Fractal

Το β΄ πρόσωπο της ποίησης

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

«Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι» της Κυριακής Αν. Λυμπέρη, Οι εκδόσεις των φίλων

 

σαρξ εκ πνεύματος

πνεύμα εκ σαρκός

 

Όταν μια ποιητική συλλογή στην προμετωπίδα έχει αυτό το ανατρεπτικό, σε προετοιμάζει για μια ποίηση γήινη αλλά και για τη μετάπλαση του σώματος σε μια ενδιαφέρουσα δημιουργία. Οι λέξεις της Κυριακής Λυμπέρη είναι διαλεγμένες με κριτήριο μια ευθύβολη σκληρότητα. Και το ποίημα φτιάχνεται από υλικά τραχιά στην αφή.

Διαβάζοντας δεν ξέρω αν αυτός ο λόγος είναι αληθινός ή αν παίζει τον ρόλο του σε σκηνικό που η ποιήτρια έστησε. Η ποίηση αρέσκεται να δημιουργεί το περιβάλλον για να ακουμπήσουν οι λέξεις της. Κάποτε απολύτως ρεαλιστικό και κάποτε υπερβατικό και αθέατο σχεδόν. Σε κάθε περίπτωση (αληθινό ή μυθοπλαστικό, πραγματικό ή όχι) το περιβάλλον αυτό ενσωματώνει τον λόγο και έτσι, σαν ένα σύνολο αδιαίρετο, παρουσιάζεται σε μας αλλά και στον δημιουργό, που με διαφορετική ματιά κοιτάζει τη σκέψη του με νέο τώρα μανδύα, ποιητικό.

Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχει δείξει και από προηγούμενες καταθέσεις ότι έχει άγρια ψυχή, και εννοώ μ’ αυτό (το αρχικά τρομακτικό) ότι δεν πατά σε δρόμους χαραγμένους αλλά προτιμά να ανοίγει μόνη της πέρασμα σε απάτητα ρουμάνια. Το προσωπικό κόστος πάντα εκεί για συνυπολογισμό, γιατί το σώμα είναι που πληγώνεται από τα κοφτερά αγκάθια, για να έρθει μετά ο νους, η σκέψη (τρωθείσα και ηττημένη) να μιλήσει με την ποιητική γλώσσα.  Στην προηγούμενη συλλογή της η ποιήτρια (Ζητήματα ύψους, εκδόσεις Τυπωθήτω-λάλον ύδωρ) πρόσφερε τα ποιήματά της εν είδει ιδιόμορφων ιαμάτων σε όποιον ευαίσθητο αποδέκτη της. Εδώ περισσότερο ο αποδέκτης είναι η ίδια, που καταφεύγει σ’ αυτά ίσως σε μια απόπειρα να δει τον εαυτό της καταγεγραμμένο, με όσα μέσα του σκουρόχρωμα κουβαλά.

 

Με βάζεις στο κέντρο της οθόνης

με μελετάς σαν μύγα νοιώθω.

Σε πόσες διαστάσεις βλέπω

οι οφθαλμοί αν είναι στερεοσκοπικοί

πώς το κορμί μου σπάζει

πώς στριφογυρίζει

υπάκουα, αρθρωτά τα πόδια αν έχω

αν τα φτεράκια στην εντέλεια λειτουργούν

για να πετάω γύρω από τα ίδια

με μια βουή σαν κλάμα.

Το ενδιαφέρον σου όμως μόνο

περιέργεια φυσιοδίφη.

Μα την ψυχή της μύγας ποιος θα τη νοιαστεί;

Τα όνειρα στο μαλακό κεφάλι της

με μια κίνηση γίνονται λιώμα·

πάει η μύγα

τώρα πολτός απλώνεται η ζωή της.

 

(Της μύγας)

 

Κυριακή Λυμπέρη

 

Το πρόσωπο που περισσότερο επιλέγει είναι το δεύτερο ενικό.  Θα μπορούσε να εννοείται  ο ποιητικός λόγος πίσω από αυτή την επιλογή, σε μια θέση-αντίθεση με την ποιήτρια (άλλωστε το έργο αυτονομείται ακόμα και από τον ίδιο τον δημιουργό του). Σε μια άλλη αναγνωστική εκδοχή πάλι θα ανακαλύπταμε το ποιητικό υποκείμενο απέναντι στον καθρέφτη του. Ίσως μια άλλη παρουσία, ένας άντρας, να υποκρύπτεται πίσω από το β΄ πρόσωπο, στον οποίο η ποιήτρια απευθύνει τον λόγο και τον εγκαλεί για την απουσία του; Ναι, θα ήταν μάλλον η πιο βολική από όλες τις ερμηνευτικές εκδοχές. Το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι διαβάζοντας δέχεσαι πότε τη μια και πότε την άλλη, σε μια ακολουθία σκέψεων και προσωπικών πλέον προβολών του ποιητικού λόγου σε σένα, τον αναγνώστη της ποίησης. Μήπως, όμως, αυτό είναι ένα από τα γνωρίσματα της δυνατής ποίησης, δηλαδή  η κοινωνία του ποιήματος (πολυδιάστατη και πολύμορφη) με τον αναγνώστη του;

Η ποιήτρια έχει ισχυρό όπλο, ικανό να λειτουργήσει ως όχημα για να επιτευχθεί η κοινωνία/επικοινωνία: τον λόγο της, ιδιαίτερα αιχμηρό, ώστε να προκαλεί αλλά και να προσκαλεί σε μέθεξη μαζί του, με τις λέξεις φροντισμένα επιλεγμένες, ώστε να βρίσκουν στόχο ασφαλή.

 

Αν είμαι κόκαλο ποτισμένο με οξύ και δάκρυα

σταματημένους ήλιους αν έχω στα βλέφαρά μου

αν είμαι συκώτι μεθυσμένο που πρήζεται

και δεν αντέχει την οδύνη του

αν είμαι δέρμα που βαραίνει και πιέζει το κρέας

αν είμαι σώμα που υποφέρει

μπορώ να είμαι και φτερό, πουλί, αερόστατο

μπορώ να είμαι ρίζα που ανεβαίνει

βεγγαλικό που σκάει

την ουσία μου ν’ αναλίσκω μπορώ

με κρότο τα μυρμήγκια να εντυπωσιάζω.

 

(Αν είμαι)

  

Η ποίηση κάτω από αυτό το πρίσμα, όπως την εκλαμβάνει η Κυριακή Λυμπέρη, λειτουργεί σωματικά και νοητικά απέναντι στην παρουσία αλλά και την απουσία του έρωτα, κυρίως ως σαρκική βίωση. Και ανοίγοντας «διάλογο» με την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ θα μιλήσει για τον απόντα έρωτα και το πώς αυτός πυροδοτεί την τέχνη της ποιητικής γραφής. Γνωστό αυτό άλλωστε. Δεν γράφεται ποιητικός λόγος αξιώσεων ως απότοκο χαρούμενης διάθεσης. Κι αν η ένταση της ερωτικής συνεύρεσης συχνά οδηγεί τη γραφίδα, πολύ περισσότερο και πιο βαθιά γράφει (κατάσαρκα) η απουσία της.

 

Κι όμως τα ποιήματα πετυχαίνουν

ακόμα κι όταν οι έρωτες αποτυχαίνουν.

Ιδίως τότε ίσως να πετυχαίνουν·

στο χαρτί ολοκληρώνεται το πάθος

φιλί-φιλί το αγαπημένο σώμα

γράφεται και ξαναγράφεται απ’ την αρχή

τα μάτια τώρα, τα χέρια μετά, τα χείλη

παρελαύνουν σαν άνθη σε μίσχους

με μια ριπή που θέρισε ο ζηλιάρης άνεμος

ή σαν πεφτάστερα που έσβησαν

πρόωρα απ’ το χάρτη τ’ ουρανού.

Όσο να πεις για τα δάκρυα

αλλάζει το χαρτί σε στέρνα

για να σηκώσει το βάρος τους

χωρίς να διαλυθεί, χωρίς να νοτίσει

αλλάζει σε φωλιά για να στεγάσει

ό,τι δεν μπόρεσε ο έρωτας.

Γιατί όταν έχεις τον έρωτα

το ποίημα τι να το κάνεις;

 

(Κι όμως Κατερίνα, Στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

  

Ο κόσμος της ποιήτριας ανοιχτός σε ερμηνείες, κυρίως προκλητικός για μια είσοδο αναγνωστική. Μπορεί να ξαφνιάζει πού και πού με την ωμότητα αλλά θα δείξει αλλού μια τρυφερότητα αναπάντεχη. Είναι το ίδιο πρόσωπο που γράφει εδώ:

 

[…]

Ταλέντο έχεις στις πλαστές τις συγκινήσεις

η τέχνη μάλλον όλα τα επιτρέπει.

Κι έτσι τα βράδια καθήκον σου συζυγικό

ν’ ανακατεύεις σάρκα μετά πνεύματος

και πάνω στην κορύφωση σου να ονομάζεις

έρωτα το τερατικό υβρίδιο.

 

Και αλλού:

 

[…]Νύφη της μοναξιάς

αρμένιζα στους ουρανούς

τυλιγμένη στα εξομολογητικά μελάνια μου.

Και μόνο το πρωί συμπονετικό

τον κάματό μου ελεούσε με τον ύπνο.

  

Δύο όψεις ενός και του αυτού δίνει η ποιήτρια. Το πρόσωπο της μοναξιάς με τη συνειδητοποίηση του απολεσθέντος πλέον αυθεντικού σκιρτήματος. Και μετά οι πιο τρυφερές λέξεις για την ίδια την τέχνη της που επιμένει εξομολογητικά να δημιουργεί τα γραμμένα της. Για μια ακόμα φορά ας μείνουμε στους στίχους της. Ίσως να προχωρούν πιο πέρα από αυτά που επιφανειακά δίνουν. Άλλωστε η ίδια δηλώνει τι θα ήθελε:

 

[…]

να μεθύσω, να φωνάξω, να βγω στους δρόμους

στα άκρα  κάπως για το ποίημα

να φτάσω βρε παιδί μου.

 

Αυτά τα άκρα μήπως δεν υπαινίσσεται και ο τίτλος της συλλογής;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top