Fractal

Αλέξης Πανσέληνος: «Οι εμμονές μας είναι ο εαυτός μας και ο εαυτός μας είναι το χωραφάκι από το οποίο τρέφεται η τέχνη μας»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

alex_pansel

 

-Κύριε Πανσέληνε θυμάμαι το βιβλίο σας “Μια λέξη χίλιες εικόνες” σχεδόν με δέος! Για την αναγνωστική επάρκεια να το πω; Για τις αναγνωστικές διαδρομές σας. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράψεις μετά απ’ αυτό;

Το διάβασμα με έσπρωξε στο γράψιμο. Δεν ξέρω τίποτα πιο ευεργετικό για έναν συγγραφέα. Και επειδή είναι μια καθαρά διαδραστική διαδικασία, όπου ο αναγνώστης συμβάλλει με την ευαισθησία, με τη σκέψη και με τη φαντασία του στην πρόσληψη του έργου, μπορούμε να πούμε πως κάθε αναγνώστης είναι και ο ίδιος ένας εν δυνάμει συγγραφέας. Αν έχει το μικρόβιο, αν η ανάγνωση κινήσει την ανάγκη του να εκφραστεί και να επικοινωνήσει, αν διαβάζοντας ιστορίες αισθανθεί την ανάγκη να διηγηθεί κι ο ίδιος μία, τότε το διάβασμα έχει λειτουργήσει ιδανικά. Πέρα όμως από το ερέθισμα της δημιουργικότητας στον συγγραφέα αναγνώστη της, η λογοτεχνία σου μαθαίνει τους τρόπους, σου δίνει τα εργαλεία, τις τεχνικές της. Σου προσφέρει επίσης πρότυπα και σου καλλιεργεί το κριτήριο που θα σε κάνει να την αντιμετωπίζεις σαν ικέτης και όχι σαν κυρίαρχός της.

 

-Είμαστε ό,τι διαβάζουμε ή διαβάζουμε με ό,τι είμαστε; Μπορεί δηλαδή να είναι και το ίδιο ακριβώς…

Νομίζω ισχύουν και τα δύο. Διαμορφώνουμε αναγνωστικά γούστα και αυτά μας οδηγούν στην αναγνωστική απόλαυση. Από την άλλη τα αναγνωστικά γούστα καθορίζονται από αυτό που είμαστε σαν άνθρωποι. Και επειδή κατανοεί κανείς μόνο όσα ήδη γνωρίζει, ισχύει και το ότι “διαβάζουμε με ό,τι είμαστε”. Γι’ αυτό ακριβώς “είμαστε ό,τι διαβάζουμε” – το ίδιο πράγμα, όπως το είπατε. Βέβαια η ζωή και η ανάγνωση μας διαμορφώνουν. Αλλά το τελικό προϊόν αυτής της διαμόρφωσης δεν είναι παρά η επεξεργασία ενός υλικού που ήδη υπάρχει – ο αρχικός εαυτός μας.

 

kryfi_porta

 

-Γιατί φέτος “Η κρυφή πόρτα”; υπάρχει ο σωστός χρόνος για κάθε βιβλίο;

Κοιτάζοντας προς τα πίσω τα βιβλία που έχω γράψει καταλαβαίνω πως χαρτογραφούν την προσωπική μου πορεία στη ζωή και τις αντιδράσεις μου σε αυτή την διαδοχή των εμπειριών. Όση φαντασία και αν διαθέτεις, όσο και αν επικαλείσαι την fiction, την μυθοπλασία, όσο και αν αποκηρύσσεις την αληθινή ύπαρξη των ηρώων σου και των συμβάντων που επινοείς, το υλικό σου παραμένει το πρόσωπο που ο ίδιος διαθέτεις, ο εαυτός μέσα από τον οποίο διασχίζεις το διάστημα της ζωής σου. Αυτά μεταπλάθεις, αυτά μεταμφιέζεις, αυτά επαναλαμβάνεις αενάως, παρακολουθώντας τις μεταβολές και τις μεταμορφώσεις τους. Οι ήρωές μας είναι ο εαυτός μας με διαφορετικά ρούχα, σε διαφορετικές εποχές, σε διαφορετικές συνθήκες, ακόμα και μέσα σε ένα διαφορετικό φύλο από το δικό μας. Όσο κι αν αυτό που υποδύεσαι είναι διαφορετικό από εκείνο που είσαι, τα μέσα που διαθέτεις για να γίνεις πειστικός καθορίζονται από τις ατομικές σου προδιαγραφές, τον χαρακτήρα, τον ψυχισμό σου.  Και για να επιστρέψω στο ερώτημά σας, ναι, υπάρχει ο σωστός χρόνος για κάθε βιβλίο, γιατί απλούστατα ο χρόνος του καθορίζεται από τον χρόνο του συγγραφέα του. Είναι κάτι από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις ο προσωπικός σου χρόνος, το σημείο στο οποίο βρίσκεσαι όταν γράφεις.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας; Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωας ή ηρωίδα σας;

Νομίζω πως η ιστορία πρέπει σε κάποιο βαθμό να αγγίζει την δική μου ζωή και οι ήρωές της να μοιράζονται κομμάτια του εαυτού μου. Όσο κι αν είναι πιθανό να μην έχω ζήσει τις καταστάσεις που θα περιγράψω, τελικά δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να αναπαριστώ τον συγκεκριμένο εαυτό που διαθέτω μέσα σε αυτές – κάνω μια αναγωγή της ατομικής μου μονάδας σε μια δύναμη άλλη από αυτή στην οποία στην πραγματικότητα βρίσκομαι – για να χρησιμοποιήσω όρους των μαθηματικών.

 

-Ακόμα και σε μικρότερη φόρμα έχετε την συγγραφική ικανότητα να αντιλαμβάνεστε το δάσος μέσα απ’ το δέντρο, ποιες θεωρείτε απαραίτητες αρετές για έναν μυθιστοριογράφο;

Μου αρέσει πώς το διατυπώσατε. Αυτή η ικανότητα της αναγωγής από τη μονάδα (το δέντρο) στο ευρύτερο, στο γενικότερο (το δάσος) είναι η απαραίτητη ικανότητα του μυθιστοριογράφου. Ξεκινάς από τον εαυτό σου και διευρύνεις το οπτικό πεδίο σου στους άλλους, να μπορείς να συμπεράνεις από τον μικρόκοσμο των προσωπικών σου εμπειριών για πράγματα που δεν έχεις ζήσει και γνωρίσει – είναι μια άσκηση ακριβείας και χρειάζεται προσοχή και καθαρό μυαλό για να μην ξεφύγεις από τις πειθαρχίες της πραγματικότητας. Αλλιώς καταστρέφεται η πειστικότητα της παραμυθίας. Το δεύτερο που χρειάζεται ο μυθιστοριογράφος είναι αντοχή – όπως λέμε για τους δρομείς του μαραθώνιου.

 

-Σημαντικότερο σε ένα μυθιστόρημα; την γλώσσα, την ατμόσφαιρα, του ήρωες, την δομή, την πλοκή…

Όλα αυτά. Γιατί το καθένα υπηρετεί και στηρίζει και τα άλλα. Είναι πολύ λυπηρό θέαμα (ή ανάγνωσμα) ένα βιβλίο στο οποίο κάποιο από αυτά τα στοιχεία κουτσαίνει και υπολείπεται.

 

-Υπάρχει κάποιο βιβλίο σας που ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα;

Η “Ζαΐδα” ίσως, επειδή ξεκίνησε από μια καθαρά εξωλογοτεχνική εμπειρία – τη μουσική του Μότσαρτ, που με είχε συνταράξει εκείνη την εποχή και με είχε κάνει να θέλω να γράψω για τον άνθρωπο που την δημιούργησε. Είχε μια ζωή αρκετά μυθιστορηματική ο συνθέτης, αλλά το πρόβλημα για μένα ήταν να ανιχνεύσω πρώτα σε ποιο βαθμό και για ποιους λόγους το πρόσωπό του θα μπορούσε να αφορά τον δικό μου αναγνώστη, τον Έλληνα αναγνώστη, και πώς θα μπορούσε να αφορά ένα τέτοιο βιβλίο την ελληνική γλώσσα και τον τόπο μου. Δεν μου αρέσει να διαβάζω ελληνικά βιβλία που διαδραματίζονται έξω από την Ελλάδα και για ανθρώπους που δεν είχαν και δεν θα μπορούσαν να έχουν κάποια σχέση και κάποια σημασία για μας εδώ. Ήταν λοιπόν ένα δύσκολο ερώτημα που είχα θέσει στον εαυτό μου. Γιατί εγώ, ένας Έλληνας συγγραφέας, ένιωσα τόσο έντονη την ανάγκη να γράψω για έναν ξένο συνθέτη. Όταν το βρήκα, αμέσως ρίχτηκα στο γράψιμο. Το γιατί και το πώς ήταν η παράλληλη πορεία δυο μεγάλων δημιουργών – του Μότσαρτ και του Σολωμού, οι οποίοι μια εποχή που οι εθνικές συνειδήσεις των λαών μόλις είχαν αρχίσει να αφυπνίζονται, πάλεψαν να απαλλαγούν από την καθιερωμένη lingua franca της εποχής στην τέχνη, της ιταλικής μουσικής ο Μότσαρτ, της ιταλικής ποίησης ο Σολωμός, και κατάφεραν να δημιουργήσουν, καθένας στον τομέα του, μια αυθεντική γλώσσα εντοπιότητας. Είχα βιώσει κάτι αντίστοιχο όταν ξεπέρασα τον άκριτο θαυμασμό για ό,τι ξένο και μπόρεσα να προσεγγίσω την δική μας λογοτεχνία και να αποκομίσω αναγνωστική απόλαυση αλλά και μαθητεία από αυτήν. Και όχι μόνο από την λογοτεχνία, αλλά και από τη ζωγραφική και από τη μουσική μας.

 

-Έχω την εντύπωση- παρά την συγγραφική καθαρότητα και το τέλειο αποτέλεσμα- ότι “Η κρυφή πόρτα” γράφτηκε με συγγραφικό πυρετό. Συνέβαλε σ’ αυτό και η εποχή, η περιοχή, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Δηλαδή με τις παλιές οικονομικές ή πολιτικές συνθήκες ο ήρωάς σας μπορεί και να παρέμενε στον περίκλειστο κόσμο του, η κρυφή πόρτα δεν θ’ άνοιγε…

Η “Κρυφή πόρτα” γράφτηκε μέσα σε δυο μόλις μήνες, πράγμα πρωτοφανές για μένα. Δεν ξέρω αν ήταν συγγραφικός πυρετός, μπορεί και να ήταν, επειδή είχε μεσολαβήσει ένα αρκετά μεγάλο διάστημα από το προηγούμενο βιβλίο μου, του 2011. Αλλά η ιστορία ήταν έτοιμη μέσα μου και το μέγεθος του βιβλίου δεν απαίτησε τις διαρκείς παλινδρομήσεις της επεξεργασίας που απαιτεί ένα μεγάλο μυθιστόρημα.  Όσο για την συγκυρία της εποχής, ναι, πρέπει να πω ότι καθώς όλοι έχουμε πια αντιληφθεί σε ποιον βαθμό ευθυνόμαστε για όσα περνάμε, και η πόρτα στο διαμέρισμα του Ευγένιου Σερδάρη δεν θα μπορούσε να παραμείνει για πολύ κλειστή.

 

alex_p

 

-Βραβεία, μεταφράσεις έργων σας, προσφάτως βρεθήκατε στην Βαρσοβία ακριβώς γι’ αυτό, αναγνωρίσιμη γλώσσα, ύφος, αναμφισβήτητα είστε από τους κορυφαίους μας πεζογράφους, τι είναι αυτό που σας κάνει να γράφετε και να ξαναγράφετε;

Μα, τι άλλο από την αίσθηση πως δεν φτάνεις ποτέ στην κορυφή των δυνατοτήτων σου, πως κάθε φορά πέρασες κάτω από τον πήχυ. Αυτό το ένα βιβλίο, το μοναδικό, που όλοι γράφουμε και ξαναγράφουμε, έχει τόσες πλευρές που δεν μπόρεσες να αγγίξεις, τόσες απαιτήσεις που δεν κάλυψες. Έπειτα, το γράψιμο από κάποιο σημείο και μετά γίνεται τρόπος ζωής. Κι εγώ δεν μπορώ να αντιληφθώ τη ζωή χωρίς να γράφω. Είναι η πληρέστερη απόλαυση που μπορώ να προσφέρω στον εαυτό μου.

 

-Υπάρχει… προσωπικό όφελος; Κάθε βιβλίο τελειώνοντας κρατά κάτι για σας; υπάρχει εκείνο που λένε γρίφος ή αίνιγμα που προσπαθείτε να λύσετε, να προσεγγίσετε;

Ας πούμε καλύτερα πως κάθε βιβλίο είναι μια νέα απόπειρα πάνω στα θέματα που σε απασχολούν, μια ακόμα πιο έντονη προσπάθεια να φτάσεις εκεί που θέλεις, με τα μέσα που διαθέτεις και που από βιβλίο σε βιβλίο πλουτίζουν το οπλοστάσιο της γραφής.

 

-Πόσο σημαντική είναι η πρώτη πρόταση, η πρώτη σελίδα, σε κάθε βιβλίο; Ένα βιβλίο επιλέγει τελικά την φόρμα του, την μορφή του, διαθέτει την ολοδική του κρυφή μουσική και πώς μπορεί κάποιος να την ακούσει;

Πολύ σημαντική. Είναι η πρώτη φράση και η πρώτη σελίδα που παίζει τον καθοριστικό ρόλο ανάμεσα στο βιβλίο και στους αναγνώστες, αυτή η πρώτη εντύπωση που τις περισσότερες φορές είναι και η πιο σωστή, όπως συμβαίνει και όταν γνωρίζουμε έναν άνθρωπο. Ο έμπειρος αναγνώστης ξέρει από την πρώτη σελίδα αν τον ενδιαφέρει να γυρίσει στη δεύτερη ή αν θα ήταν καλύτερα να βάλει το βιβλίο στην άκρη και να πιάσει κάποιο άλλο.

Η φόρμα πάλι – όσο με αφορά – είναι απόλυτα συναρτημένη με το θέμα και το κλίμα της ιστορίας που έχεις να πεις. Ο συγγραφέας ακριβώς αυτό καλείται να κάνει : να επενδύσει το θέμα του με τα ηχοχρώματα και τις φωτοσκιάσεις που το ίδιο απαιτεί.

 

-Ήρωας σε κρίση, εποχή με κρίση, κοινωνία σε κρίση, τα δύσκολα είναι πιο… αποκαλυπτικά;

Όλες οι εποχές διανύουν κρίσεις. Οι κρίσεις που δεν έχουν ακόμα ξεσπάσει υποφώσκουν στο βάθος της ήρεμης επιφάνειας, οι κρίσεις που ξεσπάνε προκαλούν στον καλλιτέχνη τα ερεθίσματα να μιλήσει για την ανθρώπινη συνθήκη μέσα σε αυτές. Αν κοιτάξουμε την λογοτεχνία σε βάθος χρόνου θα δούμε ακριβώς αυτό. Οι δημιουργοί μιλούν για την εποχή τους και τα προβλήματα της εποχής τους, αλλά το σημαντικό της τέχνης είναι πως καταφέρνει να αναδείξει το ενιαίο της ανθρώπινης συνθήκης – και αυτό κάνει τα σπουδαία έργα διαρκώς επίκαιρα.

 

-Κύριε Πανσέληνε, τελικά, τι πιστεύετε, μας έκανε “καλύτερους” ή “χειρότερους” η κρίση;

Η κρίση, όπως μας αρέσει να την ονομάζουμε πρόσφατα, δεν είναι τίποτε άλλο από την βίαιη αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Βρεθήκαμε θέλοντας και μη απέναντι σε ένα καθρέφτη και είδαμε ένα πρόσωπο που δεν μας αρέσει – η ζωή κάποτε μας φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας και τις ευθύνες μας για την “τύχη” μας και αυτό μόνο καλό μπορεί να προκαλέσει.

 

-Άλλαξαν οι συντεταγμένες όσον αφορά την “εικόνα εαυτού;”

Σίγουρα χάθηκε ο εφησυχασμός, χάθηκε η ματαιόδοξη φιλαρέσκεια μιας κοινωνίας που υποδυόταν μιαν άλλη, χάθηκε το παραχαϊδεμένο είδωλο ενός λαού περιούσιου, καλύτερου από τους άλλους, πιο έξυπνου, πιο καπάτσου και πιο ευλογημένου. Βλέπουμε τώρα κατάματα τη φτώχια μας όχι μόνο την οικονομική αλλά και την πνευματική, την έλλειψη κοινωνικής συνείδησης, την ανερμάτιστη συμπεριφορά μας ως πολιτών. Βλέπουμε κατάματα πως αυτοί που κατηγορούμε για διαφθορά δεν είναι παρά εκείνοι που εμείς εκλέξαμε, υποστηρίξαμε και διατηρήσαμε στην εξουσία για να καρπωθούμε – με όποιον τρόπο – τα ωφελήματα ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος, οδηγώντας τον τόπο και τους εαυτούς μας στην κατάρρευση.

 

-Και όσον αφορά κάποιες βασικές ιδέες; Τι θεωρείτε γενναίο σήμερα, επαναστατικό, έντιμο; Άλλαξαν σε σχέση με το πριν νόημά τους και αυτές οι έννοιες;

Ναι, άλλαξαν. Δηλαδή αποκτούν, κάθε μέρα που περνά μέσα στο αδιέξοδο στο οποίο οδηγήσαμε τον τόπο με τις επιλογές μας, το πραγματικό τους νόημα. Γενναίο, επαναστατικό και έντιμο σήμερα πια είναι η συνειδητοποίηση των ευθυνών μας, όλων, για την κατάσταση και η κατανόηση της ανάγκης για την αναπόδραστη τιμωρία μας, που δεν είναι άλλο από την επιστροφή μας, την προσγείωσή μας στην στυγνή πραγματικότητα. Ζήσαμε με δανεικά και θα τα επιστρέψουμε. Θα ανακαλύψουμε, θέλοντας και μη, πως η ζωή μπορεί να είναι ωραία και αξίζει να τη ζήσουμε με λιγότερη χλιδή, πιο κοντά στις πραγματικές αξίες που είναι ένας εαυτός απαλλαγμένος από πλαστές ανάγκες, μια ζωή πιο κοντά στην αλήθεια, μια ζωή της οποίας τα πιο σπουδαία πράγματα δεν κοστίζουν τίποτα απολύτως, είναι δωρεάν.

 

-Το βιβλίο, η λογοτεχνία, ωφελήθηκε ή ζημιώθηκε, ζημιώνεται από την κρίση;

Το βιβλίο περνά κρίση επειδή ακόμα δεν έχουμε ανακαλύψει πόσο σημαντική είναι η τέχνη για τη ζωή μας και για την ευτυχία μας, πόσο περισσότερα ωφελήματα αντλούμε μέσα από αυτήν και πόσο πιο βασικές ανάγκες μας καλύπτει απ’ οτιδήποτε άλλο. Η λογοτεχνία σίγουρα ωφελήθηκε και αυτή. Πέφτουν πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο εύκολα οι μάσκες της επιτήδευσης και της φιλαρέσκειας και αναδύεται όλο και πιο πιεστικά από τα βάθη της συνείδησης των δημιουργών η πραγματικότητα με όλη την αγριότητα αλλά και με όλη την ομορφιά που μόνο η αλήθεια διαθέτει.

 

-Το ρωτώ πάντα, υπάρχουν θέματα στα οποία επιστρέφετε γράφοντας; Θεωρώ γοητευτικές τις συγγραφικές εμμονές…

Το είπαμε και πιο πριν αυτό, οι εμμονές μας είναι ο εαυτός μας και ο εαυτός μας είναι το χωραφάκι από το οποίο τρέφεται η τέχνη μας. Το ζήτημα της τέχνης είναι η μετάπλαση αυτού του τόσο προσωπικού χώρου, όπως οι εμμονές του δημιουργού, σε κάτι που να αφορά όλο τον κόσμο. Είναι το στοίχημα που πασχίζουμε όσοι γράφουμε να το κερδίσουμε.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top