Fractal

Πανσέληνος

του Γιώργου Γλυκοφρύδη // *

στη Λένα

fractal_summerΣυνήθως, τέτοιες ώρες, γύρω στις έντεκα την νύχτα, ξαπλώνω στο κρεβάτι να κλείσω τα μάτια να συνδέσω σκέψεις της ημέρας που έφυγε, όχι να κοιμηθώ.

Αλλά σήμερα ένιωσα ένα τόσο έντονο φως, τόσο άξαφνο, που θέλησα να κάνω μία έτσι να το σβήσω. Αλλά κανένα φωτιστικό μικρό ή μεγάλο δεν υπήρχε αναμμένο εκεί γύρω, εξαιρουμένης της ολόκληρης Σελήνης που είχε αρχίσει να κατεβαίνει τον ορίζοντα έξω από το παράθυρο.

Ανασηκώθηκα να δω τα ψηλά δέντρα του απέναντι κήπου καθώς φαντάστηκα το πόσο όμορφα θα φωτίζονται, κι έμεινα άναυδος να τον κοιτάζω να έχει όλα του τα χρώματα. Όλα. Σαν σε ηλιοφάνεια. Με τις σκιές τους. Μέχρι το βαθύ κόκκινο των μεγάλων πλατύφυλλων τριαντάφυλλων λίγο ακόμη και θα ξεχώριζα. Είχε μια μανία με τα τριαντάφυλλα ο απέναντι, είναι γεγονός, αλλά και με το πράσινο το βαθύ το σχεδόν γυαλιστερό του χαμηλού χόρτου, που έπαιζαν μπάσκετ τα παιδιά αν και όχι συχνά. Το μπλε, πάντως, και το λευκό, από το δίχτυ του μακρινού καλαθιού του στηριγμένου στην πόρτα της εισόδου της αυλής, τα διέκρινα καθαρά.

Και πέρα μακριά στο βάθος, πίσω από άλλα σχήματα άλλων σπιτιών, η κορυφή του Δημαρχείου, αν και με σπασμένο το κεραμιδί της στέγης της. Το έσπαγαν οι φανοστάτες. Εκείνο το ασθενικό πορτοκαλί που δεν ήταν πορτοκαλί αλλά φαιό. Χλωμό αδιανόητο μπροστά στο ολόλευκο της ολόκληρης Σελήνης.

Άνοιξα το παράθυρο. Δεν κούναγε φύλλο. Άνεμος μηδέν. Το δωμάτιο μέσα να φαίνεται. Λες να ξυπνούσαν οι άλλοι που κοιμόνταν στο σπίτι αλλά το φως θόρυβο δεν κάνει, οπότε να χάζευα την απέραντη ησυχία, λίγο ακόμη.

Κρύο δεν είχε. Ούτε ψύχρα. Μόνο την ίση θερμοκρασία του πάλλευκου είχε. Καλό κι αυτό, έμεινα μόνο μ’ ένα ελαφρύ μπλε βαμβακερό.

Ακούμπησα στο ρείθρο. Μύριζα το χώμα. Έσκυψα κάτω αλλά για λίγο. Σήκωσα το βλέμμα στον ορίζοντα, ξανά, και στον ουρανό. Αλλά τον χώρο τον έβλεπα. Στην κάτω ευθεία του βλέμματος, φαινόταν.

Δεν θα έλεγα πως η απέραντη ολόλευκη ησυχία ήταν χωρίς κανέναν ήχο. Πέραν της ακινησίας των απαλών αλλά τόσο ξέχωρων χρωμάτων του κήπου με το περιποιημένο πηγάδι στο κέντρο του, με τις μόλις διαστάσεις του, γιατί πιθανόν να έφταιγαν οι πολυκαιρισμένες πέτρες των πλευρών του, αν και όχι υγρές παρά με το χρώμα του κολλημένου χώματος, άτσαλα μπογιατισμένη ελάχιστη σκιά, δεν θα έλεγα πως η απέραντη ολόλευκη ησυχία ήταν χωρίς κανέναν ήχο.

Υπήρχε ο ήχος της αναπνοής μου, ένας ή δύο γρύλλοι λίγα μέτρα πιο δίπλα, εκεί στον φράκτη, ένα μηχανάκι αλλά πολύ μακριά, πάρα πολύ μακριά, ίσα να θυμίζει πως η Γη είναι ατελείωτη, και η Σελήνη. Αν και η Σελήνη ήχο δεν κάνει ή όπως και να έχει οι ήχοι της δεν φτάνουν ως εδώ, δηλαδή…

Συγκεντρώθηκα στην Σελήνη. Έσφιξα τα μάτια μου γιατί το φως της ήταν σχεδόν εκτυφλωτικό, και συγκεντρώθηκα επάνω της.

Την θάλασσα της ηρεμίας την διέκρινα. Πάντα την διέκρινα. Είχε κι αυτό το ξεχωριστό στοιχειωμένο μαύρο του κρατήρα, να λέω την αλήθεια, αλλά όπως και να έχει πάντα την διέκρινα.

H φωνή ήρθε από πίσω μου. Ξαφνικά αλλά χωρίς να με τρομάξει. Και κάθισε βαθιά μέσα στο κεφάλι μου. Είχε γίνει ξανά αυτό, βέβαια, δεν ήταν κι η πρώτη πανσέληνος κατά την οποία συνέβαινε, αλλά κάθε φορά, παρόλο που δεν με τρόμαζε, με καταλάμβανε ολόκληρο, με γέμιζε από πάνω ως κάτω, κι έτσι ξεκινούσε, με ερωτήσεις:

«Και πως την έλεγαν;»

«Ελένη.»

«Και πως ήταν;»

«Όμορφη. Πολύ όμορφη. Με λάμδα γραμμές να ψαύουν το πρόσωπο και ύψιλον καμπύλες να ιχνηλατούν το σώμα.»

«Και;»

«Και μαύρα μάτια με το σκίσιμο χαραγμένο στο τελείωμά τους.»

«Και χαμογελούσε;»

«Χαμογελούσε σαν να τα ήξερε όλα από πριν.»

«Και μετά;»

«Μετά ένα βράδυ μου είπε “Δεν μπορώ να σε αγαπήσω όπως μ’ αγαπάς εσύ. Συγγνώμη. Δεν μπορώ…”»

«Κι έφυγε;»

«Έφυγε κάνοντας τα μαλλιά της πίσω και ρουφώντας την μύτη της.»

«Πόσος καιρός πάει τώρα που γίνανε αυτά;»

«Δύο χιλιάδες; Θα ’ναι τόσο; Τρεις; Πέντε χιλιάδες χρόνια;»

«Κι η Ρωξάνη;»

Ο μισός δορυφόρος είχε βυθιστεί πίσω από κάτι φυλλώματα. Ακίνητα, όμως. Ξαφνικά ένιωσα ελαφρύς. Ένιωσα να αιωρούμαι. Λες κι ετοιμαζόμουν να πετάξω. Όχι, δεν ετοιμαζόμουν, πετούσα ήδη. Άφησα το παράθυρο πίσω μου ενώ βγήκα αθόρυβα από μέσα του. Άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά αλλά σταθερά. Με τα χέρια και τα πόδια να κρέμονται. Με μια ελάχιστη ταλάντωση να ζυγίζω τον άνεμο.

Είδα τις κεραμοσκεπές των σπιτιών να μικραίνουν. Τις έβλεπα να χάνονται μέσα σε πράσινες κορυφές δέντρων. Και σχήματα ασφάλτου.

Ανέβαινα κι άλλο.

Η μικρή πόλη φαινόταν ολόκληρη. Η Σελήνη σαν να έχανε το σχήμα της κάποιες στιγμές.

Ευθυγράμμισα τον ορίζοντα. Έπρεπε να προλάβω τον δορυφόρο. Τα πόδια μου τέντωσαν κι έγιναν ευθεία. Μύρισα την καύση κι έγειρα, λίγο. Φάνηκε ο Ατλαντικός στο βάθος. H λευκή γραμμή της Σελήνης πάνω στο νερό τρεμόπαιξε. Την είδα από μακριά. Φώτα αυτοκινήτων και αυτοκινητόδρομοι γίνονταν άστατες πολύχρωμες γραμμές. Συριγμός παγωμένου ανέμου γύρω από το σώμα μου. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά αλλά είχα αρχίσει να δυσκολεύομαι στις κινήσεις.

Είχα γεύση από αλουμίνιο. Άφηνα πίσω μου ελαφριές λευκές γραμμές παγωμένου ανέμου. Ανέπτυσσα ταχύτητα. H θάλασσα ήταν ήδη από κάτω κι άρχισε να γίνεται επίπεδη, μαύρη, συμπαγής. Ένιωσα το στήθος μου να καίει καθώς το δέρμα μου άλλαζε χρώμα.

Φώτα πλοίων, μάλλον, άφηναν κόκκινες και πορφυρές ανταύγειες. Η Γη άρχισε να εμφανίζει καμπύλες. Ένιωσα πόνο στους καρπούς. Τα δάχτυλα των χεριών χύνονταν αλλάζοντας σχήμα καθώς ενώνονταν μεταξύ τους. Τα άκουσα να πλαταίνουν και μετά να σπάνε στα δύο. Το ίδιο και ολόκληρα τα χέρια από τον αγκώνα και κάτω. Η σπονδυλική μου στήλη πόνεσε απ’ άκρη σ’ άκρη αλλά ο πόνος κράτησε μόλις μερικά εκατοστά του δευτερολέπτου. Την ένιωσα να σπάει και μετά μύρισα το μέταλλο όπως αυτό χυνόταν αγκαλιάζοντάς με. Η θερμοκρασία ανέβηκε κατακόρυφα. Γύρισα το κεφάλι 180 μοίρες και το σήκωσα λίγο. Με υδραυλικές κινήσεις.

Γύρισα μπροστά. Κλείδωσα το βλέμμα μου στον δορυφόρο μέσα από δύο λευκά σταυρονήματα. Οι μετακαυστήρες στροβίλισαν τον αέρα πίσω μου καθώς άρχισα να αυξάνω ταχύτητα. Το οξυγόνο, μου έκαιγε τα βλέφαρα. Ασήμι κάλυψε το κεφάλι μου. Ανέβαινα κι άλλο. Περνούσα μέσα από μαύρα σύννεφα. Άρχισα να βλέπω τ’ αστέρια. Καθαρά. Επιτάχυνα συνεχώς.

Το ελάχιστο σε διάρκεια αλλά εκκωφαντικό και συμπαγές βουητό του φράγματος του ήχου που έσπαγε, αντήχησε. Πού αντήχησε δεν κατάλαβα. Μάλλον σε όσο έδαφος υπήρχε κάτω μακριά μου.

Ησυχία. Απόλυτη σιωπή.

Μόνο ο άνεμος να με σηκώνει και μια τρομακτική επιτάχυνση να με στέλνει ψηλά.

Η βροντή του ήχου που δεν μπορούσε πια να με προλάβει ακούστηκε για δεύτερη και τελευταία φορά. Πίσω μου.

Από κάτω, οι άνθρωποι, όσοι υπήρχαν ξύπνιοι τέτοιες ώρες, θα πρέπει να σήκωσαν τα κεφάλια τους για να δουν την λευκή γραμμή που έφευγε για το Διάστημα. Μια λευκή γραμμή να πηγαίνει για το μαύρο.

Έπρεπε να προλάβω τον δορυφόρο. Κοίταξα κάτω μετακινώντας τα σταυρονήματα. Σταθεροποιήθηκα. Οι πτέρυγες, εκεί που αιώνες πριν ήταν τα χέρια μου, τρεμόπαιξαν στις ατμοσφαιρικές πιέσεις αλλά οι μετρήσεις που πέρναγαν γρήγορα μπροστά από τα μάτια μου έδειχναν πως όλα είναι καλά.

Ξανά μπροστά μου.

Κάτι μετακινήθηκε στο στομάχι μου και ύστερα από λίγο στο στήθος μου. 40 μοίρες κάτω από το μηδέν του ορίζοντα. Κοίταξα ανάποδα. 40 μοίρες μπροστά. Στο μηδέν του ορίζοντα.

Άξαφνα εμφανίστηκε ο ήλιος. Χανόμουν, μάλλον. Πήγαινα για αλλού. Αύξησα κι άλλο την ταχύτητά μου. Πήρα κι άλλο ύψος. Σήκωσα το κεφάλι. 40 μοίρες επάνω. Διέκρινα λευκά σημάδια που τρεμόπαιζαν στο βάθος. 5 μοίρες ακόμη. Πιο ψηλά το κεφάλι. 46 μοίρες επάνω. 47. 48. 49. 50. Λάθος. 48. 47. 45.

Κάθετα προς το μαύρο της τροχιάς του πλανήτη. Κάθετα για να ξεφύγω από την βαρύτητα.

Αύξησα την ταχύτητά μου. Κι άλλο. Έκλεισα τα μάτια. Η θερμοκρασία μου ανέβαινε μαζί με την επιτάχυνση. Έσπρωχνα ότι είχε απομείνει από τους ανέμους.

«Και η Ρωξάνη;»

Ένιωσα κραδασμούς. Το σώμα μου ταλαντεύτηκε έντονα κι ένιωσε το στήθος μου να παίρνει φωτιά. Μυρωδιά κεραμικού που καίγεται. Ήχοι από πόρτες που σφραγίζουν. Κάθε επαφή με το περιβάλλον χανόταν. Μετρήσεις πέρναγαν στο μαύρο της οθόνης των ματιών μου. Όλα καλά. Οι κραδασμοί έγιναν εντονότεροι. Λες και με τράνταζε κάποιος απ’ έξω. Η ταχύτητά μου έφτασε στο μέγιστο.

Ησυχία.

Κανένας ήχος. Καμιά εικόνα. Μόνο η τρομακτική επιτάχυνση να μου μασά το στήθος και το στομάχι.

Επιβράδυνα άξαφνα αν και όχι άτσαλα. Κοίταξα κάτω. Είχα εικόνα. Μέσα από το σκάφος. Ο πλανήτης πολύχρωμος. Μ’ εκείνα τα σταθερά χρώματα του Διαστήματος. Χωρίς διακυμάνσεις.

Ήμουν σε τροχιά.

Πόσο ήρεμα όλα. Σχεδόν σταμάτησα. Σε πλάνη. Ή και μηδέν.

Πήραν μια βαθιά και γεμάτη ανάσα. Η αναπνοή μου μόνη της. Κοιτούσα τις μετρήσεις μπροστά μου να προβάλλονται στο σκάφανδρο και άκουγα τους σφυγμούς μου και την αναπνοή μου. Και το αίμα μου να κυλά.

Η Γη, πέρα κάτω μακριά, κρύσταλλο πεντακάθαρο. Κοίλη, και πανέμορφη. Γρήγορα παχιά σύννεφα στροβιλίζονταν κάπου. Κάπου σε κάποιον τυφώνα. Ο ήλιος έδυε πάλι.

Η Σελήνη.

Στράφηκα ολόκληρος και είδα τον δορυφόρο. Πάλλευκο. Με λεκέδες μαύρους και γκρι, αλλά πάλλευκο. Τίποτε πιο όμορφο στο σύμπαν. Πιθανόν. Ακανόνιστοι πανάδες και στίγματα της ομορφότερης γυναίκας στο σύμπαν. Αυτό σίγουρα.

Με περιμένει κι εγώ κάθομαι και χαζεύω… Έγειρα λίγο και αφέθηκα. Προς την κατεύθυνση της Σελήνης. Γύριζα γύρω γύρω γελώντας γιατί μ’ άρεσαν τ’ άστρα όπως στροβιλίζονταν. Λευκό παραμάζωμα σκούπας. Αλλά επιτάχυνα.

Στην θάλασσα της ηρεμίας έφτασα όχι πολύ αργότερα. Η μέτρηση στο σκάφανδρο έδειξε τον χρόνο αλλά δεν έδωσα σημασία.

Κατέβηκα με ελάχιστη σκόνη. Ελάχιστη. Την γκρι πάχνη της επιφάνειας την πείραξα αλλά πολύ λίγο.

Στάθηκα όρθιος πλέοντας. Γραφίδα υδράργυρου σε κενό αέρα που σταματά σιγά σιγά να είναι κενό. Έπρεπε να βρω κάτι. Έναν βράχο, κάτι. Να μένω κάτω. Άρχισα να κλείνω τα συστήματά μου. Αυτό, ναι. Αποκτούσα βάρος. Πάτησα κάτω γερά. Αν και, τι όμορφα τόσο λίγη βαρύτητα. Κινήσεις σχεδόν ως σκέψεις. Μια σκέψη αρκούσε για ένα άλμα πάνω από μερικά μέτρα κι άλλη μία για να σηκώσω έναν βράχο. Μπορεί να ευθυνόταν και το υδραυλικό πια σώμα μου, αλλά δεν μ’ ένοιαζε τι ευθυνόταν.

«Νόμιζα πως δεν θα έρθεις…»

Στράφηκα προς την φωνή τόσο άγαρμπα που θα την έχανα την ισορροπία μου. Χαμογέλασα. Όχι πως θα έβλεπε το χαμόγελό μου μέσα από το σκάφανδρο αλλά χαμογέλασα. «Μ’ αρέσει όταν ξεσηκώνεις φράσεις καινούριων μυθιστορημάτων…»

Έσκυψε απαλά κι ακούμπησε το σκάφανδρό της στο δικό μου. Απαλά. Αλλά το στήριξε επάνω του. Γυάλινη προσωπίδα. Την έστρεψα λίγο στον αντικατοπτρισμό της επιφάνειας. Την είδα. Με λάμδα γραμμές να ψαύουν το πρόσωπο και με το χαμόγελο που τα γνωρίζει όλα εξ αρχής.

Έβαλε το χέρι της γύρω από το σβέρκο μου. Γύρω από τα κλειδώματα της στολής και του σκάφανδρου είναι το σωστό, αλλά από το σβέρκο, αυτό είναι το ομορφότερο. Σχεδόν γέλασα. «Θα διαπεράσω το γυαλί και θα σε φιλήσω… Αλήθεια σου λέω, θα το κάνω…»

Ανασηκώθηκε.

Άνοιξα τα δάχτυλά μου όσο μπορούσα. Γιγάντιο γάντι. Τερατώδες χέρι χοντρού Πυγμαλίωνα με μεταλλικές δαχτυλήθρες να σκοτώνουν όλους τους κακούς, και το ακούμπησα έτσι ανοιχτό στο σκάφανδρό της. Μπροστά, στο γυαλί. «Μ’ αγαπάς;»

«Η μικροφωνική φωνή σου είναι αστεία όταν ρωτά αυτά!» Αλλά δεν γέλασε.

Δεν πήρα το χέρι μου. «Θέλω να σου πάρω το πρόσωπο να το κάνω άγαλμα να το θάψω βαθιά πίσω στην πατρίδα να το βρουν οι άνθρωποι να χαίρονται. Να ξέρουν πως είναι η αγάπη. Και η γυναίκα. Και η ομορφιά.»

«Και θα μου ράψεις και φόρεμα.»

«Και θα σου ράψω και φόρεμα. Θα το σμιλέψω να σε κολακεύει.»

«Και η Ρωξάνη;»

Πήρα το χέρι μου. Άκουγα την αναπνοή μου. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι για εκείνη.»

«Κρίμα.»

«Το κρίμα να το πεις στην Μοίρα, όχι σ’ εμένα. Εγώ είμαι θνητός.»

Σήκωσε πάλι το χέρι της και το κατέβασε από τον ώμο μου μέχρι τα δάχτυλά μου που ήταν ακόμη ανοιχτά πάνω από το πρόσωπό της. Μου τα έκλεισε, γλυκά. «Σας ζηλεύω τους θνητούς. Σας αγαπώ ναι, αλλά σας ζηλεύω. Κάνετε λες και κάθε ημέρα είναι η τελευταία σας.»

«Μα μπορεί να είναι.»

«Ναι, μπορεί να είναι. Αλλά αφού ρωτάτε, μαθαίνετε, δεν ακούτε τα λόγια μας αλλά ρωτάτε μήπως μάθετε, οπότε δεν σας καταλαβαίνω, γιατί ρωτάτε;»

«Τόσο πολύ ζηλεύεις; Ποιον ζηλεύεις; Έναν που φοβάται τον θάνατο;»

Γέλασε δυνατά. «Κοροϊδεύεις…»

«Την ομορφότερη του κόσμου από αρχής του;»

«Και να μου φτιάξεις και τα μαλλιά.»

«Και θα σου φτιάξω και τα μαλλιά.»

Απομακρύνθηκε. Έκανε βήματα πίσω και απομακρύνθηκε. Πήγα να κινηθώ αλλά δεν μπορούσα. Το σώμα μου πάγωνε. Φώναξα. «Δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω!»

Στάθηκε. «Σε ακούω.»

«Ποιος είναι εκεί κάτω, στην πατρίδα, κάτω εκεί μέσα, ποιος είναι;»

«Μην εικάζεις για όσα είναι να ανακαλύψεις πριν τα ανακαλύψεις. Είναι να τα ανακαλύψεις έτσι κι αλλιώς. Η εικασία θα φέρει τον εγωισμό εκείνων που δεν γνωρίζουν πως δεν γνωρίζουν, για να δείξουν πως γνωρίζουν. Πώς αλλιώς να σταθούν στην εκτίμηση των πολιτών. Κι αυτός ο εγωισμός, ο δυνατότερος όλων, αδερφός του πολέμου και φίλος αγαπημένος του πλούτου, θα αναγκάσει την Μοίρα να σε στείλει στην τελευταία σου ημέρα πριν να είναι να πας. Κι οι φίλοι σου κι η οικογένειά σου ούτε τον Χάροντα δεν θα έχουν να πληρώσουν. Τιμωρία που ανάγκασες την Μοίρα. Και χρόνια στον Αχέροντα θα περιπλανιέσαι κι αυτό λίγο θα είναι. Μπορεί και αιώνια.»

«Ό,τι θες λες. Δεν θέλεις να μου πεις γιατί έτσι σ’ έταξαν να κάνεις και φτιάχνεις σκέψεις και τις αραδιάζεις για να μην μου πεις.»

Νόμισα πως διέκρινα το πρόσωπό της μέσα από το γυαλί. Αν και μακριά πια, νόμισα πως την διέκρινα. Δεν γελούσε. «Νόμισα πως δεν είσαι ψεύτης παρότι θνητός. Μου είπες ψέματα πως φοβάσαι τον θάνατο. Δεν τον φοβάσαι.»

Φοβήθηκα. Αλλά το σώμα μου είχε παγώσει. Δεν μπορούσα να φύγω. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Καθόλου.

Έκλεισα τα μάτια.

Βούιζαν όλα.

Τα άνοιξα.

Ο φωτισμένος από την πανσέληνο, κήπος. Τι όμορφος.

Θα έπεφτα αλλά είχα στηριχθεί στο περβάζι του παραθύρου. Έπεσα, τελικά, προς τα πίσω, οι κλειδώσεις μου δεν άντεχαν άλλο, ούτε η μέση μου, όχι πως ήμουν πάνω από πέντε λεπτά εκεί, αλλά ευτυχώς είχα αφήσει την καρέκλα ακριβώς πίσω μου, οπότε απλά κάθισα με δύναμη. Αφέθηκα να σκάσω είναι το σωστό.

Το πρόσωπό μου είχε αρπάξει κρύο. Αλλά τι όμορφα που ήταν.

Ούτε δύναμη να πάω μέχρι το κρεβάτι είχα ούτε πουθενά. Έκλεισα το διπλό παράθυρο και το κούμπωσα δυνατά. Σηκώθηκα πονώντας και σύρθηκα αγκιστρώνοντας στα έπιπλα και στους τοίχους. Ξάπλωσα και σκεπάστηκα. Έκλεισα τα μάτια, ξανά.

Ποιος είναι εκεί κάτω, στην πατρίδα, κάτω εκεί μέσα, ποιος είναι;

Ένας απίστευτος θόρυβος ακούστηκε, σαν σάρκα και κόκαλα που συγκρούονται με γυαλί. Αλλά δεν έδωσα σημασία.

Πιθανότατα, κοιμόμουν._

 

Glykofrydis* Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Εργάστηκε στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σίριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη και αργότερα ως β’ βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην Deutsche Film-und Fernsehakademie στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επάγγελμα. Έχει εκδώσει διηγήματα και δύο μυθιστορήματα, ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογές διηγημάτων, μεταξύ των οποίων και στο “Έρως 13”, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Βιβλία του: «Ο επιβάτης» (Νεφέλη», «10 ώρες δυτικά» (Ελληνικά Γράμματα», «Hotel Chelsea» (Ψυχογιός).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top