Fractal

Αφήγημα: «Όταν η μνήμη παίρνει μορφή»

Του Χρήστου Κεραμίδη // *

 

 

f2

 

Κάποιες στιγμές, η μνήμη παίρνει  μορφή και μετουσιώνεται σε δάκρυα.
Το έβλεπα στα μάτια του παππού μου, όταν μιλούσε για το “άστρο της Ανατολής”, την  πανέμορφη  Τραπεζούντα.
Όπως όλοι οι πρόσφυγες, πίστευε πως μια μέρα θα ξαναγυρνούσε στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Μια προσδοκία που δυστυχώς διαψεύστηκε.

 

Έφυγε με την οικογένειά του από την Τραπεζούντα το ’23, μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, όταν μεγάλο μέρος των προσφύγων συνωστίζονταν στα λιμάνια του Πόντου για να γλυτώσουν. Η συνθήκη της Λωζάνης τους έδειχνε πλέον το δρόμο  για το μεγάλο ξεριζωμό.  Όρθιοι στην πρύμνη του τούρκικου πλοίου και με γυρισμένη την πλάτη τους στην πλώρη, έβλεπαν για τελευταία φορά το σπίτι τους να χάνεται στην άκρη του  ορίζοντα. Πιο ψηλά ,τα κάστρα και  ο λόφος του ποζ- τεπε που έσβηνε κι αυτός, στεφανώνοντας την αγαπημένη τους πόλη .

Με συνοδεία συμμαχικών πλοίων, οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης, κάτω από απερίγραπτα  άθλιες  συνθήκες μεταφοράς και διαμονής. Τους αρρώστους  που θέριζε ο τύφος, τους πέταγαν μισοπεθαμένους μέσα σε λάκκους με ασβέστη. Εκεί ,ο παππούς μου, έχασε τη μικρή του κόρη.

Μην έχοντας μαζί τους τίποτα, εξόν από τα ρούχα που φορούσαν , επιβιβάστηκαν σε Ελληνικό πλοίο και έφτασαν στην Κεραμωτή, περιμένοντας τα κάρα που θα τους οδηγούσαν στην ορεινή περιοχή του Νέστου. Εγκαταστάθηκαν σ’ ένα σπίτι, στο Μακρυχώρι,  κοιτώντας με βλέμμα συμπόνιας  τους Τούρκους που έφευγαν κι αυτοί  λυπημένοι. Η δυστυχία- είναι σίγουρο- δεν έχει αποκλειστική πατρίδα!

Το σπίτι γκρεμίστηκε  και ξανακτίστηκε  με τον ίδιο τρόπο. Οι εξωτερικοί  τοίχοι αλλά και τα χωρίσματα ήταν από τσατμά, , μια  πολύ γνώριμη  κατασκευή στην Ανατολία εξαιτίας  του φόβου των σεισμών. Το γέμισμα στα κενά των τοίχων, γινόταν με πλιθιές,  ξύλινους πήχεις  και κροκάλες που κουβάλησαν με ακραίες προσπάθειες από τα μακρινά ρέματα.

Στα σημεία που γινόταν βαθύρροα , κάναμε τα καλοκαίρια ολόγυμνοι βουτιές. Κι ήταν οι στιγμές εκείνες οι πιο όμορφες της ζωής μας.

Στο χωριό, όπως φυσικά και σε άλλα μέρη του ορεινού όγκου, που υψώνονταν επιβλητικά ανάμεσα στην  πανέμορφη κοιλάδα του ποταμού  και  του κάμπου της Χρυσούπολης, ευδοκιμούσε η σπάνια και πολύτιμη ποικιλία του μπασμά με το μέτριο πάχος των φύλλων και το ερυθροκίτρινο χρώμα.

Υπήρχαν και άλλες ποικιλίες όπως η καμπά-  κουλάκ, η μπασί- μπαγλί που τις χαρακτήριζαν εύστοχα οι τούρκικες λέξεις.

Τα μέσα παραγωγής του καπνού, πάνω στα λίγα στρέμματα που μοίρασαν, ήταν πρωτόγονα:

Κάρα , άροτρα, πανέρια, τσαπιά, μεταλλικά δοχεία νερού και ποτιστήρια. Σε κάθε αγροτόσπιτο υπήρχε ένα γαϊδούρι και μια  αγελάδα που τη νύχτα κλείνονταν στο παλιό ισόγειο κτίσμα της αυλής.

Όταν παντρεύτηκε η μάνα μου κι έφυγε στην Καβάλα, ο παππούς μην έχοντας χρήματα, πούλησε την αγελάδα για τα έξοδα της προίκας. Κι αυτό για ‘κείνον ήταν μια τεράστια πράξη θυσίας. Όμως, όταν το έμαθε ο πατέρας, που ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, πήγε μόνος του στον αγοραστή χωρίς να το ξέρει  κανείς. Ζήτησε να επιστραφεί δίνοντάς του τα χρήματα. Μόλις την άφησαν ελεύθερη, έτρεξε όλο το δρόμο και πιέζοντας με δύναμη την παλιά ξύλινη πόρτα της αυλής, μπήκε στο αχούρι κάνοντας τα μάτια του παππού να δακρύσουν.

Η καλλιέργεια του καπνού ξεκίναγε στα μέσα του Μάρτη, πάνω σε  ανυψωμένα ορθογώνια από χώμα αναμειγμένα με σπόρους καπνού και λίπασμα. Παράλληλα γινόταν και η προετοιμασία στα καπνοχώραφα, με πολλαπλά οργώματα, για να δεχτούν- συνήθως το Μάη- τη μεταφύτευση από τη νέα φυτεία της σποράς

Η πιο δύσκολη περίοδος ήταν στη φάση της συγκομιδής. Ξεκίναγαν- άγρια μεσάνυχτα- για να κόψουν τα φύλλα του καπνού με το λουξ  στο χέρι. Η μάνα μου πάντα έλεγε πως, όταν την ξυπνούσαν, ζήλευε τη γάτα που κοιμόταν.

Μια τέτοια νύχτα δεν άντεξε κι αποκοιμήθηκε πίσω από τα κοφίνια του καπνού,  στην άκρη του χωραφιού. Ο παππούς που της είχε μεγάλη αδυναμία, πλησίασε συγκινημένος. Γονάτισε και της είπε : «Εσένα, κορίτσι μου Φανή, θα σε παντρέψω στην Καβάλα. Δεν θα σ’ αφήσω εδώ». Και βγάζοντας το σακάκι του τη σκέπασε να μην κρυώσει.

Πολυμελείς οι οικογένειες. Έξι στρέμματα χωράφια. Ποιόν να πρωτοθρέψουν! Από τη δεκαετία του ’50, άρχισαν σιγά σιγά να αδειάζουν τα χωριά από τους νέους. Ωραίοι οι χειμώνες με τα κυνήγια πάνω στα χιονισμένα βουνά με τους  λειμώνες, αλλά οι τσέπες άδειες.

Περίμεναν- λες και ντρέπονταν-  μακριά από την κεντρική πλατεία ,το πράσινο λεωφορείο της γραμμής, φορώντας τα παλιό σακάκι του πατέρα. Κάθε τόσο έβγαζαν τα λίγα τους χρήματα από το πορτοφόλι και τα ξαναμετρούσαν. Πώς θα μπορούσαν να φτάσουν στη Γερμανία; Κάτι έπρεπε να γίνει. Εντελώς αβοήθητοι, πήραν μαζί τους μόνο ευχές, το σταυρουδάκι της γιαγιάς και το πικρό δάκρυ της μάνας.

Έτσι σιγά σιγά ερήμωναν οι τόποι…

 

 

 

* Ο Χρήστος Κεραμίδης γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς πρόσφυγες του Πόντου. Τελείωσε την Αριστοτέλειο Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης (Μικρό Πολυτεχνείο). Ποιήματά του είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές: Τους «Ταξιδευτές» (1995), το «Στα πέλαγα του ονείρου» (1996), τους «Δρόμους της βροχής» (1998), την «Τελευταία υπόσχεση» (2001) και «Ο Αύγουστος που περιμένω» (2016) . Οι δύο τελευταίες του ποιητικές συλλογές έχουν εκδοθεί στον Στοχαστή. Είναι παντρεμένος, έχω δύο παιδιά και ζει στην Καβάλα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top