Fractal

Διήγημα: “Ο άνθρωπος που έκλαιγε γιατί δεν είχε AIDS”

Γράφει ο Όττο του Μεγάλου Χάους // *
 

aids_h_633_451_1

 

Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά μέσα στο «Καφέ Κυβερνείον» κι η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Η κουβέντα είχε φτάσει στο φλέγον ζήτημα, το Μεταναστευτικό, αυτό που ξεσήκωνε πάντα τις πιο έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των θαμώνων.Ο Μανώλης Αντραλάκης έπινε αμίλητος την σοκολάτα του κι αναρωτιότανε τι ‘ναι κείνο που κάνει τούτη τη συζήτηση τόσο καυτή, διχαστική και πάνω απ’ όλα αναπόφευκτη. Ίσως γιατί πρόκειται για κάτι που άπαντες πιστεύουν πως γνωρίζουν, ένα θέμα οικείο και συνάμα ανοίκειο, βατό μαζί και άβατο, που πιεστικά απαιτεί απαντήσεις, αλλά απάντηση δεν έχει.

Ο Μανώλης ένιωθε πως όσα είχε ακούσει τόσα χρόνια, δεν ήτανε παρά ένα μάτσο ρηχές κοινοτοπίες, φορτωμένες με αριστεροδέξια στερεότυπα, ένας συμφυρμός αλληλοαναιρούμενων επιχειρημάτων, των οποίων η συνισταμένη ήταν τ’ ολοστρόγγυλο μηδέν.

Κοίταξε δίπλα του τον καθηγητή Πλάτωνα Λογοθέτη, με τον οποίο είχε την τιμή να μοιράζεται το τραπέζι, μα κείνος φαινότανε απορροφημένος στην ανάγνωση των εφημερίδων, που είχε σωριάσει στο σκαμπό πίσω του και τις ξεφύλλιζε μία-μία. Ήταν αγαπημένη συνήθεια του καθηγητή η συγκριτική ανάγνωση μεταχειρισμένων φυλλάδων κι όλοι οι θαμώνες αισθάνονταν υποχρεωμένοι να του καταθέσουν τη δική τους «προς κριτικήν αποδελτίωσιν», όπως το είχε θέσει ο απόστρατος συνταγματάρχης Τρικαλιώτης.

 

Κείνη τη μέρα ο Τρικαλιώτης πρωτοστατούσε στην αντιπαράθεση. Είχε διακόψει την παρτίδα σκάκι που έπαιζε αιωνίως με την ορντινάτσα του –τον λακωνικό λοχαγό Τραμουντάνη, για τον οποίο οι μοναδικές στιγμές πραγμάτωσης ήταν οι σποραδικές του νίκες επί του συνταγματάρχη- και φώναζε ξαναμμένος προς τον κύριο Αναγνωστάκη, συνταξιούχο φιλόλογο κι επί πολλά έτη λυκειάρχη:

«Δηλαδή εσείς κύριε λυκειάρχα, εάν έρχονταν ξένοι και διάφορα ύποπτα στοιχεία στο σχολείο σας, θα τους ανοίγατε τις πύλες; Θα τους βάζατε στις τάξεις και θα βγάζατε στην αυλή τους μαθητές σας; Δεν θα αισθανόσασταν υποχρεωμένος να διαφυλάξετε τη σχολική σας κοινότητα από κάθε λογής παρείσακτους;»

«Πιστεύω κύριε συνταγματάρχα, ότι το καλύτερο μάθημα που θα είχα να δώσω στους μαθητές μου, θα ήταν η συμπαράσταση κι η αλληλεγγύη προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο» αποκρίθηκε φορτισμένος ο Αναγνωστάκης. «Είναι κι αυτοί άνθρωποι, όπως εσείς κι εγώ κι όλοι μας εδώ μέσα» κατέληξε.

«Άνθρωποι είναι κι οι εχθροί, οι Τούρκοι επί παραδείγματι. Δεν πήγα εγώ στη χώρα τους απρόσκλητος. Αν όμως επιχειρήσουν να εισβάλλουν, έχω καθήκον να τους αποτρέψω πάση θυσία, δεν θα τους λυπηθώ.

»Εδώ έχουμε εισβολή καραμπινάτη. Φρονώ ότι θα πρέπει να τους κάνουμε τη ζωή κόλαση, να μην τους αφήσουμε σε χλωρό κλαρί, έτσι ώστε να τους αποτρέψουμε να έρχονται στην πατρίδα μας. Να μάθουν όλοι πως δεν είναι εδώ ξέφραγο αμπέλι» ανταπάντησε ο Τρικαλιώτης παθιασμένα.

«Κύριε συνταγματάρχα είσαστε μισάνθρωπος, λυπάμαι πολύ για λογαριασμό σας» είπε αγανακτισμένος ο Αναγνωστάκης.

 

Λίγο προτού πιαστούνε στα χέρια, ο καθηγητής δίπλωσε την εφημερίδα, έβγαλε τα ματογυάλια και ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή.

«Κύριοι παρακαλώ… Θα μου κάνατε την τιμή ν’ ακούσετε μια σύντομη ιστορία;» είπε με βρετανικό φλέγμα. Αμέσως η χάβρα σταμάτησε κι έπαψαν οι αντεγκλήσεις. Ο βαθύτατος σεβασμός που έτρεφε η ομήγυρη για τον Πλάτωνα Λογοθέτη, επέβαλε την εκεχειρία στις προοιωνιζόμενες εχθροπραξίες.

Διάσημος γενετιστής, καθηγητής στο Χάρβαρντ, εκπόνησε στον ελεύθερο χρόνο του διδακτορικό στην κοινωνιολογία και στις πολιτικές επιστήμες. Μετά από το διαζύγιό του, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όμως είχε βαρεθεί τη γενετική. Κατέλαβε την έδρα της Νεότερης Πολιτικής Φιλοσοφίας του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ κι εκεί τον γνώρισε ο Μανώλης, που τον είχε καθηγητή. Ήταν μάλιστα ο μοναδικός φοιτητής που πήρε ποτέ δεκάρι από τον Λογοθέτη.

Έτσι, όταν ο Μανώλης πέρασε τυχαία έξω απ’ το καφενείο και τον είδε μεταξύ των θαμώνων, μπήκε να τον χαιρετίσει κι έκτοτε κατέλαβε την τιμητική θέση του παρακαθήμενου του καθηγητή.

Τις νύχτες έγραφε άρθρα για κάποιους διαδικτυακούς ιστότοπους και δυο μικρής κυκλοφορίας έντυπα, για τα προς το ζην. Τα πρωινά ήτανε πάντοτε απίκο στο Κυβερνείον, αφού οι συνεδριάσεις του καφενειακού κοινοβουλίου, με αυτοδίκαιο πρόεδρο τον Λογοθέτη, αποτελούσαν αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τα γραπτά του.

 

«Πριν από χρόνια είχα δει ένα ντοκιμαντέρ» ξεκίνησε να λέει ο καθηγητής, ενώ όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη του, «για το ζήτημα του AIDS στην Αφρική. Έδειχνε λοιπόν έναν αποστεωμένο Αφρικανό να κλαίει γοερά. “Γιατί κλαις;” τον ρώτησε ο ρεπόρτερ. “Γιατί βγήκανε οι εξετάσεις μου αρνητικές, δυστυχώς δεν έχω AIDS” απάντησε ο καψερός. Νόμισα πως δεν κατάλαβα καλά, μάλλον κι ο ρεπόρτερ το

ίδιο. Όταν τον ξαναρώτησε, ο Αφρικανός του εξήγησε: “Αν έχεις AIDS, έρχονται οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, σε βάζουν σ’ έναν καταυλισμό και σε ταΐζουνε τρεις φορές τη μέρα. Τώρα θα μείνω νηστικός.” Και δώσ’ του έκλαιγε.

»Ομολογώ ότι απ’ όλες τις εικόνες θανάτου και μαρτυρίου –που πάντοτε κοσμούν αφειδώς τις σχετικές ταινίες, μιας κι ο πόνος του άλλου πουλάει καλά στα μέρη μας- αυτή ήτανε που με συγκλόνισε πιότερο απ’ όλες: ο άνθρωπος που έκλαιγε γιατί δεν είχε AIDS.»

 

Το βλέμμα του πλανήθηκε τριγύρω για να τσεκάρει το ακροατήριο. «Ποιος θα μου πει τι κατάλαβε απ’ αυτήν την ιστορία και ποια η σχέση της με τη διένεξη των σεβαστών συνομιλητών;» είπε μ’ ένα δερβίσικο χαμόγελο να περιδιαβαίνει αδιόρατο κάτω απ’ το περιποιημένο λευκό του μουστάκι.

Στην αίθουσα έπεσε αμηχανία. Ακόμα κι ο Μανώλης, ο αριστούχος φοιτητής του, δεν είχε καταλάβει πού το πήγαινε. Τη σιωπή έσπασε ο υπαστυνόμος Σπάθης, που έπαιζε πρέφα με τους δυο συνήθεις του συμπαίκτες, στ’ αριστερά του Μανώλη.

«Θαρρώ πως κάτι κατάλαβα» έκανε καθώς μάζευε την τελευταία φυλλωσιά. Ο καθηγητής γύρισε και τον κοίταξε μ’ ένα ύφος που φανέρωνε εμπιστοσύνη. Ο Μανώλης δυσκολευότανε πολύ να συμμεριστεί την εκτίμηση που έτρεφε ο Λογοθέτης για τον υπαστυνόμο.

Δεν ήταν μορφωμένος, ούτε κοινωνικά καλλιεργημένος, ένας επαρχιώτης μπάτσος που έφαγε όλη του τη ζωή στο πεζοδρόμιο, να περιμαζεύει τ’ απόβλητα της κοινωνικής συνύπαρξης. Προτού ο πατέρας του καταφέρει να τον βολέψει στο σώμα, ήταν διαβόητο καμάκι στα νησιά, ένα ρεμάλι και μισό.

Ο Λογοθέτης όμως σιχαινότανε τα στερεότυπα, τα προκατειλημμένα συμπεράσματα και τις έτοιμες απαντήσεις. Πίστευε βάσιμα, όπως ο Βιτγκενστάιν, ότι «ο κόσμος αποτελείται από περιπτώσεις» και πως δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό χαρακτηριστικό ή ιδιότητα, που προδικάζει την προσωπικότητα. Απαιτούσε απ’ τον Μανώλη ν’ αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπο εκ του μηδενός, σαν να μην είχε γνωρίσει κανέναν παρόμοιο στο παρελθόν. «Δες το σαν θεραπεία απ’ το χτικιό της Πεποίθησης» του ‘χε πει μια μέρα.

 

«Δεν είμαι άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά του δρόμου» ξεκίνησε ο υπαστυνόμος. «Γι’ αυτό θα σας διηγηθώ κι εγώ μια αληθινή ιστορία μου κι ας μας πει μετά ο καθηγητής αν εννόησα σωστά τι είχε κατά νου» Ο Λογοθέτης συγκατάνευσε και του ‘δωσε τον λόγο.

«Κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, υπηρετούσα στη Φλώρινα, φυλάγοντας τα σύνορα με την Αλβανία, με σκοπό να πατάξουμε τη λαθρομετανάστευση. Έτσι το ‘λεγαν επισήμως τότε κύριε λυκειάρχη, δεν είχε ακόμα η λέξη απαγορευτεί» είπε στον Αναγνωστάκη που τον αγριοκοίταξε. «Οι λέξεις αλλάζουν, τα προβλήματα όμως παραμένουν» συμπλήρωσε.

«Μέσα στους εκατοντάδες… παράτυπους μετανάστες που είχαμε συλλάβει με τον καλό μου συνάδελφο, τσακώσαμε μια μέρα κι έναν Αλβανό τσομπάνο, που είχε περάσει τα σύνορα, δήθεν κατά λάθος, μαζί μ’ ολάκερο το κοπάδι που φυλούσε. Είχε κλέψει τα ζώα του αφεντικού του κι είχε έρθει για να τα πουλήσει και να ζήσει στην Ελλάδα σαν κύριος. Είχαμε πάει μάλιστα μάρτυρες στη δίκη. Έφαγε πέντε χρόνια, λίαν επιεικώς. Τον λέγανε Λέκα, δεν θυμάμαι επίθετο.

»Μερικά χρόνια αργότερα κάναμε περιπολία με τον συνάδελφο, όταν είδαμε έναν τύπο να ‘ρχεται με φόρα προς το μέρος μας. Έκανα να βγάλω το πιστόλι, μα είδα ότι ο άνθρωπος χαμογελούσε κι ερχότανε απάνω μας με ανοιχτές αγκάλες. Μας έφτασε κι άρχισε να μας φιλάει τα χέρια.

»“Τι κάνεις εκεί, ποιος είσαι;” τον αγρίεψα.

»“Εγώ είμαι, ο Λέκα, δεν με θυμάστε;” αποκρίθηκε αυτός.

»Πού να τον αναγνωρίσουμε. Αφράτος, ροδομάγουλος, χαμογελαστός και καλοντυμένος, δεν είχε καμιά σχέση με τον άθλιο βρομερό τσομπάνο που είχαμε συλλάβει. “Σας ευχαριστώ καλοί μου άνθρωποι, για το καλό που μου κάνατε” έλεγε και ξανάλεγε.

»“Μα εμείς σε συλλάβαμε και σε χώσαμε φυλακή” του είπα.

»“Έχεις πάει σε φυλακή του Ενβέρ Χότζα κυρ αστυνόμε; Δεν έχεις πάει” επέμεινε αυτός. “Πάντως καλύτερα δεν έχω περάσει στη ζωή μου. Κοιμόμουνα όλη μέρα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μας δίνανε και τρώγαμε. Και κρέας ε, όχι πλάκα, να κάτι κομμάτια” έκανε δείχνοντας το μέγεθος της παλάμης του. “Τρεις φορές τη βδομάδα κρέας, είκοσι κιλά έβαλα.”

» “Και δε σ’ έδερναν ρε Λέκα;” τον ρώτησα εγώ.

» “Ε, μου ρίχνανε και λίγο ξύλο οι Έλληνες, αλλά μπρος στο ξύλο του αφεντικού στην Αλβανία, αυτό ήτανε χάδι” έκανε γελώντας.

» “Και το πιο καλό δεν σας το ‘πα. Όταν με βγάλανε, μου δώσανε καινούρια παπούτσια κι ολόκληρο κουστούμι. Ξέρεις τι ‘ναι το κουστούμι, που είναι ίδιο το πάνω με το κάτω” μας εξήγησε ο πανευτυχής Αλβανός.

» “Και δεν γύρισες στην Αλβανία;” ρώτησα πάλι.

» “Γύρισα, αλλά οι συγγενείς μου δεν θέλανε ούτε να με δούνε”

» “Επειδή έκανες φυλακή;”

» “Αμ δεν πιστεύανε πως έκανα φυλακή. Μόλις με είδανε κουστουμαρισμένο και μαγουλάτο, νόμισαν πως είχα πιάσει την καλή στην Ελλάδα και πως τους είχα αφήσει κείνους να πεινάνε. Μετά άρχισαν όλοι μαζί να μου ζητάνε δανεικά, οι αδερφές μου προίκα για να παντρευτούνε, τα μικρά μου αδέρφια και ξαδέρφια να τα καλέσω επίσημα να δουλέψουνε στην επιχείρησή μου, κατάλαβες. Σαν τους είπα πως δεν έχω μία, με πήρανε για ψεύτη και με πέταξαν έξω απ’ το σπίτι. Ε, τι να κάνω κι εγώ, ήρθα πίσω στην Ελλάδα, βρήκα άκρη και με τα χαρτιά.”

» “Και τι θα κάνεις εδώ;”

» “Έπιασα μια ψευτοδουλειά, κάνω και κάτι μερεμέτια, όλα καλά. Όμως ξέρεις τι σκέφτομαι κυρ αστυνόμε; Μόλις γεράσω και κουραστώ και δεν μπορώ άλλο να

δουλέψω, θα ‘ρθω να σε βρω να με συλλάβεις. Κάτι θα σκεφτείς εσύ να πεις πως έχω κάνει, κάτι σοβαρό όμως. Να πάω φυλακή, να τρώω και να ξαπλάρω μέχρι να τα τινάξω και να ησυχάσω…”

»Αυτό που ξέρω εγώ κύριοι» κατέληξε ο υπαστυνόμος «είναι ότι ξόδεψα τη ζωή μου αδειάζοντας ένα πλημμυρισμένο υπόγειο με το κουταλάκι του γλυκού και το μόνο που κατάφερα ήταν μια τρύπα στο νερό.»

Ο Σπάθης έπιασε την τράπουλα και μοίρασε για την επόμενη παρτίδα. Ο καθηγητής αρχίνισε να γελάει και να τον χειροκροτεί μόνος του, ανάμεσα στους εμβρόντητους συνομιλητές. «Μπράβο υπαστυνόμε, το ‘ξερα πως θα με κατανοούσες.»

 

«Μου φαίνεται κύριε καθηγητά, ότι έχετε συνεννοηθεί με τον υπαστυνόμο και μας κάνετε πλάκα» πήρε τον λόγο ο συνταγματάρχης. «Τι σχέση έχει τούτη η ιστορία με τη δική σας και με τη συζήτησή μου με τον κύριο Αναγνωστάκη, ειλικρινά δεν κατάλαβα.» Ούτε ο γυμνασιάρχης έδειχνε να καταλαβαίνει.

«Πράγματι, εκ πρώτης όψεως οι δυο ιστορίες διαφέρουνε πολύ» είπε ο καθηγητής. «Η πρώτη πρόκειται για τραγωδία, ενώ η άλλη θα μπορούσε άνετα ν’ αποτελέσει τη βάση για μια καλή βαλκανική κωμωδία, τύπου Κουστουρίτσα.»

«Όμως είναι γεγονός ότι το κωμικό στοιχείο υπογραμμίζει τη δραματικότητα των περιστάσεων, ο Κουστουρίτσα δεν έκανε κωμωδίες» πετάχτηκε απ’ το βάθος ο Καλομοίρης, ένας όχι και τόσο γνωστός σκηνοθέτης, που είχε πια αποσυρθεί απ’ το θεατρικό σανίδι.

«Πολύ σωστά κύριε Καλομοίρη» έκανε ο Λογοθέτης μ’ επιδοκιμασία. «Άρα βρήκαμε κάτι κοινό ανάμεσα στις δύο ιστορίες. Είναι αμφότερες βαθιά τραγικές. Ποιος μπορεί να βρει άλλα κοινά μεταξύ τους;» κοίταξε ολόγυρα, σαν να ‘τανε στο αμφιθέατρο.

«Νομίζω πως βρήκα κι εγώ ένα κοινό» μίλησε ο λυκειάρχης, ευχαριστημένος που επιτέλους είχε κάτι να πει. «Ο ένας ευχόταν να ήταν άρρωστος κι ο άλλος φυλακισμένος. Έχω διαβάσει ότι τα δύο πράγματα που φοβάται περισσότερο ο άνθρωπος μην τα στερηθεί, είναι η υγεία κι η ελευθερία του.»

«Έξοχα κύριε Αναγνωστάκη, δώσατε μόνος σας την απάντηση στα ίδια σας τα λεγόμενα» είπε ικανοποιημένος ο καθηγητής. Μετά γύρισε προς τον συνταγματάρχη. «Ιδού λοιπόν κύριε Τρικαλιώτη, νομίζω ότι πήρατε κι εσείς την απάντησή σας.»

Έδειχναν κι οι δυο μπερδεμένοι. Μόνον ο μπάτσος κρυφογελούσε σαν να ‘χε καταλάβει, όμως παρίστανε πως απλά κέρδιζε στην πρέφα.

 

Ο Λογοθέτης αποφάσισε να γίνει αναλυτικότερος: «Η αρρώστια κι η φυλακή, τα δυο πράγματα που όλοι εδώ μέσα φοβόμαστε πιότερο απ’ όλα, ακόμα κι από έναν γρήγορο θάνατο. Αυτά που εμείς τρέμουμε βαθιά μες στην ψυχή μας, οι ήρωές μας όχι μόνο δεν τα φοβούνταν, αλλά τα επιδίωκαν κιόλας, μπροστά στο φάσμα της

πείνας και της συμφοράς. Και στις δυο περιπτώσεις, το πάθημα θα τους επιδαψίλευε τρία γεύματα τη μέρα.

»Αναρωτιέμαι συνταγματάρχα μου. Τι ‘ναι αυτό που θα μπορούσατε να κάνετε στους φουκαράδες δαύτους, για να τους αποτρέψετε; Πιστεύετε πως υπάρχει περίπτωση να σας φοβηθούν, είσαστε ικανός να τους τρομοκρατήσετε; Οι τρόμοι κι οι εφιάλτες που ‘χουνε γνωρίσει αυτοί, για σας και για μένα είναι απλά αδιανόητοι. Το χειρότερο που τολμούμε εμείς να φανταστούμε, η δική μας κόλαση, αποτελεί για κείνους τον παράδεισο, το πιο τρελό τους όνειρο.

»Η στρατιωτική σας εμπειρία είμαι σίγουρος πως σας έχει διδάξει, ότι εάν ανοίξεις πόλεμο μ’ όσους δεν έχουν τίποτα να χάσουν και μάλιστα μέσα στο σπίτι σου, η μόνη πιθανή έκβαση είναι η καταστροφή. Γι’ αυτό θα ήταν σοφότερο, ν’ αφήσουμε όλοι κατά μέρος τους ατελώνιστους λεονταρισμούς.»

Ο λυκειάρχης κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι, σαν να ‘λεγε «αυτό ήθελα να πω κι εγώ». Τώρα όμως ο καθηγητής στράφηκε σε κείνον.

«Κύριε Αναγνωστάκη, είπατε πως είναι άνθρωποι, όπως εσείς κι εγώ. Θα συμφωνήσω πως είναι άνθρωποι, ο ανθρωπισμός είναι πάντοτε μια καλή αφετηρία. Όμως …“όπως εσείς κι εγώ”; Δεν έχω ακούσει μεγαλύτερη κενολογία απ’ αυτήν.»

«Δεν περίμενα από σας τέτοιες ρατσιστικές θέσεις μα την αλήθεια· δηλαδή τους θεωρείτε υπανθρώπους» είπε ο λυκειάρχης ενοχλημένος.

«Ρατσιστικές;» γέλασε στωικά ο Λογοθέτης. «Πείτε μου κύριε Αναγνωστάκη, μπορεί να είναι ίδιος μ’ εσάς ή μ’ εμένα, κάποιος για τον οποίο τα σκουπίδια μας είναι το δικό του ντελικατέσεν; Μπορεί ο εξαθλιωμένος να είναι φίλος με τον καλοταϊσμένο; Ο κολασμένος με τον βολεμένο; Μπορεί ο θύτης-πολίτης του δυτικού κόσμου, να δείξει αλληλεγγύη στο θύμα της ίδιας του της ευμάρειας; Πώς τολμάτε να μιλάτε εξ ονόματός τους; Πόσα απ’ αυτά που θεωρείτε ως αυτονόητα και δεδομένα, είσαστε πρόθυμος να στερηθείτε για χάρη τους;

»Δεν υπάρχει κανένα γνωστικό παράδειγμα ή αντιληπτικό μοντέλο εντός της δικής μας εμπειρίας και διάνοιας, ικανό να προσεγγίσει καν την κατάσταση τούτων των ανθρώπων. Κοντολογίς, το συμπέρασμα είναι πως μαλώνουμε ασκόπως, χωρίς να γνωρίζουμε καθόλου για τι πράγμα μιλάμε αγαπητοί μου» κατέληξε ο Λογοθέτης.

 

«Και τι προτείνετε δηλαδή εσείς για το Μεταναστευτικό κύριε καθηγητά;» πετάχτηκε ο Σταματόπουλος, πρώην υφασματέμπορος και συμπαίκτης του Σπάθη στην πρέφα.

«Περιμένετε από μένα λύσεις για το Μεταναστευτικό; Μα δεν είμαι ο Θεός, ούτε καν ο Βιτγκενστάιν. Μπορώ όμως να σας απαντήσω με την τελευταία πρόταση απ’ το περίφημο βιβλίο τουTractatus Logico-Philosophicus: “Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά θα πρέπει να σωπαίνει”. Επιτέλους, έχω βαρεθεί τ’ αδιέξοδα φληναφήματα.»

Ο Πλάτων Λογοθέτης φόρεσε τα ματογυάλια και ξανάνοιξε την εφημερίδα του, ενώ οι θαμώνες του καφενείου ξαναγύρισαν σ’ όσα έκαναν πριν ξεκινήσει η λογομαχία.

Ο λοχαγός Τραμουντάνης, που και δίχως τις παραινέσεις της υψηλής φιλοσοφίας, δεν μιλούσε ποτέ για όσα δεν μπορούσε, είχε βρει την ευκαιρία να μελετήσει τη σκακιέρα, ενόσω ο μόνιμος αντίπαλός του καβγάδιζε. Με δυο κινήσεις του έκανε ματ, από κει που ο Τρικαλιώτης ήταν βέβαιος πως κέρδιζε την παρτίδα. Φουρκισμένος ο συνταγματάρχης σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει.

Ο Μανώλης Αντραλάκης έβαλε χαμογελαστός το σημειωματάριο στην τσέπη του μπουφάν. Είχε γι’ άλλη μια φορά βρει το άρθρο που θα δημοσίευε την επόμενη.

 

 

* O  Όττο του Μεγάλου Χάους  έχει σπουδάσει βιολογία κι έχει μεταπτυχιακό στη νανοτεχνολογία. Γράφει ποίηση και πεζογραφία και πρόσφατα έργα του επιλέχτηκαν να συμμετάσχουν σε συλλογική έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Ωρίων. Έχει κάνει γλωσσική επιμέλεια στο μυθιστόρημα “Ένα δέντρο στην άκρη του κόσμου” (Εκδόσεις Ρενιέρη). Διαθέτει μπλογκ (http://otto-great-chaos.blogspot.gr/) όπου μπορείτε να βρείτε μερικά απ’ τα διηγήματά του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top