Fractal

Διήγημα: “Δώρο γενεθλίων (Birth, school, work, death) ”

Του Παναγιώτη Φάμελλου // *

 

F1

 

Μια βραδιά αργότερα, το επόμενο βράδυ μετά από εκείνο της επετείου των γενεθλίων του, μετά τη γιορταστική φασαρία και τον κόσμο και τα φαγητά και τα γλυκά και τις μουσικές, μετά την αναστάτωση που επέμεναν να προκαλούν οι γονείς του κάθε χρόνο τέτοια μέρα παρ’ όλες τις δικές του διαμαρτυρίες και παρακλήσεις για αποφυγή των έντονων εορτασμών και τη διατήρηση μιας ήρεμα ευχάριστης ατμόσφαιρας, μετά και το πέρασμα του επόμενου πρωινού, αυτού της Κυριακής που υπομονετικά υπάκουσε στο καθορισμένο πρόγραμμα του δίωρου διαβάσματος, του μεσημεριανού φαγητού και της απογευματινής βόλτας, ο Ιάσονας βρέθηκε μόνος του κι ελεύθερος, χωρίς εντολές να εξυπηρετήσει και υποχρεώσεις να φέρει σε πέρας, μόνος του με το αντικείμενο του πόθου του στα χέρια του, τη συσκευή τάμπλετ που για καιρό γέμιζε τα όνειρά του με γλυκιά προσμονή και φανταστικές αναπαραστάσεις παιχνιδιών και δραστηριοτήτων που θα ανέπτυσσε όταν θα το είχε στην κατοχή του, έναν ολόκληρο μαγικό κόσμο δυνατοτήτων που είχε ακούσει να περιγράφονται και είχε δει να πραγματοποιούνται από τους συμμαθητές του στο σχολείο και στα σπίτια τους που είχε επισκεφτεί και που επίμονα ζητούσε κι εκείνος από τους γονείς του μέχρι που αποφάσισαν μετά από συσκέψεις και συζητήσεις για το στάθμισμα των θετικών και αρνητικών επιδράσεων ενός τάμπλετ σε ένα αγόρι της ηλικίας του, να του το χαρίσουν ως δώρο γενεθλίων, μόνος του με μισόκλειστη την πόρτα του δωματίου του και με την άδεια για μία τουλάχιστον ώρα να το χρησιμοποιήσει, αφού χτες, μετά το πάρτυ, είχε καθήσει με τον πατέρα του για να ανακαλύψουν μαζί τους αναγκαίους χειρισμούς για τη λειτουργία αυτής της εκλεπτυσμένης ηλεκτρονικής συσκευής.

Κι αισθανόταν υπέροχα που θα ήταν μόνος του κι αισθανόταν ανακουφισμένος και τυχερός που δεν θα είχε μαζί του κανέναν μεγάλο να τον παρακολουθεί και να τον προσέχει και να μπλέκεται και να τον καθοδηγεί και να τον συμβουλεύει, όχι μόνο γιατί μια τέτοια επιτήρηση ήξερε πολύ καλά πως καταλήγει στον πλήρη έλεγχο των τελικά επιλεγμένων δραστηριοτήτων από το συνοδό του, αλλά και γιατί δεν υπήρχε κανείς για να παρατηρήσει και να σχολιάσει και ίσως και να μειδιάσει, να ειρωνευτεί και να χλευάσει το τρέμουλο και τον ιδρώτα και τη νευρικότητα στα δάχτυλα του Ιάσονα και στον καρπό του και μέχρι τον αγκώνα και το βραχίονά του, από την ταραχή και τη συγκίνηση που τον κυρίευσε λόγω του τέλους της προσμονής και της πραγματοποίησης του ονείρου του που σήμαινε την έναρξη της απόλαυσής του.

Έχασε χρόνο στην αρχή ψάχνοντας το δρόμο του στην ηλεκτρονική πλοήγηση που τον οδήγησε πάντως, τελικά, σε πολυάριθμες ποικιλίες παιχνιδιών με κάθε είδους όντα, φιλικά και εχθρικά, ανθρώπινα ή ανθρωπόμορφα, ζώα ή ζωόμορφα, με φαγητά και γλυκά, με αθλήματα με μπάλα ή χωρίς, με μηχανές και αυτοκίνητα και από κάποιο σημείο και πέρα καταλάβαινε πως ενώ είχε υπερβεί τον χρόνο που θα του επέτρεπαν κανονικά οι γονείς του να παίξει, εκείνοι δεν επενέβαιναν, υποχωρώντας και δίνοντάς του περιθώριο να ευχαριστηθεί και να υπερβάλλει ακόμα το χρόνο της πρώτης του επαφής με το πολυαναμενόμενο δώρο των γενεθλίων του στο οποίο οι ίδιοι είχαν συναινέσει και το οποίο είχαν με φροντίδα διαλέξει και ήθελαν να δουν την επιλογή τους να πιάνει τόπο.

Και έπιασε τόπο και χώρο μεγάλο το δώρο, που συνεχώς διευρύνονταν, μέσα στο μυαλό του αρχικά, που επεκτάθηκε και στο δωμάτιο και απλωνόταν ακόμα περισσότερο αλλά ο Ιάσονας δεν παρακολουθούσε πια την εξάπλωσή του γιατί είχε βυθιστεί τόσο μέσα του, στον πυθμένα του, που δεν είχε πια επαφή με τις όχθες και τα παράλια αυτής της πλημμύρας χρωμάτων, παιχνιδιού κι ευχαρίστησης, κι επειδή στην άκρη, στα όρια της έξαψης που τον συνέπαιρνε ένιωθε τη διαρκή απειλή του τέλους, του χρόνου που τελείωνε, της γονεϊκής μορφής που θα διαγραφόταν κάτω από την κάσα της πόρτας λέγοντάς του τρυφερά μα αποφασιστικά πως πρέπει να σταματήσει, η ηδονή του ήταν ανακατεμένη με αγωνία και άγχος να προλάβει, να τελειώσει αυτή την πίστα, αυτό το επίπεδο κι αυτό το παιχνίδι κι αν προλάβει, να πάει στο επόμενο και κάθε τόσο κατεύθυνε την περιφερειακή του όραση – γιατί το κέντρο του οπτικού του πεδίου ήταν σταθερά προσκολλημένο στην οθόνη – προς τη μισάνοιχτη πόρτα, κι όσο δεν έβλεπε τον πατέρα ή τη μητέρα, τόσο η έξαψη και η αγωνία μεγάλωνε. Όμως κάποια στιγμή, ως μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες αυτής της ζωής, το ίδιο απαρέγκλιτη για όλους, μεγάλους και παιδιά, ο χρόνος, και στην περίπτωση αυτή ο χρόνος παιχνιδιού, τελείωσε και η μητέρα του Ιάσονα εισχώρησε στο δωμάτιο πλησιάζοντάς τον με αργές και ήρεμες κινήσεις και αφού είπε δυο γλυκά λόγια και τον παρότρυνε να ετοιμαστεί για ύπνο, του είπε πως έπρεπε να αφήσει το μηχάνημα και μετά περίμενε στωικά, καθισμένη στο κάτω μέρος του κρεβατιού του και παρακολουθώντας τον, το γιο της να ξεπεράσει το σοκ της συνειδητοποίησης των λόγων της, πως η ώρα του παιχνιδιού τελείωσε, να προσπαθήσει να κερδίσει κάποιο λίγο χρόνο παράτασης επιστρατεύοντας δοκιμασμένες και ημιεπιτυχημένες στο παρελθόν μεθόδους όπως το να υποκρίνεται πως δεν άκουσε, να καθυστερεί, να παρακαλάει και να γκρινιάζει και στο τέλος, αναπόφευκτα, να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί κατεβαίνοντας από το κρεβάτι και να παραδώσει το λαμπερό πεπλατυσμένο ορθογώνιο στα χέρια της μητέρας του, που, για να μην κάνει τη θλίψη του μεγαλύτερη, το απομάκρυνε με απαλές κινήσεις και το τοποθέτησε όχι πολύ μακριά του, σε ένα κενό σε κάποιο από τα χαμηλά ράφια της βιβλιοθήκης του δωματίου του.

Και η αλήθεια είναι πως κι εκείνος προσπάθησε πραγματικά, μετά από την καθιερωμένη καθημερινή τελετουργία της βραδινής κατάκλισης κατά την οποία η μητέρα τον ξαπλώνει, τον σκεπάζει και κάθεται δίπλα του για να του μιλήσει και να τον ακούσει, να κουβεντιάσει και να καθησυχάσει τις όποιες ανησυχίες του και να καταπραΰνει τους όποιους φόβους δημιουργήθηκαν και αναστάτωσαν στη διάρκεια της μέρας το ταραγμένο παιδικό μυαλό και την ευαίσθητη παιδική ψυχή, και σε κάποια στιγμή της οποίας έρχεται κοντά του και ο πατέρας για να προσφέρει με τη δική του καληνύχτα την αίσθηση της ύψιστης αποδοχής και φροντίδας και ασφάλειας και μετά αποχωρούν, πρώτα εκείνος και μετά εκείνη με τις τελευταίες τρυφερές ματιές και λέξεις ακουμπώντας και μη σφραγίζοντας την πόρτα στο κούφωμά της για να διατηρούν μια επαφή με τα τεκταινόμενα εντός του δωματίου για ώρα ανάγκης, προσπάθησε πραγματικά είναι η αλήθεια, ξαπλωμένος στο κρεβάτι και κρατώντας σφιχτά κλεισμένα τα μάτια του να απεγκλωβιστεί από την έξαψη και το ξάναμμα της καινούριας εμπειρίας και της απόλαυσης που μέχρι πριν λίγο κρατούσε στα χέρια του και ήταν βουτηγμένος μέσα της, να απομακρύνει και να ηρεμήσει τη σκέψη του, να την πείσει πως δεν χρειαζόταν άλλα παιχνίδια και άλλες εφαρμογές, άλλες πίστες και άλλα ρεκόρ, άλλες προκλήσεις και άλλες νίκες για σήμερα, πως αυτό που χρειαζόταν ήταν η χαλάρωση, η ξεκούραση και ο ύπνος για να είναι έτοιμος αύριο για το σχολείο, για άλλη μια απαιτητική μέρα, για να δώσει τον καλύτερό του εαυτό, να τα πάει καλά και να τα καταφέρει, και να γυρίσει, και να ξαναφύγει για να παρακολουθήσει και τα αγγλικά και να ξαναγυρίσει, να διαβάσει και να προετοιμαστεί για τη μεθαυριανή μέρα και τότε, μετά από όλο τον ημερήσιο Γολγοθά, να του επιτραπεί για λίγο, ίσως για μισή ή και για μία ή και μιάμιση ώρα αν όλες οι συνθήκες ήταν ιδανικές, να ασχοληθεί ξανά με το αγαπημένο παιχνίδι, προσπάθησε πραγματικά να το κάνει αλλά δεν τα κατάφερε.

Και όλο και περισσότερο ισχυροποιούνταν μέσα του η ιδέα, η αιρετική σκέψη, η ριζοσπαστική και παράνομη σκέψη, να σηκωθεί κρυφά, με προσοχή και να ανοίξει ξανά το τάμπλετ, να το θέσει σε αθόρυβη λειτουργία και να παίξει πάλι, για λίγο, ένα ή δύο παιχνίδια, τρεις ή τέσσερις προσπάθειες, όχι πιο πολύ από πέντ’ έξι φορές και μετά να γυρίσει ήσυχα στο κρεβάτι του και να κοιμηθεί αμέσως, μόνο για λίγο, το υποσχόταν στον εαυτό του και στους γονείς του και στη δασκάλα του και στο Θεό και την Παναγία και το Χριστό και σε όλες τις ορατές κι αόρατες δυνάμεις, σε κάθε τι υπαρκτό κι ανύπαρκτο πως δεν θα έκανε υπερβολές, δεν θα τραβούσε τα πράγματα στα άκρα, δεν θα διασάλευε παρά μόνο ελάχιστα την παραδεδεγμένη τάξη πραγμάτων του κόσμου, δεν θα αργούσε πολύ να κοιμηθεί και αύριο θα πήγαινε καλά στα μαθήματα και θα διάβαζε και όλα τα μαθήματα για μεθαύριο. Και αφού τα συμφώνησε και τα υποσχέθηκε όλα, ξεσκεπάστηκε και κατέβηκε απ’ το κρεβάτι ελέγχοντας τις κινήσεις του και κρατώντας και την ανάσα του για να μη φύγει κάποιος ανεπιθύμητος ήχος απ’ το άνοιγμα της μισόκλειστης πόρτας και ειδοποιήσει τους καιροφυλακτούντες γονείς και περπάτησε προσεκτικά προς τη βιβλιοθήκη κάτω απ’ το ημίφως που το ηλεκτρικό φαναράκι νυκτός διέχεε στο δωμάτιο και απλώνοντας το χέρι στο χαμηλό ράφι έπιασε το μηχάνημα και με τον ίδιο αθόρυβο, συνωμοτικό τρόπο ξαναγύρισε στο κρεβάτι και ακουμπώντας στο μαξιλάρι, μισοσκεπασμένος κι έτοιμος να ξαπλώσει σε χρόνο μηδέν και να προσποιηθεί τον κοιμισμένο αν παρίστατο ανάγκη, το ξανάθεσε σε λειτουργία.

Κι όμως, αν και ξανάπαιξε το ίδιο παιχνίδι που έπαιζε και πριν κλείσει το μηχάνημα και το είχε αφήσει ουσιαστικά στη μέση και προσπάθησε σκληρά και φιλότιμα κάνοντας καινούριο και αξεπέραστο, όπως του φάνηκε, ρεκόρ και μετά πήγε σε άλλο, εξίσου συναρπαστικό και θελκτικό παιχνίδι, τίποτα δεν ήταν τώρα πια το ίδιο.

Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για την πράξη του, οι ενοχές από την αίσθηση πως έκανε κάτι ανεπίτρεπτο και απρεπές, κάτι που αν τον ανακάλυπταν οι γονείς του θα ντροπιαζόταν και θα τον τιμωρούσαν, κι ακόμα οι φόβοι πως δεν θα κοιμόταν όσο έπρεπε και αύριο δεν θα μπορούσε ν’ αποδώσει στο σχολείο και θα αποτύγχανε σε ενδεχόμενη εξέταση σε κάποιο απ’ τα μαθήματα και μετά θα παρασυρόταν και θα το έκανε κάθε βράδυ αυτό και θα αποτύγχανε σιγά σιγά σε όλα τα μαθήματα και θα γινόταν ένας κακός μαθητής του Δημοτικού κι ακόμα χειρότερος μετά, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, και δεν θα έμπαινε στο Πανεπιστήμιο και δεν θα μπορούσε να βρει δουλειά και δεν θα είχε λεφτά, όπως πολύ καλά ήξερε από αυτά που του είχαν πει οι γονείς του και ο φόβος για το τι θα έκανε μετά στη ζωή του αν δεν πήγαινε στο Πανεπιστήμιο και αν δεν είχε δουλειά και λεφτά, ξεθώριασε κι έσβησε από τα μάτια του τη λάμψη και τα χρώματα των αθόρυβων παιχνιδιών και τον οδήγησε σε λάθος χειρισμούς και σε ήττες και στην καταστροφή των ρεκόρ του κάνοντάς τον να χάσει το ενδιαφέρον του, να τα παρατήσει, να βγει από τις εφαρμογές των παιχνιδιών αλλά να μην κλείσει το τάμπλετ παρά να περιηγείται αδιάφορος στα εικονίδια και στους τίτλους τους ενώ το μυαλό του αναζητούσε μια διέξοδο, μια λύση για να τον ηρεμήσει και να τον παρηγορήσει, να τον διαβεβαιώσει αν ήταν δυνατό πως όταν θα μεγάλωνε δεν θα κινδύνευε, πως το μέλλον του θα ήταν εξασφαλισμένο, πως θα ζούσε καλά κι ευτυχισμένα και δεν θα υπέφερε και δεν θα πέθαινε ούτε αυτός ούτε οι γονείς του. Κι αισθανόταν πως δεν θα κατάφερνε να ησυχάσει ούτε να κοιμηθεί, ούτε σήμερα ούτε καμιά άλλη μέρα αν δεν εξασφάλιζε με κάποιο τρόπο πως στο μέλλον όλα θα πήγαιναν καλά.

Εκεί που κοιτούσε με απελπισμένη αδιαφορία στην οθόνη τα εικονίδια με τους τίτλους των παιχνιδιών, ένα εικονίδιο στην κάτω δεξιά γωνία που απεικόνιζε έναν κύκλο με χρώματα, ένα καλειδοσκόπιο, ένα ξεκομμένο κι απομονωμένο εικονίδιο, σαν να παρείσφρησε κατά λάθος στην οθόνη και να ήταν έτοιμο να ξαναφύγει αφού στάθηκε για λίγο να δει τι συμβαίνει, του τράβηξε το βλέμμα και την προσοχή με τον τίτλο της εφαρμογής που αναγραφόταν στο κάτω μέρος του: “Δες το μέλλον” και βλέποντάς το αισθάνθηκε την ελπίδα να ξαναγυρίζει κι ένιωσε ευγνώμων γι’ αυτόν που κατάλαβε την αγωνία του και του έστειλε βοήθεια τώρα που τη χρειαζόταν, είτε άνθρωπος ήταν, είτε θεός, είτε ένας ψυχρός ηλεκτρονικός εγκέφαλος και με λαχτάρα και βιασύνη πίεσε το δάχτυλό του πάνω του πριν το λαθραίο εικονίδιο προλάβει κι εξαφανιστεί.

Η οθόνη του τάμπλετ γέμισε με πρόσωπα, σαν άλμπουμ φωτογραφιών και ο Ιάσονας γύρισε την οθόνη κάθετα για να τα παρατηρήσει από πάνω προς τα κάτω και ν’ ανακαλύψει με έκπληξη και φόβο κοιτώντας τα προσεκτικά πως του ήταν γνωστά και οικεία, ήταν πρόσωπα συμμαθητών και φίλων του και συγγενών του, ακόμα και των ίδιων των γονιών του και όλα συνέχιζαν να γράφουν στο κάτω μέρος της εικόνας τους την προτροπή: “Δες το μέλλον” που επειδή ήταν τόσο εύκολο να το κάνει, να πιέσει το κάθε εικονίδιο και να προχωρήσει ακόμα περισσότερο, δίστασε, του φάνηκε πως αν προχωρούσε θα έκανε κάτι αυστηρά απαγορευμένο, θα περνούσε ένα όριο που μετά δεν θα είχε επιστροφή, θα έβλεπε πράγματα που δεν έπρεπε να δει για καθέναν από τους ανθρώπους τις φωτογραφίες των οποίων έβλεπε μπροστά του και παρ’ όλα αυτά ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να πιέσει το δάχτυλο στην οθόνη και το μόνο που τον καθυστερούσε ήταν το ν’ αποφασίσει ποιον απ’ όλους θα διάλεγε πρώτο.

Θέλησε να ξεκινήσει με ότι εκτίμησε πως θα ήταν πιο ανώδυνο, πιο μακρινό, σε συναισθηματική απόσταση από τον ίδιο, όχι με κάποιο κοντινό του πρόσωπο αλλά με κάποιο λιγότερο γνωστό, αν ήταν δυνατόν και σχεδόν άγνωστό του και διάλεξε έναν από τους συμμαθητές του στην τάξη, που όλων οι φωτογραφίες περιλαμβάνονταν στο ηλεκτρονικό άλμπουμ, ένα Νίκο που δεν έκαναν καθόλου παρέα και δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα και μάλλον κι εκείνος έτρεφε για τον Ιάσονα την ίδια λανθάνουσα αντιπάθεια. Πίεσε την οθόνη στο εικονίδιο και είδε ένα βίντεο με το Νίκο ή κάποιον που υποτίθεται πως ήταν αυτός γιατί ήταν κάποιος άντρας, γύρω στα τριάντα, ιδρωμένος και ταλαιπωρημένος να σέρνει και να κουβαλάει κασόνια, δέματα και κιβώτια σε μια αποθήκη σε ώρα δουλειάς και μπορούσε να δει μέσα στο μυαλό του και να νιώσει την οργή και την αγανάκτησή του για την κούραση και την ταλαιπωρία και την απέχθειά του γι’ αυτό που έκανε και που τον εξόντωνε και κυρίως την απελπισία του γιατί δεν μπορούσε να ξεφύγει, δεν μπορούσε να πάει σε άλλη δουλειά και ακόμα περισσότερο γιατί δεν μπορούσε να ξεφύγει ούτε μετά τη δουλειά, δεν μπορούσε να κάνει κάτι που να τον ευχαριστεί γιατί δεν είχε τη διάθεση, το κουράγιο και τα χρήματα. Ένιωσε λύπη και συμπόνια γι’ αυτό το Νίκο κι ας μην του ήταν συμπαθής στην τωρινή του μορφή κι ας μην του μιλούσε κι ας μην τον συμπαθούσε ούτε εκείνος, γιατί ποτέ δεν είναι ευχάριστο να βλέπεις κάποιον να υποφέρει. Γρήγορα όμως πίεσε στην οθόνη την αντίστροφη πορεία για να μη συνεχίσει να τον βλέπει να ταλαιπωρείται και κυρίως για να δει και άλλα, πιο προσφιλή του πρόσωπα.

Συνέχισε με το Σπύρο, κάποιον πιο κοντινό του, εντός του κύκλου των αγοριών που έκανε παρέα από την τάξη, ένα αγόρι που δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά, κι αυτόν τον είδε επίσης να κουβαλάει και να ιδρώνει και να τρέχει και να δέχεται φωνές και παρατηρήσεις από ανώτερους στους χώρους ενός σούπερ μάρκετ και τον ένιωσε να πιέζεται και να είναι έτοιμος να εκραγεί αλλά δεν μπορούσε αν και ήταν κι αυτός μεγάλος – επίσης γύρω στα τριάντα – γιατί κι αυτός δεν μπορούσε να ξεφύγει, δεν μπορούσε να πάει σε άλλη δουλειά ούτε να ξεφύγει μετά τη δουλειά, δεν είχε ούτε αυτός τη διάθεση, το κουράγιο και τα χρήματα. Η λύπη του Ιάσονα άρχισε να γίνεται ανησυχία βλέποντας ένα δεύτερο μέλλον γνωστού του ίδιο με το πρώτο και θέλησε γρήγορα να το παρακάμψει και να περάσει σε τρίτο αλλά αυτή τη φορά θέλησε να εκβιάσει διαφορετικό αποτέλεσμα με το να πατήσει πάνω στην εικόνα όχι αγοριού αλλά κοριτσιού και μάλιστα όχι οποιουδήποτε αλλά του πιο ενδιαφέροντος κοριτσιού στην τάξη, της Ελένης, του κοριτσιού στο οποίο εκείνος είχε τα μάτια καρφωμένα σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτισής του στο Δημοτικό. Άνοιξε και το δικό της εικονίδιο, το δικό της βίντεο και είδε και το δικό της μέλλον, με συστολή και ντροπή αυτή τη φορά σαν να παρακολουθούσε την Ελένη κρυφά, μέσα από κλειδαρότρυπα, αν και δεν έκανε ή δεν είδε τίποτα πιο κρυφό απ’ ότι με τους δύο προηγούμενους, ίσως όμως επειδή την Ελένη την έβλεπε με διαφορετικό μάτι απ’ ότι τους δύο προηγούμενους, παρ’ όλο το διαφορετικό μάτι όμως δεν είδε τίποτ’ άλλο παρά την κατάσταση της Ελένης μετά από χρόνια, σε ηλικία γύρω στα τριάντα, κι αυτή όπως και οι δύο προηγούμενοι και το απογοητευτικό, το απελπιστικά δυσοίωνο ήταν πως κι εκείνη ανεβοκατέβαινε ιδροκοπώντας ορόφους και πατώματα μεταφέροντας ρούχα κι εξυπηρετώντας πελάτες ως πωλήτρια σε κατάστημα και δεχόταν φωνές, παρατηρήσεις και απειλές από τους ιδιοκτήτες και την ένιωσε κι αυτήν να πιέζεται και να συνθλίβεται και να μην μπορεί να αντιδράσει αν και θα ήθελε να φύγει από κει, τα λεφτά δεν της έφταναν ούτε κι ο χρόνος για να προσέχει κι ένα παιδί που ο Ιάσονας το είδε να την περιμένει στο σπίτι, να μην αντιδρά γιατί δεν μπορούσε να πάει πουθενά αλλού γιατί δεν υπήρχε τίποτα, πουθενά αλλού. Κι αν για τους προηγούμενους ο Ιάσονας λυπήθηκε κι ανησύχησε, για την Ελένη πόνεσε γιατί δεν ήθελε να τη βλέπει δυστυχισμένη κι απελπισμένη και γιατί ήθελε να τη βοηθήσει και πίστευε πως μπορούσε κι αυτό τον πλήγωνε περισσότερο γιατί ενώ το έλπιζε και το ευχόταν δεν είδε τον εαυτό του πουθενά κοντά της στο μέλλον που παρακολούθησε.

Τώρα που η πιο γλυκιά και δελεαστική ελπίδα που ζέσταινε την ψυχή του από τη στιγμή που κατάλαβε το αντικείμενο αυτού του παιχνιδιού, το να δει την

Ελένη στο μέλλον μαζί του, τον εγκατέλειψε, καμία συστολή και κανένας φραγμός δεν τον σταματούσε και με μια μανία σαν εκδικητική για το κακό που του είχε γίνει να μην του φανερωθεί το μέλλον που θα ήθελε, άνοιγε με ορμή τα εικονίδια πατώντας βίαια πάνω στις φωτογραφίες και τα πρόσωπα και παρακολουθώντας χαιρέκακα τον Άρη, τον καλύτερό του φίλο γύρω στα τριάντα του κι αυτόν να βασανίζεται, κουβαλώντας δίσκους και πιατέλες και ποτήρια ως γκαρσόνι εστιατορίου σε ώρα αιχμής με τα παράπονα των πελατών, την κούραση των χεριών και των ποδιών, τις προσβολές των αφεντικών και την ανεπάρκεια των μισθών να τον συνθλίβουν μα να μην μπορεί να αντιδράσει ούτε εκείνος και το ίδιο και ο Στάθης κι ο Σταμάτης και η Ρούλα ως εργάτης σε οικοδομή ο ένας, τεχνικός σε συνεργείο ο άλλος, κομμώτρια η τρίτη και είδε κι άλλους, το Λουκά και το Ντιμίτρι και τη Λίτσα και τη Ζωή και το Χασάν και το Χοσέ και το Γιώργο και το Γιάννη και τις Μαρίες και τη Νεφέλη να προσπαθούν μα να μη μπορούν να ζήσουν μέσα κι έξω από γραφεία και εργαστήρια και μαγαζιά και φούρνους και ζαχαροπλαστεία, από φορτηγά και πλοία και τυπογραφεία και να μην μπορούν να κάνουν τίποτα για να το αλλάξουν, μέχρι που έκανε και το μεγάλο βήμα, άνοιξε και τη δική του φωτογραφία μην έχοντας ελπίδες για κάτι διαφορετικό πια και πράγματι είδε τον εαυτό του με ακουστικά στ’ αυτιά, καθισμένο σ’ ένα στενό κουβούκλιο με μια μεγάλη τηλεφωνική συσκευή και ένα μεγάλο κομπιούτερ μπροστά του, κι αυτός γύρω στα τριάντα, χωρίς ελπίδα, με τρόμο και απόγνωση στα μάτια αλλά αξιοσημείωτη σταθερότητα στη φωνή με την οποία απαντούσε στις εισερχόμενες κλήσεις εξυπηρετώντας ευγενικά τους πελάτες.

Κατόπιν στράφηκε σε κάτι άλλο, κάτι που μέχρι τώρα δεν είχε δοκιμάσει αν και το έβλεπε συνέχεια στην οθόνη, τα εικονίδια των μεγάλων και πρώτα της δασκάλας του που όλοι σέβονταν και αγαπούσαν μέσα στην τάξη και θα ενδιαφέρονταν να μάθουν για κείνη και το μέλλον της αλλά που κι αν δεν το μάθαιναν ή δεν το έβλεπαν δεν θα αισθάνονταν και πολύ απογοητευμένοι. Εκείνος όμως το είδε και είδε την κυρία Ειρήνη αδύνατη και αδύναμη γριά σε άχρωμο δωμάτιο γηροκομείου να κοιτάζει με χαμένο βλέμμα και μετά όλο αγωνία πάτησε σε εικονίδια θείων του και συγγενών και γονέων φίλων του και τους είδε να σβήνουν και να πεθαίνουν σε σπιτικά δωμάτια ή ακόμα χειρότερα, σε δωμάτια νοσοκομείων, συνδεδεμένους με σωληνάκια και ορούς με πρόσωπα σκαμμένα από τον τρόμο ή ψυχρά απ’ την παραίτηση ή σφιγμένα από τον πόνο, και μετά πατούσε ανεξέλεγκτα τα εικονίδια που άλλαζαν μπροστά του εμφανίζοντάς του φίλους φίλων και φίλους συγγενών και φίλους των γονιών των φίλων του και των δικών του και αυτά τα εικονίδια, δηλαδή των δικών του γονιών ήταν τα μόνα που δεν πάτησε, αλλά όλα τ’ άλλα τα άνοιξε και πέρναγαν μπροστά του και άλλαζαν έχοντας την ίδια κατάληξη, σκλαβιά και θάνατο και ανακατεύονταν κι αναμιγνύονταν και γίνονταν ένα πρόσωπο, ένας άνθρωπος με χιλιάδες, εκατομμύρια, αμέτρητα πρόσωπα, όλη η ανθρωπότητα με τη φρικτή της μοίρα και το φρικτό της τέλος, όλοι ένα πρόσωπο και κυρίως ένα σώμα φτιαγμένο να μην κάνει τίποτε άλλο παρά να κουράζεται και να υποφέρει, να ελπίζει πάντα μόνο και μόνο για ν’ απογοητεύεται, να χάνει συνεχώς και να θρηνεί για την απώλεια, να πασχίζει και ν’ αναζητά το παιχνίδι και την απόλαυση και να αμοίβεται λαμβάνοντας μόνο την τιμωρία και την καταδίκη.

Ο Ιάσονας κατάλαβε πως το μέλλον του ήταν υποθηκευμένο μαζί με το μέλλον όλων των άλλων και δεν μπορούσε να μείνει έτσι, δεν μπορούσε να το δεχτεί, δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια μπροστά σε τέτοια ολοκληρωτική καταστροφή και απλώς να πέσει για ύπνο, άσε που για κάποιο λόγο ήταν πεπεισμένος πως λύση και διέξοδος υπήρχε, ίσως λόγω της άγνοιας ενός μικρού παιδιού, ίσως λόγω της άρνησής του να δεχτεί το τέλος και το θάνατο, και πως αυτή η διέξοδος ήταν κοντά του και δεν είχε παρά μονάχα να τη βρει.

***

Το πρωί η μητέρα του δεν βρήκε κανέναν να ξυπνήσει για το σχολείο. Κι ο πατέρας που μπήκε στο δωμάτιο με την καρδιά του σκισμένη από τις φωνές της γυναίκας του, το μόνο ίχνος του γιου του που βρήκε ήταν το τάμπλετ που είχε μείνει ανοιχτό χωρίς να δείχνει τίποτ’ άλλο παρά ένα εικονίδιο που εμφάνιζε μια κλειστή πόρτα, που όσο κι αν την πίεζε με το δάχτυλό του δεν άνοιγε, έμενε ανενεργή σαν να είχε ήδη χρησιμοποιηθεί και μετά να έκλεισε για πάντα.

 

* Ο Παναγιώτης Φάμελλος ζει στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάζεται σε τράπεζα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές διηγημάτων, σε περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει μεταφράσει το δοκίμιο «Γάτες και Σκύλοι» του H. P. Lovecraft. Η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Μια πτώση πριν το τέλος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Παράξενες Μέρες».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top