Fractal

Διήγημα: “Παράγοντες που αποκρύπτονται”

Του Πέτρου Φούρναρη // *

 

 

f10

 

Ο εργάτης δούλευε σκυμμένος δίπλα στο κλουβί με τα λαβράκια «εμπορεύσιμου» βάρους. Ο ήλιος, δισταχτικός πάνω στη γραμμή του ορίζοντα, τον τύλιγε με το ίδιο κόκκινο φως που τύλιγε τις πλωτές δεξαμενές και το πλεούμενο του ιχθυοτροφείου που με είχε αφήσει εδώ πάνω και τώρα ξεμάκραινε…..

« Πως από δω τέτοια ώρα;» είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει…

« Μάντεψε», του απάντησα φουρκισμένος. «Εσύ δε μου είπες να ‘ρθω;»

«Εγώ σου ‘πα να ‘ρθεις;»

«Μου πες πως θα ήταν εδώ σήμερα, μα δεν τον βλέπω..»

«Ποιον;»

«Τον ιδιοκτήτη της μονάδας βέβαια..Μου πες ότι θα είναι εδώ..»

«Τι τον θες;»

Πλησίασα προς το μέρος του και είδα τι έκανε: με το ‘να χέρι κρατούσε έναν κέφαλο απ’ τους πολλούς που σπαρταρούσαν πάνω στη πλατφόρμα και με τ’ άλλο το πριονωτό μαχαίρι ..

«Δεν τον έχω συναντήσει ούτε μια φορά στους τρεις μήνες που δουλεύω εδώ… Αρχίζω να πιστεύω πως πρόκειται για φάντασμα..»

«Τι τον θες;» ξαναρώτησε.

« Κάτι για να τελειώσω τη μελέτη. Για την οικονομικότητα της επιχείρησης ..»

«Είναι πολύ απασχολημένος αυτόν τον καιρό», με διέκοψε σαν να τον ενοχλούσε αυτή η κουβέντα.

«Μήπως είναι στις δεξαμενές της ξηράς;» Ρώτησα, τότε, εκνευρισμένος..

« Ούτε εκεί θα τον βρεις. Είμαι εγώ στο πόδι του»

Οι σανίδες γύρω του είχαν βαφτεί κόκκινες, τα χέρια του το ίδιο. Με μιαν απότομη κίνηση κατάφερε μια τελευταία τομή στο ψάρι κι ύστερα κοιτούσε τα κομμάτια που σφάδαζαν στις σανίδες, αρκετά εκατοστά το ένα από το άλλο..

Γύρισε πρώτη φορά και μου χαμογέλασε με ικανοποίηση…

«Νωπή τροφή για τους γεννήτορες, ε! Βασιλική τροφή!» .

Η σκηνή μου την έδωσε περισσότερο, αλλά εκείνος ξανάρχισε να δουλεύει επιδέξια το μαχαίρι πάνω στα κουτσουρεμένα μέλη. Παρατηρούσα τη ραχοκοκαλιά του: ευλύγιστη και αιχμηρή σαν ράχη ψαριού…

«Μα που βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος όλη μέρα;» ρώτησα .

«Κοιμάται» κάγχασε. « Δουλεύει τη νύχτα»

«Άκου» του ‘πα τότε. «Ξόδεψα το καλοκαίρι μου πάνω σε αυτούς τους πλωτούς διαδρόμους. Περπάτησα γυμνός ,κι εγώ δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα, για να ταΐσω αυτά τα λαίμαργα ψάρια ώσπου μαύρισα και στέγνωσα, ενώ αυτά κολυμπούν ακόμη ανέμελα και δροσερά στο νεράκι τους. Ούτε μια φορά δεν έριξα τη σκιά μου πάνω στα γαμόψαρα για να μη τα στρεσάρω και κάθε φορά που τα ζυγίζω βρίσκω πως παχαίνουν με καταπληκτική ταχύτητα, ενώ εγώ έχασα πέντε κιλά από τότε που πάτησα το πόδι μου εδώ πάνω. Κι όλα αυτά χωρίς να πάρω δεκάρα.»

Μα ο άνθρωπος σώπαινε, απορροφημένος στη δουλειά του.

«Εντάξει», επέμεινα εγώ. «Ήταν δικιά μου επιλογή να ‘ρθω να δουλέψω τσάμπα… Αλλά όσες φορές σου έχω ζητήσει να με φέρεις σε επαφή με τον ιδιοκτήτη, όλο μου ξεφουρνίζεις κάποια δικαιολογία. Βαρέθηκα τις δικαιολογίες σου, βαρέθηκα να αλλάζω δίχτυα και να βάζω ζωντανές τσιπούρες σε κουτιά με πάγο. Θέλω επιτέλους να μάθω από τον ίδιο για εκείνους τους παράγοντες που συνήθως ..»

Έψαξα λίγο τη λέξη που θα χρησιμοποιούσα, για να καταλάβει επιτέλους αυτός ο ηλίθιος τι ακριβώς ζητούσα..

«Που συνήθως αποκρύπτονται από την επιχείρηση..» κατέληξα ατυχώς.

Δεν μου ‘δωσε καμιά σημασία· μόνο έσκυψε, μες στο χάλκινο φως, μάζεψε, σχεδόν ευλαβικά, τα τέσσερα απομεινάρια του διαμελισμένου σώματος, ανασηκώθηκε γονατισμένος, κι άρχισε σιωπηλός να ταΐζει τις συναγρίδες:

Πρώτα έριξε την παλλόμενη ουρά που, πριν αγγίξει καν την επιφάνεια του νερού, ήταν κιόλας σφηνωμένη στα αραιά δόντια του μικρού σαρκώδους στόματος. Ύστερα ακολούθησαν το κομμάτι με τα εντόσθια και μετά το κεφάλι με το υγρό μάτι.. Οι συναγρίδες φέγγριζαν τεράστιες καθώς ανέβαιναν με ορμή από το βάθος του κλουβιού. Γράπωναν τη ζωντανή τροφή στον αέρα, αναστάτωναν το νερό κι αποτραβιόνταν ξανά στο σκοτεινό βυθό τους….

Ο εργάτης κοιτούσε ευχαριστημένος όλη τη σκηνή μέχρι που δεν ακουγόταν πια τίποτα μέσα στο κλουβί με τις συναγρίδες.. Αλλά κάτι σαν ξεφύσημα, σαν ασθματική αναπνοή, ακουγόταν μέσα από το διπλανό κλουβί με τα λαβράκια. Έσκυψα, μες στην ησυχία του σούρουπου, κι είδα πως η επιφάνεια του νερού έκανε κάποιο κυματισμό. Έσκυψα ακόμα περισσότερο κι είδα πως κινούταν κάτι κάτω από τον αφρό: ένας άνθρωπος; Το κεφάλι του πρόβαλε σιγά- σιγά πάνω απ’ την επιφάνεια: ένα χοντρό κεφάλι που αντανακλούσε, πάνω στο γυαλί της μάσκας που φορούσε, το τελευταίο κομμάτι ήλιου που χανόταν… Τα χείλη του ανοιγόκλειναν καθώς με πλησίαζε: χοντρά, επαίσχυντα χείλη ..

«Φίλε μου» είπε το κεφάλι μ’ ένα βαθύ λαρυγγισμό « Να ‘ξερες μόνο πόσα εικοσάευρα κολυμπούν εδώ μέσα!», ενώ τα ψαρίσια μάτια του ήταν λίγα εκατοστά πιο πέρα απ’ τα δικά μου έκπληκτα μάτια..

Τραβήχτηκα ενστικτωδώς πίσω και κοίταξα τον εργάτη..

«Είσαι τυχερός» είπε εκείνος σαρκαστικά «Ο τύπος που ‘ψαχνες να τον ρωτήσεις για κείνους τους …παράδες, είναι δω ..»

Και πιάνοντας το μαχαίρι ξανάρχισε σκυφτός τη σαδιστική δουλειά του…

 

 

* O Πέτρος Φούρναρης (1963) είναι γεωπόνος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ζει στη Λέρο. Ασχολείται με το διήγημα και τη μετάφραση. Πεζά του έχουν δημοσιευτεί στο ιστολόγιο: Πλανόδιον-ιστορίες Μπονζάι.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top