Fractal

Διήγημα: “Όταν φύγουν οι πεταλούδες”

Της Ευαγγελίας Γραμμένου // *

 

 

 

Χθες κοιμήθηκα αγκαλιά, για μια ακόμη νύχτα, με το μπλε τετράδιο. Σημειώσεις. «Υγιεινή και ανα-ασφάλεια τροφίμων», γράφει στην ετικέτα. Έτσι ακριβώς. «Ανασφάλεια». Στην μέσα σελίδα υπάρχουν ζωγραφισμένες δύο τέλειες πεταλούδες. Κόκκινα και μπλε φτερά. Μεγάλα, δυνατά. Σαν σόλοικες φαντάζουν εδώ. Φοβιστικές. Γιατί το αλλιώτικο και το απ’ αλλού φερμένο, πάντα του φοβίζει.

Δύο χρόνια τώρα, από τη στιγμή που το άρπαξα, στη ζούλα, πάνω στην αναμπουμπούλα του θανάτου σου, εγώ και αυτό το τετράδιο γίναμε αχώριστοι. Ξέρω ότι δε μου ταιριάζει. Αυτή η ευαισθησία χαλάει την εικόνα του μπαγάσα, του καθικιού που ήμουνα. Σε βλέπω με κείνο το βλέμμα το νοτισμένο, του κουταβιού, να γελάς επιτέλους. Ας είναι. Ξεφορτώθηκες τουλάχιστον το αινιγματικό μειδίαμα που τόσο μας τσάντιζε.

« Τζοκόντα! Το βρήκα. Μοιάζει το χαμόγελό σου με της Τζοκόντα», είπε εκείνη η σερβιτόρα στη «Σκάλα». Στο κολλήσαμε και αυτό. Ένας κρίκος ακόμα στη βαριά αλυσίδα που σε βάλαμε να κουβαλάς. Δεν πολυκαταλάβαμε τότε. Τώρα καταλαβαίνω. Ξέρω για τη Μόνα Λίζα. Διαβάζω πια. Όχι για τη σχολή. Γραμμένη την έχω. Ούτε που πατάω. Άλλαξα και γειτονιά. Δεν συχνάζω στην «Κατσαρόλα», δεν πάω στο γυμναστήριο του Alex… Τίποτα. Τώρα έγινα αυτό που ήμουν πάντα.

Έτσι δεν λένε οι φιλόσοφοι; Ο καθένας οφείλει να γίνει ο εαυτός που πρέπει να είναι.

Τίποτα λοιπόν. Κλείνομαι στο δώμα της κυρά Βασίλαινας, μακριά στον Κάτσικα, και διαβάζω ό,τι κορόιδευα: ποίηση, αδερφίστικα πράματα, φιλοσοφίες του νου και της ψυχής.

Αν ζούσε τώρα η μάνα, θα σταυροκοπιόταν. Καημό το ’χε να με δει με βιβλίο. Πού εγώ, ηλεκτρονικά και γκόμενες. «Το κοπέλι ετούτο είναι δυνατό, μαθές, ίντα τα θέλει τα γυναικωτά καμώματα;» τη μάλωνε ο πατριός μου και έριχνε συνοδευτικά κάνα φούσκο, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε. Άγριος ήτανε. Αγριάδα έμαθα. Νταής ήτανε,

νταηλίκι έμαθα, με το στανιό στην αρχή, με μύξες και με κλάματα. Έμαθα. Ήταν και πιο εύκολο, βέβαια. Τον έβλεπα, έστριβε το μουστάκι και ξεπόρτιζε δίχως να δίνει λόγο. Άντρας σωστός. Κρητίκαρος. Έτσι όπως έγινα, «Ζαμπέλα» με φωνάζουν οι νταήδες, σιγά μη γυρίσω πίσω στο χωριό. Τους φτάνει ο λωλό- Σηφαλιός. Έχουν να παίζουν, καθώς πίνουν τις ρακές. Μικρό το αλωνάκι μαθές τί να κάνουν…

Παίζουν έτσι, στις χάντρες του κομπολογιού, τα ξένα τα σουσούμια. Στο σπίτι σας, έσπασαν οι καθρέφτες, μου έρχεται να φωνάξω. Δεν υπάρχει όμως κανένας για να ακούσει.

Δεν γυρίζω το λοιπόν.

Κι όχι ότι φοβάμαι. Όχι. Πιότερο σκιάζομαι ετούτες τις πεταλούδες που στρίβουν τις μυτερές κεραίες τους βαθιά μες στην κοιλιά μου. Πώς με ξεγέλασαν και τις πήρα αντάμα… Τα χρώματά τους πέρασαν στα μάτια μου. Δεν θωρώ καλά, σου λέω. Περνώ σε μέρη σκοτεινά όπου δεν φτάνει ο ήλιος, και βαθύτερα απ’ το λαγούμι που σε ρίξαμε, τα βάτα με ξεσκίζουνε, γυρίζω ματωμένος στο κρεβάτι, τα αυτιά αντηχούν μονάχα βόμβους μονότονους, το στόμα μου στεγνό, ξερνάει τον καφέ, το νερό ακόμα.

«Έναν καφέ να πιω, μόνο έναν καφέ αφήστε με» φώναζες. Κι εγώ ο Ιούδας, το κέρατο το βερνικωμένο, δεν σ’ άφηνα. Τρικλοποδιά έγινα να σκουντουφλάς, σκοινί να σε τραβάνε οι λύκοι. Αντρικά πράματα, να δεις στο στρατό καψώνια, λέγαμε.

Παράξενο όργανο το στομάχι. Τι χωνεύει… Γαργάρα όλα, ξέπλυμα κανονικό οι ανεγκέφαλοι, έτσι να βολευόμαστε. Μηρυκαστικό είμαι. Δύο χρόνια, δύο κομμένες φλέβες, δύο πεταλούδες χρειάστηκαν για να αναμασήσω τις γροθιές, τις κλωτσιές, τις βρισιές, τα αντρικά τα πράματα.

Φέτο τη Μεγάλη Πέμπτη, ανέβηκα στο μοναστήρι των Φιλανθρωπηνών. Περπάτησα στα καλάμια, και σούρουπο, σούρθηκα με την κοιλιά, σα σκώληκας, και χώθηκα μέσα. Χάθηκα στις αγιογραφίες. Κύρτωσα πολύ, όσο που έγινα μια ξεθωριασμένη εικόνα, με μάτια πελώρια όλο ίσκιους και φτερά. Ώρες πολλές πέρασαν σκυμμένες μαζί μου να μετράμε μέχρι τη δωδεκάτη. Μαζί μου υπομόνεψε κι ο Χριστός κι ο Ιούδας. Αδελφωμένοι. Το άλλο πρωί ήρθε η διακόνισσα.

– «Είσαι πιασμένος στο χασίσι»; με ρώτησε.

– «Όχι» της απάντησα, «στις πεταλούδες».

Κουνώντας το κεφάλι με τα βαριά μυωπικά γυαλιά, μου ΄χωσε στη χούφτα κάτι ευρώ. Τα πήρα και έφυγα. Πώς έφτασα στο δώμα ούτε που θυμάμαι. Ανάσταση ούτε που θυμάμαι. Ήρθε; Μάλλον όχι. Σίγουρα όχι. Με προσπέρασε και αυτή, όπως εκείνη η Ιωάννα, με τα μακριά ξανθά μαλλιά. Ένας χείμαρρος, ένας κορίτσαρος, και να μας έχει όλους του φτυσιματού. Τόσοι μάγκες μέσα στο κουτούκι, και αυτή να πάει να κάτσει δίπλα σου, κι όλο να συζητάει για την Κρήτη, για το Σέλι, για τα πανηγύρια στον Αϊ- Λιά, και άλλα τέτοια. Σε μίσησα. Κοίτα πέραση η Τζοκόντα, έλεγα και χασκογελούσα αλλά μια λύπη κακιά, με σκέπαζε κιόλας με τη βρωμοκουρελού της.

Την άλλη μέρα πρότεινα στους άλλους το αστείο με το σκοινί απ’ το μπαλκόνι. Έτσι για πλάκα. Νταγιαντάς ή όχι, να διούμε.

Κι άντεξες, λέει, όλο το βράδυ. Και μείς λυσσάξαμε πιο πολύ, που δεν μας εμαρτύρησες. Κανέναν μας. Το στόμα σφαλιχτό, ξανά, με κείνο το μικιό χαμόγελο, μα ίσα ίσα που ξάκριζε πια.

Κρατώ σφιχτά το μπλε τετράδιο της «ανα- ασφάλειας». Δεν νιώθω ανθρωπινά πια. Πουθενά. Ο δρόμος μου έγινε σα καπνός, σα θάλασσα αχνιστή, πλέω δεν πορπατώ, βάρος κανένα, με σέρνουν πεταλούδες και με τραβολογούν όθεν εκειά… Εκειά στο λάκκο με τα βάτα, και κάνω με τα χέρια μου τα αδύναμα, έτσι, να φύγουν πια, να φύγουν, δεν ημπορώ, και αυτές μένουν και βυζαίνουν λαίμαργα τις φλέβες μου, και μου κεντούν κεντίδια και μπλε και κόκκινα φτερά και με φεύγουν μακριά, στο αλλιώτικο.

 

 

 

* Η Ευαγγελία Γραμμένου είναι Φιλόλογος και μεταπτυχιακή υπότροφος στο τμήμα Δημιουργικής γραφής του ΕΑΠ. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή “Με τη σελάνα στο κόκκινο” και ετοιμάζει τη δεύτερη. Είναι εν ενεργεία εκπαιδευτικός και το μότο της είναι “ζην ποιητικώς”. Μέσα από τη διαδικασία της γραφής της δίνεται η ψευδαίσθηση ότι αλλάζει και το σύμπαν γύρω της. Αν ο Σάντσο Πάντσα γέρασε και πέθανε ο Δον Κιχώτης sempre vive!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top