Fractal

Διήγημα: “Όσο εσύ με φωτογραφίζεις”

Της Ευαγγελίας Γραμμένου // *

 

 

 

Ο ήλιος καίει πολύ σήμερα. Το φως του κίτρινο, ξεθωριάζει τα πάντα. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα καθώς προσπαθώ να τα κρατήσω ανοιχτά για να βγω όμορφη στη φωτογραφία που μου βγάζει ο Johnny.

– « Elizabeth, κοίτα το πουλάκι, χαμογέλα!»

Προσπαθώ να χαμογελάσω, μα τα χείλια μου έχουν γίνει δύο ίσιες γραμμές, αδύνατο να ανοίξουν. Πίσω μου το τροχόσπιτο μας. Έχει ένα ουρανί χρώμα και μερικά μαύρα μπαλώματα. Η mommy μου έδωσε μια μέρα ένα κίτρινο μολύβι και με άφησε να ζωγραφίσω ήλιους πάνω του. Τώρα έχουν χαλάσει και δεν φαίνονται τόσο ωραίοι. Αλλά και οι ρόδες έχουν πια ξεφουσκώσει και δεν κυλάει. Μπορώ να λέω ότι πια έχουμε σπίτι όχι τροχόσπιτο.

– «Τα χέρια της, που να βάζει τα χέρια της;» ρωτάει η mommy.

– « Α, ας κρατάει τις άκρες απ’ το φουστάνι της, έτσι σα να χορεύει».

Υπακούω. Έτσι κι αλλιώς μου λείπει η κούκλα μου η Sissy. Δεν μ’ άφησε ο Johnny να την κρατήσω. Είναι παλιά και τα ρούχα της κουρελιάστηκαν. Δεν κάνει να φαίνεται στη φωτογραφία.

Όμως εγώ πρώτη φορά την αποχωρίζομαι. Μου τη χάρισε ένας γύφτος που έμεινε κοντά μας πέρυσι. Είχε και μια μαϊμού που άρπαζε πράγματα και τα έκρυβε. Ήταν πολύ αστεία. Όμως ο γύφτος την κράτησε και μου ’δωσε την κουκλίτσα.

Φοράω οργκαντίνα σήμερα. Παναπεί καινούργιο φουστάνι για πριγκίπισσες. Η μαμά μου ήρθε εχθές το απόγευμα και μου ‘δωσε ένα πολύχρωμο πακέτο. Έκλαιγε. Μάλλον τα μάτια της δεν είχαν ξαναδεί τόσο όμορφο δέμα. Το πήρε από την πόλη. Είχε πάνω σύννεφα ροζ και λαγουδάκια μπλε. Για μένα μαμά; Δώρο; Ναι για σένα, για να ‘σαι όμορφη στη φωτογραφία με τη λευκή σου οργκαντίνα. Το άνοιξα και χτύπησα τα χέρια μου γελώντας. Τι ωραίο, μαμά μου. Άμα με δούνε έτσι οι κύριοι που θέλουν να με πάρουνε μαζί τους, σίγουρα. Στην αρχή έκλαιγα συνέχεια. Μη με δώσεις μαμά. Δεν θα τρώω πολύ, δεν θα ζητάω παγωτό και θα καθαρίζω το τροχόσπιτο. Δεν θα κλαίω όταν με αφήνετε μόνη με τον Johnny. Όταν πήγαινε στην πόλη δεν με έπαιρνε η μαμά. Πήγαινε να πάρει γάλα, λεμόνια και κάτι άλλο που δεν θυμάμαι. Εγώ έμενα πίσω. Στην αρχή κουλουριαζόμουνα και έλεγα μαμά μαμά μαμά, άμα νύχτωνε και ακουγότανε τα σκυλιά. Μετά όμως συνήθισα. Είχα και τη Sissy και η ώρα περνούσε. Φτιάχναμε φανταστικά φαγητά και τραγουδάκια. Κάναμε δετσιώσεις, έτσι το λένε. Άμα με πάρουνε αυτοί οι άνθρωποι οι πλούσιοι στο βοριά, όχι βοριά, λάθος το λέω, στο Βορρά θα με πάρουνε, θα έχω κανονικό σπίτι, όμορφα ρούχα, και ένα βυσσινί ποδήλατο με καλαθάκι μπροστά για να βάζω σοκολάτες. Στο μέρος εκείνο, ρίχνει χιόνι, σαν άσπρη μαρέγκα ένα πράγμα παγωμένο. Τα παιδιά βγαίνουν έξω και το πιάνουν και παίζουν και έχουν κόκκινες μύτες. Θα είναι ωραία, λέει ο Johny. Γιατί να μου πει ψέματα;

– «Το πουλάκι, αγάπη μου, κοίτα το πουλάκι και χαμογέλα!»

Σφίγγω τις άκρες από την οργκαντίνα μου και χαμογελώ αν και ο ήλιος μου φέρνει δάκρυα ακόμα. Όμως θέλω να ρωτήσω δύο πράγματα. Πρώτα πρώτα αυτό το πουλάκι απέναντι βλέπει και τις κρυφές μου σκέψεις, για να μη στενοχωρηθεί η μαμά το λέω. Και μετά, το χιόνι θα μπορώ να το βάζω σε ένα φάκελο να το στέλνω στη μαμά μου για τις νύχτες που έχει πυρετό και παραμιλάει στο στρώμα της; Αυτά δεν τα ξέρω. Είμαι μόνο ένα μικρό κορίτσι. Τα χρόνια μου μετριούνται με το ένα μου το χέρι. Αυτό μονάχα.

 

 

* Η Ευαγγελία Γραμμένου είναι Φιλόλογος και μεταπτυχιακή υπότροφος στο τμήμα Δημιουργικής γραφής του ΕΑΠ. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή «Με τη σελάνα στο κόκκινο» και ετοιμάζει τη δεύτερη. Είναι εν ενεργεία εκπαιδευτικός και το μότο της είναι «ζην ποιητικώς». Μέσα από τη διαδικασία της γραφής της δίνεται η ψευδαίσθηση ότι αλλάζει και το σύμπαν γύρω της. Αν ο Σάντσο Πάντσα γέρασε και πέθανε ο Δον Κιχώτης sempre vive!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top