Fractal

Ποίηση που αναπνέει

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

perigrafwΑργύρης Χιόνης «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει», Μουσική σύνθεση: Νίκος Ζούδιαρης, Φοίβος Βλάχος, Εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 94

 

Ποίηση δωματίου είναι ο υπότιτλος του ποιητικού βιβλίου του Αργύρη Χιόνη που φέρει τον τίτλο «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Δωματίου ίσως γιατί δεν στέκεται για να δει τη Φύση και τα ερεθίσματα που αυτή  απλόχερα προσφέρει σε κάθε δημιουργό, αλλά κοιτάζει προς τα μέσα, εστιάζει στο τοπίο της ψυχής. Ανθρωποκεντρικά ποιήματα που ξεκινούν από τον άνθρωπο Χιόνη και επιστρέφουν στον ποιητή Χιόνη. ‘Η το αντίστροφο!

Στην πρώτη ενότητα με τίτλο «Προσωπεία» το ποιητικό υποκείμενο μπαίνει σε διάφορους ρόλους, υποδύεται. Γιατί και οι ποιητές συχνά -σαν τους ηθοποιούς- φοράνε μάσκες, βγαίνοντας από τον εαυτό τους. [Πώς βρέθηκα ισόβια κλεισμένος/στον σκοτεινό ετούτο θάλαμο;/Πώς τη ζωή μου έταξα, χωρίς ενδοιασμό, στην τέχνη αυτή την άχαρη;/, O Φωτογράφος, σελ.9]

Χαρακτηριστικός αναφορικά με μία θεατρικότητα που διαθέτει είναι και ο μονόλογος του βιβλίου που ξεκινά ως εξής: «Eίμ’ ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μού βρίσκει κάποιο βάθος…[…]» (σελ.16)

Ή μέσα, σε αυτά τα πρώτα ποιήματα, o αφηγητής του ποιήματος, σε τρίτο πια πρόσωπο, αφηγείται μια ιστορία για έναν επαγγελματία (π.χ. ο νυχτοφύλακας, ο πυροτεχνουργός) ή  αναφέρεται σε έναν ρόλο (π.χ. ο κατάσκοπος, ο φονιάς). [Για όσους δεν το ξέρουν, νυχτοφύλακας/ δεν είν’  εκείνος που φυλά τη νύχτα/ -κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να τήνε κλέψει-/ αλλά εκείνος που φυλά τ’ αστέρια, μες στη νύχτα, /τ’ αστέρια που πολλοί τα ορέγονται.[…] Ο νυχτοφύλακας, σελ.10]

Στις «Εκδοχές του τέλους» το μότο είναι: «Με ήτα η ζωή τελειώνει’ με ήττα, επίσης», στίχοι δικοί του σοφοί και αγαπημένοι. Δεν πέφτει σε συναισθηματισμό ο Χιόνης. Αλλά «σαν ψίθυρος βγαίνει από το στόμα του η κραυγή» και «οι λέξεις του βαδίζουν ακροποδητί και με το δάχτυλο στα χείλη» μέσα στα ποιήματά του. Όσο κρατούν τα πράγματα, κρατά και ο ίδιος, με την συναίσθηση πάντα ότι ο χρόνος είναι μια αναπόφευκτη απειλή και ότι «ό,τι χαλάει ό,τι σπάζει, περίτρανα τους γέροντες τρομάζει». (σελ.20) Μέρες αθόρυβες, γεμάτες σιωπή ουσιαστική που κυοφορεί ποικίλες φωνές και παύσεις μαγικές και έχει τη δύναμη να μετατρέπει τον ήχο σε μουσική και ποίηση. Αλλά «υπάρχει βέβαια και ένα άλλο είδος σιωπής που δεν κυοφορεί κανέναν ήχο, για τούτο και ποτέ δεν θρυμματίζεται. Θαρρώ, δίχως να είμαι θετικός, ότι Θανή τη λένε.» (σελ.23). Στο μυαλό του συνέχεια ο θάνατος και η τύχη του κόσμου, ο μόχθος του ανθρώπου που προσπαθεί να κερδίσει τη ζωή του, η μοίρα του έρωτα. Ανθρώπινος και απλός ο ποιητής κοιτάζει βαθιά τον άνθρωπο και οι στίχοι του-χωρίς να είναι καθόλου «εγκεφαλικοί» είναι, ωστόσο, πάντα διαποτισμένοι από μια φιλοσοφική διάθεση που φτάνει ως την καρδιά κυρίως του αναγνώστη.

 

Δεν σ’ ονομάζω Θάνατο,

Θανή σ’ αποκαλώ’

αφού θα μ’ αγκαλιάσεις κάποτε,

σε προτιμώ γυναίκα.

 

(σελ.24)

 

***

 

XVII 

 

                     στη Χρύσα

 

Όταν σού αναγγείλουνε τον θάνατό μου,

κάνε ό,τι θα ‘κανες αν σου χάριζαν

εν’ άδειο βάζο.

 

Θα το γέμιζες λουλούδιa’

έτσι δεν είναι;

 

(σελ.35)

 

Αργύρης Χιόνης

Αργύρης Χιόνης

 

Όμορφα, εύστοχα, λιτά, άλλοτε συγκινητικά, άλλοτε τρυφερά, άλλοτε παιγνιώδη τα χαϊκού του (Ιδεογράμματα Β). Με το βλέμμα πάντα στραμμένο τον έρωτα, την ποίηση και το θάνατο. Τα άνθη του είναι χρυσά, οι λέξεις του αστέρια αναμμένα μέσα στης δύσκολης ζωής τον σβησμένο ουρανό!

 

ιθ’

 

Εγώ θα φύγω,

αλλά οι ελιές που φύτεψα

εδώ θα μείνουν’

 

έλαιον προσφέροντας

και έλεος σε όσους θα ‘ρθουν.

 

(σελ .59)

 

Στην ενότητα «Παίγνια και Σάτιρες» γίνεται ειρωνικός, σαρκαστικός, πνευματώδης. Βλέμμα κοφτό, γλώσσα που κόκκαλα τσακίζει. Οι «λοξές» τοποθετήσεις του Χιόνη ποτέ δεν πέφτουν στο κενό, γιατί διαθέτουν σταθερό έρεισμα. Η βάση μιας καίριας σκέψης κεντημένη σε στίχους που αφορούν τους πάντες. Μια ποίηση καθόλου αυτιστική, καθόλου χαώδης, καθόλου ναρκισσιστική. Μια ποίηση που σου απλώνει το χέρι να σε πάει βαθιά μέσα στο νόημα των πραγμάτων. Σε βοηθά να καταργήσεις τη μοναξιά, να μην είσαι μόνος μέσα σε ένα πλήθος μόνων. Εξαιρετικά τα μικρά ποιήματα ποιητικής του, δείγματα σωστής οικονομίας. Δεν δίνει ορισμούς, προσπαθεί να προσεγγίσει το Μεγάλο Μυστήριο της Ποίησης, μιας τέχνης που δεν είναι διόλου περιττή, ακριβώς γιατί έχει να κάνει με την ψυχή του ανθρώπου. [Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς δύο τόσα βελούδινα ζώα, όπως η γάτα και η ποίηση, έχουν γυαλόχαρτο για γλώσσα. (σελ.63)/Προσέξτε ποιητές,/μην πλανάσθε στον αέρα, μην παριστάνετε τα πετεινά!/Προσγειωθείτε ή/καλύτερα ακόμη, υπογειωθείτε!/ Κανείς δεν κυνηγάει τα σκουλήκια./(σελ.67.) /Η ποίηση ήταν γι’ αυτόν/ό,τι για τον Πενθέα ο καθρέφτης’ μόνο μέσ’ απ’ αυτήν μπορούσε να κοιτάζει/τη φρικτή πραγματικότητα. (σελ.68)

Η ποίηση είναι το δικό του όπλο, το δικό του βλέμμα, ο δικός του τρόπος να συνδιαλέγεται με τη ζωή, φέρνοντας στην επιφάνεια αλήθειες και όχι βυθιζόμενος περισσότερο στο ψεύδος.

Η ποίηση του Χιόνη δεν κοιμίζει το πνεύμα τυλίγοντάς το σε ψευδαισθήσεις ή χρησιμοποιώντας σουρεαλιστικά τερτίπια. (Ω, γλώσσα, γλώσσα,/του ψεύδους είσαι κλώσα /ή της αλήθειας;) H ποίηση του Χιόνη έχει το προνόμιο ν’ ανασαίνει, να σκέφτεται, να διερωτάται, να απαντά, να νιώθει, να αμφιβάλλει, να είναι ζωντανή και επίκαιρη, πάντα κοντά στον άνθρωπο και τα πάθη, τα λάθη, τις διαψεύσεις του. (Τω αγνώστω ποιητή/Πέρασε τη ζωή του,/γράφοντας ποιήματα/με τη γομολάστιχα. (σελ 85). Υπαρξιακές προεκτάσεις και ανησυχίες διάχυτες παντού μέσα στα ποιήματα. Όμως, αυτές δεν δίνονται με τρόπο περισπούδαστο και αυτό ακριβώς είναι το σπουδαίο! Με ταπεινότητα, απλότητα, αλλά και στοχαστικότητα τραγουδά ο ποιητής την ματαιότητα, παίζοντας με το λυρισμό στα σημεία. Έχει πολλά δει, ακούσει και μάθει, έχει καταλάβει πράγματα και συνοψίζει εδώ τις εμπειρίες και ό,τι αυτές του έχουν αφήσει. Με στίχους περιεκτικούς και εκφραστικούς δίνει «το ζουμί» μιας πολυετούς μαθητείας στη ζωή.

Την εξαιρετική έκδοση συνοδεύει CD, όπου ὁ ποιητής απαγγέλλει μεγάλο μέρος του βιβλίου. Ακόμα, έχουν μελοποιηθεί και δύο ποιήματα, «Ο τζουτζές» από τον Νίκο Ζούδιαρη, σε ερμηνεία του Χρήστου Θηβαίου, και «Ο στρατηλάτης» σε σύνθεση και ερμηνεία του Φοίβου Βλάχου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top