Fractal

Papa was a broken stone

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

xem«Ερωτευμένος Χέμινγουεϊ» του Α.Ε. Χότσνερ, Εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 160

 

Κάτω από στρώματα φημών, ανεκδοτολογικών ιστοριών, θρύλων που με τα χρόνια ξεπέρασαν ακόμη και τη δύναμη της μυθολογίας, κείται ο συγγραφέας κι ακόμη πιο μέσα ο άνθρωπος πίσω από τις λέξεις. Ξέρουμε τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ναι, αλλά πόσο καλά τον ξέρουμε; Πού ξεκινάει ο μύθος και πού η σκληρή πραγματικότητα, ωσάν καρδιά άτρωτη, σπέρνει τον σπόρο της απομάγευσης;

Ο Papa δεν ήταν ένας εύκολος άνθρωπος – ίσως διότι από πολύ νωρίς απέκτησε συνείδηση της μοναδικότητάς του. Μόλις είχε πατήσει την πρώτη 20ετία της ζωής του και είδε δικό του έργο τυπωμένο. Λίγα χρόνια αργότερα είδε τα φώτα να καταυγάζουν το σπάνιο ταλέντο του, να τον φέρνουν κοντά σε σπουδαίους δημιουργούς, να απλώνουν μπροστά του έναν κόσμο δόξας και συντριβής. Μα, κι εκείνος έδειξε να είναι δεκτικός σε τούτες τις in extremis αναζητήσεις του ανά τον κόσμο. Από άνθρωπο σε άνθρωπο, από το ένα ποτό στο άλλο, από την αγάπη, το λιώσιμό της, την απόγνωση, την τρέλα, τη λέξη, τη φιλία, ξανά την απόγνωση και τον ιδεασμό και τελικά την αυτοκτονία. Μια ζωή που εν μέρει έγινε μυθιστόρημα και εν όλω ήταν μυθιστορηματική. Καίτοι ο Χέμινγουεϊ δεν αυτοβιογραφείται σε όλα τα βιβλία του, εντούτοις δεν υπάρχει δική του καταγεγραμμένη λέξη που να μην έχει προέλθει από τις εμπειρίες του –άμεσες ή έμμεσες. Κυκλώνεται από τις ιστορίες του, αλλά κι εκείνος τις κυκλώνει με τη βαριά σκιά του.

Και πάλι, όμως, ο άνθρωπος διαφεύγει• ο άνθρωπος πίσω από τις τυπωμένες σελίδες. Φευ, ακόμη και αν πρέπει να αναζητήσουμε αυτά τα ψήγματα του πραγματικού Έρνεστ, πάλι μέσα σε βιβλία πρέπει να σκάψουμε. Βιβλία που έγραψαν οι άλλοι γι’ αυτόν – και δεν είναι λίγα. Δείγμα της ανάγκης να κατανοήσουμε την τέχνη, το ειδικό βάρος, τη δυναμική, αλλά και την κατάπτωσή του.

Γιατί έχει αξία ο «Ερωτευμένος Χέμινγουεϊ»; Διότι γράφτηκε από τον επιστήθιο φίλο του Άαρον Έντουαρντ Χότσνερ. Όχι, όμως, σε μορφή εντυπώσεων και δικών του εκτιμήσεων, αλλά με ευθύ τρόπο: ενώπιος ενωπίω. Ο Χότσνερ ακολουθεί τον Χέμινγουεϊ στο Παρίσι, στην Κούβα, στη Βενετία. Συνομιλεί με τον φίλο του, τρώνε, πίνουν, θυμούνται, ξύνουν πληγές, χαριεντίζονται, λένε ιστορίες από τα παλιά. Ο Χότσνερ καταγράφει στο μαγνητόφωνο, ο Papa δεν το χρειάζεται: η μνήμη του είναι παροιμιώδης. Το βιβλίο διαβάζεται άλλοτε ως κοφτό και στακάτο αφήγημα, άλλοτε ως πικρή εξομολόγηση και τέλος ως ψυχόδραμα, καθώς ο Χότσνερ καταγράφει με λεπτότητα και πόνο τις τελευταίες δύσκολες στιγμές του Χέμινγουεϊ στο νοσοκομείο Σεντ Μέρι όπου υποβλήθηκε σε σειρά ηλεκτροσόκ για να συνέλθει από τα παραληρήματά του. Λίγο καιρό αφότου εξέρχεται από το νοσοκομείο, η κατάσταση του όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά βουτηγμένος μέσα στα άπατα νερά της απόγνωσης οδηγείται στο απονενοημένο διάβημα.

Ο Χέμινγουεϊ μιλώντας στον Χότσνερ δεν προσπαθεί να κρυφτεί ή να διατηρήσει το μύθο του, εμφανίζεται ανεπεξέργαστος, αληθινός, σκληρός με τον εαυτό του, σχεδόν απεγνωσμένος και μετανιωμένος για πολλές από τις αποφάσεις που πήρε στη ζωή του.

Το πιο μεγάλο τραύμα που κουβάλησε ως το τέλος ήταν ότι αναγκάστηκε να παίξει κορώνα γράμματα την αγάπη του για την πρώτη του γυναίκα, την Χάντλυ Ρίτσαρτσον• την πραγματική και μόνη αγάπη της ζωής του. Κι όμως, για χάρη της Πωλίν Φάιφερ, μιας κοπέλας ανώτερης τάξης, κυριαρχικής και ανεξάρτητης θα χωρίσει με την Χάντλυ – μια πράξη που θα την κουβαλάει ως άχθος μέχρι τέλους. Σημειωτέον ότι ούτε με την Πωλίν μακροημέρευσε, καθώς το 1940 την χωρίζει για να παντρευτεί την Μάρθα Γκέλχορν που ασκούσε επίσης πάνω του μια μορφή ψυχαναγκασμού (παρεμπιπτόντως, έκανε και έναν τέταρτο γάμο με την δημοσιογράφο Μαίρη Γουέλς). Με τις γυναίκες δεν τα βρήκε ποτέ ο Χέμινγουεϊ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε όταν ήταν γεννημένος για το πάθος της καλής ζωής, της περιπέτειας, του μεγάλου δρόμου που η τέχνη του τού άνοιξε.

 

101359

 

Είναι η δεύτερη φορά που ο Χότσνερ αποπειράται να καταγράψει τις συνομιλίες του με τον Χέμινγουεϊ. Την πρώτη φορά αναγκάστηκε να απαλείψει πολλά από τα «καυτά» θέματα, καθώς αρκετοί από τους πρωταγωνιστές των διηγήσεων ήταν ζωντανοί επομένως ελλόχευε ο κίνδυνος να καταλήξει στα δικαστήρια. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως ο Χέμινγουεϊ δεν μιλάει μόνο για τις γυναίκες του, αλλά και για τις σχέσεις του με την Γερτρούδη Στάιν, τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Πικάσο, πλούσιους φίλους, ακριβές μαιτρέσσες, κυρίες επί των τιμών που όμως κουβαλούσαν κάμποσες γκρίζες ζώνες.

Υπάρχουν, βέβαια, και θαλερές στιγμές στο πολύβουο Παρίσι, υπάρχει μπόλικο μεθύσι, φαγητό, γέλια, ομορφιές και ποίηση ατόφια και κατάλουστη από ωραίες μελωδίες. Υπάρχει η μνήμη των πολεμικών περιπετειών του, υπάρχει η εξωτική Κούβα, η μουσικότητα της Βενετίας, υπάρχει πάντα ο φρενήρης Έρνεστ – ένας άνθρωπος που ήταν «καταδικασμένος» να διασκορπίζει τον εαυτό του, να τον καίει και να τον συνθέτει από τις στάχτες του. Μόνο που αυτό το σκόρπισμα κάποια στιγμή γίνεται απόλυτο, καθηλωτικό και δεν έχει επιστροφή. Όπως συνέβη με τον Χέμινγουεϊ.

Ο Χότσνερ, έχοντας πάντα κατά νου ότι γράφει για τον φίλο του πατάει προσεκτικά στο ταραγμένο έδαφός του. Δεν σκυλεύει τον Έρνεστ, δεν προσπαθεί να αρπάξει κάτι από την αχλή της δόξα του. Αφήνει τον Έρνεστ να μιλάει και οι δικές του υποσημειώσεις είναι οι απολύτως απαραίτητες, όσες χρειάζονται για να μεταφέρει δίχως ψεύτικους συναισθηματισμούς το δράμα, το θαύμα και το τραύμα.

Η μετάφραση ανήκει στην Μαρία Φακίνου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top