Fractal

Ένα λογοτεχνικό σπίτι για τους μετανάστες

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

«Όσα δεν έζησαν» , διηγήματα, Μαρία Σκιαδαρέση, εκδόσεις Πατάκη

 

Η λογοτεχνική γραφή έχει τον τρόπο να αποτυπώνει την πραγματικότητα – σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί, όπως και κάθε άλλη μορφή Τέχνης, η άλλη όψη της αλήθειας, ικανή να ανασύρει από το θυμικό των ανθρώπων τις πιο εσωτερικές πτυχές και να τις προσφέρει με τον μυθοπλαστικό μανδύα με διάφανη και περίοπτη όλη την υποκρυπτόμενη φύση τους. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο, όταν επιλέγει στη θεματική της τα πιο φλέγοντα ζητήματα, συνιστά και την πιο καίρια ματιά πάνω τους.

Με το θέμα των μεταναστών και των προσφύγων δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείται η σύγχρονη γραφή. Ωστόσο, νιώθεις διαβάζοντας το νέο βιβλίο της Μαρίας Σκιαδαρέση πως η πεζογράφος έχει συλλάβει την ουσία του ζητήματος – και από την πλευρά των ίδιων των ανθρώπων που βρίσκονται σε απόγνωση αλλά και από την πλευρά της χώρας υποδοχής. Σωστή η επιλογή της μικρής φόρμας για να γραφούν οι ιστορίες· πρόκειται για θέμα ανοιχτό με αδιόρατες ακόμη τις εξελίξεις του, κυρίως στις αντιδράσεις των γηγενών, που αλλάζουν με το φύσημα του αέρα και διαφοροποιούν τη στάση τους απέναντί σε πρόσφυγες και μετανάστες, επενδύοντας την πρακτική τους με επίσης διαφοροποιημένη κατά περίσταση ιδεολογία, αλλά κυρίως με ποικίλα ιδεολογήματα, άλλα νεότευκτα και άλλα αντλημένα από ζοφερές εποχές του παρελθόντος. Δύσκολοι οι καιροί, λοιπόν, για να αποκρυσταλλώσεις θέση ως προς ένα ζήτημα που πυροδοτεί εξελίξεις· η μεγάλη αφήγηση θα απαιτούσε την παγιωμένη θέση για να σταθεί και να τοποθετήσει τους ήρωές της με αληθοφάνεια στο τοπίο της. Επομένως, άριστη η επιλογή της Σκιαδαρέση να απομονώσει περιπτώσεις, εικόνες, σκηνές, και να τις κοιτάξει μέσα από τη μικρή σε έκταση αφήγηση που επιτρέπει το διήγημα, και όχι μέσα από ένα μυθιστόρημα, μια άστοχη στην περίπτωση αυτή εκδοχή γραφής. Η όποια περαιτέρω ανάλυση επαφίεται στον αναγνώστη με τις προσλαμβάνουσες που έχει, με τον ιδεολογικό του κόσμο που διαμορφώνει τις αντιδράσεις του.

Τέσσερις ιστορίες περιέχονται στο βιβλίο. Η κάθε μία ανοίγει ένα διαφορετικό σκηνικό από τον δύσκολο δρόμο που τραβούν όσοι επιλέγουν (πρόκειται όμως για επιλογή πάντα;) την Ελλάδα ως τόπο για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς τη στέρηση των στοιχειωδών, χωρίς τον φόβο και την ανασφάλεια που γεννά η καθημερινή απειλή θανάτου. Αλλά και όσοι βρέθηκαν εδώ από παλαιότερες στροφές της ιστορίας, Έλληνες και ξένοι ταυτόχρονα.

Ο Κούρδος Κερίμ της πρώτης ιστορίας, που φτάνει από την Τουρκία στο Λαύριο μισός (έχοντας χάσει τον φίλο του που δεν τα κατάφερε), σχεδόν αγγίζει την ελπίδα. Θα μπορούσε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, να είναι αποδεκτός, ακόμη και ερωτεύσιμος; Η ζωή, όμως, είναι ανατρεπτική και απρόβλεπτη.

Μπήκε στο αμάξι όπως του είπε, πήγε στο σπίτι της –βόρειο προάστιο–, μπήκε στο μπάνιο της, πλύθηκε, λούστηκε, βγήκε, αγγίχτηκαν, το ένα έφερε το άλλο, βρέθηκε στο κρεβάτι της, την έκλεισε στα μπράτσα του, τον έκανε να ονειρευτεί. Απ’ τη στιγμή εκείνη δεν ήταν πια ο ίδιος.

Η Χαμιντέ, της δεύτερης ιστορίας, μουσουλμάνα της Δυτικής Θράκης, συμβιώνει ομαλά με τους Χριστιανούς γείτονές της, βρίσκει πολλούς τρόπους να ξεπερνά τα θρησκευτικά εμπόδια που συχνά διχάζουν τους λαούς, κι ας κληρώθηκαν από τις ιστορικές συγκυρίες να συμβιώνουν στα ίδια εδάφη, πατρώα για όλους. Δεν είναι, όμως, το ίδιο εύκολη η συμβίωση με την ομοεθνή νύφη της, τη γερμανοτραφείσα σύζυγο του γερμανοσπουδαγμένου γιου της. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Η νεότερη γενιά απεκδύεται τα πατρογονικά έθιμα, ο δυτικός τρόπος ζωής την έχει μεταμορφώσει. Η Χαμιντέ θα βρεθεί η ίδια εσωτερική μετανάστρια, από τον κήπο της στην Κομοτηνή στο εξοπλισμένο διαμέρισμα της Ξάνθης. Μόνο που αυτό δεν είναι πλέον το σπίτι της. Πώς θα αντιδράσει; Πώς θα διατηρήσει τα πατρογονικά της έθιμα απέναντι σ’ αυτούς τους άπιστους που αλλοίωσαν τον χαρακτήρα των ομοεθνών της; Και η Χριστιανή φίλη της, μια άπιστη κι αυτή, ποια στάση θα κρατήσει;

Κι εμείς όπως οι άπιστοι! Ποιοι είναι οι άπιστοι και ποιοι είμαστε εμείς; Πώς άλλαξαν οι άνθρωποι, τα σπίτια, ο τρόπος που ζυμώνουν το ψωμί, τα φαγητά, οι ώρες της ημέρας κι οι συνήθειες, μέρα και νύχτα έγιναν ένα, οι εποχές έγιναν ένα, κανείς δε νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει τη ζωή για τον επιούσιο, για την υγεία, για την ελευθερία του. Ποιος είναι άπιστος και ποιος πιστός;

Ο Ιρανός αρχαιολόγος, της τρίτης ιστορίας, από την Τεχεράνη θα βρεθεί στην Αθήνα για να ταράξει τα τελματώδη νερά της ζωής της Ελπίδας. Είναι δυνατόν η κόρη της να κάνει σχέση με έναν Ανατολίτη; Κι όμως, η πλοκή έχει άλλη άποψη. Ένα ξάφνιασμα αρχικά για την ηρωίδα που διαγράφει την προκατειλημμένη άποψη και αφήνεται να ζήσει όσα δεν έζησε ως τότε στη μετρημένη της ζωή. Μόνο που η ιστορία, ανατρεπτική και αυτή στην εξέλιξή της, θα ξαφνιάσει και τον αναγνώστη.

 

Μαρία Σκιαδαρέση

 

Κοιτάζοντάς τον, η Ελπίδα έκανε τη σκέψη πόσο ξένος μπορεί να είναι αυτός ο άνθρωπος που ήρθε από την καρδιά της Ασίας για να υπηρετήσει αυτόν εδώ τον τόπο, όπου έτυχε να γεννηθούν τόσοι που λέγονται Έλληνες, όπως κι η ίδια εξάλλου, και που ποτέ δεν ένιωσαν συγκίνηση σαν τη δική του στη θέα τούτων των μνημείων. Έλληνες, τους μάθαιναν στο σχολειό, είναι όσοι έχουν παιδεία ελληνική. «Στον άνθρωπο αυτόν, να φανταστείς, αρνούνται υπηκοότητα!» σκέφτηκε η Ελπίδα και ντράπηκε για λογαριασμό πολλών.

Στην τέταρτη ιστορία, και την πιο δραματική από όλες, με τον εύγλωττο τίτλο «Οι Μαύροι», μια οικογένεια Σομαλών προσφύγων, που βρίσκονται στην πλατεία Βικτωρίας, θα γνωρίσουν την απρόσμενη καλοσύνη – μια σταγόνα ελπίδας πως όλα δεν χάθηκαν αλλά υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που βλέπουν πέρα από τις διακρίσεις, που αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα του άλλου ως πλούτο του πολιτισμού. Ώσπου να αλλάξει το σκηνικό, και να φανερωθεί η βία με το πιο παράλογο πρόσωπό της. Όχι, δεν ήταν φιλόξενη χώρα η Ελλάδα· φιλόξενη ήταν μόνο μια μονάδα μέσα στο εχθρικό σύνολο. Κι όταν αυτή χάνεται, όλα δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο.

Με το που ήρθαν να μείνουν στο υπόγειο σε κάθε τους συνάντηση με τους ενοίκους κρύο ρεύμα περπάταγε στη ραχοκοκαλιά τους και η πρώτη λέξη που έμαθαν ήταν η λέξη «μαύρος», ανάμεσα στους ψίθυρους ξεχώριζε κι ας ήταν σε διάφορες μορφές· μαύρος, μαυράκι, μαύροι.

Οι ιστορίες της Σκιαδαρέση είναι αληθινές, γι’ αυτό και σκληρές. Αποκαλύπτουν τη μη παραδοχή του διαφορετικού, που κρύβεται συχνά πίσω από μια επιφανειακή ανοχή ή (χειρότερα ακόμη) μέσα σε πομπώδεις διακηρύξεις περί ισότητας. Στην πραγματικότητα το φίδι κάθε φορά σπάει το κέλυφος και σεργιανάει· πάντα ζωντανό και απειλητικό, έτοιμο να καταβροχθίσει την προσχηματική αποδοχή της διαφορετικότητας. Και όσοι βαυκαλιζόμαστε με το ιδεολόγημα ενός εγγενούς αισθήματος φιλοξενίας που τάχα έχουμε στο γονίδιό μας, ας το ξανασκεφτούμε. Δεν είμαστε τόσο φιλόξενος λαός όσο νομίζουμε, κι ας έχει συνδεθεί το όνομά μας με την πανάρχαια ιδιότητα του Ξένιου Διός. Κι αν, για να πούμε και την ιστορική αλήθεια, στο πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας (Επίδαυρος, 1822) γραφόταν καθαρά η ισότητα των πολιτών (διαβιούντων και έξωθεν ερχομένων στην Ελλάδα απέναντι στους νόμους) αλλά και η ισότητα των ανθρώπων (κατάργηση της δουλείας), δεν έχουμε αυταπάτες πως αυτές οι ρηξικέλευθες για την εποχή διατάξεις ίσχυσαν, γιατί δεν υπήρχε στην πραγματικότητα ανάλογο πρόβλημα στην τότε μικρή Ελλάδα – στην περίπτωση της Αμερικής, τέτοιες διατυπώσεις χρειάστηκε να γίνουν συνείδηση μέσα από έναν εμφύλιο πόλεμο (εκεί όμως υπήρχε ζωντανό το πρόβλημα).

Οι ιστορίες του βιβλίου κατόρθωσαν, στο μέτρο που τους αναλογεί, να δώσουν τη λογοτεχνική στέγη, το σπίτι που αλλιώς δεν βρίσκουν, στους μετανάστες-ήρωές τους. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί πράγματι πολύ· είναι όμως σημαντικό, γιατί δείχνει την ευαισθησία της συγγραφικής ματιάς να ανασύρει από το σκοτάδι τα πρόσωπα, να δείξει τη ζωή τους και τη σκέψη τους, να τους δώσει ένα βήμα να μιλήσουν, έναν χώρο να σταθούν. Ευτυχώς η λογοτεχνία μπορεί ακόμη να λειτουργήσει αποκαλυπτικά και να ανοίξει ένα (μικρό έστω) ρήγμα στο σκληρό περίβλημα των συνειδήσεων.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top