Fractal

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών και η ιστορία του (1837-1937)

 

Pan1a

 

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών και η ιστορία του (1837-1937)

Κώστας Γαβρόγλου, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Χάιδω Μπάρκουλα

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014
Σελίδες 416, σχήμα 21 Χ 29, ISBN 978-960-524-413-2

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το Πανεπιστήµιο Αθηνών κατέχει αναµφίβολα µία από τις πλέον σηµαίνουσες θέσεις στη χορεία των εκπαιδευτικών ιδρυµάτων της χώρας. Θέση βασισµένη στη σηµερινή ισχυρή παρουσία του, στο εκπαιδευτικό και επιστηµονικό έργο του και στη µακρά ιστορική διαδροµή του µέσα στον χρόνο, η οποία σφράγισε τη φυσιογνωµία του και τη σχέση του µε την ελληνική κοινωνία. Το Αθήνησι, όπως συχνά ονοµάζεται, υπήρξε το µόνο πανεπιστήµιο της χώρας έως το 1926, οπότε ιδρύθηκε το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης. Από τη σύστασή του, όµως, πορεύτηκε παράλληλα µε το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), το οποίο διήνυσε τη δική του διαδροµή, από την ίδρυσή του, το 1836, έως την ανωτατοποίησή του και την αναγνώριση της ισοτιµίας του µε το Πανεπιστήµιο Αθηνών.

Το Πανεπιστήµιο Αθηνών από την πρώτη στιγµή της λειτουργίας του ανέλαβε την αναπαραγωγή του επιστηµονικού-εκπαιδευτικού προσωπικού της χώρας, στελεχώνοντας τη δηµόσια διοίκηση και τον ιδιωτικό τοµέα. Παράλληλα αποτέλεσε, τουλάχιστον έως τον Μεσοπόλεµο, τον κατεξοχήν χώρο δηµιουργίας και διάχυσης επιστηµονικού λόγου, συνέβαλε δε καθοριστικά στον ορισµό και τη συγκρότηση επιστηµονικών πεδίων και πρακτικών µέσω των προγραµµάτων σπουδών του και των δραστηριοτήτων του διδα­κτικού προσωπικού του. Η λειτουργία του συνδέθηκε µε τις διαδικασίες συγκρότησης δηµόσιων και ιδιωτικών θεσµών, την αντιµετώπιση πολύµορφων κοινωνικών αναγκών, την επιτέλεση κρατικών λειτουργιών. Κι ακόµη, συντέλεσε καθοριστικά στη διαµόρ­φωση µιας συνεκτικής ιδεολογικής και πολιτισµικής ταυτότητας των πληθυσµών του ελληνικού κράτους. Στον χώρο του καλλιεργήθηκαν κρίσιµαστοιχεία των κυρίαρχων ιδεολογικών ρευµάτων: η Μεγάλη Ιδέα, ο ελληνοχριστιανισµός, η προάσπιση της καθα­­ρεύουσας ως συστατικού στοιχείου της εθνικής ταυτότητας, η συνέχεια της ελληνικής εθνικής ιστορίας. Το διδακτικό προσωπικό του κατέλαβε ηγεµονική θέση στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, ενώ από τις πρώτες δεκαετίες της λει­τουργίας του το φοιτητικό σώµα αποτέλεσε µια σηµαντική παράµετρο στον δηµό­σιο βίο συµµετέχοντας ενεργά σε όλους τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες.

Η πολύπλευρη και πολυσύνθετη παρουσία του Πανεπιστηµίου Αθηνών τον πρώτο αιώνα ζωής του αποτελεί το αντικείµενο αυτού του τόµου, ο οποίος επιχειρεί µια συν­θετική αφήγηση και ανάλυση της ιστορίας του ιδρύµατος από τη δεκαετία του 1830 έως και τον Μεσοπόλεµο. Η αφήγηση βασίζεται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και στη χρήση αρχειακών πηγών, κυρίως από το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Αποσκοπεί στην περιγραφή των σηµαντικότερων σταθµών της ιστορικής διαδροµής του ιδρύµατος, καθώς και στον αναστοχασµό γύρω από τη συµβολή του στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, σε έναν συνεχή διάλογο µε προηγούµενες αλλά και σύγχρονες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Εξετάζεται η στοχοθεσία του, το θεσµικό πλαίσιο λειτουργίας, η διδακτική και επιστηµονική παρουσία του, η συµβολή του διδακτικού προσωπικού και του φοιτητικού σώµατος σε αυτήν. Παράλληλα τίθενται µια σειρά από νέα ερευνητικά ερωτήµατα και επιχειρείται µια πρώτη συσχέτισή τους µε πλευρές της ιστορίας του ιδρύµατος που δεν έχουν µελετηθεί (οικονοµική αυτοτέλεια, συµβολή εργαστηρίων, µουσείων και κλινικών κ.ά.), µε το πλήθος των ευθυνών και αρµοδιοτήτων που το πανεπιστήµιο ανέλαβε στην πάροδο του χρόνου καλύπτοντας κοινωνικά αιτούµενα και, τέλος, µε τον ιδεολογικό του ρόλο. Κεντρικοί άξονες που διατρέχουν την αφήγηση είναι η σχέση του ιδρύµατος µε την πολιτική εξουσία, η θέση του στο πλαίσιο των αλυτρωτικών κινήσεων και των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων, ο ρόλος του στη διαµόρφωση της έννοιας και των πρακτικών της επιστήµης, καθώς και στη στελέχωση του δηµόσιου και του ιδιωτικού τοµέα. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο βάρος δίνεται και στις κριτικές που διατυπώθηκαν εναντίον του, εκκινώντας από τις κατηγορίες για την «ξενική» προέλευση, τον κοσµικό χαρακτήρα του και την ανεπάρκεια των σπουδών του και καταλήγοντας στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε εντάθηκαν οι επιθέσεις εναντίον του συντηρητισµού και της αρχαιολατρίας που κατηγορήθηκαν ότι εξέφραζαν τόσο το πρόγραµµα σπουδών όσο και οι δηµόσιες παρεµβάσεις του. Τελικό ζητούµενο της µελέτης αυτής είναι η ανάδειξη της πολύπλευρης φυσιογνωµίας του ιδρύµατος και της συµβολής του στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους έως και τον Μεσοπόλεµο.

Η µελέτη εκτείνεται από την ίδρυση του πανεπιστηµίου το 1837 έως το 1937 και τους εορτασµούς του πρώτου αιώνα της ζωής του. Η επιλογή της καταληκτήριας χρονιάς, πέραν της συµβολικής της διάστασης, µας επιτρέπει να παρακολουθήσουµε τη λειτουργία του ιδρύµατος και κατά την κρίσιµη δεκαετία του 1930. Το 1932, η βενιζελική µεταρρύθµιση της πανεπιστηµιακής νοµοθεσίας αποτέλεσε ένα από τα σηµαντικότερα εγχειρήµατα εκσυγχρονισµού της στον 20ό αιώνα, που µε το σύντοµο διάλειµµα της µεταξικής περιόδου καθόρισε τη διαδροµή του Πανεπιστηµίου Αθηνών για τα επόµενα πενήντα περίπου χρόνια. Ο πόλεµος του 1940 και τα όσα ακολούθησαν µετέβαλαν αισθητά τους όρους λειτουργίας του, ανοίγοντας µια νέα περίοδο.

 

Αʹ. Το Πανεπιστήµιο Αθηνών και η ιστορία του

Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται η διερεύνηση των κύριων αξόνων γύρω από τους οποίους περιστράφηκαν οι λειτουργίες του Πανεπιστηµίου Αθηνών και κυρίως οι αποτυπώσεις τους στις ιστοριογραφικές καταγραφές του πρώτου αιώνα ζωής του. Αναφερόµαστε σε µια σειρά από άξονες οι οποίοι έχουν τύχει ερευνητικού ενδια­φέ­ροντος και αφορούν τη λειτουργία του ιδρύµατος ως εργαστηρίου παραγωγής ιδεο­λογίας (µε έµφαση στη συγκρότηση του εθνικού παρελθόντος και στο γλωσσικό ζή­τηµα), ως εκπαιδευτικού και επιστηµονικού θεσµού, ως φυτώριου επαγγελµατικής εκ­παίδευσης. Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται στη σχέση του ιδρύµατος µε το κράτος, στο θέµα της αυτονοµίας του και των µεταρρυθµίσεων που υπέστη, ενώ συγκεκριµένες ενότητες αφιερώνονται στους κύριους µέτοχους της εκπαιδευτικής διαδικασίας – στο διδακτικό προ­σωπικό και στους φοιτητές.

Οι περισσότερες από τις µελέτες γύρω από το Πανεπιστήµιο Αθηνών, ιδιαίτερα ώς τη Μεταπολίτευση του 1974, ήταν στενά συνδεδεµένες µε επετειακές ανάγκες. Το φοιτητικό κίνηµα, η εµπλοκή των φοιτητών στην πολιτική, η δηµιουργία µιας γε­νεαλογίας που θα εξηγούσε και θα αποκαθιστούσε τη συνέχεια µε πρόσφατα γεγονότα, αποτέλεσε µιαν από τις κύριες οδούς ένταξης του πανεπιστηµίου στη µεταπολιτευτική ιστοριογραφία. Μελέτες από τον χώρο της ιστορίας των ιδεών, ενταγµένες στη συνολική θέαση του ελληνικού 19ου αιώνα, συνέτειναν προς την κατεύθυνση της µελέτης του πανεπιστηµιακού θεσµού στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας, σε συνάρτηση κυρίως µε τον δηµόσιο ή επετειακό λόγο των εκπροσώπων του, µε τους διαγωνισµούς και µε τη συµµετοχή του στα πολιτικά δρώµενα είτε ως ίδρυµα στο σύνολό του είτε εν µέρει ως φοιτητικό κίνηµα.

Από ένα άλλο πεδίο, το οποίο συνδύασε προσεγγίσεις από την ιστορία και την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στη σχέση του πανεπιστηµίου µε το κράτος, µε έµφαση στην έννοια της µεταρρύθµισης, καθώς και στη λειτουργία του ως µηχανισµού κοινωνικής και ταξικής αναπαραγωγής. Τα τελευταία χρόνια η ιστορία των επιστηµών έδειξε µεγάλο ενδιαφέρον για το πρόγραµµα µαθηµάτων του ιδρύµατος, τους γνωστικούς κλάδους του, τη συµβολή του στην ανά­δειξή τους σε αυτόνοµα γνωστικά αντικείµενα. Κοινή διαπίστωση είναι ο συνεχής διά­λογος όλων αυτών των προσεγγίσεων µε την ευρύτερη ελληνική ιστοριογραφία και, παράλληλα, η άρρηκτη σύνδεσή τους µε την πολιτική και κοινωνική συγκυρία.

Παρ’ όλο που θεσµοί όπως το πανεπιστήµιο διακρίνονται κυρίως για τις συνέχειες στη λειτουργία τους περισσότερο από ό,τι για τις τοµές, επιλέξαµε να διαχωρίσουµε, στα επόµενα κεφάλαια, τον έναν αιώνα ζωής σε τρεις περιόδους, συνδεδεµένες µε πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα αλλά και µε βάση την εσωτερική εξέλιξη του ιδρύµατος.

Το δεύτερο κεφάλαιο, όπως και τα επόµενα δύο που αφηγούνται την ιστορία του Πανεπιστηµίου Αθηνών, ξεκινούν µε ένα χρονολόγιο το οποίο περιλαµβάνει τους σηµαντικότερους, κατά τη γνώµη µας, σταθµούς στην ιστορία του ιδρύµατος για κάθε περίοδο.

 

Βʹ. Το Πανεπιστήµιο ως εθνικόν πανδιδακτήριον (1837-1862)

Στην πρώτη αυτή περίοδο το πανεπιστήµιο διαµόρφωσε τα βασικά στοιχεία της φυ­σιο­γνωµίας του και εδραίωσε την παρουσία του στο πλαίσιο της οθωνικής δια­κυ­βέρνησης. Το βαυαρικό καθεστώς προχώρησε στην ίδρυσή του µε βάση πρότυπα του γερµανικού κόσµου, παραχωρώντας του την απαραίτητη για τη λειτουργία του αυτο­νοµία, αλλά διατηρώντας έναν ισχυρό παρεµβατικό ρόλο, όπως αποτυπώθηκε, λόγου χάριν, στη διασφάλιση του αποκλειστικού δικαιώµατος επιλογής του καθηγητικού προ­σωπικού. Οι τέσσερις σχολές του ιδρύµατος (Θεολογική, Ιατρική, Νοµική, Φιλοσοφική), οι οποίες δηµιουργήθηκαν µε βάση το χουµπολντιανό µοντέλο, ανέλαβαν τη στελέχωση της κρατικής µηχανής και του ιδιωτικού τοµέα. Στην περίοδο αυτή δηµιουργήθηκαν οι πρώτες κτιριακές υποδοµές που εξασφάλισαν τη λειτουργία του, ενώ συγκροτήθηκαν –έστω και σε στοιχειώδη µορφή ορισµένα– βι­βλιοθήκη, νοσοκοµεία, µουσεία, φρο­ντι­­στήρια, εργαστήρια και άλλα «παραρτήµατα» και «προσαρτήµατα», όπως ονο­µά­­­στηκαν στην πανεπιστηµιακή γλώσσα οι θεσµοί οι οποίοι συνέβαλαν στην «πρακτικότερη» άσκηση των φοιτητών, στο πλαίσιο του προγράµµατος µαθηµάτων του, αλλά και της σταδιακής ανάληψης από το ίδρυµα βασικών κρατικών λειτουργιών.

Παρ’ όλο που σε αυτή την πρώτη περίοδο, όπως αποτυπώνεται στο πρόγραµµα µαθη­µάτων, υπήρχε µια στενή συνάφεια ανάµεσα στα διαφορετικά γνωστικά αντικείµενα, συγκροτούνται σταδιακά διακριτά επιστηµονικά πεδία, ενώ ορίζονται οι κατευθύνσεις µελέτης τους.

Το ίδρυµα µε βάση το εκπαιδευτικό του έργο, όπως αποτυπώθηκε στο πρόγραµµα σπουδών, στον δηµόσιο λόγο των πρυτανικών αρχών και των καθηγητών του και στη συγκρότηση µιας σειράς θεσµών –σηµειώνουµε τους ποιητικούς διαγωνισµούς– συµ­µε­τείχε ενεργά στην κατασκευή του ιδεολογικού οπλισµού στο νεοσύστατο έθνος-κράτος. Στο πλαίσιο αυτό δόθηκε ιδιαίτερη έµφαση στη σχέση µε την αρχαιότητα. Ως «εθνικόν πανδιδακτήριον», το µοναδικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυµα της χώρας συνδέθηκε µε τη Μεγάλη Ιδέα, δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση τα πρώτα χρόνια στην προσέλκυση των οµογενών φοιτητών. Στο πρώτο µισό του 19ου αιώνα οι φοιτητές που προέρχονταν από το εξωτερικό υπερέβαιναν το 50%, και οι περισσότερες εγγραφές αφορούσαν την Ιατρική και τη Φιλοσοφική Σχολή. Η εµπλοκή των φοιτητών του Αθήνησι σε µια σειρά από επεισόδια εντός και εκτός πανεπιστηµίου οδήγησαν την κοινή γνώµη να αναγνωρίσει στο φοιτητικό κίνηµα έναν από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής, όπως αποτυπώθηκε και στη στράτευσή του στον αντιοθωνικό αγώνα. Ο έντονος παρεµβατικός δηµόσιος ρόλος του ιδρύµατος, η µοναδικότητά του ως θεσµός παραγωγής και διάχυσης της γνώσης συντέλεσαν ώστε να επενδυθεί µε υψηλότατο κύρος.

 

Γʹ. Το Πανεπιστήµιο ως φοιτητικόν σπουδαστήριον (1863-1910)

Εάν η πρώτη περίοδος αφορά την εγκαθίδρυση του θεσµού και την εδραίωση του κύρους του, η δεύτερη σηµατοδοτεί την πλήρη άνθησή του και τη µεταβολή σηµαντικών χαρακτηριστικών του στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του επιστηµονικού χαρακτήρα του. Η µετονοµασία του ιδρύµατος σε Εθνικό, µετά την έξωση του Όθωνα, ήταν ενδεικτική της αλλαγής των καιρών, η οποία αποτυπώθηκε και στη σύσταση της Πανεπιστηµιακής Φάλαγγας, του πρώτου οργανωµένου στρατιωτικού σώµατος φοιτητών και καθηγητών για την προστασία της πόλης. Η περίοδος αυτή σηµατοδοτήθηκε από τη σηµαντική αύξηση του αριθµού των φοιτητών και των αποφοίτων και τη µεταβολή της σύνθεσης του φοιτητικού πληθυσµού. Από τα µέσα του 19ου αιώνα οι ηµεδαποί φοιτητές αυξήθηκαν εντυπωσιακά σε σχέση µε τους οµογενείς συµφοιτητές τους. Η αλλαγή στα ακροατήρια προκάλεσε και µεταβολές στις προτιµήσεις για τις σχολές. Στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα παρατηρείται σηµαντικότατη αύξηση των εγγραφών στη Νοµική και έπειτα στην Ιατρική και στη Φιλοσοφική. Η είσοδος των γυναικών στο πανεπιστήµιο από το 1890 και µετά αποτέλεσε µια σηµαντική τοµή, η οποία όµως για αρκετά χρόνια δεν µετέβαλε ουσιαστικά τη σύνθεση του φοιτητικού πληθυσµού.

Η διεύρυνση του φοιτητικού πληθυσµού συνοδεύτηκε εύλογα από την αύξηση του διδακτικού προσωπικού αλλά και την επέκταση του προγράµµατος µαθηµάτων, στο οποίο εισήχθησαν νέα γνωστικά αντικείµενα. Προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε καίρια, το 1882, η αναγνώριση του δικαιώµατος των καθηγητών να προτείνουν οι ίδιοι τους υποψήφιους για τις πανεπιστηµιακές έδρες, παρ’ όλο που το υπουργείο συνέχισε να διατηρεί σηµαντικές εξουσίες ως προς τον τελικό διορισµό. Παράλληλα, διευρύνθηκε η κρατική παρέµβαση στον έλεγχο και στην οργάνωση των πανεπιστηµιακών σπουδών, µε τον καθορισµό αρχικά του αριθµού και στη συνέχεια του περιεχοµένου των εδρών.

Η κυριότερη µεταβολή στη φυσιογνωµία του ιδρύµατος ως εκπαιδευτηρίου αφορά την εξέλιξη της επιστήµης, την περαιτέρω συγκρότηση επιστηµονικών πεδίων και κλάδων, όπως αποτυπώθηκε και στην αυτονόµηση της Φυσικοµαθηµατικής Σχολής από τη Φιλοσοφική, το 1904. Σε αυτή την κατεύθυνση, αντίστοιχη µε τα όσα συνέβαιναν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήµια την ίδια περίοδο, συντέλεσε καθοριστικά η αθρόα εισαγωγή στο πρόγραµµα µαθηµάτων φροντιστηριακής και εργαστηριακής διδασκαλίας και η δηµιουργία νοσοκοµείων, µουσείων, εργαστηρίων και φροντιστηρίων, τα οποία ανέ­λαβαν και την κάλυψη σηµαντικών κοινωνικών αναγκών. Παρά την προσήλωση του Αθήνησι στα ιδεώδη µιας κλασικιστικής παιδείας, η οποία θεωρητικά τουλάχιστον δεν είχε σχέση µε χρησιµοθηρικές στοχεύσεις, στην πραγµατικότητα η σύνδεση µεταξύ πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης και επαγγελµατικής αποκατάστασης αποτέλεσε µείζονα στόχο του ιδρύµατος. Από την άλλη πλευρά, οι κατηγορίες για ανεπαρκή εκπαίδευση, µακριά από τις πραγµατικές ανάγκες της χώρας, συνδυάστηκαν µε τους φόβους για τον διαρκώς αυξανόµενο αριθµό των φοιτητών σε ένα εκπαιδευτικό σύστηµα που δεν έθετε φανερούς, τουλάχιστον, φραγµούς στην πρόσβαση στο πανεπιστήµιο. Η θέσπιση διδάκτρων το 1892 –είχαν προβλεφθεί ήδη από τον Προσωρινόκανονισµό του 1837– δεν κατόρθωσε να ανακόψει παρά προσωρινά τον διαρκώς αυξανόµενο φοιτητικό πληθυσµό.

Οι κριτικές δεν αφορούσαν µόνο την ανεπάρκεια των πανεπιστηµιακών σπουδών. Στο τέλος του 19ου αιώνα, οι αιχµηρές διατυπώσεις των δηµοτικιστών για το «αρχαιόπληκτο» πανεπιστήµιο αποτύπωναν µια νέα πραγµατικότητα, η οποία αφορούσε όχι µόνο τις καθηγητικές έδρες αλλά και τα φοιτητικά έδρανα. Η ενεργητική συµµετοχή του πανε­πιστηµίου στον αντιδηµοτικιστικό αγώνα συνδεόταν µε τη γενικότερη στράτευση στα αλυτρωτικά προτάγµατα της ελληνικής κοινωνίας, όπως επαναπροσδιορίστηκαν από την άνοδο των βαλκανικών εθνικισµών στην περιοχή, και µε την υπεράσπιση της φυ­σιογνωµίας και των κεκτηµένων τουανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύµατος.

 

∆ʹ. Το Πανεπιστήµιο Αθηνών σε άµυνα (1910-1937)

Κατά το διάστηµα αυτό αναδιαµορφώνεται η φυσιογνωµία του πανεπιστηµίου ως απόρροια σηµαντικών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών καθώς και της διεύρυνσης της ανώ­τατης εκπαίδευσης. Η ίδρυση του Πανεπιστηµίου της Σµύρνης –το οποίο όµως δεν λει­τούργησε λόγω της ήττας των ελληνικών στρατευµάτων το 1922–, η έναρξη της λειτουργίας του Πανεπιστηµίου της Θεσσαλονίκης (1926), η αναγνώριση της ισοτιµίας του Πολυτεχνείου µε το Αθήνησι (1914), η δηµιουργία ή ανωτατοποίηση άλλων σχολών στο πλαίσιο του βενιζελικού εγχειρήµατος περιόρισαν τον χώρο τού έως τότε µοναδικού τρι­τοβάθµιου εκπαιδευτικού ιδρύµατος.

Η ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης, η εµπειρία των Βαλκανικών Πολέµων και της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι µεγάλες νοµοθετικές αλλαγές αναδιαµόρφωσαν τη φυσιογνωµία του ιδρύµατος. Μέσα σε είκοσι επτά χρόνια υπήρξαν τρεις νέοι διαφορετικοί οργανικοί νόµοι –αφιερώνονται ειδικές ενότητες σε αυτούς– σε συνδυασµό µε πολλές µικρές νοµοθετικές αλλαγές και κύµατα εκκαθαρίσεων του διδακτικού προσωπικού. Οι πολλαπλές παρεµβάσεις, οι οποίες επιχείρησαν να απαντήσουν στα νέα προβλήµατα φυσιογνωµίας του ιδρύµατος, εξαρτήθηκαν κατά κύριο λόγο από τις πολιτικές θέσεις και τις µικροπολιτικές κάποτε επιδιώξεις των κυβερνώντων, καταλήγοντας συχνά στην πολυνοµία, στην αντιφατικότητα και σε αλληλοσυγκρουόµενα µέτρα και ρυθµίσεις.

Ο πρώτος κανονισµός του 1911 –προηγήθηκε η µεγαλύτερη έως τότε εκκαθάριση του διδακτικού προσωπικού, το 1910– σηµατοδότησε και την τυπική διοικητική διαί­ρεση του πανεπιστηµίου σε Εθνικό και σε Καποδιστριακό, µε σκοπό την αξιοποίηση του κληροδοτήµατος ∆οµπόλη, το οποίο προέβλεπε και την ίδρυση ενός δεύτερου πανεπιστηµίου στη χώρα. Την τελευταία αυτή περίοδο, ο φοιτητικός πληθυσµός γνώ­ρισε εντυπωσιακή άνοδο, η ανάσχεση της οποίας επιχειρήθηκε µε την καθιέρωση εισι­τηρίων εξετάσεων το 1926 και τον καθορισµό ενός «κλειστού» αριθµού εισακτέων το 1930. Η αύξηση αυτή έθεσε σε δοκιµασία τις αντοχές των υπαρχουσών υποδοµών, µε αποτέλεσµα να συσταθεί ένα νέο κτιριακό πρόγραµµα το οποίο είχε στόχο την κάλυψη των διδακτικών αναγκών των φοιτητών και τη δηµιουργία των ανάλογων υποδοµών. Επίσης, συντελέστηκε συνολική αναµόρφωση του πανεπιστηµιακού προγράµµατος, το οποίο έπρεπε µε βάση τις σύγχρονες κοινωνικές και οικονοµικές ανάγκες να υπηρετήσει την εξειδίκευση και, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, τις παραγωγικές διαδικασίες, αποβλέποντας στην προετοιµασία ενηµερωµένων και ειδικευµένων νέων επιστηµόνων. Παράλληλα, οι νοµοθετικές αλλαγές που έγιναν την περίοδο αυτή περιόρισαν την ανά­µειξη του υπουργείου Παιδείας στην εκλογή των καθηγητών, διευρύνοντας τη δι­καιοδοσία των σχολών. Από την άλλη πλευρά, η διεύρυνση των εξουσιών του διδακτικού προσωπικού συνοδεύτηκε από τις εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό του ιδρύµατος, αποτέ­λεσµα κυρίως του Εθνικού ∆ιχασµού.

Οι νοµοθετικές αλλαγές όσο και οι εκκαθαρίσεις του διδακτικού προσωπικού απο­τυπώνουν σε µεγάλο βαθµό τις ταραγµένες σχέσεις του ιδρύµατος µε την εκτελεστική εξουσία. Το Αθήνησι βρέθηκε απέναντι από το βενιζελικό στρατόπεδο αντιπαλεύοντας βασικές επιλογές του, όπως τον εκπαιδευτικό δηµοτικισµό, ή αντιµετωπίζοντας µε δυ­σπιστία άλλες, όπως την ίδρυση του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Αµύνθηκε εναντίον µιας εκτελεστικής εξουσίας η οποία αµφισβητούσε βασικές παραδοχές πάνω στις οποίες είχε θεµελιώσει το κύρος του, όπως λόγου χάριν τη σηµασία της καθαρεύουσας, ενώ παράλληλα περιόριζε τη συµβολική και πραγµατική εξουσία του µε την ανάπτυξη της υπόλοιπης ανώτατης εκπαίδευσης.

Εάν ο εκπαιδευτικός δηµοτικισµός και οι αστοί διανοούµενοι εκπρόσωποί του, όπως ο ∆ηµήτρης Γληνός (1882-1943), ο Αλέξανδρος ∆ελµούζος (1880-1956), ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1883-1959), ασκούσαν τη δική τους κριτική στο Πανεπιστήµιο Αθηνών, µια άλλη κριτική, εκ των έσω, διαπερνούσε παράλληλα το ίδρυµα. Μία από τις πλέον σηµαίνουσες εξελίξεις της περιόδου ήταν η δυναµική, οργανωµένη και χρωµατισµένη πολιτικά παρουσία του φοιτητικού κινήµατος. Η σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση ενός τµήµατος των φοιτητών και ο κοµβικός ρόλος της αριστεράς, κυρίως της κοµµουνιστικής, σε αυτές τις διαδικασίες, ιδιαίτερα από τα µέσα της δεκαετίας του 1920, λειτούργησαν καταλυτικά στη δηµόσια παρουσία του φοιτητικού κινήµατος, αναδιαµορφώνοντας τους στόχους και τις πρακτικές του. Η κριτική των αριστερών φοιτητικών οργανώσεων, αλλά και των διανοούµενων όπως του ∆. Γληνού στη δεκαετία του 1930, προς το ίδρυµα ήταν έντονη και ριζική, και αφορούσε τη συνολική λειτουργία του. Η παρουσία των αριστερών φοιτητών αλλά και ευρύτερα η λειτουργία του πανεπιστηµίου ως θεµατοφύλακα της κυρίαρχης ιδεολογίας οδήγησαν στην αναδιαµόρφωση των προτεραιοτήτων των πρυτανικών αρχών, οι οποίες έθεσαν ως έναν από τους κυριότερους σκοπούς τους την καταπολέµηση του κοµµουνισµού, µε θεωρητικές αναφορές και κατασταλτικές πρακτικές σε ένα τοπίο που άλλαζε δραµατικά.

 

Παραρτήµατα

Το πρώτο παράρτηµα περιλαµβάνει µικρά και µεγαλύτερα λήµµατα, βασισµένα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία αλλά και σε αρχειακή έρευνα αναφορικά µε τα παραρτήµατα και τα προσαρτήµατα του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Αναφερόµαστε στους θεσµούς που συγκρότησε το πανεπιστήµιο (νοσοκοµεία, βιβλιοθήκη, γυµναστήριο, λέσχη, µουσεία, εργαστήρια, φροντιστήρια, σπουδαστήρια) µε στόχο πρωτίστως την εκπαίδευση των φοιτητών και των φοιτητριών, την πρακτική τους άσκηση, την εξειδίκευση και, σε µικρότερο βαθµό, την έρευνα. Εντός τους διεξαγόταν ένα πλήθος δραστηριοτήτων οι οποίες αφορούσαν όχι µόνο το πανεπιστήµιο αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η θεωρητική γνώση µετασχηµατιζόταν σε κλινική, εργαστηριακή ή φροντιστηριακή πράξη βελτιώνοντας τη ζωή των ανθρώπων. Εκτός από την επιστηµονική λειτουργία, ένα σηµαντικό αν και όχι ιδιαίτερα εκτεταµένο µέρος των θεσµών αυτών αφιερώθηκε στην οργάνωση της ζωής εντός του ιδρύµατος, στην ψυχαγωγία, στη σωµατική άσκηση, στην κοινωνική συνεύρεση του φοιτητικού πληθυσµού.

Τα πρώτα παραρτήµατα και προσαρτήµατα συγκροτήθηκαν µε την έναρξη της λειτουργίας του πανεπιστηµίου, ενώ σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που µελετούµε δηµιουργήθηκαν νέα ή αναδιαµορφώθηκαν παλαιότερα, µέσω νοµοθετικών κυρίως ρυθµίσεων, σύµφωνα µε τις επιστηµονικές εξελίξεις αλλά και τις επιθυµίες των διδα­σκόντων. Συχνές αναφορές σε αυτά γίνονται στα οικεία κεφάλαια, ιδιαίτερα όταν τί­θεται στο επίκεντρο το επιστηµονικό και εκπαιδευτικό έργο του ιδρύµατος. Επιλέξαµε, όµως, να συγκεντρώσουµε σύντοµα χρονικά και αναφορές στη λειτουργία τους σε µία ενότητα, µε την πρόθεση να αναδείξουµε τον πλούτο αλλά και τις διαφορετικές υπη­ρεσίες που πρόσφεραν (περίθαλψη, νοσηλεία, έρευνα, µετρήσεις, αναλύσεις κ.ά.). Πα­ράλληλα, µε αυτόν τον τρόπο αποτυπώνονται οι αλλαγές στη λειτουργία τους, στο πλαίσιο µια ενιαίας για το καθένα αφήγησης που αναδεικνύει τις επιστηµολογικές και κοινωνικές συνθήκες που τις επέβαλαν.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται µε το δεύτερο παράρτηµα, στο οποίο περιλαµβάνεται ο κατάλογος των διδασκόντων, καθηγητών και υφηγητών, και η πανεπιστηµιακή τους σταδιοδροµία τον πρώτο αιώνα ζωής του ιδρύµατος. Ιδιαίτερη µνεία πρέπει να γίνει στο εικονογραφικό υλικό του τόµου, το οποίο συγκεντρώθηκε µετά από συστηµατική αναζήτηση. Πρόκειται για ένα σύνολο φωτογραφιών, αρχειακών τεκµηρίων, σχεδίων, εξωφύλλων βιβλίων κ.ά. –εκδοθέντων και ανεκδότων– τα οποία επελέγησαν και υπο­τιτλίστηκαν µε στόχο να «συνοµιλήσουν» µε το κείµενο, να συγκροτήσουν µια παράλ­ληλη αφήγηση επικουρική για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια του κειµένου.

Η µελέτη αυτή στηρίχτηκε σε µεγάλο βαθµό στο αρχειακό υλικό που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστηµίου Αθηνών (Ι.Α. ΕΚΠΑ). Το αρχείο του πανεπιστηµίου συγκροτήθηκε το 1993 µετά από πρωτοβουλία του οµότιµου, σήµερα, καθηγητή του Πανεπιστηµίου Αθηνών κ. Γιώργου ∆ερτιλή, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος Πρόεδρος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του έως το 2003. Ο πρώτος ∆ιευθυντής του Αρχείου (2000-2007), αναπληρωτής καθη­γητής σήµερα στο Πανεπιστήµιο του Αιγαίου, κ. Πα­ναγιώτης Κιµουρ­τζής ανέλαβε την ευθύνη και έφερε εις πέρας ένα µεγάλο µέρος της συγκέντρωσης, οργάνωσης και καταγραφής των συλλογών του Αρ­χείου. Η επόµενη ∆ιευθύντρια του Αρχείου κα Άντα ∆ιάλλα (2007-2009), αναπληρώτρια καθηγήτρια σήµερα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, καθώς και η ερευνήτρια κα Νίκη Μαρωνίτη, επίκουρη καθηγήτρια σήµερα στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, στη διάρκεια της παραµονής τους στο Αρχείο συνέβαλαν αποφασιστικά στην περαιτέρω καταγραφή και ψηφιοποίηση των τεκµηρίων, καθώς και στη διοργάνωση συζητήσεων γύρω από θέµατα που αφορούν την ιστορία του Πανεπιστηµίου Αθηνών.

Ο τόµος θα ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί χωρίς τη γενναιόδωρη βοήθεια του προσωπικού του Ι.Α. ΕΚΠΑ και συγκεκριµένα της κας Μίνας Τσιωτάκη, υπεύθυνης της γραµµατείας του Αρχείου, του κ. Μιχάλη Χαχλάκη, υπεύθυνου του αρχειοστασίου, και του ερευνητή δρ. Ανδρέα Αντωνόπουλου. Ευχαριστούµε θερµά την κα ∆έσποινα Βαλατσού, συνεργάτιδα του Ιστορικού Αρχείου, η οποία συνέβαλε σηµαντικά στη συγκρότηση του Χρονολογίου, ενώ γόνιµος ήταν ο διάλογος µε τον καθηγητή κ. Προκόπη Παπαστράτη. Ευχαριστούµε, επίσης, το Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών και ειδικά τον προϊστάµενο του Μουσείου κ. Ιωάννη Καρανικολή, καθώς και τις κυρίες Μυρσίνη Πήχου, Φαίη Τσίτου, Ειρήνη Σαββανή και Έλενα Κίττα για τη βοήθειά τους στην πρόσβαση και τεκµηρίωση του σηµαντικού φωτογραφικού και άλλου αρχειακού υλικού που διαθέτει το ίδρυµα. Είµαστε ευγνώµονες στον οµότιµο καθηγητή της Νοµικής Σχολής και πρώην πρύτανη κ. Μιχαήλ Σταθόπουλο, στην επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής κα Έφη Πουλάκου-Ρεµπελάκου, καθώς και στον οµότιµο καθηγητή κ. Εµµανουήλ Κωνσταντινίδη και στον επίκουρο καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Μανίκα της Θεολογικής Σχολής, για τις εξαιρετικά χρήσιµες συζητήσεις που είχαµε για την ιστορία των σχολών τους. Σε επιµέρους ζητήµατα της ιστορίας του ιδρύµατος στηριχτήκαµε στην πρόθυµη συµβολή ερευνητών και ερευνητριών, τους οποίους ευχαριστούµε στα οικεία κεφάλαια.

Ευχαριστούµε θερµά την κα Βαρβάρα Σπυροπούλου για τη γλωσσική επιµέλεια καθώς και την κα Βάσω Αβραµοπούλου και τους συνεργάτες της στο A4artdesign για την καλλιτεχνική επιµέλεια. Τέλος, ευχαριστούµε τις Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης και ειδικότερα την κα ∆ιονυσία ∆ασκάλου για τη γενναιόδωρη αντιµετώπιση ενός τόσο σύνθετου εκδοτικού εγχειρήµατος.

Η στήριξη του πρύτανη του Πανεπιστηµίου Αθηνών καθηγητή κ. Θεοδόση Πελεγρίνη, του Πρυτανικού Συµβουλίου και της ∆ιοικούσας Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου για την πραγµατοποίηση του τόµου ήταν πολύτιµη.

Η συγγραφή αυτού του τόµου ήταν αποτέλεσµα µιας ευτυχούς, όπως θεωρούµε, συνάντησης. Ο Βαγγέλης Καραµανωλάκης είχε ήδη αρχίσει τη συγγραφή µιας µονογραφίας για την ιστοριογραφία και την ιστορία του Πανεπιστηµίου Αθηνών στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ο Κώστας Γαβρόγλου ετοίµαζε µια άλλη για την ιστορία του Πανεπιστηµίου Αθηνών στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Θεωρήσαµε ότι θα ήταν πολύ πιο δηµιουργικό να ενώσουµε τις δυνάµεις µας και να συγκροτήσουµε τον πρώτο τόµο της ιστορίας του πανεπιστηµίου που θα κάλυπτε τα πρώτα εκατό χρόνια. Σε σύντοµο διάστηµα εντάχθηκε στην οµάδα η Χάιδω Μπάρκουλα, που στο µεταξύ είχε προχωρήσει πολύ στη µελέτη της ιστορίας των παραρτηµάτων του πανεπιστηµίου. Παρά τον συγκεκριµένο καταµερισµό, η συνεργασία και των τριών στη σύλληψη και πραγµατοποίηση του τόµου υπήρξε συνεχής.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top