Fractal

Τ.Κ. Παπατσώνης – Κ. Καρυωτάκης: Μία διπλή επέτειος με πολλές ακόμη συμπτώσεις

Γράφει ο Βασίλης Μακρυδήμας //

 

p_k

 

            Το 2016 σηματοδοτεί μία διπλή επέτειο για την νεοελληνική ποίηση: συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Καρυωτάκη και 40 χρόνια από τον θάνατο του Τάκη Παπατσώνη. Δύο κύκλοι ζωής και θανάτου δύο ποιητών που, αν και ποτέ δεν ανέπτυξαν μεταξύ τους κάποια καλλιτεχνική συνομιλία (τουλάχιστον όπως προκύπτει από τα τεκμήρια της μέχρι σήμερα βιβλιογραφίας), φαίνεται ότι τους ενώνουν αρκετά ως προς την κριτική τους υποδοχή. Η οξυμένη αντίδραση απέναντι στον πρώτο, ειδικά με την δημιουργία του «καρυωτακισμού», ενός όρου που στοίχειωσε μία πλειάδα ποιητών στοχοποιώντας πρώτα-πρώτα τον Καρυωτάκη σαν μία θλιβερή ποιητική ύπαρξη, και ταυτόχρονα τα μειωμένα ανακλαστικά του μεγαλύτερου μέρους της νεοελληνικής κριτικής απέναντι στον Παπατσώνη, που όπως αποδεικνύεται υπήρξε ο εισηγητής του ελεύθερου στίχου στην Ελλάδα, επιβάλλουν με αφορμή τις δύο αυτές επετείους να αναθεωρήσουμε από την αρχή την πορεία δύο ποιητών που ανθίστανται στην παράδοση, αλλά ουδέποτε συμμάχησαν πνευματικά. Θα πρέπει να τονίσω ιδιαίτερα ότι ο Καρυωτάκης είναι μόνο ένα χρόνο νεότερος από τον Παπατσώνη. Ωστόσο, κατόρθωσε όχι μόνο να δημιουργήσει ένα κύμα ποιητικών επιγόνων, αλλά και να εγγραφεί στη συνείδηση των νεότερων ως ένα μεταιχμιακό σημείο της νεοελληνικής ποίησης, ενώ ο Παπατσώνης, που ομολογουμένως έσπασε τα δεσμά της παράδοσης όχι μονάχα στο επίπεδο της στιχουργίας, αλλά και του περιεχομένου υπό την επίδραση του μοντερνιστικού ρεύματος, πολεμήθηκε και αποσιωπήθηκε προκλητικά από τον κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.[1]

 

Το ζήτημα αυτό της προβληματικής αναγνώρισης του Παπατσώνη δεν τίθεται εδώ για πρώτη φορά. Ο Νάσος Βαγενάς, 10 χρόνια πριν, με αφορμή τα 100 χρόνια από την γέννηση του Καρυωτάκη, επιχειρούσε να ελέγξει την υπερβολική αναγνώριση του αυτόχειρα ποιητή όσον αφορά τη συνεισφορά του στη νεοτερική έκφραση, θέτοντας επί τάπητος το «Χαμένο κέντρο» του Λορεντζάτου, που τον ανήγαγε στο μεταβατικό, καταστατικό σημείο του νεοελληνικού λογοτεχνικού νεωτερισμού:

«Ο Καρυωτάκης είναι ο πορθμός ή ο δίαυλος. Χωρίζει και ενώνει. Η περίπτωσή του πέφτει ακριβώς απάνω στο κεντρικό σημείο της έντασης, εκεί όπου το σκοινί αρχίζει και τινάζει ένα ένα τα κλώνια του ώσπου να σπάση.

Από τον Καρυωτάκη και πέρα μεσολαβεί ένα διάστημα οχτώ χρόνια περίπου μέχρι να φτάσουμε στην απάντηση του Σεφέρη με το Μυθιστόρημα (1935).».[2]

Σύμφωνα με τον Βαγενά «Ο Λορεντζάτος παραβλέπει τις μεγάλες προσωδιακές ζυμώσεις που τελούνται στην ποίησή μας από τις αρχές του αιώνα με τον Παλαμά και τον Σικελιανό, οι οποίες φτάνουν σε ριζικές ανακατατάξεις ήδη πριν από το 1927 με τον Καβάφη και τον Παπατσώνη, σε σύγκριση με τον στίχο των οποίων ακόμη και ο πλέον παρατονισμένος στίχος του Καρυωτάκη αποδεικνύεται συντηρητικός.».[3] Και ορθώς ο Βαγενάς τονίζει την άστοχη αυτή σεφερική υπεράσπιση, που όχι μόνο επιδεικτικά προσπαθεί να συνδέσει τον ποιητή της Στροφής με τον Καρυωτάκη, τοποθετώντας τον δεύτερο σε ρόλο “διαρρήκτη” της ελληνικής παράδοσης και τον Σεφέρη γνήσιο ανανεωτή της, αλλά εμφαντικά λησμονά την περίπτωση Παπατσώνη, ο οποίος είχε ήδη σπάσει τα δεσμά του έμμετρου στίχου από το 1920[4] και είχε αναπτύξει δεσμούς τόσο με το γενικότερο πνεύμα του μοντερνισμού, όσο και με διακλαδώσεις της πρωτοπορίας. Και κατά την δική μου άποψη, αν κάποιον αφορούσε αυτό το μεταφυσικό κέντρο, που επίμονα αναζητούσε ο Λορεντζάτος, αυτός σίγουρα ήταν ο Παπατσώνης πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τον Σεφέρη.

Το προηγούμενο επιχείρημα θα αναπτύξει πληρέστερα ο Βαγενάς στο αφιέρωμα του The Athens Review of books πριν από δυόμιση χρόνια στον Παπατσώνη, όπου κάτω από τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Το “ανάχωμα” του Καρυωτάκη» θα διαπιστώσει ότι  η καλλιέργεια εκ μέρους του Παπατσώνη μιας καινοφανούς τεχνοτροπίας για τα ελληνικά δεδομένα αγνοήθηκε, ιδιαίτερα από το 1980 και πέρα, από μία μερίδα κριτικών που, θέλοντας να αμφισβητήσουν την αξία του έργου του Σεφέρη, ανακάλυψαν στον Καρυωτάκη το (χιλιοειπωμένο πια) σπάσιμο της παράδοσης.[5] Βέβαια, δεδομένου ότι ο Παπατσώνης ουδέποτε κατάφερε να εισχωρήσει –εθελούσια ή όχι- σε κάποιον ποιητικό “συνασπισμό” οποιασδήποτε γενιάς, δεν πιστεύω ότι ο Καρυωτάκης ευθύνεται εξ ολοκλήρου για την απώθηση του στο παρασκήνιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας για πολλές δεκαετίες. Σε γενικές γραμμές, μάλλον η επαναλαμβανόμενη ενσωμάτωση βιβλικών αποσπασμάτων ή παραφράσεων σε όλο το εύρος της ποιητικής του παραγωγής είναι που οδήγησαν σε αμηχανία την κριτική. Ως εκ τούτου, παραλείφθηκε στην πρόσληψή του ο συντονισμός των στιχουργημάτων του με τις εκπεφρασμένες κριτικές προθέσεις και ιδεολογικές επεκτάσεις του, υπό το πρίσμα της ανάλογης στιγμής της ελληνικής ιστορίας. Εντούτοις, όλο αυτό το υπόβαθρο επιβάλλεται να ιδωθεί αναφορικά με την έκρυθμη κοινωνικο-πολιτική κατάσταση που ταλανίζει την Ελλάδα του Μεσοπολέμου,[6] εγχείρημα που παραμένει ανοιχτό για το άμεσο μέλλον.

Εδώ θα επαναφέρω στο προσκήνιο ορισμένες σκέψεις που σχετίζονται με την διετία 1932-1934. Ο Παπατσώνης τα χρόνια αυτά με τις κριτικές που καταθέτει σε διάφορα έντυπα, με αποκορύφωμα το Σήμερα[7] (ως τακτικός συνεργάτης), πιστοποιεί το άνοιγμά του προς την ιδεολογία του μαρξισμού και τα αιτήματα του σοσιαλισμού, χωρίς ωστόσο να τάσσεται ξεκάθαρα σε κάποιο πολιτικό μόρφωμα. Αν διαβάσει, όμως, κανείς το σύνολο των άρθρων αυτών θα διαπιστώσει ότι η επαναστατική του διάθεση είναι περισσότερο διαθλασμένη από τα σημαινόμενα του χριστιανισμού, παρά από την μαρξιστική ρητορική. Παραδείγματος χάριν, με τον αμφίσημο τίτλο «Ιεραποστολές», από την μία πλευρά παραπέμπει στην τακτική της εξάπλωσης της χριστιανικής θρησκείας με την ταυτόχρονη ένδειξη αλληλεγγύης σε ανθρώπους που χρήζουν βοήθειας, και από την άλλη χρησιμοποιεί τον χριστιανικό αυτό όρο προκειμένου να επικρίνει την κίβδηλη εξάπλωση των υλιστικών εμμονών.[8] Συνεπώς, το αίτημα του Παπατσώνη είναι μεν το βάφτισμα του ανθρώπου στα νάματα μιας Επανάστασης, αλλά μιας Επανάστασης που εμφορείται από τα χριστιανικά ιδεώδη.

Τα ποιήματα, επίσης της εποχής αυτής, σαφώς και έχουν σφυρηλατηθεί στο αμόνι του χριστιανισμού –αρκεί να παρατηρήσει κανείς την πλούσια διακειμενική συνομιλία με τα κείμενα της Αγίας Γραφής, όμως, το σφυρί που τα χαλκεύει είναι το γενικότερο αίτημα του σοσιαλισμού για οικουμενική ισότητα. Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει, φερ’ ειπείν, το ποίημα «Ο Αθροιστής»[9] του 1932 όπου με περισσή ευσυνειδησία ο Παπατσώνης εκφράζει την θέση του απέναντι στον κόσμο: «(…) Πού βρίσκομαι κατανοώ, / και πού βρισκόμουν». Για τον λόγο αυτό, αποφασίζει να «ριχθ[εί] με όλα τα ιστία / στην Περιπέτεια.». Και βέβαια, η απόφασή του να αντιδράσει αποσκοπεί στην εύρεση της «πάνσοφης Σωτηρίας», έναν όρο κλειδί για τη σημασιολογία του χριστιανισμού. Τα παραδείγματα αυτού του ετερόκλητου συγκρητισμού χριστιανικής θεολογίας και σοσιαλισμού δεν περιορίζονται μόνο στο ποίημα αυτό. Η «Έξοδος»,[10] επίσης του 1932, εγκολπώνεται τη δισήμαντη ποιητική της περιόδου αυτής του Παπατσώνη. Αφενός, παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη και την απελευθέρωση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Το περιεχόμενο του ποιήματος, όμως, δεν έχει καμία σχέση με το μυθικό[11] αυτό περιστατικό. Ο ποιητής εδώ αφορμώμενος από τον συμβολισμό που ανασύρει από τις απαρχές της χριστιανικής θρησκειολογίας στρέφει το βλέμμα του προς μία ουτοπική έξοδο:

(…) Ὤ χορταριασμένο,

ὤ ἀραχνιασμένο, ὤ ἀνήλιαγο Πορτόνι τῆς Ἐξόδου,

καί ἐντούτοις Κέντρο τῆς Προσήλωσης,

ἔρχεται Ὤρα, νῦν ἐστι[12], ποῦ σου προκαθορίσθη

νά τρίξεις πρός Σκοπό τοῦ Ἀνοίγματος.

Γνωρίζοντας κανείς την ιδεολογική κλίση του ποιητή τα χρόνια εκείνα, δεν νομίζω ότι μπορούν να εγερθούν ενστάσεις για το τί είδους άνοιγμα είναι αυτό που οραματίζεται. Ξεκάθαρα μπορούμε να διακρίνουμε την επιθυμία του να εξυψώσει το sui generis πάντρεμα της θρησκευτικής του πίστης με τον συγκεκριμένο πολιτικο-κοινωνικό του προσανατολισμό, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε κανόνα των ποιητικών και στοχαστικών του σημαινομένων.[13]

Οι κριτικές του αποτυπώσεις που εξέφραζαν το σύνθημα για μία πάλη γενική, ανθρωποκεντρική και όχι ταξική, παρέμειναν ξεχασμένες. Το ίδιο συνέβη και με τα ποιήματά του, που ομολογουμένως καθυστερημένα,[14] σε ηλικία 39 χρονών, δημοσίευσε συγκεντρωτικά το 1934 στην Εκλογή Α΄. Όταν δημοσιεύεται η συλλογή λαμβάνει μόλις τρία κριτικά σημειώματα: ένα από τον Κλ. Παράσχο, ένα από τον Γ. Θέμελη και ένα από τον Ν. Ράντο.[15] Μπορεί να φανταστεί κανείς ότι με μία τόσο ισχνή κριτική υποδοχή, είναι αρκετά εύκολο να εκτοπιστεί ένας ποιητής από την λογοτεχνική κίνηση. Τι μπορεί λοιπόν να πήγε στραβά;

Κατά κύριο λόγο μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί υπαίτια η μανιώδης αντίδραση του δογματικού μαρξισμού απέναντι στην θρησκεία γενικότερα. Προς επίρρωση της υπόθεσης αυτής παραθέτω το άρθρο του Δημήτρη Γληνού στους Νέους Πρωτοπόρους του ’33, το επίσημο έντυπο της ελληνικής αριστερής διανόησης. Εκεί, βάλλοντας κατά της ιδεοκρατίας του Τσάτσου, ο συντάκτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην συμμαχία της αστικής τάξης με την «αγιαστούρα του παπά»,[16] όπως δηκτικά αποκαλεί την θρησκεία, αφού κάτι τέτοιο γεννά το έκτρωμα της καπιταλιστικής θεολογίας που συνεισφέρει στην καθυπόταξη των άλλων τάξεων. Συνεπώς, το ακραίο, για τα δεδομένα της Αριστεράς, αμάλγαμα θρησκείας και  μαρξισμού, που προσπάθησε να υιοθετήσει ο Παπατσώνης ήταν το κόκκινο πανί, και κανονικά θα έπρεπε να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Είναι απορίας άξιο που ο χώρος της αριστερής κριτικής απλά αδιαφόρησε και δεν ασχολήθηκε καθόλου με την περίπτωσή του. Άλλωστε, από το 1934 που επιβάλλεται και το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, μία ποίηση που υποκρύπτει κάτω από το πέπλο του χριστιανισμού -και δεν διατρανώνει στεντόρεια- το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής, σε τί θα μπορούσε να ωφελήσει την Αριστερά. Παράλληλα, και οι αστοί κριτικοί –Καραντώνης, Θεοτοκάς, Θέμελης και Παράσχος-[17] απέδειξαν εμπράκτως ότι το θρησκευτικό περικείμενο της παπατσωνικής ποίησης έμοιαζε να είναι τουλάχιστον ακατανόητο.

Η πρόσληψη του Καρυωτάκη υπήρξε σίγουρα πιο πλούσια σε σχέση με αυτή του Παπατσώνη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η ποίησή του είχε προλάβει να γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αφού διεκπεραίωνε λεκτικά πολύ πληρέστερα, απ’ ό,τι ο Παπατσώνης, την κοινωνική κατρακύλα της αστικής τάξης.[18] Αρκεί να θυμηθεί κανείς τους στίχους από το «Όλοι μαζί…» των Σατίρων, όπου μέσα τους ο ποιητής έκλεινε το κοινωνικό αδιέξοδο που γεννούσε η ιστορική στιγμή, με ορόσημο την Μικρασιατική Καταστροφή: «(…) επέσαμε θύματα εξιλαστήρια / του “περιβάλλοντος”, της “εποχής”.».[19]

Η αναγνώρισή του θα είναι πρόσκαιρη, καθότι η δίψα της γενιάς του ’30 για ανανέωση, το μεταξικό ιδεολόγημα της «υγείας», όπως και η δογματική απαίτηση του σοσιαλισμού για αισιοδοξία,[20] τελικά οδήγησαν στη σχηματοποίησή του ως παρακμιακού καλλιτέχνη, άποψη που επισφραγίστηκε με τις ψυχαναλυτικές αποφάνσεις του Τίμου Μαλάνου ο οποίος “κατηγορούσε” ευθέως τα ψυχολογικά σύνδρομα του ποιητή για τις ηττοπαθείς συνδηλώσεις των στίχων του: «Το δράμα του αρχίζει από μέσα του. Κυρίως οφείλεται σε μιαν οργανική ανεπάρκεια, επιδεινώνεται από  μιαν αρρώστεια, και φτάνει στη λύση του, την πιο φριχτή, χάρις σε μιαν ολέθρια αναλυτική φαντασία.».[21]

Παρ’ όλη την ψυχολογική κατάπτωση που θεωρήθηκε ότι κλείνει μέσα της η καρυωτακική ποιητική, η γοητεία που άσκησε είναι εμφανής από την στιγμή του θανάτου του και έπειτα. Είτε ως ποιητής που άσκησε κοινωνική κριτική, είτε ως παρακμίας, κατόρθωσε να καταστεί ένα κομβικό σημείο της ελληνικής ποίησης. Η συζήτηση του καρυωτακισμού που άνοιξε ο Αντρέας Καραντώνης το 1935 –επίσημα-[22] εγκαινίασε μία μακρά περίοδο, κατά την οποία ο Καρυωτάκης παρά τις ενστάσεις που διατύπωνε μέρος της κριτικής, συνέχιζε να γονιμοποιεί τεχνοτροπικά την σκέψη πολλών επιγόνων του. Η ιδιάζουσα φύση όχι μόνο των δικών του στίχων, αλλά και αυτών ολόκληρης της γενιάς του, όπως και όσων επηρεάστηκαν από αυτόν, αποκρυσταλλώθηκε κυρίως μέσα από τις έρευνες της Ε. Φιλοκύπρου, της Χρ. Ντουνιά και τα πορίσματα του Επιστημονικού Συμποσίου που αφιερώθηκε στην μελέτη του καρυωτακισμού.

Κατά την δεκαετία του ’30 η πρόσληψη που επιφυλάσσει η κριτική είναι και για τους δύο αρνητική. Το ακαταστάλακτο ιδεολογικά τοπίο μπορεί να επεξηγήσει την άρνηση μιας ένθερμης υποδοχής, αφού οι αισθητικές τους κλίσεις δεν συμβάδιζαν ούτε με το μοντερνιστικό κλίμα της γενιάς του ’30 και τα αιτήματά της, ούτε με την ευρωστία και τον αίσιο οραματισμό του μέλλοντος που προωθούσαν οι δικτατορικές και σοσιαλιστικές επιταγές αντίστοιχα. Ο μεν Παπατσώνης, εκτός ότι στα ποιήματά του υφέρπει ο κοινωνικός προβληματισμός που διαχέεται στον χριστιανισμό, η έντονη βιβλική συνομιλία που αναπτύσσει, επειδή συνήθως μεταφράζεται ως λόγια βυζαντινή παράδοση, τον απομακρύνει από κάθε λόγο περί λαϊκότητας, κοινή επιδίωξη φιλελεύθερων και αριστερών. Ο δε Καρυωτάκης (έστω και ως θανών) αρχίζει να εισχωρεί σε μία σφαίρα κριτικής δυσμένειας, αφού ούτε οι αστοί ούτε οι αριστεροί μπορούν να συνηγορήσουν σε μία ποίηση που αμφιταλαντεύεται μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου προκειμένου να λυτρωθεί από το αίσθημα απογοήτευσης και τα παρελκόμενά του.[23]

Παράλληλα, και  οι δύο ποιητές στα στιχουργήματά τους προσφεύγουν στην μείξη της δημοτικής με την καθαρεύουσα. Το ζήτημα αυτό της γλωσσικής ακαταστασίας απασχόλησε για πολλές δεκαετίες την νεοελληνική κριτική. Παρ’ όλο που την δεκαετία του ’30 είχε περάσει αρκετός χρόνος από την εποχή των έντονων διαξιφισμών του ψυχαρισμού, το γλωσσικό εξακολουθούσε να παραμένει ένα «βαθύτατα πολωτικό εθνικό ζήτημα».[24]  Ο Peter Mackridge  διαπιστώνει ότι:

«Η συμβολή των νεαρών λογοτεχνών της Γενιάς του 1930 στη σταθεροποίηση και τη διάδοση μιας κοινής γραπτής δημοτικής, μέσα από ένα ποιητικό και πεζογραφικό σώμα γραμμένο σε μια σαφέστατα μη ψυχαρική ποικιλία της δημοτικής, υπήρξε τεράστια.».[25]

Την ίδια στιγμή, η επίσημη αριστερά ανακαλύπτει στην ποίηση του Σολωμού το καταφύγιο που μπορεί να διασώσει τον πλούτο της λαϊκής παράδοσης.[26] Επομένως, κανένα από τα δύο ιδεολογικά στρατόπεδα δεν ήταν σε θέση να προσυπογράψει την χρήση της καθαρεύουσας.

Ο Καρυωτάκης, όπως εύγλωττα διασαφηνίζει ο Κ. Χωρεάνθης, επηρεάστηκε από την δημοσιοϋπαλληλική του εργασία, της οποίας ένιωθε τον ασφυκτικό κλοιό,  και αυτήν ήθελε να καταγγείλει με την υιοθέτηση λόγιων εκφράσεων.[27] Χαρακτηριστικό δείγμα της βαριάς σκιάς της αστικής εργασίας αποτελεί το τετράστιχο «[Μίσθια δουλειά]» από τα Ελεγεία:

«Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες

άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.

Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες

τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.»[28]

Ο Παπατσώνης, αν και σταδιοδρόμησε στον δημόσιο χώρο κατακτώντας υψηλά ιστάμενες θέσεις στο Υπουργείο Οικονομικών, δεν ενσωμάτωσε την καθαρεύουσα υπό το ίδιο πρίσμα. Η δική του καθαρεύουσα, η «μιξοκαθαρεύουσα» κατά τον Ν. Φωκά,[29] θα πρέπει να θεωρηθεί απότοκη της επιρροής που άσκησαν επάνω του τα κείμενα της Αγίας Γραφής και της Βυζαντινής Θεολογίας. Ο κοινός παρονομαστής, βέβαια, και των δύο είναι ο Καβάφης, και σίγουρα πριν από τον Αλεξανδρινό ο Κάλβος.[30] Με δεδομένο ότι το περιεχόμενο της ποίησής τους προκάλεσε ασαφείς εντυπώσεις στους διανοούμενους της εποχής, η μορφή των δύο αυτών ποιητικών προτάσεων έρχονταν να επιδεινώσει τις συνθήκες πρόσληψής τους.

Το ανακάτεμα καθαρεύουσας και δημοτικής υπήρξε προσφιλής τακτική στους έλληνες υπερρεαλιστές, οι οποίοι επιχειρούσαν να ανατρέψουν την έννοια της παράδοσης που διατυμπάνιζε η κρατούσα ιδεολογία τα χρόνια εκείνα και να την κατασκευάσουν εκ νέου, όπως αυτή θα άρμοζε στις δικές τους πεποιθήσεις.[31] Όπως, όμως, τήρησαν επιφυλακτική στάση απέναντι στον Καρυωτάκη (η αποδοχή του επήλθε σταδιακά από το 1960 περίπου και μετά,[32] εκτός από τον Εγγονόπουλο που με τον «Μυστικό ποιητή» είχε ήδη καταθέσει τις καρυωτακικές του επιρροές από το 1938), με την ίδια δυσπιστία αντιμετώπισαν και τον Παπατσώνη, πλην του Κάλας, ο οποίος τα χρόνια της παραμονής του στην Ελλάδα επανερχόταν ευκαιριακά στην περίπτωσή του. Είναι ζητούμενο, νομίζω, για ποιό λόγο η ελληνική πρωτοπορία δεν τους συμπεριέλαβε έστω στους ποιητικούς της προγόνους.

Τέλος, όσον αφορά τις στιχουργικές τους δοκιμές, γεγονός είναι πως ο Καρυωτάκης «(…) ενώ στην αρχή ανανεώνει ως ένα σημείο την παράδοση φυσιολογικά, εκφράζοντας τη “νέα ευαισθησία” του καιρού του, όπως και οι άλλοι συνοδοιπόροι του, ύστερα προχωρεί πέρα κι’ απ’ αυτούς, μα όχι τόσο πέρα, ώστε να φτάνει κι ως τους νεωτερικούς τρόπους (…).».[33] Αντίθετα, ο Παπατσώνης με έμβλημα το θρησκευτικό του συναίσθημα επιχείρησε να καινοτομήσει προστρέχοντας στην ελευθερόστιχη ποίηση από το 1920, λησμονώντας συλλήβδην το λιγόζωο έμμετρο παρελθόν του. Η ριζοσπαστική αυτή πρόταση που προωθούσε ένα κράμα εκκοσμικευμένης και θρησκευτικής ποίησης, μάλλον χρειάζεται να εγγραφεί στην πρωτοποριακή φύση των καλλιτεχνικών του επιδιώξεων.

Η φετινή διπλή επέτειος μας δίνει την ευκαιρία να ανατρέξουμε στους αμφίθυμους όρους με τους οποίους η κριτική αντιμετώπισε δύο ποιητές που προσπάθησαν να ανανεώσουν την νεοελληνική ποίηση. Ο ένας την σφράγισε με την σαρκαστική του ειρωνεία και ο άλλος με τον ελεύθερο στίχο και το βάθος του χριστιανικού συναισθήματος. Παρ’ όλο που ξεκινούσαν από διαφορετικές αισθητικές καταβολές, συναντήθηκαν στο πεδίο της πρόσληψης που τους άφησε μετέωρους στα όρια του λογοτεχνικού κανόνα. Οι αιτίες του αποτελέσματος αυτού μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν στην δεκαετία του ’30, όταν ο Καρυωτάκης είχε κλείσει τα ποιητικά του κατάστιχα και ο Παπατσώνης άνοιγε επίσημα τα δικά του. Σε μία περίοδο που οι ιδεολογικές ζυμώσεις υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες τόσο για τους αριστερούς όσο και για τους φιλελεύθερους, η απαισιοδοξία και το ιδιότυπο κράμα μοντερνισμού-χριστιανισμού ήταν αισθητικά ασύμβατα με τα αιτήματα της εποχής. Ωστόσο, και οι δύο παρέμειναν πεισματικά προσκολλημένοι στις αρχές της ποιητικής τους στην προσπάθειά τους να συνδέσουν την Ζωή με την Τέχνη.

 

______________________________________


[1] Στο πλαίσιο του κειμένου αυτού, φυσικά και αρκούμαι σε γενικευτικές κρίσεις, καθότι δεν μπορώ να επεκταθώ στις προϋποθέσεις πρόσληψης καθενός ποιητή.

[2] Βλ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το Χαμένο κέντρο», στον συλλογικό τόμο Για τον Σεφέρη, Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, Αθήνα 1961, σελ. 97.

[3] Βλ. Νάσος Βαγενάς, «Το παράδοξο του Καρυωτάκη», Το Βήμα, 15/09/1996, τώρα στου ίδιου, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, Κέδρος, Αθήνα 1999, σελ. 219.

[4] Σύμφωνα με την Ρούσσου το εναρκτήριο λάκτισμα της ελευθερόστιχης ποίησης στην Ελλάδα δίνει ο Παπατσώνης με το «Μιαν ανάβαση στο βουνό των ελάτων λίγο πριν από τα Χριστούγεννα» στην Ελληνική Επιθεώρηση· βλ. Βαρβάρα Ρούσσου, Ο ελεύθερος στίχος υπό το πρίσμα της σύγχρονης μετρικολογίας: τα πρώτα ελληνικά ελευθερόστιχα ποιήματα (1920-1940), ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή Παν/μίου Αθηνών, Ιούνιος 2007, σελ. 297, όπως και όλο το οικείο κεφάλαιο για την πορεία των στιχουργικών πειραματισμών του ποιητή (σελ. 286-317).

[5] Βλ. Νάσος Βαγενάς, «Ο Τ.Κ. Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα, Οι περιπέτειες της πρόσληψης ενός αιρετικού», The Athens Review of books, τχ. 41 (Αφιέρωμα στον Παπατσώνη), Ιούνιος 2013, σελ. 29.

[6] Για μία αναλυτική περιδιάβαση σε όλα τα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα της πολιτικής και πνευματικής διανόησης της εποχής παραπέμπω στην μελέτη του Μπογιατζή. Στις σκέψεις του ερευνητή ανακαλύπτει κανείς και έναν δεύτερο λόγο του υποσκελισμού που επεφύλαξε η κριτική στον Παπατσώνη, και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητος. Αν η εικασία του περί της ενδεχομενικότητας του νεωτερισμού ευσταθεί, δηλαδή ότι το να έχει κανείς συνείδηση του ρόλου που προσπαθεί να επιτελέσει ως νεωτερικός είναι ένα “παιχνίδι’ χωρίς να είναι εφικτό να προβλεφθεί η επιτυχής του έκβαση, τότε ο Παπατσώνης τοποθετείται και ο ίδιος προ των ευθυνών του, όσον αφορά τις προθέσεις και τα αποτελέσματα της καινοτομίας του· βλ. Βασίλης Μπογιατζής, Μετέωρος μοντερνισμός, Τεχνολογία, ιδεολογία της επιστήμης και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1922-1940), Ευρασία, Αθήνα 2012, σελ. 38.

[7] Για τη φιλομαρξιστική οπτική του περιοδικού βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική, Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο, Καστανιώτη, 31999, σελ. 202.

[8] «Ὅταν ὅμως βγαίνης ἔμπορας τῆς ἀπάτης νά ξεπουλήσεις τό παληόπραμά σου, μέ ἐπίγνωση τοῦ τί πουλᾶς, καί παρασταίνεις πώς πρσφέρνεις ἐκλεχτή πραμάτεια ξέροντας πού τό σκουλήκι βαραίνει πιότερο ἀπό τόν καρπό, καί παράλληλά σου πολεμᾶς τόν ἀπόστολο, πού κουβαλᾶ τόν μόχθο του, λαμπρόν ἀπό φρεσκάδα καί ὑγεία, καί τόν ἀνταγωνίζεσαι, ἐκεῖνον πού ἦρθε νά μεράση καί ὄχι νά ἀποκερδάνη, τότες, τί νά σοῦ πῶ, κακέ δόλιε ἔμπορα, λυσσασμένε γιά κέρδος ἄνθρωπε;», βλ. Τάκης Παπατσώνης, «Ιεραποστολές», Σήμερα, χρ. Α΄, αρ. 3, Μάρτης 1933, σελ. 68.

[9] Βλ. Τ.Κ. Παπατσώνης, Εκλογή Α΄, Ursa minor, Εκλογή Β΄, Ίκαρος, 1988, σελ. 18.

[10] Βλ. Παπατσώνης, ό.π., σελ. 19.

[11] Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο ως προσδιοριστικό του χριστιανισμού βάσει της εργαλειακής χρήσης που του προσδίδει ο Frye (βλ. Northrop Frye, Ανατομία της Κριτικής, εισ. Ζ.Ι. Σιαφλέκης, προλ.-μτφρ.-επιμ. Μαριζέτα Γεωργουλέα, Gutenberg, 22005, σελ. 25-27). Ωστόσο, ο όρος μύθος στο πλαίσιο του μακρύ καταλόγου των ηρώων της Βίβλου και των ιστοριών τους χρειάζεται μία συνεχή επαναδιαπραγμάτευση.

[12] Αξιοσημείωτη εδώ η διακειμενική σύζευξη με την καινή Διαθήκη: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν (…)», βλ. Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, 5:25.

[13] Υπό το πρίσμα αυτό συστήνω να διαβαστούν ενδεικτικά και τα ποιήματα «Ο Δίκαιος» (1933), «Τέρμα» (1933) και «Οι Εκβεβλημένοι» (1932).

[14] Αργοπορημένα, δεδομένου ότι είχε πρωτοεμφανιστεί ως ποιητής από το 1913 στην Ακρόπολη του Βλάσση Γαβριηλίδη.

[15] Βλ. Κλέων Παράσχος, «Τ.Κ. Παπατσώνη: Εκλογή Α΄», Ν. Εστία, τχ. 181, τ. 16, 1 Ιουλίου 1934, σελ. 619-621· Γιώργος Θέμελης, «Τ.Κ. Παπατσώνη: “Εκλογή Α΄”», Μακεδονικές Ημέρες, έτος Β΄, Ιούνιος-Ιούλιος 1934, σελ. 202· Νικ. Καλαμάρης, «Ένας μεταφυσικός ποιητής», Νεοελληνικά Γράμματα, 6/10/1935, σελ. 6, αντίστοιχα. Ο Παράσχος, ενώ στην αρχή θα δεξιωθεί θετικά την ποίησή του, λίγο αργότερα,  θα διαφοροποιηθεί, τουλάχιστον όσον αφορά την θρησκευτικότητα του Παπατσώνη. Ο Θέμελης εκτός από την μίμηση που του προσάπτει θεωρεί ότι στερείται «υποκειμενικής θρησκευτικότητας». Ο Ράντος, ενώ και αυτός διακρίνει κάπου μίμηση των Κλωντέλ, Έλιοτ και Καβάφη, εμμένει περισσότερο στον πριμιτιβισμό του λυρικού συναισθήματος της ποίησής του, όπως και στο θέμα του ελεύθερου στίχου.

[16] Βλ. Δημήτρης Γληνός, « φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα», Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 7, Ιούλης 1933, τώρα στου ίδιου, Εκλεκτές σελίδες, τ. Α΄, επιμ. Λουκάς Αξελός, Στοχαστής, 1975, σελ. 104.

[17] Βλ. Αντρέας Καραντώνης: «Ένας υπερμοντέρνος λόγιος», Ιδέα, τχ. 8, τ. Β΄, 1933, σελ. 122, «Θεόδωρου Ξύδη: Η θρησκευτική βούληση του Σικελιανού», Ρυθμός, τχ. 6, Μάρτης 1933, σελ.  197, «Μία παράλειψη», Τα Νέα Γράμματα, αρ. 2. Σελ. 119 (ο Καραντώνης επιτίθεται πάντοτε επ’ ευκαιρίας στον Παπατσώνη)· Γιώργος Θεοτοκάς, «Οι κίνδυνοι του μυστικισμού», Ο Κύκλος, τχ. 6, Απρίλιος 1932, σελ. 248-253· Κλέων Παράσχος, «Η θρησκευτική πίστη στη νέα ελληνική ποίηση», Νέα Εστία, τχ. 192, Χριστούγεννα 1934, σελ. 77. Όλα τα σημειώματα αυτά εμμένουν στην λειτουργία της χριστιανικής ρητορικής που εμφανώς αδυνατούν να κατανοήσουν.

[18] Η Ντουνιά σημειώνει ότι: «Η Νέα Επιθεώρηση δεν έχει κανένα λόγο να ενοχλείται από τις όψεις του εθνικού ξεπεσμού, της αστικής υποκρισίας, αλλά και της μικροαστικής μιζέριας ή των πνευματικών αδιεξόδων που ανιχνεύει η ποίηση του Καρυωτάκη.», βλ. Χριστίνα Ντουνιά, , Κ. Γ. Καρυωτάκης – Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 116.

[19] Από το ποίημα Όλοι μαζί…, βλ. Καρυωτάκης Κ.Γ., Ποιήματα και Πεζά, επιμ. Γιώργος Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα 1978, σελ. 103.

[20] Για μία αναλυτική περιγραφή της κριτικής δεξίωσης του ποιητή μεσοπολεμικά, καθώς και μεταπολεμικά βλ. ολόκληρα τα κεφάλαια 4 και 6 στην μελέτη της Ντουνιά, ό.π., σελ. 107-141 και163-236 αντίστοιχα.

[21] Βλ. Τίμος Μαλάνος, Ένας ηγησιακός, Συμβολή στη μελέτη του Καρυωτάκη, Σχέδιο, Αλεξάντρεια 1938, σελ. 72.

[22] Η πρώτη προειδοποίηση δινόταν στο βιβλίο του Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης το 1931, βλ. Δημήτρης Αγγελάτος, «Η “ανώνυμη” τέχνη του ευρετή και η “υποδοχή” της», στο συλλογικό Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός, Επιστημονικό Συμπόσιο (30 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), 1998, σελ. 17.

[23] «Καταδικασμένος από την ποιητική του ιδιότητα στη διαρκή αιώρηση, ο ποιητής παράγει λόγο καταδικασμένο, με τη σειρά του, εξαιτίας της σχέσης του ποιητή με την πραγματικότητα και το φαντασιακό.», βλ. Φιλοκύπρου, Η γενιά του Καρυωτάκη, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα 2009, σελ. 78.

[24] Βλ. Peter Mackridge, Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα 1766-1976, μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, Πατάκης, 2013, σελ. 359.

[25] Βλ. Mackridge, ό.π., σελ. 368.

[26] Βλ. Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική…, ό.π., σελ. 430.

[27] Βλ. Κώστας Χωρεάνθης, «Ο “καθωσπρεπισμός” της ποίησης», Διαβάζω, τεύχος 157 (Αφιέρωμα στον Καρυωτάκη), 17/12/86, σελ. 95-96.

[28] Βλ. Καρυωτάκης, ό.π., σελ. 73. Υπογραμμίζω με πλαγιογράμματα τα λόγια δάνεια.

[29] Νίκος Φωκάς, «Τ. Κ. Παπατσώνης, Ένας καταραμένος ποιητής», στο Τιμή στα ογδοντάχρονα του Τ. Παπατσώνη, Τετράδια «Ευθύνης», 1, 21999, σελ. 60.

[30] Χαρακτηριστική είναι η ωδή «Εις Ανδρέαν Κάλβον» (βλ. Καρυωτάκης, ό.π., σελ. 99-101) όπου ο ποιητής στη μνήμη του προκατόχου του και του έργου του διατρανώνει τα χαμένα ιδανικά που χάθηκαν με την Μικρασιατική καταστροφή, ενώ ο Παπατσώνης τοποθετεί στους «αιρετικούς αναβαθμούς» της νεοελληνικής ποίησης τους Κάλβο και Καβάφη, μαζί με άλλους, αποθεώνοντάς τους, αφού αυτοί «(…) θέλησαν να διακονήσουν τον Κύριο της τέχνης με το μύρο (…)», βλ. Τ.Κ. Παπατζώνης, «Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός», Νέα Εστία, τχ. 501, τ. 43, 15 Μαΐου 1948, σελ. 662.

[31] Για την επαναξιολόγηση του γλωσσικού ζητήματος από τους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού βλ. Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι», Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης, Άγρα, 2012, σελ. 96-101.

[32] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Χριστίνα Ντουνιά, «Ο Καρυωτάκης και οι υπερρεαλιστές», στο Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός, ό.π., σελ. 307-322.

[33] Βλ. Κώστας Στεργιόπουλος, «Η διατάραξη του παραδοσιακού στίχου στην ποίηση του Καρυωτάκη», Ποίηση, τχ. 3, Άνοιξη 1994, σελ. 172.

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top