Fractal

Διήγημα: “Παράκληση στη σκοτεινή Μητέρα”

Του Δημήτρη Σούκουλη //

 

Αφιερώνεται σε όσους μισούν την ομίχλη και το ημίφως.

Σε όσους φεύγουν και σε όσους σθεναρά απομένουν να παλεύουν.

Στην καλή μου φίλη Γιώτα Κατσώλη.

 

f10

 

Από την αρχή κιόλας με τραβούσες σαν πεταλούδα της νύχτας που κατευθύνεται υπνωτισμένη σε φλόγα από κερί, στα αναμμένα σύρματα λάμπας πυρακτώσεως, στις τηγμένες ηλεκτροφόρες αντιστάσεις. Στ’ αυτιά μου η ειδοποίηση του κινδύνου έφτανε όταν ήμουν πια σε απόσταση αναπνοής κι ένιωθα την καύτρα στο πετσί μου να μου αφήνει κηλίδες από κατεστραμμένα κύτταρα που ενώ αυτά εναντιώνονταν, παραδίνονταν στο τέλος σε θάνατο, κάθε φορά που σε χάιδευα, βγάζοντας ήχο τσουρουφλίσματος, οσμές τσίκνας, φρίκης κύκνειο άσμα. Σε κάθε επαφή μας έχανα κι ένα κομμάτι κι εσύ σκούπιζες, ικανοποιημένος, από πάνω σου τις στάχτες και την αυταπόδεικτη αφοσίωσή μου.

Υπάρχει μια διαφορά με το βραδινό λεπιδόπτερο και εμένα όμως. Εγώ είμαι φτιαγμένος από γυμνή σάρκα και μόνο. Δεν έχω προστατευτικές επικαλύψεις από κονιάματα, συνθετικές πούδρες στον κορμό ή στα φτερά μου. Δε φορώ πανοπλίες αμιάντου. Το μέσα μου είναι και το έξω μου. Αυτό που προστάτευα πια μέσα μου και βαθιά μου, έχει κατά κάποιο τρόπο ξωκύλει στην επιφάνεια. Με ξέρασα. Ίσως να μην είναι το φταίξιμο αποκλειστικά δικό σου αλλά να είναι η προσωπική μου φυσική εξέλιξη, η πορεία μου μέσα από τις συγκαταβάσεις σας, τα νεύματά σας, τις σιωπές όλων σας. Δεν υπάρχουν λοιπόν μυστικά. Το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού έχει τελειώσει. Όλα τα έχεις κατακτήσει, όλα τα ξέρεις. Είμαι πια, από καιρό, μια άμορφη μάζα, ένας κόμπος από νήματα σε τσίγκινο κουτάκι ραπτικής κάπου παραχωμένο και ξεχασμένο από απρογραμμάτιστη και ξαφνική μετακόμιση σε ντουλάπι μιας άδειας οικίας, που όλοι έχουν μεταφερθεί άρον – άρον, κι έχει μείνει χωρίς νοικάρη και οι επιστολές επιστρέφονται αγνώστου κατοικίας. Με έχω πια χάσει και δε με βρίσκω πουθενά. Κάπου έχω παρατήσει τον εαυτό μου. Σαν να με έπλαθες όλον αυτόν τον καιρό προς τέρψη και ευχαρίστηση αποκλειστικά δική σου. Με έκανες να αποκτήσω με σένα τον ίδιο παρανομαστή. Δεν καταλαβαίνω πια όμως ούτε και τον νέο μου ρόλο, αυτό που μου υπαγόρεψες να παίζω, αλλά ούτε κι ο παλιός, μετά από αυτή τη μεταμόρφωση, πια μου ταιριάζει. Πια δεν ξέρω τίποτα. Δεν ξέρω από πού αρχίζει η άκρη της κλωστής και που τελειώνει ο μίτος της Αριάδνης. Πώς να με ξεμπλέξω και πως, μαζεύοντας στα χέρια μου ίνες, να με φέρω ξανά στην επιφάνεια. Λένε πως ο απεγνωσμένος από τα μαλλιά του πιάνεται και τραβιέται. Η τελευταία του ελπίδα. Αλλά εγώ είμαι τόσο λείος, τόσο απαλός έχω γίνει στην αφή, που δεν ξέρω από πού να με σύρω προς τα πάνω. Με δούλεψες με τα χέρια σου τόσο καλά, μου σμίλεψες την αμφιβολία και έτριψες τόσο καλά κάθε ‘‘καρκίνωμα’’ προσωπικής αξιοπρέπειας και φιλοδοξίας, που δεν μου έχουν απομείνει εξογκώματα από πού να κρατηθώ, πώς να σκαλώσω σε αυτή την κατρακύλα.

Ακόμα και η πορεία μου, άλλοτε με ταχύτητα καταπάνω σου πέφτοντας για να σε προκαλώ σε μονομαχία με ελλιπή μέσα άοπλου, άλλοτε ξυστά περνώντας από δίπλα σου για να σου ξεφεύγω, τις μικρές ώρες της νύχτας που εσύ είσαι πιο γενναίος, καθώς αποκτάς, από συμπαντικές σκοτεινές συναστρίες πλανητών τη δύναμη, τη βιαιότητα πρωτόγονου πολεμιστή και ορμάς καταμέτωπον για να με κατακτήσεις, να σπάσεις τις πρώτες γραμμές ριψάσπιδων οπλιτών, αυτή δεν υπόκειται σε θεωρήματα και νόμους γεωμετρίας. Δε διαγράφει ευκλείδεια προδιαγεγραμμένα συμμετρικά φλορεάλ μοτίβα σε βαριά διακοσμημένα ταβάνια, προβλέψιμες αποστροφές διαβήτη, τεθλασμένες γραμμές ανόδων. Απομένω παρόλα αυτά ακίνητος, σαν να μην μπορώ να κουνηθώ, όπως παραδίνεσαι σε βαθύ άστατο ύπνο και ανίκανος να αντιδράσεις ασελγεί πάνω σου ένας επαναλαμβανόμενος εφιάλτης. Εσύ, δίπλα μου άγρυπνος, καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα, νομίζεις πως ηθελημένα, για καθαρά λόγους σαρκικής ευχαρίστησης, παρατείνω τις συσπάσεις, το τέντωμα της μύτης των ποδιών. Εγώ όμως αγωνίζομαι να δραπετεύσω. Με ακουμπάς με το χέρι σου και επιβραδύνω τους σπασμούς, ελέγχω τις κράμπες μου, χαλαρώνω την αναπνοή, μαζεύω το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι, μειώνω τους χτύπους της καρδιάς, αποθηκεύω δυνάμεις όπως ανυπεράσπιστο πριν τη βρώση θύμα. Να μην καταλάβεις την αδυναμία μου και το σχέδιο φυγής που πρόκειται να βάλω σε εφαρμογή. Εκεί χαλαρώνω και αποκοιμιέμαι. Εσύ, νικηφόρος, με σκεπάζεις και σκουπίζεις τον ιδρώτα από το μέτωπό μου, μετά από το λαιμό, μαζεύοντας από το ασφουγγάριστο πάτωμα ένα πεταμένο εσώρουχο. Δεν είναι από τρυφερότητα. Την έχω νιώσει παλιότερα και ξέρω να τη διακρίνω. Εσύ έχεις έναν ιδιαίτερο τρόπο, βίαιο, ολοκληρωτικό, απότομο στις κινήσεις. Είναι που μετράς τα λάφυρα που σου αναλογούν, είναι η στιγμή του θριάμβου. Στ’ αυτιά μου ηχούν ιαχές. Συνεχίζω όμως να προσποιούμαι την εξάντληση. Αναγκαστική ανάπαυλα βιολογικής ανάνηψης ποντικού σε παγίδα κόλλας με φερομόνες. Η στάση των μυών του η όλη εσωτερική του η αλήθεια. Κουρδίζω το φόβο μου. Τον φέρνω στο οριακό τέντωμα του ελάσματος. Κάποιοι πόροι μου μένουν όμως ακόμα ανοιχτοί υπό διέγερση, σε συναγερμό. Δε με πιάνει ο ύπνος. Σε ακούω να σηκώνεσαι, να απλώνεις το χέρι σου πίσω σου, με διπλωμένο τον αγκώνα στο σβέρκο σου για να ανακουφίσεις κνησμό από σπυράκι – μια τρίχα στην πλάτη σου σε εκδικείται με φλεγμονή, αντιστέκεται να βγει στην επιφάνεια του δέρματος, παίρνει αντίστροφη φορά. Εσύ δυσκολεύεσαι να το φτάσεις και αγκομαχείς. Ακούω πια καθαρά τον ήχο του διακόπτη στο μπάνιο, την τριβή της μασέλας σου με την οδοντόβουρτσα, το κατούρημα στο κέντρο της λεκάνης, το τράβηγμα της αλυσίδας στο καζανάκι, το νερό σε δίνη, εγώ να γλιστρώ στα πορσελάνινα τοιχώματα, να βρίσκω την έξοδο κινδύνου στα λούκια.

Η ισορροπία μου μοιάζει με πορεία ακροβάτη σε μονόροδο ποδήλατο, σε πρώτες εμφανίσεις, στις πρώτες πρόβες σε δρόμο από χαλίκια. Στην πραγματικότητα, χωρίς παρομοιώσεις και ονειρικούς αντικατοπτρισμούς, τραβιέμαι σε πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε καταστήματα ενδυμάτων, φούρνους που ξερνούν πλαστικά κρουασάν της προηγούμενης μέρας, ανάμεσα σε λαϊκές πολυκατοικίες και προαύλια σχολείων, αποφεύγοντας με ελιγμούς σπασμένα τσιμέντα, βρεφικά καρότσια και διαβάτες. Φεύγω και απορροφώ τους κραδασμούς από την βαλίτσα που σέρνω και από την εργατούπολη που ξυπνάει ανόρεχτα και με γκρίνια, καθώς ξημερώνει μια άλλη μέρα, μια οποιαδήποτε Δευτέρα. Έχω πάρει μια κλίση από το χερούλι της που έχει μαγκώσει και δεν ανοίγει εντελώς και γέρνω. Με δυσκολία κρατώ ευθεία πορεία και αντίσταση στο ροδάκι που έχει σχεδόν σπάσει και με φέρνει φυγόκεντρο στο σημείο εκκίνησης. Φοβάμαι μη με φέρει πάλι πίσω. Σκέφτομαι να την παρατήσω στον πρώτο κάδο που θα βρω. Με δυσκολεύει στις κινήσεις, μου βάζει εμπόδια. Πολύ πρόχειρο το σχέδιο μου. Έπρεπε να την είχα επισκευάσει ή να είχα αγοράσει μία καινούργια. Έστω μία από εκείνες τις κινέζικες μιας χρήσης, εκείνες που διαρκούν ένα ταξίδι, μιας και μόνης διαδρομής, χωρίς επιστροφή, μιας και μόνης φυγής με διάρκεια. Θα ήταν ό,τι έπρεπε σε αυτή την περίπτωση. Έτσι κι αλλιώς θα μου πάρει χρόνο να ξεπακετάρω εκεί όπου φτάσω. Κάθε τρία βήματα την σηκώνω στον αέρα και τη προσγειώνω μαλακά, προσέχοντας να μην σκάει με θόρυβο στην άσφαλτο. Κάνει θόρυβο και φοβάμαι μην αποκαλυφθώ, μην ακούσεις την πορεία μου ανάμεσα στην ομίχλη. Να μη σου δώσω τις γεωγραφικές μου συντεταγμένες – τα άλλα μου σημεία τα γνωρίζεις πιο καλά, τα ‘χεις χαρτογραφήσει και κινείσαι με άνεση, σαν σε σημαδεμένη σκακιέρα.

Την ομίχλη αυτής της πόλης την μισώ. Δεν ξέρω από πού σηκώνεται τόσο νερό στον αέρα. Οι κάτοικοί της, που έχουν συνηθίσει από μικροί να πηγαινοέρχονται σε τρία τετράγωνα όλα κι όλα, την λατρεύουν, όπως και τη βροχή, τα γκρίζα σύννεφα, τα βαρομετρικά χαμηλά, την ψύχρα του Δεκέμβρη, τη στάση πάνω από το κεφάλι τους της αιθάλης από τα εργοστάσια και τους θερμαντήρες γκαζιού που εξέχοντας στα πεζοδρόμια καπνίζουν ξεδιάντροπα μπροστά τους και προσθέτουν μουντζούρες στις στενάχωρες σκιές τους. Εμένα με απελπίζει, μου στερεί οξυγόνο. Μου φαίνεται πως κατεβάζω στους πνεύμονες νερό και πνίγομαι. Ανοίγω το στόμα σαν πουλί που άηχα κρώζει και δείχνει από το πνίξιμο τον φάρυγγα, τα πνευμόνια του, τα σωθικά του. Δεν κατεβαίνει αέρας. Αυτή τη φορά όμως η ομίχλη μου είναι συνωμότης. Διπλωμένος στο μαύρο μου παλτό που έχει μουσκέψει, ξεσκούφωτος και άνιφτος, με καταπίνει χωρίς να αφήνει ίχνη. Επίτηδες, γλιστρώντας στο διάδρομο, κλείνοντας πίσω μου τις πόρτες, περπατώντας στις μύτες ενώ πίσω μου κλείδωναν φάκες από το θόρυβο – το βούλιασμα του ξύλινου παρκέ από το βάρος μου – δεν έπιασα στα χέρια μου σαπούνι. Δεν πλύθηκα, δε βούρτσισα ούτε τα δόντια μου. Στο στόμα μου έχει μείνει η αποφορά του ύπνου, το σάλιο σου, η βεβιασμένη ερευνητική εισαγωγή της γλώσσας σου. Δεν είναι αυτό ταξίδι αναψυχής αστού, σκέφτηκα. Βρέθηκα στην εξώπορτα με τους λεκέδες της προηγούμενης νύχτας. Είναι περιττά τα φτιασιδώματα στο δραπέτη κάτεργων, συναισθηματικών εξαναγκασμών.

Άοσμος και γκρίζος περνώ ανενόχλητος δίπλα από τα πρωινά αδέσποτα λαγωνικά της πόλης. Αυτά, χωρίς να μου δώσουν την παραμικρή σημασία, ξεσκίζουν σκουπιδοσακούλες, καταβροχθίζουν μπαγιατεμένα ψωμιά, σπάζουν με τους κυνόδοντες κόκκαλα και ροκανίζουν κομμάτια από το πρωί μου. Κατευθύνομαι στο σταθμό. Ερημιά. Ψάχνω στις τσέπες μου το εισιτήριο, σιγουρεύομαι για το πορτοφόλι, το διαβατήριο. Τραβώ έξω δυο κέρματα για το μηχάνημα πώλησης καφέ, που αναβοσβήνει. Η λάμπα από το εσωτερικό που φωτίζει το αναψυκτήριο ντολμέν δίνει σημεία εξάντλησης, υποκύπτει στο σκοτάδι της πλατφόρμας. Πιέζω το κουμπί απανωτά για έξτρα ζάχαρη. Μάλλον η ταραχή μου ΄χει φέρει υπογλυκαιμία, νιώθω το χέρι μου να τρέμει, όπως του κάθε φυγά. Φέρνω το καφεδόζουμο στο στόμα. Το καυτό απόπλυμα ξυπνά μια άφθα στο μέσα χείλος που τσούζει. Την περιποιούμαι με την άκρη της γλώσσας, με τους κάλυκες ανατριχιασμένους, τη γλύφω σα γατί, πηδάω από σκέψη σε σκέψη.

Εγώ τρέμω το απρόοπτο. Φοβάμαι την καθυστέρηση που ανατρέπει τα σχέδια και τις ελπίδες, ένα θεό εκδικητή που σε επιβουλεύεται, που διασκεδάζει να σου ανεβάζει σε ήδη δρόμο μετ’ εμποδίων, ενώ έχεις ζυγιάσει το βηματισμό και έχεις πάρει φόρα, τον πήχη. Εγώ όμως, μου το ορκίζομαι θα φύγω και από την πόλη κι από εσένα. Χωρίς να κοιτάω πίσω. Με αγκωνιές στους τοίχους, στα τέσσερα πηγαίνοντας αν χρειαστεί, σερνόμενος σαν το ερπετό, υπογείως σαν το γεωσκώληκα. Οι σκιές και των δύο σας μπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται, σχηματίζοντας παρασκιές εκτάσεων που με περιορίζουν. Η φυγή μου θα ΄χει μόνο μία και μοναδική ενδιάμεση στάση. Να βρω αυτόν που με έσπρωξε σε αυτό το σημείο. Να τον παρακαλέσω να πάρει πίσω την ευχή μου. Δεν το εννοούσα τότε. Δεν πίστευα να έχει τέτοια αποτελέσματα η ελαφρότητα της κατάφασής μου, η αθώα περιέργειά μου, η απόγνωση του παθιασμένου. Ίσως και να είναι δική του η ευθύνη, να μην τήρησε επακριβώς τη συμφωνία, να παρανόησε τα λόγια μου. Πάνε από τότε έξι μήνες. Θα τον περιμένω έξω στο μπαρ με τις πλαστικές κόκκινες καρέκλες. Εκείνη τη νύχτα που κόντευαν μεσάνυχτα στον αέρα πλανιόταν κάτι το παράξενο, εκπληρωνόταν μια μεταφυσική συντέλεια. Οι ομοεθνείς του γιόρταζαν την θεά Κάλι. Είχε περασμένη στο λαιμό μια γιρλάντα από πλαστικά λουλούδια. Είχε πει πως αν του έδινα ένα τσιγάρο, για να γλυκάνουμε κι οι δυο την αναμονή του τραμ της γραμμής, θα κουβαλούσε τα μυστικά μου μέχρι την επόμενη στάση. Εκεί θα μου τα παρέδιδε πίσω. Γέλασα. Μου φάνηκε δίκαιη η ανταλλαγή. ‘‘Να κάνεις μια προσφορά και για μένα σε χωριστό πιάτο από το αρωματικό ρύζι που κρατάς’’, του είπα. ‘‘Να παρακαλέσεις τη Θεά σου, με τα τέσσερα χέρια να φέρει στο στόμα της, στο ιερό της παραλήρημα, λαίμαργη και παμφάγα, που στο τέλος της βραδιάς απόψε, από την τύφλα της μανίας της, θα ποδοπατήσει μέχρι και τον σύζυγό της τον Σίβα, όλα τα εμπόδια που στέκονται καρφιά ανάμεσά μας. Να κοκκινίσει η γλώσσα της από τους τυχόν δισταγμούς και αναβολές του για να δικαιωθεί αυτή η μου η θυσία που δε λέει να τελειώνει. Δεν έχω, βλέπεις άλλα μέσα. Να πάρεις όλα τα μυστικά μου και τις κρυφές επιθυμίες μου και να τις τα περάσεις περιδέραιο ανάμεσα στις νεκροκεφαλές των εχθρών της σκοτεινής Μητέρας’’. Ήταν ειλικρινής, όταν πέταξε τη γόπα κάτω ανεβαίνοντας στο τραμ 19. Με χαιρέτισε από το παράθυρο και άφησε να φανούν τα δόντια που του έλειπαν. Ακούστηκε το μεταλλικό τρίξιμο της γέρικης αμαξοστοιχίας στις ράγες που χανόταν στη νύχτα της Prenestina. Εγώ έμεινα πίσω να περιμένω τη δική μου γραμμή. Στο δεύτερο μου τσιγάρο είχα ξεχάσει το πρόσωπό του, τη σιλουέτα του, τα λόγια που είχαμε ανταλλάξει. Εκείνη τη νύχτα, γυρνώντας αργά σπίτι, έχασα τον ύπνο μου. Εσύ, μετά από μια εβδομάδα, έκανες ξεκάθαρες κινήσεις και μου δόθηκες με ευκολία. Ούτε καν που μου πέρασε από το μυαλό η παράκληση που ‘χα κάνει στον άγνωστο θιασώτη, μια ξάστερη νύχτα του Οκτώβρη. Όλα φάνηκαν να ρέουν εύκολα. Ήσουν ευχαριστημένος κι έγινες αμέσως καθημερινός. Σαν να με γνώριζες από χρόνια. Εγκαταστάθηκες συγκάτοικος στο διαμέρισμά μου. Αναγνώρισες να σου ανήκει το οίκημα και το περιεχόμενό του. Φούσκωσες από σιγουριά και εγώ κάθε μέρα άλλαζα καταφύγιο, μέσα στη ντουλάπα, κάτω από το κρεβάτι, σε σχισίματα του παρκέ. Εκμηδένισες την παρουσία μου. Εκτοπίστηκα από το παράθυρο. Εμένα η Κάλι Μα με έτρωγε σιγά – σιγά και με έσωνε, αφήνοντάς μου πίσω το κενό, το φόβο για το σηκωμένο της πόδι, δίχως ίχνος ντροπής, πριν το μπήξει τελειωτικά στο στήθος. Φοβήθηκα για τη ζωή μου. Ακόμα φοβάμαι.

Ακούω τη μαγνητοφωνημένη ανακοίνωση και μου τρυπά τα μηνίγγια. Το πρώτο τρένο θα φύγει με καθυστέρηση. Η πόλη ξυπνά για τα καλά. Ακούω από μακριά να χτυπά το ξυπνητήρι στο κομοδίνο σου. Από την τρεχάλα μου ξέχασα να σου φτιάξω την καφετιέρα. Είναι η ώρα που σηκώνεσαι. Σε ακούω να με φωνάζεις.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top