Fractal

Διήγημα Fractal: “Παραδίδομαι!”

Της Αγγελικής Πλουμά //

 

 

Ξέκοψε που λες από μας και στάθηκε παράμερα. Έμοιαζε απόκοσμος, αφηρημένος. Κανέναν μας δεν ξάφνιασε η απόσυρσή του. Τον γνωρίζαμε χρόνια, γνωρίζαμε την μοναξιά του, τον αγώνα του, την ντροπή του και χωρούσαμε την παραξενιά του στις καρδιές μας. Τον γνωρίζαμε από όσα μας είχε πει αλλά τον αγαπούσαμε από τα ανείπωτα που βλέπαμε σ εκείνον. Το βλέμμα του όταν πονούσε, τα χέρια του όταν σκούπιζε τα δάκρυα μας, την αγκαλιά του για όποιον από εμάς έψαχνε παρηγοριά.

Κοινή η πορεία μας, είχαμε μοιραστεί κάτι παραπάνω από γνώμες, συναισθήματα κι εμπειρίες. Είχαμε μοιραστεί τις ζωές μας και κλείναμε την θεραπευτική μας διαδρομή με εκείνη τη βραδινή κατασκήνωση στο καταφύγιο της Πάρνηθας.

Τρομάξαμε σαν τον είδαμε να πέφτει στα γόνατα. Η Έλλη που συντόνιζε την ομάδα μας, μας είχε πει να αποχαιρετήσουμε τον πόνο μας με όποιον τρόπο ήθελε ο καθένας. Είχαμε τελειώσει και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε. Τότε τον είδαμε να λυγίζει το τεράστιο σώμα του πίσω και να ακουμπάει το κεφάλι στο υγρό, από τη νύχτα, χώμα. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του σε μια στάση παράδοσης που έλεγε «Εδώ είμαι, κάντε με ότι θέλετε, πάρτε με, αγαπήστε με ή χτυπήστε με».

Τα μάτια του ακίνητα, στραμμένα στον ουρανό, παρακολουθούσαν κάποιο θέαμα ορατό μόνο στον ίδιο. Ξαφνικά, άνοιξε το στόμα και χωρίς ν` αλλάξει στάση άρχισε να ουρλιάζει. Στην αρχή ακούστηκε ένα μακρόσυρτο

– ααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα

και μετά

– κατέβα ρε, κατέβα σου λέω, δεν μ’ ακούς, ποτέ δε μ’ ακούς, κατέβα ρε εδώ κάτω ΑΝ σου βαστάει.

Η φωνή του μας κάρφωνε στη καρδιά.

Ασυναίσθητα βάλαμε τα χέρια μας και καλύψαμε τα’ αυτιά μας. Κάποιοι έκλεισαν και τα μάτια. Δεν αντέχαμε την ένταση της στιγμής του. Είχαμε κοκκαλώσει στη θέση μας.

Μετά ησύχασε, μαλάκωσε, η φωνή του κατέβηκε μερικές οκτάβες, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα

– αυγερινέ μου, φεγγάρι μου, σε σένα παραδίδομαι… σε σένα μόνο μπορώ να εμπιστευτώ τον πόνο μου… έλα κάτω, σε παρακαλώ, εσύ μόνο μου έμεινες, μη μ’ αφήνεις, μη μ’ εγκαταλείπεις.

Η φωνή του έγινε ακόμα πιο σιγανή, μπάσα, λυγμός κι άρχισε να τραγουδάει με παράπονο: “φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό”.

Όταν σταμάτησε, γύρισε στο πλάι, μάζεψε το τεράστιο σώμα του σε καμπύλη. Με τον βράχο στα πόδια του, έμοιαζε με τεράστιο ερωτηματικό.

Ξεθαρρέψαμε. Ανοίξαμε τα μάτια και τ’ αυτιά μας ενώ αυτός συνέχιζε να βγάζει μικρές, χαμηλόφωνες, μωρουδίστικες φωνούλες.

Πλησιάσαμε, κάναμε να τον αγγίξουμε, να τον παρηγορήσουμε αλλά το κορμί του ηλεκτρισμένο, έβγαζε σπίθες και μας κρατούσε σε απόσταση. Κάναμε κι εμείς έναν κύκλο, ολόγυρά του και τον αγκαλιάσαμε ώρα πολλή με το μόνο που μπορούσαμε. Με το βλέμμα μας. Και την έγνοια μας. Μέχρι να ησυχάσει. Μέχρι να ησυχάσουμε.

 

 

* το προσχέδιο αυτού του μικρού διηγήματος δημοσιεύτηκε στο blog της αγαπημένης φίλης, Φαίης Κοκκινοπούλου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top