Fractal

Πάνος Καρνέζης: θα τον θυμάστε, φαντάζομαι.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

karn2

 

“Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό, αλλά νομίζω πως έχετε δίκιο: είμαστε τα σκουπίδια και τα ερείπιά μας”.

 

maΑναμφισβήτητα υπήρξε για κάποια χρόνια “ο συγγραφέας της χρονιάς”. Όλοι γνωρίζουμε το πρόσωπό του ακόμα κι αν δεν έχουμε, τελικά, διαβάσει ένα από τα δύο βιβλία του. Οι “Μικρές ατιμίες” του απέδειξαν ότι οι μικρές ιστορίες μπορούν ακόμα να πουλούν. Και στις σελίδες τους ένωσαν με ατμοσφαιρικότητα και ποιητικότητα, ιστορία, μυθολογία και ελληνική καθημερινότητα. Με τρόπο απόλυτα γοητευτικό, που απέσπασε διθυράμβους από τους ξένους. “Ο λαβύρινθός” του χαιρετίστηκε ως “μυθιστόρημα αλλόκοτο”, “εφευρετικά δομημένο, εντυπωσιακό και γεμάτο εκπλήξεις ακριβώς όπως ένας αρχαίος μύθος”.

Ο Πάνος Καρνέζης ασχολήθηκε σ’ αυτό με την χαμένη υπόθεση της Μικρασίας. Μια αποδεκατισμένη μεραρχία προσπαθεί να βγει από τον δικό της λαβύρινθο και να φτάσει στην θάλασσα. Ιστορία και μύθοι σμίγουν ξανά, και οι ήρωες μέσα από την αντιφατικότητά τους, αναζητούν την προσωπική τους σωτηρία. Διότι ο λαβύρινθος, όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας, είναι και ψυχολογική και ιδεολογική και πνευματική υπόθεση.

Στην συνέντευξη που ακολουθεί ο Πάνος Καρνέζης μιλάει για όλα. Για την Ελλάδα που βρίσκουμε, φεύγοντας. Για το ταλέντο που αποκαλύπτουμε, δουλεύοντας. Για το μυθιστόρημα που προσεγγίζουμε μέσα από τη μοναξιά μας. Για τις μικρές λεπτομέρειες που σκιαγραφούνε τον ήρωα. Για τους ήρωες που τρυπώνουν από το ένα βιβλίο στο άλλο. Για την λογοτεχνία που μας βοηθά να καταλάβουμε λίγο καλύτερα την ανθρώπινη φύση. Για τη γοητεία των χαμένων ηρώων. Και για τη μνήμη ενός τόπου. Γιατί “ο λαβύρινθος της Μικρασίας περιέχει όλους τους πολιτισμούς που πέρασαν από εκεί”. Ας μην ξεχνάμε πως είμαστε, τελικά, “τα σκουπίδια και τα ερείπιά μας”.

 

– Την Ελλάδα τη βρίσκουμε ή τη χάνουμε όταν φεύγουμε μακριά της, κύριε Καρνέζη;

– Ζώντας στο εξωτερικό είναι φυσικό να χάνει κανένας την καθημερινότητα του ελληνικού τρόπου ζωής, τις μόδες, το γλωσσική ιδίωμα, τις τελευταίες εξελίξεις στην πολιτική, την κοινωνική, την πολιτιστική ζωή. Αλλά η γεωγραφική απόσταση μας δημιουργεί και μια συναισθηματική αποστασιοποίηση που μπορεί ίσως να μας δώσει μια λιγότερο παθιασμένη, πιο αντικειμενική ματιά σε πράγματα, καταστάσεις και νοοτροπίες που είναι δύσκολο να δει κριτικά κάποιος που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στον ίδιο τόπο.

 

– Δηλαδή θα είχατε το ίδιο πάθος για την Ιστορία και τη Μυθολογία αν ζούσατε στην Ελλάδα;

– Πιθανόν πως όχι. Το ενδιαφέρον μου για την Ιστορία καλλιεργήθηκε εδώ στην Αγγλία. Σαν μαθητής και φοιτητής ενδιαφερόμουν, δε θα πω αποκλειστικά αλλά σίγουρα περισσότερο, για την επιστήμη, την τεχνολογία, ίσως και τη λογοτεχνία. Άρχισα να διαβάζω Ιστορία ίσως γιατί η εκλαϊκευμένη μορφή της –βιβλία, ντοκιμαντέρ κτλ– είναι πολύ δημοφιλής εδώ στην Αγγλία. Πέρα από το γεγονός πως, τουλάχιστον όσο μεγάλωνα στην Ελλάδα, η μελέτη της Ιστορίας δεν φαινόταν προσιτή στον ερασιτέχνη, η Ιστορία κι η Μυθολογία κατέβαιναν από το ράφι κυρίως για να υποστηρίξουν τη γνωστή εκδοχή του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος που είναι ξεπερασμένη, αντιεπιστημονική και γι’ αυτό αδιάφορη σ’ ένα νέο άνθρωπο.

 

– Επίσης, κάτι που θα πρέπει κάποιος να επισημάνει στο έργο σας είναι το ότι λείπουν «τα μικρά», οι λεπτομέρειες. Αυτό το χαρακτηριστικό στη γραφή σας οφείλεται στην απόσταση;

– Κατά κάποιο τρόπο. Σίγουρα, επειδή ζω στο εξωτερικό εδώ και αρκετά χρόνια, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις μικρές λεπτομέρειες της ζωής στην Ελλάδα του σήμερα, πόσο μάλλον της Ελλάδας του παρελθόντος που διαδραματίζονται τα βιβλία μου. Η επαφή με ξένους που γνωρίζουν ελάχιστα την ελληνική κουλτούρα με έκανε να καταλάβω πως πολλές από αυτές τις λεπτομέρειες ίσως δεν είναι απαραίτητες, ή ακόμα και να δυσκολεύουν τα πράγματα, όταν κάποιος προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία. Προσωπικά με ενδιαφέρουν περισσότερο τα βιβλία κι οι ταινίες που μπορούν να τοποθετηθούν ή να κινηματογραφηθούν οπουδήποτε στον κόσμο και πάλι να βγάζουν νόημα.

 

– Τι ακριβώς σημαίνει «ο λαβύρινθος» για σας και γιατί επιλέξατε ως θέμα σας μια ιστορία χαμένη;

– Ο λαβύρινθος αλλού έχει μεταφορική κι αλλού κυριολεκτική σημασία. Είναι η τυφλή πορεία της μεραρχίας στην έρημο της Ανατολίας μετά την κατάρρευση του μετώπου, είναι ένας υπαινιγμός στην αρχαία μυθολογία που είναι ένα απ’ τα πάθη του ηλικιωμένου μεράρχου, είναι η απελπισία των ηρώων και τα προσωπικά αδιέξοδα που τους έχει οδηγήσει η καταστροφή του πολέμου, ιδεολογικά, θρησκευτικά ή συναισθηματικά… Διάλεξα μια τέτοια φανταστική και ελάχιστα ρεαλιστική ιστορία για να έχω μεγαλύτερη ελευθερία όσο έγραφα, χωρίς τους μεγάλους χρονικούς, γεωγραφικούς κτλ. περιορισμούς που απαιτεί η εξιστόρηση ενός πραγματικού γεγονότος.

 

– «Η λήθη ήταν, έπρεπε να παραδεχτεί, μια τρομακτική σκέψη». Για να νικήσετε τη λήθη καταφεύγετε, κύριε Καρνέζη, στην Ιστορία;

– Δε το πάω τόσο μακριά. Βλέπω την Ιστορία περισσότερο σαν ένα εργαλείο που μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα το παρόν.

 

– «Η ζωή ήταν σαν βράχος στις πλάτες κάποιου που επιχειρεί να περάσει κολυμπώντας ένα χείμαρρο – τι θα γινόταν αν αφηνόταν απλώς στο ρεύμα;» Στη λογοτεχνία είναι εφικτό να αφεθεί κάποιος τελείως στο ρεύμα;

– Είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος αν ένας συγγραφέας έχει αφεθεί τελείως. Κείμενα που φαίνονται σε πρώτη ματιά αυτόματα, αυτοσχεδιαστικά και άτεχνα μπορεί κάλλιστα να είναι αποτέλεσμα πολλής δουλειάς. Κάποιοι τεχνίτες του λόγου είναι πολύ καλοί σ’ αυτό. Νομίζω πως κάποιος προσχεδιασμός, κάποια τεχνική χρειάζεται όπως σε όλες τις τέχνες, είτε μουσική είναι αυτή, είτε ζωγραφική, είτε λογοτεχνία. Αυτό, πάντως, δεν πνίγει απαραίτητα τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια του δημιουργού.

 

– Και κατά πόσο το κάνετε εσείς; Συνήθως έχετε τον απόλυτο έλεγχο των ηρώων σας; Γνωρίζατε εκ των προτέρων το τέλος;

– Η αφορμή για ένα διήγημα ή μυθιστόρημα μπορεί να είναι μια εικόνα στο μυαλό μου, μια ιδέα ή ένας χαρακτήρας. Δε σχεδιάζω την πλοκή από πριν και σίγουρα δε γνωρίζω το τέλος. Έτσι, οι ήρωες συχνά κάνουν πράγματα που δεν έχω προβλέψει, καθώς οι προσωπικότητές τους διαμορφώνονται στην πορεία, απ’ την εξέλιξη της ιστορίας.

 

– Και από ποιους ήρωες είχατε, εν τέλει, εκπλήξεις;

– Στο «Λαβύρινθο» ήταν ο χαρακτήρας του στρατιωτικού ιερέα που πήρε μια κατεύθυνση που δεν είχα προβλέψει. Ξεκίνησε όχι πολύ διαφορετικός από τον παπά στο προηγούμενο βιβλίο, τον παπα-Γεράσιμο στις «Μικρές Ατιμίες», αλλά νομίζω πως σε αντίθεση με εκείνο τα γεγονότα τον φέρνουν σε σύγκρουση με την πίστη του.

 

– «Ο πόλεμος στη Μικρασία είχε χαθεί. Στη δίνη της ήττας, η αποδεκατισμένη μονάδα του συνταγματάρχη Νέστορα, λιγότεροι από χίλιοι άνδρες, διατήρησε την πειθαρχία της και προσπαθούσε να βρει διέξοδο μες στο λαβύρινθο και να φτάσει στη θάλασσα». Στην ήττα ή στη νίκη ανακαλύπτουμε τις αλήθειες μας;

– Δύσκολο να απαντήσει κανένας. Στην ήττα ανακαλύπτουμε πόσο κοντά νιώθουμε στους συντρόφους μας, τους ανθρώπους που ήταν με το μέρος μας, ηττημένοι κι αυτοί. Τότε άραγε θα τους βοηθήσουμε ή θα κοιτάξουμε να σώσουμε μοναχά τον εαυτό μας; Στη νίκη, απ’ την άλλη, δοκιμάζεται η μεγαλοψυχία μας απέναντι στον ηττημένο αντίπαλο. Ίσως τελικά να είναι και οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, της ανθρωπιάς μας.

 

– Τον πιο βαθύ και αυθεντικό εαυτό μας;

– Ναι, είναι τέτοιες απρόβλεπτες στιγμές δυστυχίας –ένας σεισμός, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, μια πυρκαγιά, πολύ περισσότερο ένας πόλεμος–, περιπτώσεις που οι κανόνες συνήθως δεν ισχύουν και έτσι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας. Χωρίς να έχουμε βρεθεί ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση δε μπορούμε να ξέρουμε πραγματικά αν θα δείξουμε θάρρος ή δειλία, έλεος, αυτοθυσία ή απάθεια…

 

karnezis1

 

– Βοηθά η γραφή σε αυτή τη συνάντηση; Δηλαδή, είναι το γράψιμο και υπόθεση αυτογνωσίας;

– Αυτή είναι κι η μεγαλύτερη αρετή της λογοτεχνίας, σε σύγκριση με πιο απλά αναγνώσματα που στόχο έχουν να μας διασκεδάζουν με την πλοκή ή το χιούμορ τους. Η καλή λογοτεχνία μας βοηθάει να καταλάβουμε –είτε είμαστε ο συγγραφέας είτε ο αναγνώστης– λίγο καλύτερα την ανθρώπινη φύση.

 

– Διαμελισμένα πυροβόλα, σιδερένιοι σκελετοί κρεβατιών, δρύινα τραπέζια, σπασμένες ντουλάπες, βελούδινες κουρτίνες και μαραμένα τριαντάφυλλα, ένας ξεκοιλιασμένος πορφυρός καναπές, μια κροσσωτή γωνία ενός σκισμένου χαλιού… τα σπάνια χειρόγραφα, οι φρυγικοί πάπυροι και τα μυστικά ντουλάπια της βιβλιοθήκης… Η λογοτεχνική σχέση σας με τα αντικείμενα είναι σχεδόν… μπορχεσική. Κύριε Καρνέζη, πιστεύετε στην «ψυχή των πραγμάτων»; Ή η τοποθέτησή τους στο μυθιστόρημα είναι καθαρά σημειολογική;

– Όχι, τα αντικείμενα στο βιβλίο τις περισσότερες φορές δεν λειτουργούν ως σύμβολα – εκτός κι αν έτσι θέλει ο αναγνώστης. Κάθε αντικείμενο, σε τι κατάσταση βρίσκεται –παλιό, καινούριο, χαραγμένο, γυαλισμένο κτλ.–, σε τι θέση σ’ ένα δωμάτιο, γραφείο ή οπουδήποτε αλλού, κρύβει μέσα του μια μικρή ιστορία για τον ιδιοκτήτη του, για το χώρο ή την ιστορική εποχή. Είναι αυτό που λέτε «ψυχή των πραγμάτων». Τα αντικείμενα, αν δεν είναι τυχαία αραδιασμένα απ’ το συγγραφέα, γίνονται έτσι κομμάτια του παζλ που είναι ένας ήρωας ή ένα γεγονός σ’ ένα βιβλίο.

 

– Και, τελικά, ό,τι αφήνουμε είμαστε; Δηλαδή, το παρελθόν μας και τα… σκουπίδια μας;

– Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό, αλλά νομίζω πως έχετε δίκιο: είμαστε τα σκουπίδια και τα ερείπιά μας.

 

– Ποια μπορεί να είναι η γοητεία των χαμένων ηρώων για τον συγγραφέα του;

– Είναι η αγωνία του αν οι ήρωες του θα βρουν το δρόμο τους πριν τελειώσουν οι σελίδες του βιβλίου, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής αυτός είναι υπεύθυνος που βρέθηκαν εκεί.

 

– Αν και όλοι το «Χωρίς οικογένεια» πιτσιρίκια διαβάζαμε. Το «Με οικογένεια» σχεδόν κανένας. Οι αρνητικοί ήρωες είναι οι γοητευτικοί ήρωες για τους συγγραφείς και το αναγνωστικό κοινό;

– Οι ηθοποιοί λένε συχνά πως προτιμούν να παίζουν το ρόλο του κακού σε μια ταινία. Ίσως το ίδιο να ισχύει και με τους συγγραφείς. Όλοι μας σχεδόν, συγγραφείς και αναγνώστες, νομίζουμε κατά βάθος πως είμαστε καλοί κι έτσι νιώθουμε μια έλξη, μια περιέργεια να εξερευνήσουμε το κακό που υποτίθεται πως είναι τόσο ξένο σε μας, γράφοντας και διαβάζοντας για αρνητικούς ήρωες. Βέβαια, όταν γνωρίζουμε τέτοιους ανθρώπους, είτε μέσα από βιβλία είτε στις ειδήσεις, τις περισσότερες φορές μένουμε έκπληκτοι με το πόσο μας μοιάζουν.

 

– Αν και οι περισσότεροι ήρωές σας είναι και δεν είναι καλοί ή κακοί, με αποκορύφωμα τον συνταγματάρχη Νέστορα και τον παπά. Δεν υπάρχει αμιγές καλό ή κακό στον κόσμο;

– Νομίζω πως έτσι είναι. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες συχνά αντιδρούμε διαφορετικά απ’ ό,τι περιμένουμε – ή απ’ ό,τι περιμένουν οι άλλοι από μας. Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έχουν αγγίξει την τελειότητα του καλού ή, πιο συχνά, το απόλυτο κακό, αλλά αυτοί πρέπει να είναι ελάχιστοι. Ένας συγγραφέας που δε γράφει αγιογραφίες ή αφηγήματα τρόμου βρίσκει πιο ενδιαφέρουσα τη ψυχολογική πολυπλοκότητα των ανθρώπων που ταλαντεύονται μεταξύ καλού και κακού, σαν τους περισσότερους από μας. Είναι ένας λόγος γιατί μου αρέσουν συγγραφείς όπως ο Γκρέιαμ Γκρην και ο Αλμπέρ Καμύ.

 

– «Είναι συχνά πιο υγιές για την ψυχή να πιστεύει ένα ψέμα απ’ το να ψάχνει την αλήθεια». Μέσα από την λογοτεχνία την αλήθεια μας ψάχνουμε ή το ψέμα μας;

– Αυτό που είπαμε νωρίτερα, νομίζω, να φτάσουμε λίγο πιο κοντά στην αλήθεια της ανθρώπινης φύσης.

 

– Μπορεί να θεωρηθεί το γράψιμο ως «το ζωτικό μας ψεύδος»;

– Είναι όμορφη έκφραση έτσι όπως το ορίζετε, αλλά δε το βλέπω σαν ψέμα. Επειδή ένα αφήγημα αναφέρεται σε γεγονότα και ήρωες που ίσως να μην υπήρξαν ποτέ ή, όπως στα παραμύθια, δεν υπακούει πάντα στους νόμους της φυσικής, δε σημαίνει πως δε μπορεί να περιέχει αλήθειες άλλου είδους. Περισσότερο απ’ την πειστικότητα της πλοκής, πρέπει οι ήρωες και οι συμπεριφορές τους να μας πείθουν πως είναι αληθινοί. Αν αυτό δε συμβαίνει, τότε ένα βιβλίο μας αφήνει ανικανοποίητους.

 

– Εσείς γιατί γράφετε, κύριε Καρνέζη; Κλασική και απλοϊκή ερώτηση αλλά μια ζωή –νομίζω– σ’ αυτή την ερώτηση πασχίζει ο συγγραφέας να απαντήσει. Λένε ότι καμία φορά γίνεται κανείς συγγραφέας και από δίψα… ανάγνωσης.

– Γράφω νομίζω από ανάγκη να επικοινωνήσω με το κόσμο γύρω μου. Γι’ αυτό άλλωστε κι άρχισα να γράφω στα αγγλικά: επειδή ζω στην Αγγλία. Δεν είμαι σίγουρος από πού προήλθε αυτή η ανάγκη. Ίσως από μια αίσθηση απομόνωσης που είναι εύκολο να νιώσει κάποιος που ζει σε μια ξένη χώρα όπου μιλιέται μια άλλη γλώσσα, υπάρχουν άλλες συνήθειες, έχει διαφορετικό καιρό και τοπία.

 

– Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι έκπληξη, απόλαυση, δουλειά, κόπος, ευθύνη…

– Όλα αυτά μαζί. Πάνω απ’ όλα είναι μια μοναχική απασχόληση και ίσως το κριτήριο αν κάποιος μπορεί να γίνει συγγραφέας είναι εξίσου η αγάπη για τη μυθοπλασία όσο και η συμφιλίωση με τη μοναξιά.
– Σας λείπουν οι ήρωες όταν τελειώνει η ιστορία;

– Ναι, σίγουρα. Γι’ αυτό νομίζω πως κάποιοι απ’ αυτούς τρυπώνουν στο επόμενο βιβλίο μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

 

– Πώς νοιώθετε που το αναγνωστικό κοινό και η κριτική σας υποδέχθηκε τόσο θερμά; Διθυραμβικά, θα λέγαμε. Έχετε εξηγήσει το γιατί;

– Νιώθω πολύ τυχερός. Κυκλοφορούν τόσα πολλά βιβλία και υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι και θέματα να γράψει κανένας που πολλές φορές η τύχη κι οι συγκυρίες –αν κάτι είναι επίκαιρο, για παράδειγμα– παίζουν μεγάλο ρόλο στο αν το βιβλίο θα αναφερθεί στις σελίδες των εφημερίδων, αν θα αρέσει στην κριτική και, πολύ περισσότερο, αν θα διαβαστεί απ’ τον κόσμο.

 

– Όλη αυτή η επιτυχία βοηθά ή εμποδίζει στο να πάει κάποιος παρακάτω;

– Πολλούς συγγραφείς, που είναι απ’ τη φύση τους συχνά κλειστοί άνθρωποι, η δημοσιότητα και ο έπαινος πράγματι τους τρομάζει, τους απογοητεύει ή τους κουράζει. Πρέπει όμως να βρουν τον τρόπο να αποστασιοποιηθούν από τη δημόσια ζωή των βιβλίων τους και να δουν τα πράγματα πιο ψύχραιμα, δίχως να απορρίψουν την προσοχή του κόσμου – άλλωστε γι’ αυτό θέλουν να εκδώσουν τα βιβλία τους, αλλιώς θα άφηναν τα κείμενά τους στο συρτάρι.

 

– Αλήθεια, εσείς τι πιστεύετε; Θα είχε συμβεί το ίδιο αν είχατε πρωτοεκδοθεί στα ελληνικά; Έπαιξε κάποιο ρόλο η εκ των προτέρων εγκωμιαστική έξωθεν μαρτυρία;

– Είναι πολύ πιθανό να μην είχα την ίδια επιτυχία, ή ακόμα και τα βιβλία μου να μην είχαν εκδοθεί. Ποιος ξέρει; Απ’ όσο γνωρίζω, το πρώτο μου βιβλίο, οι «Μικρές Ατιμίες», απορρίφθηκε από τρεις τουλάχιστον εκδότες στην Ελλάδα πριν φτάσει στα «Ελληνικά Γράμματα». Αυτό δεν είναι παράξενο ή ασυνήθιστο στον εκδοτικό χώρο, τα κριτήρια είναι τόσο υποκειμενικά. Οι καλές κριτικές στο εξωτερικό σίγουρα βοήθησαν, κυρίως το πρώτο βιβλίο να προσεχτεί στην Ελλάδα, ίσως απλά και λόγω πρωτοτυπίας – ενός Έλληνα που γράφει στα αγγλικά, εννοώ.

 

– Υπάρχει μνήμη του τόπου, κύριε Καρνέζη; Και η Μικρασία τι εμπεριέχει στους «λαβυρίνθους» της;

– Φαντάζομαι πως η μνήμη ενός τόπου είναι τα κτίσματά του, τα μνημεία, τα ερείπια, οι οσμές, τα χρώματα της γης, οι ήχοι των ζώων… Γι’ αυτό ένα σημαντικό μέρος στο «Λαβύρινθο» παίρνουν οι περιγραφές του τοπίου, των πουλιών, των καιρικών συνθηκών κτλ. Ο λαβύρινθος της Μικρασίας περιέχει όλους τους πολιτισμούς που πέρασαν από εκεί, τις μειονότητες που έζησαν, τα απομεινάρια των πολέμων απ’ την Τρωική εκστρατεία μέχρι τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο…

 

– Οι «Ερινύες» έχουν στο βιβλίο και ρόλο πρωταγωνιστικό;

– Είναι πολύ σημαντικό στην εξέλιξη της πλοκής να έχουμε υπόψη πως στις σκέψεις των ηρώων –τουλάχιστον φαντάρων και αξιωματικών– υπάρχει η ανάμνηση μιας σφαγής αμάχων για την οποία είναι υπεύθυνοι. Είναι αυτό που ο ηγέτης τους, ο συνταγματάρχης Νέστωρ, με το πάθος τους για τη μυθολογία, βλέπει στους εφιάλτες του σαν Ερινύες.

 

– Ο «λαβύρινθος» στο βιβλίο είναι και εσωτερική υπόθεση;

– Ναι, βέβαια. Είναι και όλα αυτά τα ψυχολογικά, ιδεολογικά και πνευματικά αδιέξοδα στα οποία έχουν φτάσει οι ήρωες μετά απ’ το σοκ της ήττας και της βίας που έχουν βιώσει στη διάρκεια του πολέμου.

 

– Επίσης, ερώτηση κλασική: τι γράφετε τώρα;

– Μετά από μερικά διηγήματα που άλλα δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά κι άλλα διαβάστηκαν στο ραδιόφωνο του BBC, έχω αρχίσει να γράφω ένα μυθιστόρημα. Είναι όμως ακόμα πολύ νωρίς –κι εγώ πολύ προληπτικός– να μιλήσω γι’ αυτό. Πάντως θα πάρει αρκετό καιρό ακόμα πριν τελειώσει.

 

– Γεννιέται ο συγγραφέας ή γίνεται; Τι πιστεύετε, κύριε Καρνέζη; Και το ταλέντο τι είναι; Χαρακτηριστικό; Δώρο συγκυριακό; ΄Η προσωπική μας επιλογή και δουλειά; Μπορεί ένα ταλέντο να πάει χαμένο;

– Ίσως να υπάρχει το ταλέντο, άλλα δε γνωρίζω αν μπορεί να αποδειχτεί αυτό. Η δημιουργικότητα υπάρχει σε τόσες διαφορετικές μορφές, όσες οι τέχνες κι οι επιστήμες. Επειδή κάποτε ήμουν μηχανικός θα ήθελα να μπορούσα να δω κάποιες ενδείξεις από τη ψυχολογία και τη νευροφυσιολογία για να πειστώ πως είναι έμφυτη… Εν πάση περιπτώσει, νομίζω πως όπως όλα τα πράγματα –εκτός από το να κερδίσει κανένας το Λόττο–, έτσι και το να γράψει κάποιος ένα βιβλίο θέλει πολύ δουλειά, όχι απλά έμπνευση. Οι περισσότεροι από μας μπορούμε ίσως να πούμε μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά αυτό δε σημαίνει πως μπορούμε και να τη γράψουμε, έτσι ώστε να φανεί ενδιαφέρουσα σε κάποιον που θα τη διαβάσει. Κάποιος που θέλει να γίνει συγγραφέας είναι απαραίτητο να μάθει τις τεχνικές αυτής της μορφής επικοινωνίας. Νομίζω πως όλοι οι συγγραφείς μαθαίνουν να γράφουν με τη βοήθεια των αγαπημένων τους βιβλίων, διαβάζοντάς τα συνεχώς και γράφοντας, δείχνοντας τη δουλειά τους σε κάποιους που εμπιστεύονται. Είναι όμως μια αργή και κυρίως μοναχική διαδικασία. Για να ξεκινήσει, αλλά πολύ περισσότερο να επιμείνει κάποιος σε αυτή την απασχόληση πρέπει να υπάρξει μια συγκυρία από συνθήκες: μοναξιά ίσως ή εσωστρέφεια, αγάπη για τα βιβλία, ελεύθερος χρόνος, κάποιο σημαντικό γεγονός. Αν θέλετε μπορείτε να ονομάσετε αυτή την συγκυρία ταλέντο. Σίγουρα θα υπάρχουν περιπτώσεις που κάποιος έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει στην πορεία, είτε από το φόβο της αποτυχίας, είτε από απογοήτευση, είτε από κούραση, είτε απλά γιατί το επάγγελμα κι η οικογένεια μπορεί αν μην αφήνουν χρόνο να καλλιεργήσει την κλίση του.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1967. Σπούδασε στην Ελλάδα και την Αγγλία όπου και στη συνέχεια εργάστηκε στη βιομηχανία πριν αρχίσει να γράφει στα αγγλικά. <Ο λαβύρινθος> είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Από τις εκδόσεις <Ελληνικά Γράμματα> κυκλοφορεί, επίσης, η συλλογή διηγημάτων του <Μικρές Ατιμίες> (2003). Τα βιβλία του πρόκειται να μεταφραστούν σε εννέα γλώσσες. Ζει στο Λονδίνο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top