Fractal

Διήγημα: “Ούζο Μαγεία”

Του Βαρδή Μαραγκουδάκη // *

 

 

 

Πάνε δύο, μπορεί και τρία χρόνια, μα σου λέω τα θυμάμαι σα χθες. Τρίτη πρωί ήταν που φτάσαμε στο νησί. Νωρίς, άντε να ‘ταν εννιά η ώρα. Εγώ κι ο Κυριάκος, οι δυο μας. Ακούς, ε; Μην τα λέω στον αέρα. Δώσε προσοχή να στα πω απ’ την αρχή και θα καταλάβεις. Μισό να ανάψω ένα τσιγάρο μόνο, μισό, ανάβω και συνεχίζω. Που λες, η ιδέα ήταν του Κυριάκου. 5 μέρες να χαλαρώσουμε κι εμείς να καθαρίσει λίγο το μυαλό, μου έλεγε. Ε, πάμε ρε Κυριάκο, του είπα κι εγώ, δεν ήθελε πολύ, πήραμε δυο πράγματα και φύγαμε. Λεφτά είχε ο Κυριάκος, εγώ δεν είχα μία, αλλά ο μεγάλος αδερφός οφείλει να κεράσει το αδερφάκι του έλεγε· κι έτσι έγινε. Έλειπε χρόνια ο αδερφός μου, δεν τα ξέρεις, ε; Γερμανία. Έφυγε στα 22, έπιασε δουλειά εκεί μηχανικός σε αυτοκίνητα, τίγκα στη μουτζούρα και στο γράσο. Παντρεύτηκε, έκανε και μια κόρη. Ερχότανε σπάνια να μας δει. Ήρθε όμως πίσω μόνιμα, όχι ότι έχει πολύ, δυο τρία χρόνια είναι που ‘χει κατέβει. Που λες, ήρθε ένα πρωί και μας το πέταξε έτσι κοφτά: τέλος η ξενιτιά για μένα, γυρίζω σπίτι μου. Κι η οικογένεια ρε συ Κυριάκο; η Μόνα και η Στέλλα τι θα γίνουν; Τότε μου σκάει το παραμύθι, η Μόνα τον άφησε για κάποιον άλλο. Μήνες τραβιόταν στα δικαστήρια να ξεκαθαρίσει το θέμα. Ε, κι η ανιψιά μου στη μάνα της· λογικό, 17 χρονών κοπέλα ήταν που να αφήσει τη ζωή της και να ‘ρθει στη Λιβαδειά. Να κάνει τι; Τα πούλησε όλα ο μεγάλος τότε και γύρισε. Άλλωστε μ’ έχεις και συ ανάγκη, μου είπε. Ε, μου στάθηκε σπαθί. 20 χρόνια πάλευα, και τώρα κλείνω 30 μήνες που ‘χω βγει απ’ το πρόγραμμα. Απεξάρτηση, καταλαβαίνεις. Τα σκάσε χοντρά ο μεγάλος σε μια ιδιωτική κλινική μα καθάρισα. Το πάλευα σκληρά κι αυτός εκεί, πάνω μου μέρα νύχτα, δεν κούναγε ρούπι. Τα καταφέραμε. Καινούρια αρχή ρε παιδί μου, το ήθελα πολύ. Καινούρια αρχή και για τους δυο μας. Ε, τι και αν πέρασαν λίγο τα χρόνια, 41 ήμουν εγώ, 47 ο μεγάλος. Είπαμε να ζήσουμε λιγάκι κι εμείς, πέντε μέρες στο νησί τις είχαμε ανάγκη. Χάθηκα όμως, που είχαμε μείνει;

Α ναι, στάσου να σου πω και για τον Ανέστη τώρα. Ο Ανέστης, οικονομικός σύμβουλος λέει στη κλινική που με είχαν. Αυτός βοήθησε να πάρουμε σειρά, έκανε και μια γερή έκπτωση, κανόνισε και που να μένουμε στην Αθήνα, όλα αυτός. Φίλος, κολλητάρι δηλαδή του Κυριάκου απ’ το σχολείο. Είχαν να βρεθούν σχεδόν από τότε. Κλάματα, συγκίνηση και τα λοιπά, καταλαβαίνεις. Θα πάω με την οικογένεια μερικές μέρες, λέει του Κυριάκου, έλα κι εσύ, έλα να κάνουμε διακοπές να δούμε και το Σοφοκλή, είναι μόνιμος εκεί κι έχει ανοίξει ένα ταβερνάκι μούρλια, πάνω στο κύμα σου λέω. Σοφοκλής, ο τρίτος κολλητός της παρέας, έμενε στη Σκόπελο μόνιμα, ερωτικός μετανάστης παντρεύτηκε μια ντόπια κι έριξε άγκυρα στο νησί. Τον έπεισε τον Κυριάκο ο Ανέστης, η παλιοπαρέα θα ξαναβρισκόταν μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια. Θάλασσα ρε, μου λέει ο αδερφός μου, τόσα χρόνια μέσα σ’ αυτά τα σκατά ξέχασες πως είναι ρε, καλοκαίρι είναι, πάμε να δω και εγώ τα φιλαράκια μου. Δευτέρα βράδυ μπήκαμε στο καράβι και Τρίτη πρωί πατήσαμε Σκόπελο.

Ο Ανέστης ήταν ήδη εκεί με τη φαμίλια του. Τη γυναίκα του και το γιό του, το καμάρι του όπως μας έλεγε συνεχώς. Σε καλό ξενοδοχείο βέβαια, γιατί ο Ανέστης το φύσαγε το χρήμα κι είχε ένα προφίλ όλο μόστρα και ιστορία. Που λες, εμείς βρήκαμε κάτι φθηνά δωμάτια που μας είχε κανονίσει ο Σοφοκλής, ρίξαμε κι ένα γρήγορο ντους και βγήκαμε να συναντήσουμε την παρέα. Ο Ανέστης άφησε την οικογένεια στη πισίνα του ξενοδοχείου, έσκασε κι ένα γερό χαρτζιλίκι στο γιο να πιεί τα μπυράκια του και μας φόρτωσε στο αμάξι. Πάμε δυτικά μας εξήγησε, στη παραλία Καστάνι, εκεί έχει το ταβερνάκι του ο Σοφοκλάρας, έτσι τον φώναζαν από μικρό όλοι. Το Σοφοκλή τον θυμόμουνα κι εγώ καλά. Ζόρικο τυπάκι, με πείραζε και με χτυπούσε τότε που ήμασταν πιτσιρίκια, όχι μόνο εμένα δηλαδή, ήταν λίγο οξύθυμο το παιδί και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Φόβος και τρόμος. Όλα αυτά 30 χρόνια πριν βέβαια.

Δεν είχε μεσημεριάσει που λες ακόμα όταν φτάσαμε στη ταβέρνα “η ωραία Ελλάς”, το ταβερνάκι του Σοφοκλή. Ε, φαντάζεσαι τώρα τι έγινε στην αρχή. Αγκαλιαζόντουσαν και οι φωνές τους σκεπάζανε όλη τη παραλία. Χαμός. Oι αναμνήσεις τους είχανε βαρέσει στο κεφάλι που λένε. Ο Σοφοκλής χοντρός, με την ίδια αγριόφατσα που είχε και νέος μα με εμφανώς λιγότερα μαλλιά και μία σιγουριά στα μάτια του που τσάκιζε. Φυσικά τα ούζα δεν άργησαν να πέσουν βροχή. Ούζο «Μαγεία». Έτσι το έλεγαν, το καλύτερο ούζο που παίζει στη περιοχή μας έλεγε ο Σοφοκλής. Κι όντως, από μαγεία άλλο τίποτα.

Δεν είχε πιάσει καλά καλά 3 το μεσημέρι και να τα ούζα και να τα χταπόδια και τα καλαμάρια κι οι αθερίνες κι όλα τα καλά. Φώναζε ο Σοφοκλής στην κυρά Μαρίνα, τη σύζυγο δηλαδή, φέρνε μωρή, φέρνε από όλα, οι φίλοι μου ήρθανε, τρέχα, και έτρεχε η κυρά Μαρίνα. Μία ευγενική φατσούλα γύρω στα 45 που είχε λιώσει μάλλον από το τρέξιμο και πεταγόντουσαν τα κόκκαλα της. Όλο καμάρι ο γίγαντας ο Σοφοκλής, δες πως τους έχω, τρέχουνε όλοι, πειθαρχία φίλε, έλεγε, αλλιώς χαθήκαμε, δεν πάμε μπροστά. Και τα παιδιά μου, συνέχιζε, τα βλέπεις, δουλειά και κάτω το κεφάλι άμα μιλάει ο πατέρας, έτσι. Και να μαγειρεύουν ξέρουν και να σερβίρουν και πάνω από όλα είναι σοβαρά και πειθαρχημένα άτομα και δεν θα μπλέξουν ποτέ. Ε, αυτό μάλλον καρφί για μένα ήταν αλλά ντάξει να λέμε και του στραβού το δίκιο δεν είμαι και κάνα καλό παράδειγμα. Που λες, μια κόρη και ένα γιό ο Σοφοκλής, η κόρη στα 18 και ο γιός 15,πάνω κάτω τους είχε κι οι τουρίστες να κάθονται στα τραπέζια κι εκείνα με το δίσκο και το χαμόγελο, πάνω κάτω σου λέω.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασαν ώρες, τα ούζα φεύγανε αστραπή απ’ τα ποτήρια και η κυρά Μαρίνα δεν σταμάταγε να φέρνει μεζέδες. Λέγανε αυτοί τα δικά τους σαν εκστασιασμένοι! Και εγώ μη νομίζεις, λίγο η θάλασσα, λίγο ο ήλιος, λίγο που έκανα διακοπές σαν άνθρωπος μετά από σχεδόν μία ζωή, τα κατέβαζα τα ούζα μονομιάς.

Ε, αφού τώρα είπανε όλα τα παλιά και περασμένα, τις πλάκες στο σχολείο, τις πρώτες καψούρες, τις κόντρες με τα μηχανάκια και άλλα τέτοια όμορφα πήγε και η κουβέντα στις οικογένειές τους. Πρώτος ο Ανέστης. Υπόδειγμα κι αυτός. Έπαιρνε τις προαγωγές και τους επαίνους στη δουλειά με το κιλό. Τίποτα δεν τους έλειψε έλεγε, γιατί έβαλα κάτω το κώλο μου και δούλεψα και το κυνήγησα, και κανένα δεν άφησα να μου κλέψει τη καριέρα μου, κυνηγός σου λέω, έτσι θέλει. Αυτά λέω και στο γιο μου, μας εξηγούσε, να ‘σαι κυνηγός, να μην αφήνεις κανένα πούστη ρε να σου στερεί αυτό που θέλεις. Πρώτος ήταν και στο σχολείο πρώτος και τώρα στη Νομική, παράπονο δεν έχω, τους έχει περάσει όλους και με τα κοριτσάκια τον βλέπω, τσακάλι, κυνηγός είναι δεν τον σταματάει τίποτα. Θα φτάσει πολύ ψηλά θα το δείτε, κι ήπιε ένα ποτήρι ακόμα στην υγειά του μονάκριβου του. Εσύ είσαι τυχερός ρε, δεν έκανες κόρη, τι να πούμε εγώ κι ο Κυριάκος, πετάχτηκε ο Σοφοκλής. Βλέπεις ρε πως κυκλοφορούνε όλες, ξετσίπωτες βρώμες. Δεν φαντάζεσαι τι έχουνε δει τα μάτια μου ρε εδώ πέρα. Μικρά κοριτσάκια ρε κι είναι σαν τις τσούλες, ξεφτιλισμένες. Πατεράδες ρε είναι αυτοί που τις αφήνουν να γυρίζουν έτσι; συνέχιζε ο Σοφοκλής ολοκόκκινος από θυμό αλλά και απ’ το ούζο που, όπως και να το κάνεις, σε τέτοιες ποσότητες ανάβει λίγο τα αίματα. Εγώ, τη βλέπετε τη δικιά μου, την έχω σούζα, όπως και τη μάνα της, δεν θα με ξεφτιλίσουν εμένα αυτές, στη δουλειά από μικρή να ψηθεί και άμα βγει καμιά βόλτα στις 12 είναι πίσω, νόμος Σοφοκλή. Τα έλεγε και ξεκούμπωνε το κουμπί από το τζιν παντελόνι του που με το ζόρι σου λέω κρατούσε την κοιλιά του.

O Κυριάκος ο καημένος δε μιλούσε, τι να πει και αυτός με τους περήφανους πατεράδες που ήταν μέσα στη φιγούρα και κoμπάζανε σα κοκόρια. Να πει ότι η Μόνα τον παράτησε, ότι τόσα χρόνια είχε γκόμενο και στο τέλος την κοπάνησε μαζί του κι αυτός δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα, ξεφτίλα σου λέω ο μεγάλος. Στο τέλος δεν γινόταν διαφορετικά, τα ξέρασε όλα. Και για τον γκόμενο και για τα φράγκα που έχασε και για την κόρη του που δεν έχει δει τόσο καιρό και που δεν ξέρει πότε θα ξαναδεί και όλα· τα έλεγε και, λίγο το ούζο, λίγο η συγκίνηση της επανασύνδεσης, τα μάτια του τρέχανε ποτάμι. Αρχίσανε λοιπόν κι οι άλλοι την παρηγοριά αλλά ξέρεις τώρα, τα καρφάκια τους τα πετάγανε, δεν χαριστήκανε. Εμ, ρε συ Κυριάκο, πρώτος ο Ανέστης, άμα η γυναίκα δεν σε θαυμάζει και λίγο θα τη χάσεις, τι έκανες εσύ για αυτό, μια ζωή στις μηχανές και στη σκατοδουλειά, ούτε φράγκα ούτε εξέλιξη τίποτα. Ένα καλό ρούχο δε φόρεσες ποτέ, ένα καλό αμάξι δεν της πήρες. Κι ο αδερφός σου καλό παιδί δεν λέω, αλλά τόσα χρόνια μόνο ρόμπα σας έκανε σαν οικογένεια. Το πε ο κερατάς, ναι, αλλά δε μίλησα για χάρη του Κυριάκου, άσε λέω να δω που το πάει. Mη σε κουράζω όμως μ’ αυτά ε; Άκου τη συνέχεια.

Δεν είναι μόνο αυτό, ξεκίνησε ο Σοφοκλής αφού χαιρέτισε τα παιδιά του που σχόλαγαν και θα πήγαιναν μια βόλτα στη Χώρα και τα προειδοποίησε να μην αργήσουν. Δεν είναι μόνο αυτό σου λέω, πήγες και παντρεύτηκες μια ξένη, μία Γερμανίδα, ε, ρε συ Κυριάκο, τι περίμενες δηλαδή, αυτές είναι που έρχονται στα νησιά και ξεσαλώνουν ρε, αυτές είναι που φέρανε τη ξεφτίλα αυτή στη χώρα μας, εμείς δεν τα ξέραμε αυτά. Καλές είναι να τους παίρνουμε τα λεφτά, να ρίχνουμε και έναν στα κλεφτά και δρόμο, όχι να τις βάλουμε και στο σπίτι μας ρε συ Κυριάκο. Δεν σταμάτησε όμως εκεί συνέχισε, κι η κόρη σου, τώρα τι παράδειγμα θα πάρει, μια τέτοια θα γίνει και αυτή σαν τη μάνα της. Αν την έπιανες όμως τη Μόνα απ’ τα μαλλιά και της εξηγούσες ότι εδώ μωρή κάνω εγώ κουμάντο, ούτε γκόμενο θα έβρισκε κι η κόρη σου θα έπαιρνε το μάθημα της. Στα λέω εγώ που ξέρω, η Μαρίνα ούτε να σκεφτεί να κοιτάξει άλλον, θα της κόψω τα πόδια. Ο Κυριάκος άκουγε, έδειχνε μάλλον να ακούει, αλλά το μυαλό του πέταγε, τον ξέρω εγώ, τον καταλαβαίνω τον αδερφό μου, δεν είχαν καμία σημασία όλα αυτά που του έλεγαν. Ήθελε μόνο να τ’ αφήσει πίσω και να ξεκινήσει απ την αρχή. Το ‘χαμε πάρει απόφαση και οι δυο, θα τα πάρουμε όλα απ’ την αρχή. Ωστόσο, για να μη στα πολυλογώ συνεχίσαμε τον ίδιο χαβά ώσπου είχε νυχτώσει για τα καλά. Ο Σοφοκλής είχε στολίσει τη κατάσταση και με κάτι παραδοσιακά κλαρίνα που είχε σε cd, πιάσαμε και τους χορούς και το τραγούδι, πανηγύρι σου λέω και το ούζο μαγεία, όνομα και πράμα.

Θα ‘τανε γύρω στις 00.30 όταν το μάθαμε. Ένας πελάτης που είχε μόλις μπει στο μαγαζί άκουσε το νέο και το διέδωσε και στην ταβέρνα του Σοφοκλή. Η κυρά Μαρίνα χαμήλωσε την ένταση του κλαρίνου. Βίασαν μία κοπέλα πριν λίγο κάτω σε μία παραλία, ένα ζευγαράκι που είχε επίσης απομονωθεί άκουσε τις φωνές κι έτρεξε· τους είδε και κάλεσε την αστυνομία, ο νεαρός διέφυγε άλλα άλλες λεπτομέρειες δεν γνώριζε. Προς στιγμήν μείναμε κόκκαλο, το γεγονός μας σόκαρε λιγάκι απότομα, πάνω στο γλέντι ήμασταν. Ο Σοφοκλής τότε αποφάσισε να πάρει θέση και τα πράγματα κάπως ήρθαν στα ίσα τους. Τουρίστρια θα ‘τανε σίγουρα, καμιά από αυτές τις ξέκολες που τα πετάνε όλα έξω. Τι να κάνει κι ο άλλος δηλαδή, άμα του τα δείχνεις όλα πως θα κρατηθεί, άντρας είναι. Δεν ξέρω ρε παιδιά αλλά εγώ πραγματικά δεν είμαι σίγουρος ότι φταίει ο βιαστής σε τέτοιες περιπτώσεις, είπε ο Σοφοκλής μεταξύ σοβαρού και αστείου κι οι περισσότεροι γέλασαν και συμφώνησαν. Όπως κυκλοφορούν τα θέλει ο κώλος τους συμπλήρωσε, άλλωστε τι θέλουν, να γεμίσει ο τόπος αδερφές για να φοράνε αυτές ό,τι γουστάρουν; Μίλησε ο Σοφοκλάρας και όλα διορθώθηκαν σου λέω, η μουσική δυνάμωσε ξανά και τα ποτήρια σηκώθηκαν ψηλά για ένα ακόμα τσούγκρισμα.

Υπολόγισε τώρα καμιά ωρίτσα μετά, εκεί δηλαδή που είχαμε ξεχαστεί κι ήμασταν πάλι ωραίοι, χτυπάει το τηλέφωνο του Ανέστη. Δεν λέω, δίπλα καθόμασταν όλοι, μα με τη φασαρία δεν άκουγα καλά, δεν καταλάβαινα. Πάντως ήταν σίγουρα η γυναίκα του, πιάσανε λέει το γιό του και τον έχουν στο τμήμα κι έπρεπε να φύγει άμεσα, τέτοια του έλεγε. Έκλεισε το τηλέφωνο και φαινόταν χαμένος, άσπρος είχε γίνει, πανί. Ε, εκείνη η στιγμή ήταν που μπήκε ένας τύπος, ντόπιος, του νησιού φαινότανε και πήγε σχεδόν τρέχοντας από την ταραχή του πάνω στο Σοφοκλή. Έμεινε δίπλα του σαστισμένος για λίγα δευτερόλεπτα, και ύστερα έσκυψε και κάτι του ψιθύριζε. Τι να σου πω, εμείς, εγώ κι ο Κυριάκος δηλαδή, απλά κοιτούσαμε μες τη θολούρα μας και περιμέναμε κάτι να πούνε, μήπως και χαμπαριάσουμε λίγο τι συμβαίνει. Απ’ τη μία ο Ανέστης όρθιος και σχεδόν να τρέμει από φόβο μετά το τηλεφώνημα κι απ’ την άλλη ένας τύπος τρέχει στο Σοφοκλή αναστατωμένος και του λέει κάτι στο αυτί.

Δεν προλάβαμε καν να καταλάβουμε τι γίνεται, λέξη δεν προλάβαμε να πούμε κι αυτός τον είχε ήδη αρπάξει. Όπως στα λέω, ρίχνει ένα σάλτο ο Σοφοκλής κι αρπάει τον Ανέστη, ε και δεν φαντάζεσαι. Τον χτυπούσε με ότι έβρισκε, ποτήρια θες, μπουκάλια, λίμπα όλα, λαμπόγιαλο τα κάνε. Τον χτυπούσε στο πρόσωπο με μια μανία, άλλο να σου λέω κι άλλο να το βλέπεις. Εμείς τα χάσαμε τελείως. Ρε Σοφοκλή, τον φίλο σου ρε, μπαίναμε στη μέση τον τραβάγαμε, του φωνάζαμε αλλά ο Σοφοκλής απ’ τη λύσσα δε μαζευόταν με τίποτα. Κάποιος τότε πρόλαβε και πήρε το 100 και μόνο έτσι έληξε η ιστορία. Πάντως όταν έφτασε το ασθενοφόρο ο Ανέστης ήταν ακόμα ζωντανός. Αργότερα μόνο, στην αναμπουμπούλα με τις αστυνομίες και τις καταθέσεις μας ενημέρωσαν ότι δεν τα κατάφερε.

Γι αυτό σου λέω ρε Μαράκι, ό,τι άλλο θέλεις να πιούμε, μόνο ξέχνα το ούζο. Δε γίνεται σου λέω. Τ’ ορκιστήκαμε και με τον Κυριάκο δώσαμε χέρια, ούζο δεν ξαναβάζουμε στο στόμα μας. Δεν μπορείς να τ‘ αφήσεις όλα πίσω σου, πώς να το κάνουμε, κάποια γεγονότα θα σε στοιχειώνουν για μια ζωή.

 

 

* Ο Βαρδής Μαραγκουδάκης γεννήθηκε το Μάιο του 1986 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ζει και εργάζεται εκεί.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top