Fractal

Διήγημα: “Πάντα”

Του Κωνσταντίνου Γεωργίου //

 

«Στραβά άναψε και πάλι το τσιγάρο.

Σημάδι έρωτα μεγάλου;

Στο τέλος θα φανεί

Η Αλήθεια.»

 

F9

 

Τελευταία μέρα του μήνα. 31 Γενάρη 2017.14.43 έγραφε το ρολόι του κινητού όταν το viber χτύπησε μετά από δύο μέρες.

«Σε ευχαριστώ για τις ευχές», μου έγραφε.

«Χρόνια Πολλά Darling», είχα γράψει. «Ποτέ μην χάσεις το υπέροχο χαμόγελό σου. Να είσαι πάντα όπως εσύ νιώθεις ευτυχισμένη!». Της είχα ευχηθεί ακριβώς με την αλλαγή της μέρας, από 30 σε 31.12 ακριβώς έγραφε το μήνυμα που είχα στείλει και δεν είχε δει παρά πριν απαντήσει.

Δεν απάντησα κάτι περισσότερο από «…» Τι περισσότερο θα μπορούσα να πω; «Παρακαλώ» μήπως; Τώρα που το ξανασκέφτομαι εύχομαι να είχα γράψει κάτι περισσότερο…

 

Δύο ώρες αργότερα ξαναέστειλε. Έπινα το ποτό μου με τον φίλο μου τον Λέοντα, έναν από τους λίγους φίλους που είναι εδώ όταν τον χρειάζομαι και δεν αποδεικνύει την φιλία του με τον εύκολο τρόπο,με ένα τηλέφωνο ή ένα μήνυμα.

«Στο σπιτι που ειναι τα πραγματα μου?», διάβασα βιαστικά, σχεδόν αγχωμένα. Αυτό το ερωτηματικό πότε άραγε θα μάθει να το γράφει σωστά; Ευχόμουν να στείλει κάτι άλλο, αλλά…

«Πού αλλού;»,απάντησααμέσως και αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που περίμενε, τι είχε φανταστεί δηλαδή; Ότι θα τα είχα πετάξει; Ή μήπως ότι θα τα είχα δώσει άμεσα στην κοινή μας φίλη να της τα επιστρέψει, λες και ήθελα να τα ξεφορτωθώ όταν μάλιστα, πιο παλιά,της είχα ζητήσει να έχει κάποια στο σπίτι μου; Είχα βέβαια, η αλήθεια είναι, σκεφτεί, σε μια στιγμή «δύσκολη», να τα κάψω αλλά μου είχε φανεί πολύ θεατρικό, άσε που δεν θα είχε αποτέλεσμα καθώς το δερμάτινο τσαντάκι της θα επιβίωνε. Από την άλλη,δενήμουν θυμωμένος για να προχωρήσω σε μια τέτοια ενέργεια παρά μόνο πλήρως απογοητευμένος από την εξέλιξη των τελευταίων τεσσάρων ημερών ή μήπως των τελευταίων μηνών;

«Που?» ξαναρώτησε. «Σε τσαντα?», και τότε ήταν που είδα το «που» στο αρχικό της μήνυμα και κατάλαβα.

«Μόλις ανοίξεις θα τα δεις», της έγραψα. Όσο και αν ήθελα να μην περάσει να τα πάρει,ήξερα ότι θα το έκανε άμεσα αυτή την φορά, σε ώρα που δεν θα είμαι στο σπίτι. Δεν ήθελε να είμαι εκεί και με δει, δεν ήθελε να αφήσει τις μέρες να περάσουν μη και αλλάξει γνώμη.

Τα είχα ετοιμάσει το πρωί, προσεκτικά, με ευλάβεια, πριν φύγω για το γραφείο ώστε αν περάσει –που θα περνούσε – να βρει δίπλα τους και αυτό που ήθελα να της δώσω, να μην χρειαστεί να την φέρω σε δύσκολη θέση και την ψάξω μέσα στην μέρα στον χώρο της για να της το δώσω. Περισσότερο γι’ αυτό το είχα κάνει καθώς πίστευα θα πήγαινε χωρίς να πει τίποτα. Ήθελα να πάρει το δώρο τηςεκείνη την συγκεκριμένη μέρα, όχι κάποια άλλη.

Σε μια κρεμάστρα είχα τοποθετήσει πρώτα το ασπρόμαυρο φόρεμα-μπλούζα της και από πάνω το μαύροτης σακάκι.Αυτά φορούσε δύο βράδια πριν. Τότε που ήρθε σπίτι μου στις δύο τα ξημερώματα, μετά την βραδινή της έξοδο με τις φίλες της – με τις οποίες τόσο πολύ ήθελε να βγει να διασκεδάσει.Είχε κοιμηθείξανά σε μένα, μετά από ένα χρόνο – είχε όντως περάσει ένας χρόνος! Μύριζαν ακόμη το άρωμά της που τόσο λατρεύω, το άρωμα που φορούσε όταν την γνώρισα και από τότε ποτέ δεν άλλαξε. Τυχαίο άραγε;

Τα είχα κρεμάσει στην πλάτη της πολυθρόνας που την είχα σύρει στη μέση του μακρόστενου διαδρόμου ώστε να είναι το πρώτο που θα έβλεπε μπαίνοντας. Στην ακμή της πολυθρόνας είχα ακουμπήσει το μαύρο τσαντάκι της κάτω από το οποίο είχα αφήσει ένα σημείωμα, ενώ στο πάτωμα, μπροστά τους είχα τοποθετήσειτην τσάντα με το δώρο μου για τα γενέθλιά της. Δεν θα τα γιορτάζαμε μαζί.

Θυμήθηκα αυτό που σε ανύποπτο χρόνομού είχε πει: «Μέχρι τα γενέθλιά μου θα είμαστε μαζί. Τόσο θα αντέξεις». Είχε, εν μέρη δίκιο, παρά το ότι είχαν περάσει τέσσερα χρόνια, ένας μήνας και έντεκα μέρες από όταν το είχε ξεστομίσει, παρά το ότι είχαμε ζήσει τόσα και τόσα μαζί, παρά το ότι αυτή την φορά δεν ήταν θέμα έλλειψης αντοχής από πλευράςμου αλλά επιθυμία της, περισσότερο, να απομακρυνθώ.

Άντεχα κι άλλο να ζούμε έτσι μαζί – ήμασταν όντως μαζί; – αλλά πλέον δεν ήθελα.

«Κάποια στιγμή θα με παρατήσεις» μου είχε πει πριν δέκα μήνες. «Θα σε αφήσω μόνο όταν θα έχεις ήδη φύγει και δεν θα το έχεις καταλάβει»,της είχα απαντήσει.Και τον τελευταίο καιρό είχε «φύγει» από τη σχέση και, το χειρότερο, προσπαθούσε με την συμπεριφορά της, συνειδητά ή ασυνείδητα καμία σημασίαδεν έχει, να με κάνει και μένα να «φύγω».Είχε γίνει σταδιακά όλο και πιο απόμακρη, όλο και πιο «χαλαρή», κατά την προσφιλή της έκφραση. «Χαλαρή» ονομάτιζε την αδιάφορη συμπεριφορά της ανεβάζοντάς μου κάθε φορά το αίμα στο κεφάλι.

Δύο μέρες πριν της είχα πει πολλά, της τα είχα πει όλα: «Δεν θέλω άλλο έτσι», «Την μετέτρεψες τη σχέση σε πλατωνική», «Δεν έχεις αφήσει τίποτα όρθιο για να κρατηθώ παρά μόνο τις ελάχιστες στιγμές που μοιραζόμαστε στα κενά των κενών της καθημερινότητάς σου και την επιθυμία τής αγάπης μου για σένα», «Πιέζεσαι και καταπιέζεσαι και μόνο που υπάρχω και σε αγαπώ».

Είχα πει και άλλα: «Αδιάφορη στάση που θα σε βόλευε εγώ δεν θα υιοθετήσω», «Δεν θέλω πλέον να διαχειριστώ τα αλλοπρόσαλλα που συνειδητά κάνεις από την μία μέρα στην άλλη, από την μία ώρα στην άλλη μόνο και μόνο για να με απομακρύνεις κι άλλο» και … «αξίζεις αλλά αποτραβιέμαι από τη ζωή σου».

Είχα αποφασίσει να αποτραβηχτώ. Δεν έμενε κάτι άλλο να κάνω. Τα είχα κάνει όλα αυτά τα τέσσερα και πλέον χρόνια. Δεν είχα πει «σε διώχνω», ούτε είχα πει ότι «σε παρατάω», ούτε «δεν σε αγαπώ πια», «ούτε δεν σε θέλω άλλο στη ζωή μου». «Αξίζεις αλλά αποτραβιέμαι» είχα πει και «πάρε το χρόνο που θέλεις μακριά μου. Θα σε αγαπώ πάντα και το ξέρεις… Επιλογή σου είναι να το διαπιστώσεις… Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.». Αυτό είχα πει ελπίζοντας ότι θα επιλέξει αυτή φορά με βάση τα «θέλω» και όχι τα «πρέπει» της.

Έπρεπε να αποφασίσει τι θέλει, αν θέλει, πώς το θέλει και να το πει καθαρά, να το κάνει πράξη. Και επειδή δεν ήθελα πλέον να βασανίζεται προσπαθώντας να ισορροπήσει σε «δύο βάρκες», ούτε να σκέφτομαι ότι μορεί να συνεχίζει από τύψεις ή ενοχές για τις επιλογές μου, ούτε να πιέζεται από την αγάπη μου,ούτε να προσπαθεί να με απομακρύνει συστηματικά, της είχα ανακοινώσει ότι «αποτραβιέμαι» από τη ζωή της. Ας έκανε την επιλογή της και ας ζούσε με αυτή. Εγώ είχα κάνει την δική μου εδώ και χρόνια και την είχα υποστηρίξει. Καθαρή και σταθερή επιλογή. Είχα κάνει τα πάντα για να είμαι μόνο μαζί της. Τώρα ήταν η σειρά της να κάνει έστω κάτι…

«Αποτραβιέμαι» της είχα πει.Και δίπλα στο «αποτραβιέμαι» είχα συμπληρώσει «Σε αγαπώ μου. Από πάντα. Πάντα. Για πάντα.». Την αγαπούσα από μικρό κοριτσάκι που την είχα πρωτογνωρίσει όταν πηγαίναμε στο ίδιο δημοτικό, με την μπλε της ποδιά, τα λεπτά σαν κλαδάκια πόδια, τα καστανόξανθά της μαλλιά και τα πιο όμορφα γαλανά μάτια που έχω δει στη ζωή μου – που ακόμα και σήμερα αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την γωνία που πέφτει το φως πάνω τους. Στην τρίτη τάξη εγώ, στην τάξη του αγαπημένου μου τότε ξαδέρφου εκείνη. Την αγαπούσα και όταν την ξαναείδα μετά από πολλά χρόνια και την θυμήθηκα. Συνέχισα και συνεχίζω να την αγαπώ, ολοκληρωμένα όμως πλέον…

Τις σκέψεις μου διέκοψε μια φορά ακόμηο χαρακτηριστικός ήχος του viber. «Να αφησωξεκλειδωτα;» μου έγραφε. Αν έλεγα «όχι», θα σήμαινε ότι, παρά τα όσα είχαν συμβεί, παρά τα όσα της είχα πει, παρά το ότι δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο έτσι μαζί της, θα ήθελανα κλειδώσει και κρατήσει τα κλειδιά ώστε να έχουμε ξανά, την ευκαιρία εγώ, την αφορμή αυτή, να βρεθούμε. Αρκετές φορές αυτά τα γαμωκλειδιά–παρά το ότι δεν τα είχε χρησιμοποιήσει ούτε μια φορά- είχαν μεσολαβήσει να ξαναβρεθούμε. Ίσως και πάλι έκαναν το θαύμα τους.Αν έλεγα «ναι»θα σήμαινε ότι, θέλω να αφήσει τα κλειδιά, να πάρει τα πράγματα της και να φύγει. Μια για πάντα…

Δεν ήθελα να φύγει.Δεν θέλω να φύγει. Ποτέ δεν το θέλησα. Να μείνει ήθελα αλλά όχι χωρίς να είναι παρούσα στη Ζωή μου.

«Κάνε ότι θες», της έγραψα. Φάνηκε ψυχρή, αδιάφορη και εν μέρει θυμωμένη η απάντησή μου.Σαν να μην με ενδιέφερε αν θα τα πάρει ή όχι, σαν να μην με ένοιαζε η ύπαρξή της,σαν να μην με ένοιαζε αν θα την ξαναδώ.Αλλά… το κάθε άλλο. Με ένοιαζε και με παραένοιαζε. Έπρεπε, όμως,αυτή τη φορά,να κάνει την επιλογή της ανεπηρέαστη, να μην κρυφτεί πίσω από την δικαιολογία ότι τα πήρε για να μην μείνει το σπίτι ξεκλείδωτο.

«Αν αργησεις; σε πειραζει?», ρώτησε. Απογοήτευση. Είχα δίκιο στο «κάνε ότι θες» που είχα απαντήσει. Σκεφτόταν το ξεκλείδωτο σπίτι και όχι τον συμβολισμό των κλειδιών, όχι την ενδεχόμενη «συνέχεια» που αυτά θα σηματοδοτούσαν.

«Πώς θες να το κάνουμε;» απάντησα γρήγορα μήπως και προλάβω να σώσω κάτι. Ήλπιζα ότι θα μου ζητούσε να βρεθούμε μια από τις επόμενες μέρες ή έστω να περάσει όταν τελειώσει τη δουλειά της και να ήμουν εκεί.Αν δεν έλεγε κάτι σχετικό, θα της ζητούσα εγώ να συναντηθούμε.Δεν άργησα, όμως, να καταλάβω τι είχε στο μυαλό της.

«Μπαινωτωρασπιτι. Να αφησωξεκλειδωτα?», έγραψε. «Τελείωσε πιο νωρίς σήμερα;», αναρωτήθηκα. Ήταν ήδη εκεί. Όπως περίμενα ότι θα κάνει, όπως απευχόμουν να γίνει. Στο κανονικό της πρόγραμμα να τελείωνε θα με έβρισκε σπίτι. Δεν ήθελε,όμως, να με δει. Γι’ αυτό και δεν πέρασε το πρωί. Ήξερε ότι θα με έβρισκε εκεί. Θόλωσα, απογοητεύτηκα.

Έγραψα βιαστικά «ναι», έχοντας στο μυαλό μου ότι με είχε ρωτήσει αν θέλω να κλειδώσει. Κατάλαβα γρήγορα το λάθος μου και διέγραψα το μήνυμα πριν προλάβει να το δει. Έστειλα αμέσως το σωστό αλλά όχι με ένα ξερό «όχι». Δεν ήθελα να αφήσω περιθώρια παρερμηνειών.

«Κλείωσε» έγραψα καθαρά, κοφτά, με αποφασιστικότητα. Αυτό ήθελα και δεν θα κρυβόμουν ούτε αυτή τη φορά για τα αισθήματά μου. Να κρατήσει τα κλειδιά επιθυμούσα, να έχουμε ξανά μια ευκαιρία, μια ακόμη αφορμή…

Πέρασαν δύο λεπτά και δεν είχεδει το μήνυμα. Φοβήθηκα προς στιγμής ότι είχε προλάβει να διαβάσει το προηγούμενο, ότι της έδωσα λανθασμένα να καταλάβει ότι δεν θέλω να τα κρατήσει, ότι την έχω διαγράψει πλήρως από την ζωή μου.

Στο δευτερόλεπτο, χωρίς δεύτερη σκέψη, την πήρα τηλέφωνο φοβούμενος ότι δεν θα απαντήσει. Δεν απαντούσε,τις περισσότερες φορές, τις καλές εποχές, πόσο μάλλον τώρα…Το σήκωσεστο πέμπτο χτύπημα αλλά κατάλαβα ότι ήταν αργά. Άκουσα, με το που άνοιξε η γραμμή, τον χαρακτηριστικό ήχο της ζώνης τού αμαξιού που την καλούσε να δεθεί. Είχε φύγει από το σπίτι, ίσως και από τη ζωή μου.

«Να κλειδώσεις» της είπα αμέσωςσαν υπνωτισμένος, χωρίς καν να χαιρετίσω.

«Έφυγατώρα», απάντησεεντελείως φυσιολογικά, σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτα τις τελευταίες μέρες.

«Και άφησες ξεκλείδωτα;», ρώτησα, σκεφτόμενος όχι το ξεκλείδωτο σπίτι αλλά την ευκαιρία των κλειδιών.

«Ε, ναι», απάντησε αδιάφορα, χαλαρά,ψυχρά.

Δεν είχα προλάβει να μάθω τι θα είχε κάνει αν ήταν ακόμη εκεί και είχε διαβάσει αυτό που ξεκάθαρα ήθελα, αυτό που ξεκάθαρα της είπα.

«Εντάξει λοιπόν, αφού αυτό ήθελες…» της είπα και η φωνή μου έσβησε με έκδηλη απογοήτευση, χωρίς να ξέρω αν άφησε πίσω της τα κλειδιά… μαζί και με μένα. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Τι νόημα θα είχε…

«Χρόνια πολλά»ψέλλισα τρυφερά καθώς έκλεινε η γραμμή. Δεν ξέρω αν το άκουσε ποτέ.

 

Περνούσε η ώρα και δεν έστελνε τίποτα. Ούτε ευχαριστώ για το δώρο, ούτε ένα ξερό «μου αρέσει», ούτε έστω ένα «ευχαριστώ που με σκέφτηκες αλλά δεν το πήρα». Πίστευα ότι το είχε πάρει αλλά, από την άλλη,δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Δεν θα έλεγε άλλωστε κάτι αν το είχε πάρει;

Για τα κλειδιά, όσο και αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορεί και να τα πήρε μαζί της, ήμουν σίγουρος ότι τα είχε αφήσει πίσω της.

Συνέχισα το ποτό μου και την κουβέντα με τον φίλο μουπερί αέρων και υδάτων χωρίς να μπορώ να συγκεντρωθώ καθώς η σκέψη μου ταξίδευε σε εκείνη. Τι θα αντικρίσω επιστρέφοντας στο σπίτι; Τα κλειδιά… Το δώρο…

Δεν ήταν βέβαια και κανένα φοβερό δώρο. Δεν το είχα αγοράσει – δύσκολες εποχές για πρίγκιπες – αλλά ήταν αξίας για μένα καθώς κοσμούσε τον τοίχο μου και την είχα τραβήξει εγώ. Η ίδια μάλιστα είχε διαλέξει το σημείο στο οποίο το είχαμε κρεμάσει και πάντα έλεγε ότι της άρεσε πολύ αυτή η φωτογραφία. Την είχα φτιάξει σε κάδρο πριν μήνες με την προοπτική κάποια στιγμή να της το χαρίσω.

 

Πλήρωσα τα ποτά και διασχίσαμε με τον Λέωντην πλατεία Κολωνακίου βυθισμένοι και οι δύο –ο καθένας για τους λόγους του- στη σιωπή. Είχε βραδιάσει για τα καλά.Βασιλίσσης Όλγας ή Ειρήνης – πάντα το μπερδεύω – και Πανεπιστημίου, είπαμε καλό βράδυ και κατευθύνθηκα προς το μετρό μέσα σε σκέψεις που η βοή των αυτοκινήτων δεν μπορούσαν να διακόψουν. Το μάτι μου έπεσε στο νέο φεγγάρι που είχε ξεπροβάλλει στον καθαρό από σύννεφα ουρανό. Στάθηκα για λίγο και το κοίταξα. Χαμογέλασα… «Μπρος σου» σκέφτηκα… και συνέχισα.

Μπήκα στο μετρόκαι στην Αττική άλλαξα και πήρα τον ηλεκτρικό.Κατέβηκα Περισσό,κατευθύνθηκα προς το αμάξι που, περιέργως αυτή την φορά, θυμήθηκα με την πρώτη που το είχα παρκάρεικαι μετά από δέκα λεπτά έφτασα Φιλοθέη και πάρκαρα στη πίσω είσοδο του συγκροτήματος. Βγήκα από το αμάξι στηνσκέψητης και η αγωνία μου όλο και πιο έντονη γινόταν.

Κατευθύνθηκα προς το «Γ»,διασχίζοντας τον κατάφυτο διάδρομο και έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη αλλά δεν ξεκλείδωσα φτάνοντας στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Άναψα τσιγάρο και κάθισα στο σκαλοπάτι μπροστά από την πόρτα της εισόδου, κάτω από το γιασεμί του πρώτου ορόφουαπό το οποίο, κάθε φορά που βρισκόμασταν, έκοβα και της χάριζα ένα ανθάκι.

Καθυστερούσα να μπω, καθυστερούσα να έρθω αντιμέτωπος με την αλήθεια.

«Ένα τσιγάρο δρόμος», σκέφτηκα, «στο μονοπάτι της αλήθειας», καθώς τραβούσα την πρώτη τζούρα και βυθιζόμουνστις σκέψεις μου. Μήπως έκανα λάθος που της είχα πει όλα αυτά δύο μέρες πριν; Μήπως έπρεπε να περιμένω; Μήπως ήμουν υπερβολικός; Μήπως ήμουν πιεστικός; Μήπως είχα παρεξηγήσει της πράξεις της των τελευταίων ημερών; Μήπως δεν υπολόγιζα τα θέλω της; Μήπως δεν σεβόμουν τις αγωνίες της; Μήπως έπρεπε να δώσω κι άλλο χρόνο; Μήπως έπρεπε απλά να της πω ότι πρέπει να μιλήσουμε; Μήπως; Μήπως;Μήπως;Χιλιάδες μήπωςτριβέλιζαν το μυαλό μου.

Ήταν,όμως, ξεκάθαρη στο απαντητικό της μήνυμα: «Δεν εχουμεζωημαζι. Ζησε την αγαπηαλλου. Θες σχεση με ό,τισημαινειαυτο… εξοδους, ωρα, φιλους.Θα πρεπει να εχειςκαταλαβει, επειδη στο εχω πει και στο εχωδειξει,οτι δεν μπορουμε να εχουμετετοιασχεση.»,είχε γράψει.

Το είχα διαβάσει πολλές φορές το μήνυμα αυτές τις δύο μέρες. «Δεν μπορουμε» έγραφε και όχι «δεν θέλω». Γιατί;Δεν ήταν, όμως, το θέμα μου αυτά που έγραφε αλλά το ότι πλέον δεν έδειχνε αυτά που ένιωθε, παρά το ότι ήξερα μέσα μου ότι κατά βάθος «ένιωθε». Ή μήπως παραμύθιαζα το εαυτό μου ότι «ένιωθε» – κι άλλο μήπως, πόσα μήπως ακόμη; Το μόνο που μου έδειχνεήταν αδιαφορία, ψυχρότητα και απομάκρυνση.

Δεν είχα κάνει λάθος στο αρχικό μου μήνυμα. Σωστά της τα είχα πει. Τόσες φορές που είχα ζήσει τα μπρος πίσω της, που είχα αποδεχτεί συνειδητά την πραγματικότητά της, που είχα απογοητευτεί από την εγωιστική της στάση, που είχα πληγωθεί από την απαξιωτική της συμπεριφορά, που έδειξα ειλικρινή κατανόηση από αγάπη για τις μη πράξεις της, έπρεπε κάποια στιγμή να καταλάβει ότι σε μια σχέση υπάρχουν δύο, ότι αξίζουν και οι δύο, ότι κάποια πράγματα, όπως η αγάπη, είναι αδιαπραγμάτευτος θεμέλιος λίθος της και όχι απλά «ενασυναισθημα», όπως είχε αναφέρει κυνικά. Ή μήπως ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να τα καταλάβει όλα αυτά; Αν πραγματικά ήθελε να είμαστε μαζί θα έπρεπε να μοιράζεται, να δίνει, θα έπρεπε αυτό που βαθιά μέσα της ένιωθε να το δείχνει. Και τώρα ήταν η στιγμή να το κάνει.Αλλά…

Το τσιγάρο τέλειωσε. Τελείωσαν και τα μήπως μου. Σταμάτησαν και οι σκέψεις μου.

Κοίταξα γύρω μου,μήπως και περνάει κανείς, και αφού βεβαιώθηκα ότι ήμουν μόνος πέταξα το τσιγάρο μακριά στον κήπο σαν να ήθελα να ξεφορτωθώ από πάνω μου ένα βάρος. Εις μάτην.

Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και μπήκα σπίτι κλείνοντας τα μάτια. Ψηλάφισα τον τοίχο δεξιά της ξύλινης πόρτας για να βρω τον διακόπτη και άναψα το φως. Έκανα δύο βήματα στα τυφλά προς το σημείο που ήταν η πολυθρόνα και μετά, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τα άνοιξα.

Τα ρούχα της έλειπαν. Τα είχε πάρει. Το δώρο της έλειπε, επίσης. Το είχε πάρει και αυτό, μαζί με το σημείωμα που είχα αφήσει. Ήξερε ότι αν το άφηνε πίσω θα το έκαιγα όπως είχα κάψει το προηγούμενο που το είχε «ξεχάσει» για δύο εβδομάδες στο τραπέζι.

Δεν ξέρω να περιγράψω πώς ένιωσα. Χαρά που πήρε το δώρο μου; Απελπισία που ίσως δεν την ξαναδώ; Προδοσία για τις ελπίδες που σκορπίστηκαν σαν σύννεφο; Λύπη; Απογοήτευση; Όλα μαζί; Δεν ήθελα με τίποτα να αρνηθεί το δώρο μου. Ειδικά αυτό το δώρο. Δεν ήθελα, πολύ περισσότερο, να φύγει από τη ζωή μου.

Και μετά… κενό. Το απόλυτο κενό.

«Και τώρα που το πήρε τι;» σκέφτηκα.

«Τώρα τι;»

«Τα κλειδιά;» μονολόγησα με αγωνία. Απορροφημένος από την απουσία τού δώρου δεν είχα ελέγξει αν τα είχε αφήσει πίσω της. Ήξερα ότι τα είχε πάρει αλλά ξεγελιόμουν ακόμη με την ελπίδα.

Κοίταξα γύρω μου. Όλα όπως τα είχα αφήσει το πρωί. Ένα σπίτι βομβαρδισμένο. Με το μάτι μου τα αναζήτησα μέσα στο χάος. Τίποτα. Προς στιγμή ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου. Τα είχε πάρει. Και μετά… τα είδα, πάνω στο τραπέζι τού καθιστικού, δίπλα στο Καράβι. Τα κλειδιά της για το σπίτι μου ήταν εκεί, παρατημένα να με κοιτούν, χωρίς φωνή, χωρίς ζωή, κουβαλώντας μόνο το παρελθόν μας, δείχνοντας το μέλλον μας, δίπλα στο Καράβι που ξαφνικά μού φάνηκε να βυθίζεται… Σημείωμα δεν βρήκα, δεν είχε γράψει. Ούτε μια λέξη δεν θέλησε να αφήσει πίσω της. Μόνο τα κλειδιά που τώρα μου φάνταζαν ψυχρό καυτό μέταλλο.

Κατευθύνθηκα στην κουζίνα, έφτιαξα ένα τριπλόHAIG,με τρία πάγο, σε χαμηλό, χωρίςCocaαυτή τη φορά. Έβαλα στο cdplayerνα παίζει το WildistheWind του αγαπημένουμουDavidκαι κάθισα στην πολυθρόνα που κάθομαι πάντα όταν ήταν εκεί.Άναψα τσιγάρο –στραβά άναψε και πάλι- και ήπια την πρώτη γερή γουλιά. Με έκαψε μέχρι μέσα…

Αυτή τη φορά φοβόμουν ότι δεν θα γυρίσει.

Θα έπειθε τον εαυτό της ότι ήμουν εγώ αυτός που θα έπρεπε να κάνει ξανά το πρώτο βήμα. Θα έβρισκε την δικαιολογία να «ξεγελαστεί» ότι το κάνει για μένα, για το καλό μου, ότι έτσι θα με «υποχρέωνε» να το πάρω απόφαση και να φτιάξω τη ζωή μου αλλού. Πόσο λάθος έκανε. Πόσο λάθος κάνει. Τίποτα δεν είχε καταλάβει τόσα χρόνια… Βαθιά, όμως μέσα μου, ακόμη και εκείνη τη στιγμή, πίστευα ότι θα έρθει η ώρα που θα παραδεχτεί στον εαυτό της το λάθος και θα με ψάξει… και θα με βρει.

Την αγαπούσα αληθινά. Τόσο ώστε να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να προδώσει ό,τι έχει κάνει για να είμαστε μαζί.Ήταν και συνεχίζει να είναι το Άλφα και το Ωμέγα μου.

Κοίταξα ξανά γύρω μου καθώς σχημάτιζα με τον καπνό ένα δαχτυλίδι που όλο και μεγάλωνε μέχρι που διαλύθηκε στον αέρα.

Όλα ήταν όπως τα ήξερα αλλά τίποτα δεν ήταν ίδιο με πριν…

Τίποτα δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιο με πριν…

Και εκεί, απέναντί μου, δίπλα στο γραφείο, πριν το υπνοδωμάτιο, στον κατάλευκο τοίχο μας, ένα μικρό καρφί, μόνο, να φωνάζει όλα όσα δεν λέγονται… να πονά όσο δεν λέγεται…

 

Σε αγαπώ μου…

Πάντα…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top