Fractal

Ορχάν Παμούκ: το παραδοσιακό και το σύγχρονο πρόσωπο της Τουρκίας

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Στην Αθήνα ο Ορχάν Παμούκ για το νέο του βιβλίο

 

Το παραδοσιακό και το σύγχρονο πρόσωπο της Τουρκίας, την ιστορία των ανθρώπων και την Ιστορία της χώρας, με τρόπο ανάγλυφο, πολυπρόσωπο και πολυπρισματικό ο τούρκος συγγραφέας έκανε σπουδαία λογοτεχνία και βραβεύτηκε με Νόμπελ γι’ αυτό. Στο καινούργιο βιβλίο του με τον ποιητικό τίτλο “Κάτι παράξενο στο νου μου” που κυκλοφόρησε μόλις από την Ωκεανίδα, ο συγγραφέας αναδεικνύει τα τελευταία 40 χρόνια της Τουρκικής Ιστορίας. Μέσα από ιστορία του Μεβλούτ που έρχεται στην Πόλη από τα βάθη της Ανατολίας για να γίνει μέχρι το τέλος περιπλανώμενος πωλητής. Καθώς και τις μεταμορφώσεις της Ιστανμπούλ μέσα στον Χρόνο. Κατορθώνοντας μέσα στις 700 περίπου σελίδες να σκιαγραφήσει το πορτρέτο μιας πόλης, ενός ανθρώπου, μιας χώρας κι ενός λαού. Σ’ ένα παλίμψηστο που σφύζει από ζωή.

 

“Κάτι παράξενο στον νου μου” του Ορχάν Παμούκ. Μετάφραση Στέλλα Βρετού. Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2015, σελ. 728, τιμή 19 ευρώ

 

katiparax

 

Με την επίφαση μιας ερωτικής ιστορίας, (ο Ορχάν Παμούκ εξάλλου το κάνει αυτό, στο “Μαύρο βιβλίο” και στο “Με λένε κόκκινο η επίφαση ήταν αστυνομικό), ξεδιπλώνει μισό αιώνα τουρκικής ιστορίας, σε ένα μυθιστόρημα που είναι γεμάτο ανθρώπους, μετακινήσεις πληθυσμών, τους ρυθμούς μιας πόλη όπως η Ιστανμπούλ που που μεταλλάσσεται μέσα στον Χρόνο. Ο κεντρικός ήρωας, ο πάμπτωχος Μεβλούτ έχει απαγάγει την εξ αποστάσεως αγαπημένη Ραγιχά. Την είδε δεκατριετή σε ένα γάμο και την ερωτεύτηκε αμέσως, για τα μάτια της έστελνε τρία χρόνια ερωτικές επιστολές. Για να διαπιστώσει κατά την φυγή τους ότι, τελικά, έχει εξαπατηθεί. Το κορίτσι που τρέχει δίπλα του σε βουνά και λεωφορεία παρ’ ότι την λένε μεν Ραγιχά είναι η μεγάλη της αδελφή. Εκείνη που πρωταντίκρυσε ήταν η Σαμιχά.

Στη συνέχεια της ιστορίας και μέσα από διαρκή φλας μπακ με πολυπρισματική αφήγηση, θα τον δούμε πάμπτωχο αγόρι σ’ ένα χωριό της Κεντρικής Ανατολίας να καταφθάνει στην Πόλη με όνειρα δωδεκαετής. Μαζί του, η οικογένειά του, γονείς, φίλοι, συγγενείς και γείτονές, οι άνθρωποι που συναντά στους δρόμους ως πλανόδιος πωλητής μποζά μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής. Τα πρωινά θα πουλά γιαούρτι και τα βράδια μποζά (ένα πηχτό κιτρινωπό παραδοσιακό ασιατικό ρόφημα από βρασμένο κεχρί, με τρεις βαθμούς αλκοόλ κρυμμένους μέσα του, αμαρτωλή απόλαυση για τους πιστούς μωαμεθανούς).

 

Στην Αθήνα ο Ορχάν Παμούκ για το νέο του βιβλίο

 

Απ’ τις αυθαίρετες παράγκες σε ένα γκερτζέκοντου με το χωμάτινο δάπεδο όπου ζούσε με τον πατέρα, στο σπιτάκι κατόπιν με την Ραγιχά, ο Μεβλούτ θ’ αγωνιστεί και θα πονέσει, θα προδοθεί και θα ερωτευθεί, θα εξαπατηθεί από τον εργολάβο εξάδελφό του και θα γεννήσει τα δικά του παιδιά, θα δει να περνούν απ’ τα μάτια του ή μάλλον απ’ τα πόδια του της πόλης η πολυκύμαντη ζωή: απ’ τα σχολεία μέχρι τον σινεμά Ελγιαζάν, απ’ το τζαμί στο Ντούτεπε ως την πολιτική. Με τον καιρό το κορμί του θα σκεβρώσει απ’ το βαρύ κοντάρι με τα δοχεία του γιαουρτιού. Θα αποκτήσει δυο κόρες, θα χηρέψει και θα ξαναπαντρευτεί. Στο μεταξύ οι καταφερτζήδες συγχωριανοί του και οι συγγενείς του αγοράζουν σπίτια και γη, σε μια πόλη από από τρία εκατομμύρια έχει γίνει πια δεκατρία. Ωστόσο εκείνος εκεί επιμένει, να πουλάει μποζά σαν μοίρα ή σαν επιλογή. Κρατώντας ζωντανό ένα παλιό τρόπο ζωής:

“Τι καλά που ήρθες επάνω, μποζατζή”, του είπε. “Πόσο καλό μου έκανε το άκουσμα τη φωνής σου από το δρόμο. Την ένιωσα βαθιά μες στην καρδιά μου. Είναι υπέροχο που πουλάς ακόμη μποζά. Ευτυχώς, δεν λες ποιός αγοράζει σήμερα μποζά;

”Ο Μεβλούτ ήταν στην πόρτα. Καθυστέρησε λίγο. “Δεν θα το έλεγα ποτέ. Πουλάω μποζά, επειδή θέλω να πουλάω”.

“Και να μη σταματήσεις ποτέ. Μην πεις ποτέ, με τόσους πύργους και τόσο τσιμέντο ένα γύρω, ποιος θα αγοράσει μποζά! Να περνάς πάντα από τους δρόμους”.

“Θα πουλάω μποζά μέχρι το τέλος του κόσμου”, είπε ο Μεβλούτ”.

Αποτελώντας, κατ’ αυτό τον τρόπο και ένα ζωντανό περιπλανώμενο μνημείο της Πόλης. Με αναλλοίωτο πρόσωπο και ψυχή στο αεί μεταλλασσόμενο Τόπο και Χρόνο.

Ένα παλίμψηστο πολυάριθμων επεισοδίων ζώσας ζωή. Και η ταυτότητα της Πόλη μέσα από τις αφηγήσεις ταπεινών ανθρώπων και βιοπαλαιστών. Εδώ δεν είναι οι αστοί της Ιστανμπούλ και του “Μουσείου της αθωότητας” που αφηγούνται αλλά τα λαϊκά στρώματα που θα συμπαρασύρει ο εκδυτικισμός και η ισλαμοποίηση.

Η αφήγηση θα αλλάζει σαν σκυταλοδρομία, από τις τρεις αδελφές Βεντιχά, Ραγιχά και Σαμιχά και τον πατέρα Αμπντουραχμάν και τη θεία Σαφιγέ, στα ξαδέλφια του Μεβλούτ, Κορκούτ και Σουλεϊμάν μέχρι τον αυστηρό πατέρα του, Μουσταφά. Στο μεταξύ ενσταντανέ καθημερινής ζωής μεταφέρουν εικόνες κι αρώματα, διασώζουν την ιστορία, τελικά, των ανθρώπων αποδεικνύοντας το ότι η λογοτεχνία είναι Ιστορία, η ιστορία του λαού.

 

orxan-pamouk

 

Νοσταλγικός, θλιμμένος, παραμυθητικός, γοητευτικός, πάντοτε μαγικός επειδή έχει υπάρξει και συνεχίζει να είναι μαγεμένος, ο Ορχάν Παμούκ μας προσφέρει μια ελεγεία της Πόλης και του Ανθρώπου του μόχθου, κεντώντας αριστοτεχνικά την ποιητική της καθημερινή ζωής.

Σε ένα βιβλίο που είναι πολλά: Ερωτική ιστορία και Ιστορία, κοινωνικό μυθιστόρημα και λαογραφία, πολιτική στάση αλλά και θέση ζωής.

Σαν τον Μεβλούτ κι ο ίδιος, καλοδιάθετος σε όλες τις μεταμορφώσεις και στα καπρίτσια της εποχής, νικά τον χωροχρόνο υπερβαίνοντάς τον, τελικά, στο χαρτί.

 

 

* Δημοσιεύτηκε στο ethnos.gr

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top