Fractal

Διήγημα: “Ούτως ειπείν”

Της Πασχαλιάς Καραγιάννη // *

 

 

 

Δεν καταφέρνω να γράψω ούτε ένα διήγημα, ούτε καν ένα ποίημα για την κρίση -για την ελληνική κρίση- διευκρίνισε η Καλίν Φλοξ Φερν στην ομήγυρη. Δε φταίει που είμαι Αγγλίδα, κάτοικος όμως Θεσσαλονίκης επί δεκαεφτά συναπτά έτη. Την πονάω τη χώρα αυτή, τη χώρα σας, είναι κομμάτι μου, είναι χώρα μου επίσης, δυστυχώ κι εγώ μαζί της και μαζί σας, αλλά ταυτόχρονα είμαι και αλλού. Υπάρχουν πολλών ειδών δυστυχίες εξάλλου. Άλλη η δυστυχία του μεροκαματιάρη σε μια χώρα φτωχή, άλλη η δυστυχία του τουρίστα που θλίβεται περιφερόμενος μέσα σ’ αυτήν. Και ως γνωστόν, υπάρχει ο εξωτερικός τουρισμός και ο εγχώριος ή εσωτερικός. Στην πραγματικότητα είχε πάρα πολλά να πει για την ελληνική κρίση η Καλίν Φλοξ Φερν. Ήταν τόσα πολλά που την έπνιγαν. Η κούρασή της ήτο τεράστια. Και ως εκ τούτου δεν κατάφερνε να πει τίποτα. Μόνο υπέμενε μια ακόμα θλιπτική συναναστροφή προσπαθώντας να συσχετιστεί με ανθρώπους που ταλανίζονταν από αγωνίες υπαρξιακές μα όχι βιοποριστικές. Που βρίσκονταν εν μέσω κρίσης αυτογνωσίας, αυτοκαθορισμού, κρίσης ταυτότητας τέλος πάντων μα όχι κρίσης επιβίωσης. Ήταν από τους τυχερούς αυτοί…

Αλλάζοντας πλευρό η Καλίν Φλοξ Φερν για να ξεφύγει από το δυσάρεστο συναίσθημα που την κατέκλυσε, άκουσε και το ξυπνητήρι να χτυπά ρυθμικά και σπαστικά, πλην όμως σωτήρια, αφού τη γλίτωσε από τα πνιγηρά συναισθήματα του ονείρου της συμμετοχής της σε μια ομάδα ανθρώπων που δεν την καταλάβαιναν, που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα με κείνη. Αμέσως, μια σκέψη σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό της και τη βοήθησε να μαζέψει το σώμα της, που όπως κάθε μέρα είχε τις ψιλοενοχλήσεις του, τα πονάκια της μέσης ηλικίας σε κάποια οστά. Θεόσταλτο ήταν αυτό το όνειρο για σένα Καλίν, αυτοσαρκάστηκε υπομειδιώντας κατά τη συνήθειά της. Ναι, γιατί όχι; Αν γράψω μια τέτοια απλή ιστοριούλα χωρίς πολλά -πολλά, δίχως κουραστικές λεπτομέρειες δηλαδή, μπορώ κι εγώ να πάρω μέρος στο διαγωνισμό διηγήματος και να κερδίσω τη συμμετοχή μου στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής του φθινοπώρου, χωρίς πληρωμή.

ΔΩΡΕΑΝ. Αλλιώς, πού λεφτά τώρα για τέτοια πράγματα… Διότι το όνομά της δεν ήτο καθόλου Καλίν Φλοξ Φερν και ούτε ήτο Αγγλίδα. Ήτο μια μεσήλικη Ελληνίδα, εργαζόμενη επί τριάντα δύο συναπτά έτη, που είχε πάρει στεγαστικό δάνειο προ κρίσης, τις δόσεις του οποίου δυσκολευόταν να πληρώνει τώρα, νιώθοντας τυχερή όμως που είχε δουλειά, αλλά και αφόρητα θυμωμένη που πλέον έπρεπε να τα στάζει στους γιατρούς, τώρα που άρχισαν να εκδηλώνονται τα προβλήματα υγείας, ενθυμούμενη βεβαίως πως της έχουν γίνει οι ανάλογες κρατήσεις για μια ιατρική κάλυψη που ποτέ της στο παρελθόν δεν χρειάστηκε. Θα πάω καμιά μέρα σαν το σκυλί στ’ αμπέλι σκέφτηκε, μόνη καθώς ήταν στη ζωή μ’ ένα παιδί μόνο, παιδί νεόσκλαβο, εργαζόμενο παιδί των 480 ευρώ του μήνα, παιδί πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με τα μεταπτυχιακά του, τα πολύμηνα σεμινάριά του, τις ξένες γλώσσες του, τη χρήση υπολογιστών (επεξεργασία κειμένου, υπολογιστικά φύλλα, διαδίκτυο και όλα τα σχετικά) παιχνίδι στα δάχτυλά του και 480 ευρώ στο χέρι. Κι αν πάθω κάτι ξαφνικά, τι θα γίνει το παιδί που κρέμεται από μένα; Αυτό θα είναι το σκυλί στ’ αμπέλι, όχι εγώ. Να τι είναι τα παιδιά της σύγχρονης Ελλάδας’ σκυλιά στ’ αμπέλια, μουρμούρισε με θλίψη και υπόκωφη οργή. Αυτομάτως ήρθε, υπακούοντας σ’ έναν εσωτερικό ειρμό του μπερδεμένου μυαλού της, ένα ποίημα στη σκέψη της. Ένα ποίημα για την ανθρώπινη κακία ως πηγή όλων των δεινών, μια κακία τόσο αταίριαστη με την ψυχή των σκυλιών συμπέρανε και προσπάθησε να το απαγγείλει:

Κακία ίσον οδυνηρή βλακεία

Τραμπούκικος εγωισμός.

Κουρτίνες αδιαλλαξίας.

Ορυχεία βραχώδη και βλακώδη

κοφτερής και βάναυσης ακαμψίας.

Ματωμένες πατούσες ανυπόδητες

σε δρόμους μισαλλοδοξίας.

Μικρόνoες σαρκόσαυροι

αδηφάγα κόβουν την ανάσα.

Στο βάθος-βάθος όμως η Αναστασία Φτέρη – ναι, αυτό ήταν το όνομά της- στο βάθος-βάθος λοιπόν, ήτο πλάσμα αισιόδοξο με βαθιά πίστη στον άνθρωπο και μεγάλη αγάπη για τα σκυλιά. Αυτό το “ποίημα” δεν ήταν παρά ένα πόνημα εν είδει ορισμού της κακίας, βγαλμένο απ’ την βαθύτατη στεναχώρια μιας βραδιάς, όταν ήρθε αντιμέτωπη με όσα το εν λόγω δημιούργημα περιγράφει. Όμως ο άνθρωπος– μονολογεί η Αναστασία Φτέρη- δεν είναι μόνο αυτά που αναφέρονται σ’ αυτό. Χρειάζεται πίστη στον άνθρωπο και προσπάθεια υπέρβασης του αισθήματος αδυναμίας. Γιατί, όταν και όπου ο καλός άνθρωπος νιώθει δυνατός, η ζωή με κεφαλαία γράμματα νικάει. Και ο καλός άνθρωπος γίνεται, που πάει να πει πως είναι προϊόν προσπάθειας υπερνίκησης αδυναμιών. Κάνοντας κατόπιν ένα ακόμα νοητικό άλμα, που εκτινάχτηκε απ’ το βατήρα ενός ξαφνικού και ανέλπιστου κύματος χαράς, ενθουσιωδώς αναφώνησε:« Πόσο βαθιά πιστεύω στη νέα γενιά Ελλήνων και… Βαρβάρων! Τι να κρύβεται όμως πίσω απ’ αυτό το ξαφνικό φτερούγισμα της χαράς μέσα μου; Μοιάζει με την αθώα και “άλογη” χαρά των σκυλιών, όπως την έχω γνωρίσει μέσα από τη μακρόχρονη συμβίωσή μου με τη Φλόξι, το μικρό αδέσποτο, που σαν αδέσποτη σφαίρα καλοψυχίας σταλμένη από ανθρώπινο χέρι ανεπίγνωστο ή ανάλγητο, μπήκε στην αυλή και στην καρδιά μας πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Η Φλόξι καθημερινά μας φίλευε κροκέτες άπειρης και άλογης, ούτως ειπείν, αγάπης και ευγνωμοσύνης. Έτσι, σαν να μου φαίνεται πως, συν τω χρόνω, κάτι άρχισα κι εγώ να υποψιάζομαι απ’ αυτά τα πράγματα. Μα, στο μεσουράνημα της κρίσης η Φλόξι μου χάθηκε…». Ο μονόλογος τελειώνει με συντριβή. Μ’ ένα συναίσθημα που είναι αδύνατον να χωρέσει σε λέξεις.

Την επόμενη νύχτα η Αναστασία έχει κάποια ταραγμένα όνειρα απ’ τα οποία συγκρατεί μόνο τον αριθμό 69 που μες στον ύπνο τής καρφώθηκε στο μυαλό χωρίς να συνδέεται με τίποτα. Μετά από μέρες και αφού άρχισε να συνέρχεται κάπως από το γεγονός της αδόκητης αποχώρησης της Φλόξι– έχει περάσει ήδη ένα βασανιστικό δεκαήμερο απ’ όταν ξεψύχησε η μικρή- της έρχεται η ιδέα να ψάξει στοιχεία για τον αριθμό 69 στο διαδίκτυο.

Βρίσκει πως στα μαθηματικά είναι φυσικός, περιττός και σύνθετος αριθμός. Βρίσκει πως στην αστρονομία υπάρχει το Μεσιέ 69 που είναι ένα σφαιρωτό σμήνος, (μία σχετικώς πυκνή συγκέντρωση αστέρων με σφαιρικό ή σχεδόν σφαιρικό σχήμα, που περιφέρεται γύρω από το κέντρο ενός γαλαξία ως δορυφόρος του) σε απόσταση περίπου 30.000 ετών φωτός, στον αστερισμό Τοξότης.

Η ψυχή της γαληνεύει. Εκεί θα βρίσκεται, σκέφτεται. Ένα φωτεινό αστεράκι στο Μεσιέ 69.

«Ας μην ξεχνάμε πως τα ζώα είναι τα πρώτα θύματα του ρατσισμού», ανάγνωσε από μια αντιρατσιστική σελίδα η Καλίν Φλοξ Φερν στη γνωστή ομήγυρη. Η Καλίν που στον ξύπνιο της δεν είναι παρά μια Αναστασία, μια Αναστασία Φτέρη σαν το φτερό στον άνεμο κάποτε κάποτε, πληγείσα παντοιοτρόπως από την κρίση, όπως και πολλές άλλες Αναστασίες. «Υφίστανται μαρτύρια επειδή οι άνθρωποι θεωρούν ότι ανήκουν σε κατώτερο είδος» συνέχισε να διαβάζει. Και το κακό χειροτερεύει σε περιόδους οικονομικής κρίσης, συμπληρώνει η ίδια. Εκτός απ’ τη στάση αλληλεγγύης που αναπτύσσεται σε γνωστικούς και φιλάλληλους, σε άλλους φουντώνει ο ρατσισμός σε κοινή πλεύση με τον φασισμό.

Η γαλήνη της ψυχής της δεν κράτησε πολύ. Η Φλόξι κακοθανάτισε. Ήταν κι αυτή ένα από τα πολλά αθώα θύματα της κρίσης, ελληνικής τε και παγκόσμιας. Και οι κακοί και άδικοι θάνατοι πονάνε. «Προσδοκώ λοιπόν Ανάσταση νεκρών. Νεκρών τε και ζωντανών» καταλήγει περίλυπη.

Έχουν περάσει πια ογδόντα πέντε μέρες από το θάνατο της Φλόξι. Είναι νύχτα, 22 Ιουνίου, γύρω στις 2 π.μ. Ένα σκαντζοχοιράκι περνάει απ’ την αυλόπορτα, διασχίζει το πλακόστρωτο και σταθμεύει κάτω απ’ την καρέκλα της. Βγάζει έναν ήχο πολύ μεγάλο για το μέγεθός του. Του μιλά και τρέχει. Μπαίνει στο μικρό παρτέρι κι αρχίζει τα χρουτς χρουτς πάνω στα πεσμένα φύλλα της δάφνης. Όταν ανάβει ένα φως στην αυλή, το βλέπει ξανά, κοιτάζονται για λίγο και φεύγει βιαστικό, αλλά όχι πανικόβλητο. Είναι μικρό και δεν γνωρίζει τους κινδύνους. Μπορεί να είναι η πρώτη του νυχτερινή βόλτα. Τα σκαντζοχοιράκια γεννιούνται στις αρχές του καλοκαιριού και αρχίζουν τις μοναχικές εξερευνήσεις τους μόλις περάσει ο πρώτος μήνας της ζωής τους. Το ακολουθεί. Εκείνο στέκεται μια δυο φορές, γυρίζει το κεφαλάκι του, την κοιτάζει και συνεχίζει το δρόμο του. Χαίρεται τόσο μ’ αυτή τη γνωριμία η Αναστασία!

 

 

* Η Πασχαλιά Καραγιάννη είναι εκπαιδευτικός στο χώρο της ειδικής αγωγής, απόφοιτος της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας και του Διδασκαλείου “Δημήτρης Γληνός”. Γεννήθηκε στη Συκαμινέα Λάρισας. Τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη. Την πενταετία 1994-1999 εργάστηκε στο ελληνικό σχολείο του Χαράρε, πρωτεύουσας της Ζιμπάμπουε. Αυτό είναι το πρώτο της διήγημα που το εμπνεύστηκε όταν αποφάσισε να συμμετάσχει σε έναν διαγωνισμό με θέμα “Στα χρόνια της κρίσης”.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top