Fractal

Διήγημα: “Οργασμός εστί…”

Της Ελένης Μανιωράκη // *

 

 

« Ο γιατρός, έφθασε ο γιατρός». Φωνές, φασαρία κακό κι ένα χωριό σε διάταξη υποδοχής και μετά άκρα σιωπή. Ο πρόεδρος να εκφωνεί τον λόγο, η κορασίς με τοπική ενδυμασία να προσφέρει ανθοδέσμη εκ τοπικών ανθέων κι οι δίσκοι με τα παραδοσιακά εδέσματα να πηγαινοέρχονται στα χέρια επιτήδειων γυναικών. «Μα ποιος είμαι»; αναρωτιόταν κορδωμένος από την υποδοχή ο γιατρουδάκος. Κανείς δεν ήταν, απλά πρώτη φορά έβλεπαν γιατρό στο χωριό τους οι αγαθοί χωρικοί και το γιόρταζαν όπως αυτοί γνώριζαν. «Στο σπίτι μου, όχι στο δικό μου» οι προτάσεις για παραχώρηση στέγης. Κέρδισε η κεφαλή του χωριού, ο πρόεδρος. Το φαγητό εκ περιτροπής, επιτέλους έχουν δικό τους γιατρό νηστικό θα τον άφηναν. Όμορφος, καταδεκτικός τους κατέχτησε όλους, μα περισσότερο τις υποψήφιες νύφες. Ο γιατρός βράχος. Α! όλα κι όλα αυτός έχει όνειρα. Μετά το αγροτικό, ειδίκευση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Κι έχει τόσο βάθος η πανούργα που λίγοι κατάφεραν να φτάσουν στα άδυτα της σώοι. Τα όνειρα όμως τα άπληστα χρειάζονται να καταβροχθίσουν χρόνο και χρήμα για να ζωντανέψουν. Χρόνο αυτός διαθέτει άφθονο, χρήματα δε η Μαρουσώ, η δεκαεξάχρονη κόρη του προέδρου. Του έκανε εντύπωση το στρουμπουλό κοριτσάκι με τα κοκκινόξανθες μπούκλες και το ντροπαλό βλέμμα. Η μοίρα λες και του την έφερνε στα πόδια του ώρες επικίνδυνα αισθησιακές. «Πίσω μου σ’ έχω σατανά» μουρμούριζε και τρύπωνε στο ησυχαστήριο του. Άντε όμως που μια βραδιά βρέθηκε αυτός πίσω από τον σατανά.

Ηλιοβασίλεμα η μικρή να ρεμβάζει στο κήπο και όλοι απόντες. Πλησίασε αθόρυβα πίσω της και τραβώντας πάνω του το σγουρό κεφάλι, ρούφηξε με μανία τα άγουρα χείλη της. Ξαφνιάστηκε η κόρη. Δεν κατάλαβε ούτε από πού της ήρθε. Μπήκε στο σπίτι τρέχοντας σκουπίζοντας τα σάλια που της λέρωσαν το πρόσωπο. Την έκανε δική του με το ίδιο τρόπο χωρίς καλά –καλά να το καταλάβει. Πάλι στον κήπο, ανάμεσα στα λουλούδια, πάνω στην χλόη. Δεν της άρεσε η όλη διαδικασία. Ήταν άτσαλος, την πονούσε, και τα σάλια του στο στόμα της την αηδίαζαν. Αγρίεψε δήθεν ο πρόεδρος. Να χάσει την κοκκινομαλλούσα του δεν τον άντεχε. Οι άγραφοι νόμοι όμως έπρεπε να τηρηθούν και τηρήθηκαν. Γάμοι, χοροί τραπέζια κι η μικρή Μαρουσώ έγινε κυρία ιατρού χωρίς να το καταλάβει. Μα κι ο ιατρός έγινε συνέταιρος στα κτήματα και στα χρήματα του Δημάρχου. Θα γίνει αυτός μεγάλος και τρανός κι έγινε Μετακόμισαν στην Αθήνα. Της Μαρουσώς μαύρισε η ψυχή της. Αλλά έπρεπε να τιμήσει το στεφάνι της. Πιστή σύζυγος στάθηκε στο πλάι του τα χρόνια των σπουδών, παραμερίζοντας την επιθυμία της να γίνει μητέρα. Τον στόχο του τον πέτυχε, μεταπτυχιακά, διδακτορικά κι όλα με τον παρά και την συμπαράστασης της Μαρουσώς. Στο καλύτερο σημείο του Κολωνακίου το ιατρείο, στην Εκάλη η κατοικία Ας είναι καλά τα τάλαντα του Δημάρχου. Πώς θα αντέξει την απομόνωση η γεννημένη και μεγαλωμένη στην γειτονιά του χωριού, Μαρουσώ. Ένας απογευματινός περίπατος στο ιατρείο, ήταν ό,τι της απόμεινε. Εκεί στόλιζε τα βάζα με λουλούδια, συνομιλούσε με τους ψυχασθενείς, καλμάροντας με τον καλό της λόγο την ορμή της τρέλας που τους είχε κυριέψει. «Οι επισκέψεις στο ιατρείο κομμένες» έπεσε ένα βράδυ την ώρα του δείπνου η απαγόρευση από στόματος του Ιπποκράτη «να μην μπερδεύεται στα πόδια του, αρκετά την ανέχτηκε, ααα». Στο κρασί χρεώθηκαν τα κακά λόγια και το ότι μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα κλείδωσε πίσω του την πόρτα. Κατάλαβε αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Τόσες θυσίες χαμένες! Της έλειψε η βόλτα στο ιατρείο, της έλειψαν οι ασθενείς της. Ένιωσε άχρηστη. Τον πόνο της αχαριστίας δεν υπάρχει μέτρο να τον αξιολογήσει. Η φήμη του Ιπποκράτη πέρασε τα σύνορα της Αθήνας κι απλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα. Η Μαρουσώ του έπεφτε λίγη. Παιδιά δεν ήθελε και το ότι ήθελε η Μαρουσώ δεν τον απασχολούσε. Αν θέλει παιδιά να τα κάνει μόνη της και να τον αφήσει ήσυχο, η Αθήνα γεμάτη δότες σπερματοζωαρίων, η ανοργασμική, η αγράμματη, η χωριάτα. Γκρεμίστηκε ο κόσμος της αλλά δεν τον άφησε να ισοπεδωθεί. Την πονούσαν όμως οι κατηγορίες κι ας μη γνώριζε τι σημαίνει το ανοργασμική. Απεσύρθη μόνη της από την κοινή κοίτη. Αφού παιδιά δεν κάνουν, δεν καταλάβαινε, προς τι θα ανεχόταν να βογκά πάνω της σαν βόδι και να την βρωμίζει με τα υγρά του. Αν και τώρα τελευταία σπανίως της ζητούσες να εκτελέσει τα συζυγικά καθήκοντα. Εξάλλου στο σπίτι ερχόταν σπανίως. Της άρεσε τελικά να είναι μόνη. Η βιβλιοθήκη που ως τώρα ο ρόλος ήταν καθαρά διακοσμητικός χώρος έγινε το σωσίβιο της. Κλεισμένη μελετούσε με τις ώρες. Έτσι κατάφερε να διαγράψει το πρώτο «διακοσμητικό» επίθετο της αγράμματης και να ερμηνεύσει την άγνωστη λέξη «οργασμός». Ούτε που να το φανταστεί ότι αυτό συνόδευε και το γυναικείο γένος. Το δεύτερο, αυτό της χωριάτας το ανέλαβαν οι οίκοι μόδας. Ευτυχώς διαχειρίστρια της περιουσίας της ήταν ακόμη η ίδια. Η ιδέα να τον εκδικηθεί με τα ίδια του τα όπλα τής έγινε ανάγκη.

Σαν φλας άστραψε στο μυαλό της η ιδέα. Με αλλαγμένη τη φωνή ζητούσε από τον ψυχολόγο σύζυγο θεραπεία δι’ αλληλογραφίας έναντι αδράς αμοιβής. Ο σύζυγος της κέρβερος δεν θα επέτρεπε ποτέ επισκέψεις σε ψυχίατρο, του δικαιολόγησε την πράξη της εκ μακρόθεν θεραπείας. Του εξέθετε τηλεφωνικά τα προβλήματα της κι αυτός σαν γιατρός έδινε συμβουλές δι’ αλληλογραφίας». «Ούτε έρωτα, ούτε αγάπη, τον πληροφόρησε, ούτε οργασμό και προπαντός ούτε παιδιά της έδωσε ο έως τώρα σύζυγος. «Μα υπάρχουν τέτοιοι άνδρες;» Αναρωτήθηκε ο ψυχίατρος κι έθεσε όρκο ζωής να βοηθήσει την εκ τηλεφώνου πελάτισσα. Οι οδηγίες που πήρε σαφείς. «Να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Να ερωτευτεί, να χαρίσει το κορμί και την ψυχή της και τότε θα έρθει από μόνος του ο οργασμός και να κάνει παιδιά, αφού αυτός ο μαλάκας δεν θέλει και της στερεί το δικαίωμα να γίνει μητέρα, τότε να κάνει εκείνη δικά της παιδιά». Ένας χρόνο χρειάστηκε για την πλήρη αποκατάσταση της χωριάτας. Την έβλεπε καθημερινά και δεν την έβλεπε. Κι όταν την είδε έτριβε τα μάτια του. Ααααα! Ένα επιφώνημα θαυμασμού ξέφυγε από τα χείλη. Είχε μια λάμψη που θάμπωσε το φως του. Του θύμισε το δροσερό κοριτσάκι του κήπου στο χωριό και του άνοιξε την όρεξη. Η δική της όμως είχε κλείσει για πάντα. «Είμαι ερωτευμένη» τον πληροφόρησε, «γνώρισα τον έρωτα τον αληθινό, ένιωσα το κορμί μου να δονείται από τον επαναλαμβανόμενους οργασμούς που εσύ ήσουν ανίκανους να μου χαρίσεις …» Δεν άκουσε την συνέχεια. Πού τα έμαθε αυτά τα λόγια η αμόρφωτη. Τον πλησίασε με βήμα λικνιστό, σήκωσε το φαρδύ φουστάνι και… Μα τι γίνεται εδώ. Σίγουρα τα μάτια του τού παίζουν ένα αστείο παιχνίδι. Η Μαρουσώ έγκυος; Μα πώς; με ποιον; Του πέταξε στα μούτρα «τας ιατρικάς οδηγίας» τις γραμμένες με τα ίδια του τα χέρια. Δεν πρόλαβε να συνέλθει, όταν δυο στιβαρά αντρικά χέρια τον σήκωσαν στον αέρα και τον πέταξαν έξω. Μέσα στην παραζάλη του πρόλαβε κι είδε ένα νέο κι όμορφο παλληκάρι να χαμογελά ενθαρρυντικά στην Μαρουσώ και στα μάτια της γυναίκας του πρόλαβε και διάβασε την ικανοποίηση της εκδίκησης. Τίποτα δεν είναι πια δικό σου Ιπποκράτη, τού μήνυσε ο βρόντος της πόρτας που έκλεισε πίσω του.

 

 

* Η Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top