Fractal

Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς

Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης // *

 

Σκην πς βίος κα παίγνιον: μάθε παίζειν, τν σπουδν μεταθείς, φέρε τς δύνας.

 

 

«Κάποια έργα χρειάζονται καιρό για να γίνουν
κατανοητά, διότι συνιστούν απαντήσεις σε ερωτήματα
που δεν έχουν ακόμα τεθεί. Και συχνά το ερώτημα
φτάνει πολύ μετά την απάντηση…»

(Όσκαρ Ουάιλντ)

 

«Παλλαδᾶς Χαλκιδεὺς ὁ Μετέωρος, ποιητὴς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τετάρτου τε καὶ πέμπτου αἰῶνος μ.Χ., ἐθνικὸς, λεπτογνώμονα σκωπτικὰ ἐπιγράμματα τέτευχεν. Νεοέλληνα δ᾽ εὐδόκιμον ποιητὴν Κ. Καβάφην εἰκότως ἐμπέπνευκεν».

Τι ξέρουμε για τη ζωή του Παλλαδά, εκτός από μερικές σημαδιακές χρονολογίες που τον τοποθετούν στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα; Τίποτε απολύτως. Ίσως μόνο πως γεννήθηκε στην Χαλκίδα και γύρεψε την τύχη του στην Αλεξάνδρεια. Επίσης, ότι του είχε αποδοθεί το επίθετο Μετέωρος, για να επισημανθεί η ειδωλολατρική του «απόκλιση» ή η αβεβαιότητά του ανάμεσα στον επιθετικό χριστιανισμό και τον υποχωρούντα ελληνισμό. Απομένουν τα επιγράμματά του. Ο Παλλαδάς δηλαδή.

Ο Παλλαδάς έζησε στην Αλεξάνδρεια σε μια εποχή που έφθινε ο εθνικός ελληνισμός ενώ ο χριστιανισμός θριάμβευε ανακηρυσσόμενος επίσημη θρησκεία του κράτους. Στην «Παλατινή Ανθολογία» σώζονται περί τα 160 επιγράμματά του (ερωτικά, σκωπτικά, επιτύμβια, συμποτικά, αναθηματικά, επιδεικτικά, προτρεπτικά). Ποικίλο και πλούσιο το υλικό, αποσαφηνίζει το χαρακτήρα της ποίησής του και φανερώνει τη δεξιότητά του. Είχε εκπονήσει ο ίδιος μια συλλογή των επιγραμμάτων του, την οποία περιέλαβε στον «Κύκλο» του ο Αγαθίας και κατόπιν ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς στην «Ανθολογία» του.

Πικρόχολα σκωπτικός και αυτοσαρκαστικός, γκρινιάζει για τη γραμματοδιδασκαλική ανέχειά του και για την κυρά του, ελεεινολογεί την άστατη Τύχη, ενίσταται και ανθίσταται στον επελαύνοντα χριστιανισμό, χλευάζοντας τους φανατικούς του, νοσταλγεί, ακουμπάει στον επικουρισμό, στον στωικισμό αλλά και στον κυνισμό.

«Αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού» που τον διέκρινε, παρατηρεί η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, «συντείνει στο να τον κάνει τον μάρτυρα μίας μαύρης νύχτας. Οι στίχοι αυτού του φτωχού Αλεξανδρινού δασκάλου προεικονίζουν ορισμένες φορές τους μονόλογους του αποκαρδιωμένου Άμλετ του Σαίξπηρ, τη σάτιρα του Σουίφτ, την αποθαρρυμένη ονειροπόληση του Μπωντλαίρ. Σ’ αυτές τις στιγμές είναι ένας μεγάλος ποιητής».

Εκατόν πενήντα ένα επιγράμματα κι άλλα είκοσι τρία αμφίβολα σχηματίζουν το φιλολογικό σαρκίο του Παλλαδά του Αλεξανδρινού. Όσο για την ποιητική ψυχή του, αυτή ένας θεός ξέρει γιατί και πώς τσακίστηκε στα βράχια της γλώσσας. Η εποχή του, ο 4ος μ.Χ. αιώνας, ήταν από εκείνες τις εποχές που σκληραίνουν τη γλώσσα και εκθέτουν τις λέξεις στα κτηνώδη στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Σηκώνονται άνεμοι αλύπητοι, τρικυμίες άγριες, μπόρες ασταμάτητες. Όταν ένας γερασμένος πολιτισμός πεθαίνει κάτω από τα χτυπήματα ενός νέου, που δεν διαθέτει ακόμη παρά την ανεξέλεγκτη δύναμη του ακούραστου και ατσαλάκωτου μέλλοντος, οι ανθρώπινες ψυχές μένουν μόνες, με τα ένστικτα. Προσπαθούν να αρπαχτούν από τις λέξεις και κόβονται, ματώνουν, γιατί η συνεχής τριβή στους πέντε ανέμους μιας ακόμη βίας που ισχυρίζεται την ανθρωπιά τις έχει κάνει αιχμηρές σαν μαχαίρια. Ο Παλλαδάς σηκώνει μια γωνιά του μανδύα που σκεπάζει το ψοφίμι του εθνικού κόσμου και βλέπει το νέο Χριστιανικό κόσμο να το γλεντάει, χορταίνοντας το σκοτεινό ένστικτο που πριν από αιώνες οι Έλληνες είχαν καταφέρει να δαμάσουν. Ξαφνικά αποκτά επίγνωση της Ιστορίας ή τουλάχιστον επίγνωση του ζώου που βόσκει Ιστορία – πράγμα που από μιαν άποψη είναι το ίδιο. Σαρκάζει, δεν πιστεύει σε τίποτε, γελοιοποιεί τα πάντα και τους πάντες. Στην πραγματικότητα, η βάση εκκίνησης της κριτικής του είναι η ασυνέπεια, τόσο του παλιού, όσο και του νέου κόσμου, απέναντι στην έννοια της φιλαλήθειας. Αιώνες αργότερα ο Νίτσε θα θεωρήσει αυτή την ασυνέπεια σαν κεντρικό στοιχείο αυτο-αποδόμησης του Δυτικού Πολιτισμού. Μέχρι τότε όμως, και δεδομένου ότι η ποίηση εγκλωβίστηκε στο μπαλκονάκι των αισθήσεων, ο Παλλάδας δεν υπήρξε παρά ένας «επιδερμικός στιχουργός», του οποίου «η οργίλη διάθεση πύρωνε τα επιγράμματα εξωτερικά, αλλά τους στερούσε ποιητικό βάθος», όπως σημείωσε ένας άγνωστος συγγραφέας του 17ου  αιώνα.

Στο προτελευταίο του βιβλίο ο καθηγητής Δ. Λιαντίνης με τίτλο «Τα Ελληνικά» θα γράψει:

«Γιατί αυτό είναι το μυστήριο της αληθινής ποίησης. Να μη συνθέτει απλά το παρόν. Αλλά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να εξαργυρώνει και το μέλλον στην γοερή τράπεζα της προφητείας. Ο μεγάλος ποιητής γίνεται μάντης. Διότι η μεγάλη ποίηση δεν προφητεύει ένα γεγονός, αλλά διεισδύοντας στα βάθη του ανθρώπινου είναι, μας προφητεύει το κάθε ένα γεγονός που γεννιέται μέσω της πολιτικής από τον άνθρωπο!
Πάνε χρόνια που στο υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου της Θεσσαλονίκης, έψαχνα για βιβλία συγκεκριμένης εποχής, εκείνης της εκκωφαντικής συντριβής του ανθρώπου από τον δεσποτισμό και την είσοδο στον μεσαίωνα. Τα έβγαζα ένα-ένα από το ράφι και γύριζα στην πίσω σελίδα για να δω την περίληψη του βιβλίου. Στα χέρια μου βρέθηκε ένα καφετί βιβλίο με τίτλο «Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς: Μεταφραστικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις». Στην πίσω πλευρά του βιβλίου διαβάζω έναν στίχο:

 

Μήπως ενώ έχουμε πεθάνει ζούμε μόνο κατά φαντασίαν, εμείς οι Έλληνες,

που έχομε περιπέσει σε συμφορά νομίζοντας ότι η ζωή είναι όνειρο;

ή ζούμε εμείς, και έχει αποθάνει η ζωή;

 

Ένας άλλος Αλεξανδρινός σαν τον Καβάφη, ένας άλλος «προφήτης», με έκανε να μην διαβάζω ιστορία αλλά να την ζω. Να την ζω μέσα από τα επιγράμματα ενός ανθρώπου ποιοτικού, φτωχού, πραγματικού Έλληνα, που έβλεπε τον όχλο να του καταστρέφει τον κόσμο του. Άκουγε από τα ανοιχτά παραθύρια της ζεστής πόλης, την αξίνα του μοναχού, να καταστρέφει την Ελληνική ομορφιά και ο  ήχος διαπερνούσε τα αυτιά και πέρα ως πέρα το μυαλό του. Και έτσι πονεμένα έγραφε αντικρίζοντας ένα κατεστραμμένο άγαλμα του Ηρακλή:

Το γιο το χάλκινο του Δία που πριν δοξολογούσαμε

απόρησα που σ’ ένα τρίστρατο τον είδα παραπεταμένο,

κι είπα βαρύθυμος: Τρισέληνε
εσένα τον ανίκητο που απ’ τα κακά μας γλίτωνες,

σήμερα σε ξάπλωσαν καταγής!
Κι όταν τη νύχτα φανερώθηκε ο Θεός, μισογελώντας μου είπε:

«Έμαθα, αν και Θεός, να υπηρετώ τις περιστάσεις».

Αλλά η ζωή στην Αλεξάνδρεια, άρχισε να γίνετε και επικίνδυνη, εκτός από καταθλιπτική. Άραγε ζούσε ο Παλλαδάς για να δει το τέλος της φιλοσόφου Υπατίας, την οποία εξύμνησε με ένα επίγραμμα του, όταν αυτή η πανέμορφη Ελληνίδα δίδασκε φιλοσοφία και μαθηματικά:

 

Όταν σε βλέπω ή τα λόγια σου ακούω, προσκυνώ

και η σοφία σου με της παρθένου τον αστερισμό

βλέπω να λάμπει.

Έτσι ουράνια όλα δικά σου

Υπατία σεμνή, των λόγων πανέμορφη,

της μάθησης σοφό κι άχραντο άστρο.

 

Πόσες «Υπατίες» θα είδε όμως να σέρνονται στους δρόμους από τον πουριτανικό, αρνησίζωο, αγέλαστο ιουδαιο-χριστιανικό όχλο, ο οποίος ήταν πλέον ο παρακρατικός στρατός των αυτοκρατόρων. Σίγουρα πάντως είδε ο Παλλαδάς την καταστροφή του Σεράπειου, της βιβλιοθήκης και την κτηνωδία απέναντι στους Έλληνες υπερασπιστές του:

 

Κάποιος φονιάς δίπλα σε τοίχο ετοιμόρροπο κοιμόταν

όταν ο Σάραπις του φανερώθηκε στον ύπνο και προφήτεψε:

«Σήκω ελεεινέ, πήγαινε αλλού να κοιμηθείς».

Εκείνος όταν ξύπνησε έφυγε, και ξάφνου

ο τοίχος ετοιμόρροπος γκρεμίστηκε.

Πρωί-πρωί κι όλο χαρά ο κακούργος

άρχισε τις θυσίες για την σωτηρία του

νομίζοντας πως χαίρεται με τους φονιάδες ο θεός.

Αλλά ο Σάραπις πάλι του φανερώθηκε την νύχτα και ξαναπροφήτεψε:

«Άθλιε, για προστάτη των αδίκων με νομίζεις;

Αν τον χαμό σου ανέβαλα και γλίτωσες άλυπο θάνατο,

να ξέρεις πως σε φύλαξα να πεθάνεις στον σταυρό».

 

Έτσι κατάλαβε ο Έλληνας την τιμωρία των χριστιανών. Όχι με το θάνατο, αλλά με την ίδια τους την ζωή την οποία και αποφάσισαν μόνοι τους να την σταυρώσουν να την κάνουν μαρτύριο, από κόσμημα.  Αλλά το επικίνδυνο της ζωής αποτυπώνεται διαρκώς στα επιγράμματα του Παλλαδά στα οποία πρέπει να γράφει με επιδέξιους γρίφους. Ο Θεόφιλος, πατριάρχης τη Αλεξάνδρειας, δεν αγαπά πολύ τα γράμματα και είναι πολύ καχύποπτος με τους Έλληνες γραμματικούς. Μία επίσκεψη του όχλου στο σπίτι, πάντα καραδοκούσε. Ο φτωχός Παλλαδάς πρέπει να πουλήσει- ξεφορτωθεί τα βιβλία του, μιας και δεν μπορεί πια να τα διδάσκει:

 

Τον Πίνδαρο πουλώ και τον Καλλίμαχο

μα και τις πτώσεις τις γραμματικής πουλώ,

γιατί έχω πτώση πείνας.

Μου ‘κοψε βλέπεις ο Δωρόθεος  την «σύνταξη» που μ’ έτρεφε,

δίχως να σεβαστεί τα γηρατειά μου.

Όμως εσύ προστάτεψέ με φίλε του θεού, και μη μ’ αφήσεις

με σύνδεσμο τη φτώχεια να τελειώσω την ζωή μου.

 

Εδώ τα λογοπαίγνια του Παλλαδά τσακίζουν μέσα στην απελπισία του. Με τον όρο «μου έκοψαν τη σύνταξη» εννοεί «μου απαγόρεψαν την γραμματική διδασκαλία», και ο Δωρό-θεος, είναι τόσο δώρο του θεού, όσο φίλος του θεού είναι ο Θεό-φιλος. Ο οποίος Θεόφιλος, αντί για σύνταξη (εργασία), δεν θα τον αφήσει έτσι, αλλά θα του δώσει ελεημοσύνη! Θα μετατρέψει τον περήφανο ελληνοπρεπή άνθρωπο δηλαδή σε διακονιάρη!
Αλλά η πόλη του, αχ η πόλη του η Αλεξάνδρεια. Ο Ελληνιστικός φάρος της γνώσης, η περηφάνια του λόγου, αυτό που τον έκανε να αφήσει την Χαλκίδα στην οποία γεννήθηκε. Αυτή η πόλη τον σκοτώνει:

 

Οι νεκροί εγκατέλειψαν την πόλη που ήταν πριν ζωντανή.

Κι εμείς οι ζωντανοί, την πόλη κηδεύουμε τώρα.

 

………………»

Ερανίσματα

 

* Σύμφωνα με τον Πίνδαρο,
καλύτερα να σε μισούν παρά να σε λυπούνται.
Συνήθως, όταν σε μισούν, ζεις μια χαρά ζωή,
ενώ όταν πιάσεις πάτο, σε λυπούνται.
Όσο για μένα, θα ήθελα να είμαι
ούτε πολύ ευτυχισμένος
ούτε κανένας εντελώς κατεστραμμένος.
Η μέση είναι η πιο καλή.
Τα γύρω-γύρω κίνδυνοι τα περιτριγυρίζουν
κι οι άκρες προκαλούν καταστροφή.

 

* Πώς κι είχες τύχη άτυχη, κυρία Τύχη;
Ατύχησες εσύ που δίνεις τύχες;
Μάθε τώρα να υποφέρεις τα σκαμπανεβάσματά σου,
αποστήθισε τις πτώσεις της κακοτυχίας που δίνεις
στον κακόμοιρο κοσμάκη!

Άλλαξες, Τύχη, κι έγινες κανονικό ρεζίλι.
Ούτε την ίδια σου την τύχη δε λυπήθηκες στο τέλος·
από ναό που είχες, καπηλειό
έφτασες να διατηρείς στα γεροντάματά σου
και να ζεσταίνεις τους θνητούς.
Τράβα λοιπόν τον τάραχό σου, ανισόρροπο μυαλό,
αφού δε σου ’φταναν οι τύχες των θνητών
κι άλλαξες τη δική σου.

 

* Η Τύχη που καπηλεύεται όλη τη ζωή,

και που, λόγω της δίχως μετριοπάθειας φύσης της

αναμιγνύει τα πάντα κι ύστερα πάλι τα διαμελίζει,

τώρα αυτή είναι καπελού, όχι θεά,

και της έλαχε το επάγγελμα που άξιζε στο χαρακτήρα της.

 

* Σε σέρνει η Τύχη εδώ κι εκεί; Ας συρθείς και συ μαζί της.

Θα υποφέρεις, αν αγανακτείς. Κι αυτή δεν παύει να σε σέρνει.

 

* Αν δε ξεγελάμε τον βίο τον δραπέτη

και την Τύχη που κουνιέται σαν πόρνη,

θα προξενούμε πάντοτε οδύνη στους εαυτούς μας

βλέποντας τους ανάξιους ευτυχισμένοι να είναι.

 

* Από λόγο κι από νόμο δεν καταλαβαίνει η Τύχη·
Αυτή πηγαίνει όπου την πάει ο παραλογισμός της,
ψάχνοντας κανένα πλάσμα λογικό να τυραννήσει.
Ρέπει μάλλον προς τους άδικους· βεβαίως
τους δικαίους τους αποφεύγει, φροντίζοντας να δείχνει
πώς το παράλογο διαθέτει μια δύναμη… παράλογη ασφαλώς.

 

* Τα πάντα στη ζωή νοθεύεις, Τύχη,
κι ανόθευτη εκ φύσεως παραμένεις.
Ανακατεύεις από δω, ανακατεύεις από κει…
Εσύ δεν είσαι πια θεά, κάπελας είσαι.
Κατέκτησες τον τίτλο με την αξία και το…σταμνί σου!

 

* Ήρθαν τα πάνω κάτω, όπως βλέπω
και είδαμε την Τύχη σε μαύρη δυστυχία.

 

* Πολλά μπορούν να συμβούν από το κύπελλο ως των χειλιών την άκρη.

 

* Μόχθος γλυκός των ίδιων μου χεριών η αχλαδιά
που δέχτηκε το φύλλο μου στο ζουμερό κορμό της,
πέρσι το καλοκαίρι.
Την άνοιξα, της φύτεψα βαθιά-βαθιά το μπόλι,
έπιασε ρίζα πρόθυμα και μου ’δωσε καρπό.
Αγραπιδιά παρέμεινε βέβαια από κάτω,
αλλ’ από πάνω μοσχοβόλησε αχλαδιά.

Κι αν ήμουνα αγραπιδιά, μου ’βαλες μπόλι·
στα δυο σου χέρια μοσχοβόλησα αχλαδιά.
Πάρε λοιπόν αντίδωρο τη γλύκα μου όλη.

 

* Ατίμασα με λογισμό τ’ άτιμα σωθικά
και κόλασα με στοχασμό, τ’ αστόχαστα άντερά μου.
Αφού έχω πάνω το μυαλό και κάτω την κοιλιά,
πώς να μην επιβάλλομαι και στ’ αποκατινά μου;

 

* Είμαι φτωχός, μα συνοικώ με την ελευθερία.
Όσο για κείνον τον αλήτη
τον πλούτο, αλλάζω δρόμο όταν τον δω.

 

* Αν σου τα πάρει ο φίλος,
σε προσφωνεί «ακριβέ αδελφέ» ·
αν όχι, αρκείται στο «αδελφέ».
Βλέπεις, κι οι λέξεις έχουν την τιμή τους.
Φυσικά, εγώ δεν παίρνω ποτέ το «ακριβέ».
Είναι ακριβό, πολύ ακριβό
κι οι τσέπες μου μονίμως στην «κακή τους».

 

* Δούλα ποτέ κυρία να μη γίνει, λέει η παροιμία.
Θα πω κι εγώ μιαν άλλη.
Δίκη ποτέ ο δικηγόρος μη δικάσει,
δεν πάει να είναι πιο καλός κι από τον Ισοκράτη.
Μπορεί άνθρωπος έμμισθος, σαν πόρνη
τη δίκη σου να μην τη μαγαρίσει;

 

* Αφού ως και τ’ άχρηστα μυρμήγκια και οι σκνίπες
λένε πώς έχουνε φαρμάκι, πώς ζητάς
χωρίς φαρμάκι και βρισιές ν’ αντιδικώ
μ’ αυτούς που με αδίκησαν; Μου λες να μουγκαθώ,
να μπουκωθώ χορτάρι ώσπου να σκάσω;

 

* Έκλεψε ο άντρας τη φωτιά και θύμωσε ο Δίας:
«Φωτιά εσύ; Λαίλαπα εγώ!» κι έφτιαξε τη γυναίκα,
για να τον τρώει, να τον ψήνει, να τον στέλνει
πριν της ώρας του. Πλην όμως, ούτε ο Δίας
απέφυγε την όμορφη βασίλισσά του,
παρ’ όλο που την πέταγε απ’ τον Όλυμπο συχνά.
Σοφός λοιπόν ο Όμηρος που τους παρουσιάζει
να τρώγονται με το παραμικρό. Γι’ αυτό, μην περιμένεις
να σταματήσει τη μουρμούρα· ούτε κι αν στρώσεις
με χρυσάφι το κρεβάτι που την παίρνεις.

Ζημιάρες και ανάποδες μας παραδίδει
ο Όμηρος τις γυναίκες.
Ενάρετες και πόρνες, όλες σωστή καταστροφή.
Άντρες σκότωσε η μοιχεία της Ελένης
και θάνατο έσπειρε της Πηνελόπης η αρετή.
Για μια γυναίκα γράφτηκε  η Ιλιάδα
και η  Οδύσσεια πρόφαση την Πηνελόπη είχε.

Κι ο Δίας στη θέση της φωτιάς έβαλε άλλη φωτιά:
το θηλυκό. Μακάρι να έλειπαν και τα δυο.
Και ναι μεν η φωτιά κάποτε σβήνει,
μα άντε να σβήσεις αν μπορείς το θηλυκό.

 

* Την Κίρκη εγώ δεν την παρουσιάζω
όπως ο Όμηρος, τους άντρες να μεταμορφώνει
σε λύκους και γουρούνια.
Την Κίρκη εγώ τη λέω πόρνη
που μεταμόρφωνε τους άντρες σε φτωχούς·
αφού λοιπόν τούς ρούφαγε
κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό,
με πρώτο και καλύτερο το λογικό,
μη έχοντας να πάρει κάτι από τους «παρμένους»,
τους έτρεφε η ίδια, σαν ζώα οικιακά.
Έξυπνος τώρα ο Οδυσσέας,
μόλις κατάλαβε πώς έρχονται τα γερατειά,
κάθισε μόνος του και σκέφτηκε και βρήκε
το φίλτρο της απεμπλοκής
από τα μάγια της κυρίας.
δεν αναμείχθηκε καθόλου ο Ερμής.

 

* Γυρίζεις και λες πώς ο γάμος
δε σε βάζει εσένα σε καλούπια.
Αστειότητες και μάταιοι κομπασμοί!
Ούτε δέντρο σε γέννησε ούτε πέτρα, όπως λένε.
Ό, τι περνάμε όλοι, περνάς κι εσύ.
Μπορεί να μη σηκώνεις την παντόφλα,
να μην ανέχεσαι το κέρατο, αλλά
εγώ σου λέω πώς αν παντρεύτηκες καλή κι όχι γλωσσού
απλά εξασφάλισες καλύτερες συνθήκες στη σκλαβιά.

 

* Όποιος δυστύχησε κακάσχημη γυναίκα,
το βράδυ θέλει φώτα στο κρεβάτι ν’ αντικρίζει
κατάματα την τύφλα του.

 

* Ο Όμηρος έδειξε τόσο τη σώφρονα όσο και την πόρνη γυναίκα, ολέθριες.

Γιατί, γινόμενη η Ελένη μοιχαλίδα έγιναν φόνοι ανδρών,

και λόγω της σωφροσύνης της Πηνελόπης θάνατοι.

Η Ιλιάδα γράφτηκε χάριν της μιας

και η Οδύσσεια χάριν της άλλης.

 

*  Ένας χαλκουργός έλειωσε τον Έρωτα κι έφτιαξε ένα τηγάνι καθόλου παράλογο, αφού κι αυτός φλέγει.

 

* Αν θυμηθείς πώς σε έκανε ο πατέρας σου, θα πάψει η οίησή σου.

Αλλά ο Πλάτων ο φαντασιόπληκτος σου ‘χει εμφυσήσει την έπαρση αυτή,

λέγοντάς σε αθάνατο και ουράνιο φυτό.

Από λάσπη επλάσθης. Τι φρονείς μέγα; Κι αν ζητάς να μάθεις την αλήθεια, γεννήθηκες λόγω ακόλαστης λαγνείας και μιας ακάθαρτης σταγόνας.

 

* Άλογο μου έταξε ο Ολύμπιος
και μου ’φερε μια ουρά
με κάτι υπολείμματα γαϊδάρου στολισμένη.

Ένα γαϊδούρι μου έδωσε υπομονετικό.
Μπροστά πηγαίνει ιαμβικά, πίσω τροχαϊκά.
Απ’ το σκοινί ή απ’ την ουρά,
σε πάει αργά, μα σίγουρα·

 

* Καλά τα υπονοούμενα
κι η σάτιρα μια υπέροχη ευκαιρία για μίσος.
Όμως εκείνες οι βρισιές,
αχ, εκείνες οι βρισιές!
Σκέτο μέλι Αττικό!

 

* Πόσο κακός, πόσο απέραντος ο φθόνος είναι.

Μισούμε αυτόν που αγαπά ο θεός κι ευτυχισμένος είναι.

Παραπλανά ο φθόνος και πρόθυμα μ’ αυτόν τον τρόπο

την αφροσύνη, τη μωρία εμείς υπηρετούμε.

“Έλληνες” είμαστε λοιπόν; Σποδός έχουμε γίνει

Και των νεκρών οι ελπίδες, νεκρές είναι κι εκείνες.

Τα πράγματα αντεστράφησαν.

 

* Τώρα που οι Ολύμπιοι Θεοί έγιναν Χριστιανοί βρήκαν εδώ σκέπη κι ασφάλεια.
Δεν θα τους ρίξουν, βλέπεις, στην φωτιά, – στο χωνευτήρι όπου βγαίνουν χρήσιμες δεκάρες!
* Ανίσως ενδιαφέρεσαι για κάτι, πρέπει να μεριμνάς και να φροντίζεις.

Όμως αν ο θεός ενδιαφέρεται, προς τι οι μέριμνές σου και οι φροντίδες;

Χωρίς θεό ούτε πολυμέριμνος ούτε και αμέριμνος θα πρέπει να είσαι˙

ωστόσο αν ενδιαφέρεται ο θεός, έχει ήδη γι’ αυτό φροντίσει.

 

* Εάν είναι μοναχοί, τότε πώς είναι τόσο πολλοί; Αν είναι δε τόσο πολλοί, τότε πάλι πώς είναι μόνοι; Ώ πλήθος των μοναχών είστε ψεύτικη μονάδα.

 

* Γέρασα πια, γελάνε οι γυναίκες και μου λένε
να πάω να δω το λείψανό μου στον καθρέφτη.
Τι σημασία έχει το χρώμα των μαλλιών μου;
Γιατί ν’ ασχοληθώ με τη ζωή, αφού τελειώνει;
Σε λίγο, θ’ αρωματιστώ το λιβανάκι μου,
θα στολιστώ τα στεφανάκια μου,
θ’ απολαύσω μια γερή κρασοκατάνυξη,
και θ’ αράξω…για πάντα.

 

* Λόγια πολλά λες, άνθρωπε, σε λίγο θα πεθάνεις. Σώπα, κι ενόσω ακόμα ζεις, τον θάνατο μελέτα

 

* Ω άστατο ανθρώπινο γένος, που πολεμάς τον εαυτό σου, ως το τέλος της ζωής δε βάζεις μυαλό.

 

* Ήρθα στη γη γυμνός, γυμνός κάτω απ’ τη γη θα πάω. Γιατί να μοχθώ μάταια βλέποντας το γυμνό τέλος;

* Τώρα πια ούτε η ελπίδα
ούτε η Τύχη με αφορούν.
Όξω απάτες! Τελειώνει
το ταξίδι μου επιτέλους!

 

* Ο θάνατος παντού καραδοκεί˙ αγέλη είμαστε χοίρων.

Την τρέφουν, για το παράλογο σφαγείο την προορίζουν.

 

* Αφού δε ζει ζωή ο φτωχός, πώς να πεθάνει;
Κι αφού η ζωή του είναι ζωή νεκρού, πώς να τη ζήσει;
Όμως, τι τύχη οι τυχεροί που έχουν πλούτη!
Αυτοί ρουφάνε τη ζωή κι αυτούς ο θάνατός τους.

 

 

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top