Fractal

Διήγημα Fractal: “Παλιές καραβάνες”

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου // *

 

 

Ο μηχανικός, γέρος κι αυτός και μαγκούφης σαν την ίδια, έλεγε πάντα πως αυτή τη φορά θα ήταν για το Γούσλεϊ η τελευταία. Τα μπιτόνια της βενζίνης ήθελαν άλλαγμα και ο συμπλέκτης των ταχυτήτων έτριζε. Όσο για τις ζάντες του τιμονιού, ήταν έτοιμες να κοπούν. Κάπως όμως τα κατάφερνε κάθε φορά να κάνει το σαράβαλο να λειτουργήσει. «Όμως δεν είμαι σίγουρος αν μπορεί να κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι», είπε στη Μάρω καθαρίζοντας το γαλλικό κλειδί με ένα πατσαβούρι, «τα φάγαμε τα ψωμιά μας Μαρία κι εγώ και το Γούσλεϊ, μην κοιτάς εσύ που νεανίζεις», της είπε όπως πάντα πειρακτικά. Η Μάρω τον κοίταξε και χαμογέλασε με κόπο. Πάντα χαμογελούσε η Μάρω, ότι και να βρισκόταν μπροστά της ζωής είχε μάθει να χαμογελά. Έτσι την είχε μάθει η μάνα της. Εμείς ζούμε στην πόλη της έλεγε, δεν είμαστε τίποτα χωριάτες να δείχνουμε αισθήματα. Έτσι και τώρα, χαμογέλασε στον κύριο Ηλία, πλήρωσε αδιαμαρτύρητα τον τσουχτερό λογαριασμό και έβαλε με κόπο το Γούσλεϊ στον δρόμο αναθεματίζοντας την τύχη της για το μακρινό ταξίδι που την περίμενε.

Βγαίνοντας στην λεωφόρο ένιωθε το Γούσλει να τρίζει κάτω από τα πόδια της αλλά πίστευε πως η παλιά καραβάνα ήταν σε θέση, όπως και η ίδια, παρά τα χρόνια της να φέρει εις πέρας το ταξίδι. Άνοιξε το παράθυρο αφήνοντας την φρικτή ζέστη του ηλίου να ορμήσει μέσα στο αμάξι και άναψε τσιγάρο ισορροπώντας επικίνδυνα ανάμεσα στην οδήγηση, τον πισινό της που άρχισε ήδη να ιδρώνει και στην ανάγκη της να τραβήξει την πρώτη ρουφηξιά. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και άφησε για μισό δευτερόλεπτο τον καπνό να εισέλθει στα πνευμόνια της. Μεγαλείο. Σε αυτό το Γούσλεϊ είχε άλλωστε καπνίσει κάποτε το πρώτο της τσιγάρο. Αύγουστος, πυρωμένο καλοκαίρι στο χωριό, μεσημεράκι. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει. Η ζέστη τόσο πυκνή και αφόρητη που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι, η γη από το πύρωμα να αχνίζει, οι πέτρες να έκαιγαν στο ξεραμένο ποταμάκι, τα τζιτζίκια έστηναν τον τρελό χορό τους στα ολοκίτρινα χωράφια και αυτή το μόνο πλάσμα σε όλο το χωριό, χαμίνι στα δώδεκα, που να μην κοιμάται. Αυτή και ο Αντρέας. Είχε περιμένει να κοιμηθεί ο μπαμπάς για να κλέψει τα τσιγάρα του και να τα καπνίσει στο καινούργιο Γούσλεϊ αλλά είχε λογαριάσει χωρίς τον μικρό γιο της χήρας. «Τι κάνεις εκεί;», της είπε γελώντας όταν την είδε να γλιστρά σαν φίδι από το

μισάνοικτο παράθυρο του Γούσλεϊ. Την ακολούθησε γρήγορα στην καμπίνα του αυτοκινήτου που έτριζε. Πρώτο τσιγάρο και πρώτο φιλί. Από τότε τα είχε αυτά στο μυαλό της μπερδεμένα.

Η κόρνα και η φωνές του νεαρού οδηγού που βρισκόταν πίσω της την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ξεχνιόταν πάντα και μπέρδευε τις γραμμές της οδήγησης, το σαραλαβαλάκι που δεν έπιανε πάνω από 90 χιλιόμετρα έπρεπε να παραμένει συστηματικά στην αριστερή γραμμή ενώ αυτή ξεχνιόταν συνέχεια και έμπαινε στην λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας. Μούντζωσε με την σειρά τον νεαρό που την φώναζε πως είναι παλιόγρια. Εσύ να σταματήσει να οδηγείς και να κάτσεις στο ίδρυμα, του φώναξε βγάζοντας ελαφρώς το κεφάλι της από το παράθυρο. Όταν την έπνιγε το δίκαιο νευρίαζε και ξεχνούσε και πως μεγάλωσε στην πόλη και τις καλές τις ανατροφές και όλα. Έχεις ένα θέμα με την κριτική, της έλεγε η μάνα της, δεν αντέχεις να σου επισημαίνουν τα λάθη σου. Το λάθος της στην προκειμένη περίπτωση ήταν το ειδύλλιο με τον Αντρέα που είχε ανθίσει τότε για τα καλά. Αυτή περίμενε με αγωνία να τελειώσουν οι εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο για να πάρει το Γούσλεϊ να χωθεί στο χωριό και στην αγκαλιά του. Έδιναν πάντα ραντεβού το απόγευμα έξω στην ρεματιά, κάτω από τις δόμες που φύτρωναν τα αμπέλια επειδή ο Αντρέας την μάθαινε να τρώει φρούτα. «Τα φρούτα όπως όλα τα πράγματα της έλεγε, έχουν την ώρα τους, στο τσακ να κόψεις λάθος το σταφύλι πιο γρήγορα, θα σου ξινίσει στα χείλη σου, στο τσακ πιο μετά θα σε λιγώσει, χαλασμένο». «Και τα καρπούζια», τον ρώταγε, α, τα καρπούζια προφανώς ήταν μια μεγάλη πολύπλοκη ιστορία της έλεγε, όντως δεν τους μάθαιναν τίποτα σε αυτό το πανεπιστήμιο. Την καρπουζιά θα πρέπει να την κοντέψεις αργά το απογευματάκι, που είναι σαν αποχαυνωμένη, τα φύλλα της θα είναι ακόμα νυσταγμένα και πράσινα θαμπά, τα καρπούζια θα προβάλουν δίπλα από το χώμα σαν πρησμένα μαστάρια, οι άσπρες ρίγες τους θα μοιάζουν με γιγάντιες φλεβίτσες, ο αγέρας θα μυρίζει πρασινάδα, όχι πρασινάδα κλιματίδες επειδή εκεί δίπλα κάποιοι θα κόβουν τα πρώτα σταφύλια στο αμπέλι, θα πας στο πρώτο μαστάρι, θα το χτυπήσεις γερά με την παλάμη στην κοιλιά. Ο κούφιος ήχος θα σου πει αν είναι για φαϊ και θα βγάλεις τον σουγιά να το κόψεις. Και μετά το τρώμε; Τίποτε δεν κάνουμε αμέσως, της έλεγε με συγκατάβαση ο Αντρέας, πρέπει να βάλουμε το καρπούζι στο πηγάδι να δροσέψει. Υπομονή.

Από τους δύο τους σίγουρα ήταν ο Αντρέας που είχε μεγάλη υπομονή. Την περίμενε να τελειώσει το Πανεπιστήμιο, μετά το μεταπτυχιακό και μετά να βρει δουλειά για να μπορέσει να ζήσει κοντά του. Επειδή αυτός δεν μπορούσε να ζήσει στην πόλη, της το ξεκαθάριζε κάθε φορά. Κοίτα της έλεγε γύρω σου. Το χωριό την άνοιξη ένας παράδεισος, τα χωράφια γεμάτα κόκκινες παπαρούνες και μαργαρίτες, το αεράκι να κυματίζει τα χόρτα στο λιβάδι, να κάνει τις ελιές να μοιάζουν ασημένιες, μια πασχαλιά ανθίζει δίπλα από το πηγάδι, δεν μπορείς να περάσεις από δίπλα της και να μην γεμίσει το κεφάλι σου άνθη. Κοίτα γύρω σου. Και οι μυρωδιές. Πικρές της μαργαρίτας, στυφές της ελιάς, ξινούτσικες της αμυγδαλιάς, κοίτα γύρω σου, μύρισε, νιώσε, κοίτα.

Η Μάρω ξεροκατάπιε και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Είχε ξεχάσει να πάρει μαζί της και λίγο νερό και έπρεπε τώρα να περιμένει να βγει στην δημοσιά του χωριού για να βρει ένα περίπτερο ή το καφενείο να μπορέσει να πάρει κάτι να πιει. Είδε κλεφτά το ρολόι, είχε ακόμα μια ώρα δρόμο, πόσο μακριά πια αυτό το χωριό, ακόμα και με τους καινούργιους δρόμους που είχαν φτιάξει ήθελε κανείς δύο ώρες το πιο λίγο να φτάσει στα πρώτα του τα σπίτια. Για αυτό και τότε είχε σταματήσει να πηγαίνει πια τόσο συχνά. Δεν είχε χρόνο να είναι στους δρόμους 3 σχεδόν ώρες στον κατσικόδρομο για να βλέπει τον Αντρέα. Άλλωστε τότε είχε γνωρίσει και τον Νίκο. Ο Νίκος, ωραίος άντρας ο Νίκος, ήταν όσα ο Αντρέας δεν ήταν, άνθρωπος απόλυτος, χωρίς υπομονή, χωρίς στεγανά, ήταν όλα όσα ο Αντρέας δεν είναι. Μορφωμένος, φτασμένος, πλούσιος, ο αγαπημένος της μάνας της. Για αυτό τον παντρεύτηκε, για αυτό άφησε τον Αντρέα. Το τσιγάρο την έπνιξε, την έπιασε άγριος βήχας και άρχισε να κάνει αέρα με το αριστερό της χέρι να διώξει τον καπνό και τις αναμνήσεις. Τα μάτια της δάκρυσαν. Φτάνει πια με αυτό τον Νίκο. Ο λαιμός της από τον πολύ καπνό την έτσουζε, η ανάμνηση του Νίκου την έτσουζε, όλο αυτό με τον Αντρέα την έτσουζε, έκανε πέρα δώθε με το χέρι της να τα διώξει όλα. Φύγε, είπε και μετά φώναξε δυνατά φύγε. Άνοιξε κι άλλο το παράθυρο και φώναξε δυνατά: Φύγε. Φύγετε. Ύστερα ένιωσε το πρόσωπο της να γεμίζει δάκρια και νευρίασε, το μισούσε όταν έκλαιγε, στις μεγάλες γυναίκες δεν πήγαινε. Έλιωνε το ριμέλ μπλεκόταν με τις καφέ σκιές, έτρεχε στο ρουζ, γινόταν ένα μάτσο σκατοχρωμα που δεν έμοιαζε ποτέ με δάκρυα. Όταν θα έφτανε στην δημοσιά θα κατέβαινε στο καφενείο, θα έφτιαχνε το πρόσωπο της και θα ζητούσε κάτι παγωμένο να έπινε. Είχε ώρα μέχρι την κηδεία. Πάτησε δυνατά την βενζίνη και το Γούσλεϊ αναστέναξε. Είχε κι αυτό τα χρονάκια του αλλά ήξερε πως η παλιά καραβάνα ήταν σε θέση, παρά τα χρόνια της να φέρει εις πέρας το ταξίδι. Όπως και η ίδια. Ή έτσι νόμιζε. Το Γούσλεϊ ξαφνικά άρχισε να βγάζει καπνούς, κάτι κάτω από τα πόδια της έτριξε και αναγκάστηκε να σταματήσει στην άκρη του δρόμου. Πάτησε τον συμπλέκτη, γύρισε το παλιό κλειδί στην μίζα, χτύπησε με τα χέρια το τιμόνι, τίποτε δεν έγινε. Έκανε να ψάξει το κινητό, να πάρει μια ασφάλεια που είχε να την μεταφέρουν με το αυτοκίνητο. Άφησε την κίνηση στον αέρα. Είδε το χέρι της που έτρεμε. Καφέ σκιές, ριμέλ και ρουζ άρχισαν να στάζουν στα δάκτυλα της. Θα μπορούσε αυτό να ήταν κάτι σαν βροχή, σκέφτηκε. Θα μπορούσε να ήταν σαν βροχή, μακάρι θεέ μου να ερχόταν κάτι σαν βροχή. Ο ήλιος δίπλα της στην καυτή άσφαλτο έκαιγε. Κάνει ζέστη σκέφτηκε. Μακάρι να ερχόταν τώρα κάτι σαν βροχή.

 

 

* Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στην Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην Ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται ως Λειτουργός Τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρώτη της νουβέλα «Η Αϊσέ πάει διακοπές», (Πατάκης 2015) βραβεύτηκε με το “Athens Prize for Literature”. Η  δεύτερη της νουβέλα της «Φωνές από Χώμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top