Fractal

Ένα ταξίδι μύησης στη θάλασσα της ζωής

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Παράδεισος και Κόλαση» του Γιον Κάλμαν Στέφανσον, μτφ: Ρίτα Κολαΐτη , σελ. 224, Εκδ. Καστανιώτη

 

Καίει η φωτιά, μα το ίδιο καίει και ο πάγος όταν τον ακουμπήσεις με γυμνά δάχτυλα. Κι είναι αυτό το κάψιμο πιότερο οδυνηρό γιατί ελάχιστα το περιμένεις να συμβεί. Πόσο μπορεί να πονέσει κάτι ψυχρόαιμο αν ξέρεις πως μέσα του μια φλόγα ανακλαδίζεται τρομαγμένη;

Αυτό είναι το μυθιστόρημα του Γιον Κάλμαν Στέφανσον. Ένα ταξίδι «μύησης» και μαθητείας στην απώλεια, τη φιλία, την αποδοχή της χάριτος που η ζωή είναι ικανή να προσφέρει και του πυκνού σκοταδιού που ο θάνατος αναπόδραστα χρεώνει. Ένα ταξίδι μέσα από λέξεις που διατηρούν την ικανότητα της έκπληξης, του αναστοχασμού, της ελπίδας και της προσμονής.

 

Με μακρά θητεία στην ποίηση, ο Στέφανσον καταφέρνει να γράψει ένα μυθιστόρημα πυκνό, βραδύκαυστο, αλλά και για τούτο βαθύτατα ανθρώπινο.

Σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Ισλανδίας, στην ερημιά του χιονοσκέπαστου τοπίου, όπου η παγωνιά βυθίζει τα σώματα των ανθρώπων σε μια ζωώδη ατονία και η μαγγανεία της θάλασσας καθορίζει τις ζωές τους, ο ψαράς Μπάρδουρ και ένας μικρός φίλος του ξανοίγονται με το υπόλοιπο πλήρωμα του αλιευτικού τους στα ανοιχτά για να ψαρέψουν μπακαλιάρο. Μια τυπική ημέρα στη δουλειά για τους σκληραγωγημένους ψαράδες του νησιού που έχουν μάθει να ζουν με τα ήμερα και τα ανήσυχα της θάλασσας, ποτισμένοι από την αλμύρα, τα θέλγητρα και τα μυστικά της.

Ο Μπάρδουρ μαγεμένος από την ποίηση του Μίλτον και τους στίχους του «Απολεσθέντα Παραδείσου», ναι είναι ένας διαφορετικός ψαράς τούτος εδώ, ξεχνάει να πάρει μαζί του τη νιτσεράδα του. Κάπως έτσι βρίσκεται στα ανοιχτά του ωκεανού αντιμέτωπος με τα στοιχεία της φύσης και ηττάται. Πεθαίνει από το ψύχος, πεθαίνει λόγω της ποιητικής αμέλειάς του. Ο μικρός, ορφανός και μόνος στον κόσμο, αποφασίζει να πάρει το βιβλίο του φίλου του και να το επιστρέψει στον κάτοχό του. Ένας τυφλό καπετάνιο που έχει στην κατοχή του 400 βιβλία και μια μισερή ζωή. Από αυτόν είχε δανειστεί το βιβλίο του Μίλτον ο Μπάρδουρ και σε αυτόν πρέπει να επιστρέψει.

Ο μικρός, με την απελπισία του ανθρώπου που δεν του έχει μείνει τίποτα δικό του, αλλά και με την παραφορά του νεανία που ψάχνει το πραγματικό νόημα της ζωής, σκέφτεται να ολοκληρώνει την αποστολή του και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει καθώς δεν βρίσκει άλλο ενδιαφέρον σε μια ζωή γεμάτη απώλειες και απογοητεύσεις.

Το ταξίδι του έως το άλλο άκρο του νησιού, είναι κάτι παραπάνω από μια πορεία στο βάθος του χάρτη. Πρόκειται για μετακίνηση στον εσωτερικό πυρήνα της ζωής που έχει μπροστά του και σε αυτή που αφήνει πίσω του ως νέος. Ο μικρός ανεβαίνει με τρεχάλα τα σκαλοπάτια του βίου του, ωριμάζει πριν καν το καταλάβει. Θα συναντήσει ανθρώπους που δεν περίμενε ποτέ ότι μπορούσαν να υπάρχουν. Σκληροτράχηλους, μέθυσους, ανθρώπους πονεμένους που ψάχνουν κι εκείνοι με τη σειρά τους ένα νόημα. Πάνω από όλους στέκει ένας γκρίζος ουρανός, τα άγρια στοιχεία της φύσης, ο πάγος, το χιόνι, το ξεροβόρι, η ανερμήνευτη θάλασσα που, όπως και οι λέξεις, κρύβει ομορφιά αλλά και σκοτεινιά.

 

Jón Kalman Stefánsson

 

Ο μικρός θα συνδεθεί με αυτούς τους ανθρώπους, θα τους μιλήσει για τις τελευταίες ημέρες του Μπάρδουρ, πριν έρθει ο θάνατος και τον πάρει, θα συναντηθεί με τα όνειρά και τους εφιάλτες του. Πάνω από όλα θα συνειδητοποιήσει το υπαρξιακό όριο που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Την αφήγηση, θαρρείς, πως ορισμένες φορές την αναλαμβάνουν αυτοί που έχουν πεθάνει ή που βρίσκονται στο μεταίχμιο και μιλούν για τους ζωντανούς που τίποτα δεν γνωρίζουν για το επέκεινα. Κι ίσως αυτή ακριβώς να είναι η μεγάλη τομή που επιφέρει ο Στέφανσον στο μυθιστόρημα. Οι ζώντες και οι τεθνεώτες, αν και βρίσκονται σε διαφορετικές όχθες και τους χωρίζει ένα αδιάλλακτο, αλλά και συνάμα ρευστό χάος, μπορούν, με κάποιο τρόπο, να συνομιλήσουν, να αποδεχθούν τη μοίρα τους κι ύστερα να συνεχίσουν. Οι μεν τη ζωή τους, οι δε τη σιωπή τους.

Η ανάπλαση των καιρικών συνθηκών, αλλά και των ανθρώπων που ζουν σε τούτο τον δριμύ τόπο γίνεται από τον Στέφανσον με τρόπο αριστοτεχνικό. Οι άνθρωποι καθορίζονται από το περιβάλλον τους. Τους καλύπτει μια κρούστα πάγου, όμως, από κάτω, στο μέσα βάθος, καίει μια φλόγα πηγαίας ανθρωπινότητας. Μπορεί να είναι μέθυσοι, ασεβείς, βωμολόχοι, σκληρόπετσοι, αλλά στην ουσία τους είναι άνθρωποι που με τη σειρά τους αναζητούν κάτι να πιαστούν. Ένα όνομα από το παρελθόν, μια ανάμνηση, ένα χέρι, ένα νεύμα, λίγη στοργή. Ο τυφλός καπετάνιος έχει τα βιβλία του, το ίδιο και ο Μπάρδουρ. Άλλος καταπίνει τον αφρό της μπίρας ωσάν να είναι φαρμάκι στις πληγές. Οι γυναίκες του χωριού προσπαθούν να κερδίσουν ένα δράμι ευκαιρίας στη ζωή. Ο μικρός, ο μόνος φορέας ελπίδας, κραδαίνει πλέον μια βεβαιότητα: τίποτα δεν είναι βέβαιο σε αυτή τη ζωή παρά μόνο ότι πρέπει να την ζεις. Μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος. Αυτός που παλεύει, ηττάται, πέφτει, σηκώνεται, ξαναπέφτει και πάντα έτσι θα πορεύεται. Έως το τέλος. Όπως και αν είναι αυτό. Ο συγγραφέας ήταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Booker 2017 για ένα πιο πρόσφατο έργο του. Η έξοχη μετάφραση ανήκει στην Ρίτα Κολαΐτη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top