχει, δηλαδή, συγκεκριμένη περίοδος στην οποία θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τις ρίζες της. Συνεπώς δεν μπορεί παρά να είναι μια συνέχεια, μια εξακολούθηση, μια αργή και βαθμιαία μεταβολή της αρχαίας ποίηση και ειδικά της αρχαίας λαϊκής ποίησης των Ελλήνων.» Fauriel

Όσο για την λέξη παραλογή που « σήμερα αποδίδεται στα πολύστιχα αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια, προέρχεται από την αρχαία παρακαταλογή, που ήταν είδος μελοδραματικής απαγγελίας.»

Έφη Ντασκαγιάννη

Έφη Ντασκαγιάννη

Η καταγωγή των παραλογών, οι υποθέσεις των οποίων θυμίζουν αρχαίους μύθους και μάλιστα ομηρικούς ή τραγικούς (Κυριακίδης),  εντοπίζεται τον 9ο αιώνα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, με μεγάλη μετέπειτα διάδοση στα Βαλκάνια και με εμφανείς ομοιότητες με τις μπαλάντες της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τους ποιητάρηδες της Κύπρου και τους ριμαδόρους της Κρήτης.

Η μεταφυσική προβληματική στη δημοτική ποίηση εντοπίζεται στην παρουσία του Χάρου/θανάτου και στις αναφορές στον Κάτω Κόσμο, στην κατάλυση των ορίων με τον Πάνω Κόσμο αλλά και στις προσπάθειες της αλλόκοτης επικοινωνίας των ζώντων με όσους αγαπημένους έχουν αποδημήσει. Η τρομερή φιγούρα του Χάροντα δεσπόζει και ο Κάτω Κόσμος σκιαγραφείται σαφώς με τα μελανότερα χρώματα.  Εμφανείς παρουσιάζονται οι ομοιότητές του με τον Αδη της αρχαίας ελληνικής αντίληψης ενώ η περιγραφή του δεν συνάδει με τη  μεταγενέστερη χριστιανική κοσμοθεωρία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα δημοτικά μας τραγούδια «απόρροια μιας πλούσιας κληρονομιάς, απλώνουν τις ρίζες τους στα βάθη των αιώνων, εκεί όπου ζυμώθηκε η πρώτη τους ύλη, η ποιητική μαγιά από την οποία είναι καμωμένα».

Στο δεύτερο κεφάλαιο ‘Το μεταφυσικό στοιχείο στην παραλογή’ η συγγραφέας προσεγγίζει και αναλύει το σπάνιου κάλλους και ποιητικής αξίας τραγούδι Του νεκρού αδελφού και τις συγγενικές παραλογές από τη Βουλγαρία, την Αλβανία, τη Ρουμανία και τη Σερβία, μια συγγένεια που φανερώνει την κοινή μοίρα αλλά και την πολιτισμική και πολιτιστική συγγένεια των λαών της χερσονήσου του Αίμου. Αντικείμενο μελέτης γίνονται έξι ακόμα γνωστές παραλογές: Η μάνα η φόνισσα, Η λυγερή στον Αδη, Φωνή νεκρού από το μνήμα, Ο Γιάννος και η Μαρουδιώ, Η Ευγενούλα και Του γιοφυριού της Άρτας.

Διερευνώνται και αναλύονται οι κοινές συνιστώσες του μεταφυσικού στοιχείου στις εν λόγω παραλογές όπως: το ανακάλεμα των νεκρών (επίμονη ονομαστική επίκληση του νεκρού κατά τη διάρκεια των δεήσεων στον τάφο του), ο ρόλος των ψυχοπομπών, τα νεκρικά σημάδια, ο ρόλος της φύσης στην εξέλιξη του δράματος, η απόφαση των νεκρών να επικοινωνήσουν με τον Πάνω Κόσμο, το στοίχειωμα,  οι περιπτώσεις μεταμόρφωσης καθώς και η τελική κάθαρση.

Μια πλήρη αναφορά σε έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας που  άντλησαν την έμπνευση τους από την παραλογή Του νεκρού αδελφού επιχειρεί η Ντασκαγιάννη στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο ‘Παραλογή και λογοτεχνία’ , ενώ  γίνεται αναλυτικότερη ερμηνευτική προσέγγιση στον Βουρκόλακα του Αργύρη Εφταλιώτη, στον Όρκο του πεθαμένου του Ζαχαρία Παπαντωνίου και Του νεκρού αδελφού του Σωτήρη Χατζάκη, και τα τρία θεατρικές διασκευές. Παρουσιάζονται επίσης η νουβέλα Ποιος έφερε την Ντορουντίν; του αλβανού συγγραφέα Ismail Kadare, μια ιστορία που εμπλουτίζεται με αστυνομικό μυστήριο και πολιτικές προεκτάσεις , το διήγημα Γκρίχου (σήκω, στα αρβανίτικα) του Δημοσθένη Παπαμάρκου και η ποιητική συλλογή Παραλογαίς του Μίλτου Σαχτούρη.

Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με δύο παραλογές- μεταποιήσεις από ρεαλιστικά έργα, τις οποίες συνέθεσε η ίδια η συγγραφέας και έχουν αντλήσει την έμπνευσή τους από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, του Γ. Βιζυηνού. Πρόκειται για δύο εκπληκτικής ομορφιάς και δύναμης κείμενα.

Άριστα τεκμηριωμένη η μελέτη της Ντασκαγιάννη διαβάζεται-  παρότι επιστημονικό σύγγραμμα- με τον σαγηνευτικό, μαγικό τρόπο και την αδημονία που διαβάζουμε τα παραμύθια. Μόνο που εδώ πρόκειται για σκοτεινά παραμύθια, αρχέγονες πολιτισμικές παρακαταθήκες, αντλημένες από τα βάθη της πανανθρώπινης εμπειρίας.

Η Έφη Ντασκαγιάννη γεννήθηκε την Άρτα και ζει στο Ναύπλιο. Είναι απόφοιτος της σχολής Μηχανολόγων του ΑΠΘ και της Αγγλικής Φιλολογίας. Έχει εργαστεί ως ξεναγός/ συνοδός ταξιδεύοντας στις πέντε ηπείρους, αργότερα διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια αγγλικών ενώ το 2014 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα ‘Δημιουργική Γραφή’  στο Παν. Δυτ. Μακεδονίας. Πρόσφατα έγινε δεκτή ως υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Παν. Πελοποννήσου. 

 

* H Χαρά Νικολακοπούλου είναι φιλόλογος – συγγραφέας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top