Fractal

Σπονδή σπουδή-ς στην ποιητική του Τάσου Πορφύρη (Μια ενδοδιαλογική ανάγνωση)

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

Αλέξης Ζήρας «Η ορεσίβια ποιητική μνήμη του Τάσου Πορφύρη – Ο μεταπόλεμος και οι ποιητές της ορεινής ενδοχώρας», Ύψιλον, 2016, 96 σελ.

 

«Υπάρχει στην τσέπη των αισθημάτων ένας μικρός πετεινός / που φωνάζει τρεις φορές / την ώρα που παζαρεύουν οι φίλοι στο φέρετρο / την τιμή της διατήρησης της μνήμης»

Τάσος Πορφύρης

 

1.

 

Το 2016, τέσσερα χρόνια μετά τη συμμετοχή του στο Συμπόσιο της Εταιρείας Σπουδών (2012), Επισκέψεις σε Ζώντες Ποιητές, και την σχετική του εισήγηση, Η ορεσίβια ποιητική μνήμη του Τάσου Πορφύρη, ο Αλέξης Ζήρας προχωρεί στην έκδοση της μονογραφίας του ποιητή, με σταθερή πεποίθηση και επίγνωση ότι «κάθε ανάγνωση, ακόμη και ενός έργου που δείχνει πια ολοκληρωμένο, (όπως του Τάσου Πορφύρη), είναι ουσιαστικά μια πρώτη ανάγνωση […] μια καινούργια ενδο-διαλογική ανάγνωση που όμως μεταφέρει όχι συσσωρευτικά, αλλά από μη συνειδητούς δρόμους, το βίωμα των όσων αναγνώσεων προηγήθηκαν».  (Α. Ζήρας, Η ορεσίβια ποιητική μνήμη του Τάσου Πορφύρη, σ. 9)

 

Το εκτενές αυτό δοκίμιο-μονογραφία, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας του καταθέτει, έχει κύριο στόχο και μέλημα «την περιπλάνηση στα σκιερά πεδία της ποίησης του Τ. Πορφύρη» συνομιλώντας και προσεγγίζοντάς τα, όχι σε στενά φιλολογικά και ιστορικά πλαίσια, αλλά ως μια «ρευστή κειμενική ταυτότητα», ως ένα «αρχικό, μητρικό στοιχείο που ανοίγει, ξεκλειδώνοντας για λογαριασμό του λογοτεχνικού κριτικού, το πεδίο απ’ όπου θα αντικρίσει εκείνος τα παράγωγα μετα-στοιχεία […]». (σ.10) Ποια, όμως, είναι αυτά τα μετά-στοιχεία και γιατί θα μπορούσαν να κεντρίσουν (πρωτίστως ή και δευτερευόντως)  το ενδιαφέρον του εμβληματικού κριτικού της γενιάς του ’70; Τι παρακίνησε τον Α. Ζήρα, γραμματολόγο και κριτικό εξαιρετικής ευρυμάθειας, να ασχοληθεί με το έργο ενός καταξιωμένου αλλά σχετικά αφανούς δημιουργού; Ποιος είναι ο Τ. Πορφύρης και ποια η πορεία του μέχρι σήμερα;

Από τις δημοσιευμένες βιογραφίες του ποιητή συλλέγουμε τα εξής: Γεννημένος το 1931 στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου (παλαιότερα, Κακσιοί), ο Τάσος Πορφύρης κατέβηκε ως εσωτερικός μετανάστης το ’38 στην Αθήνα. Το χειμώνα του ’41, εξ αιτίας της Κατοχής και της Πείνας γύρισε στο χωριό, και το χειμώνα του ’45 προς ’46 εγκαταστάθηκε πλέον οριστικά στην πρωτεύουσα. Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1961 με την Νεμέρτσκα, κι ακολούθησαν οι συλλογές: Το εγκαταλειμμένο σπίτι (1968), Flash Back (1971), Τοπίο (1973), Η πέμπτη έξοδος (1980), Τα λαβωμένα  (1996),  Σώμα κινδύνου (2004), Έρημα (2008), και Χρονοσυλλέκτης (2011).

Σύμφωνα με τον συγγραφέα του εν λόγω δοκιμίου, αν ο Τ. Πορφύρης απέφυγε το κέντρο των λογοτεχνικών δρώμενων και, «κατά μια έννοια», προτίμησε να παραμείνει «στην περιμετρική της λογοτεχνικής «αγοράς», αυτό θα μπορούσε να πιστωθεί 1. στην ιδιοσυγκρασία του, 2. Στη ηθική και πολιτική του συγγένεια με ποιητές και λογίους της ίδιας μ’ αυτόν νοοτροπίας, και πιο συγκεκριμένα εκείνους που περιέβαλλαν τα μεταπολεμικά περιοδικά, Μαρτυρίες και Σημειώσεις. (σ.77)

 

Αλέξης Ζήρας

 

2.

 

«Πήρα την πίκρα μιας βασανισμένης μέρας και την ψιλή βροχή/και τη διάθεση ενός εξορισμένου σ’ ερημονήσι/σε φαντάζομαι όπως είσαι ή όπως σε σκέφτονται οι άλλοι/κι ύστερα δεν μπορώ να κολλήσω τα κομμάτια σου –περίεργο-/ με παιδεύουν προβλήματα γιατί δεν παραδέχομαι τη λύση τους/ άλλοι μιλάνε για χέρι και σκέφτονται τη γροθιά ή την υπεξαίρεση/ μα εγώ χαϊδεύω τα δάχτυλά σου και κοιμάμαι/σε πλατύφυλλων πλατανιών τον ίσκιο/πλάι σε ποτάμια/που με παραδίδουν λεύτερο και ανυπεράσπιστο το άλλο πρωί/στην κίνηση της πλατείας.» {(Τ. Π. «Διάθεση», Νεμέρτσκα (1961)), Α. Ζήρας, σ.15}   

 

Στο Α΄ μέρος του δοκιμίου του, Α΄ ΤΑ ΚΑΤΑΓΩΓΙΚΑ, ΤΑ ΓΕΝΕΟΛΟΓΙΚΑ, Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ, ο  Α. Ζήρας θέτει ως μότο το ποίημα του Τ. Πορφύρη «Διάθεση» (σ.15) επεξηγώντας την επιλογή του και υπενθυμίζοντάς μας πως η «Διάθεση» είναι αλιευμένη από τo «Νεμέρτσκα», πρώτο βιβλίο του ποιητή, στο οποίο, όπως επισημαίνει,  ήδη αναφαίνονται οι θεμελιώδεις παραλλαγές και αντιθέσεις της όλης μετέπειτα ποιητικής του: λυρική ανύψωση- ρεαλιστική γείωση, ερωτικός και φυσιοκρατικός ιδανισμός- άνυδρος και συμβατικός αστικός χώρος.

Η «Διάθεση», ποίημα κατ’ επίφαση ερωτικό, για μια ύπαρξη θηλυκή «χωρίς εντούτοις να είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο αν πρόκειται για μορφή ονειρική ή ιδανική», είναι στην ουσία του ποίημα αλληγορικό, αφού δεν γνωρίζουμε: «τα κομμάτια που ο ποιητής δεν μπορεί να κολλήσει είναι όντως τα δικά της ή τα δικά του;» θέτοντας ως τελική στόχευση και αναφορά τον τραγικό υπαρξιακό διχασμό ενός εγώ θρυμματισμένου και κατακερματισμένου.

 

[…] Γράφω γιατί το ποτάμι με ξυπνάει με τις κραυγές του/-πέστροφες κόντρα στο ρέμα, κι ελάφια σκύβοντας για νερό-/Γιατί τα παιδιά μου ξέρουν την Νεμέρτσκα από φωτογραφίες[…]

{(«Γράφω γιατί το πέτρινο…» =Η Πέμπτη έξοδος, σ. 89)παραπομπή 15, σ. 19}.

 

Στον κόρφο της Νεμέρτσκας ο ποιητής έζησε ως τα εφτά του χρόνια. Η μετέπειτα αναγκαστική μετοικεσία του στην Αθήνα, –σημειώνει ο Α. Ζήρας─, αναγνωρίζεται στην ποίησή του, (εκείνη που αρχίζει να δημοσιεύεται από το 1955 και ύστερα), «ως ένας διαρκής ξεριζωμός […] ένας ψυχικός μετεωρισμός, η αίσθηση μιας εντονότατης στέρησης […] έτσι όπως η μνήμη του ποιητή φτιάχνει τον δικό της βωμό στα ορεινά του Αγίου Κοσμά». (σελ. 19).

Ο γενέθλιος τόπος του Τ. Πορφύρη δεν είναι απλώς ένα τοπίο ανάμνησης αλλά «ένα μεταβίωμα». Ένας τόπος «ναός της ελεύθερης φύσης όπου μαζεύονται και «εκκλησιάζονται» οι φύσει ανυπότακτοι νεκροί και ζωντανοί», κάτι σαν «χώρος της ύστατης καταφυγής της ακυρωμένης ιδεώδους πολιτείας». (σ. 20)

 

«Κι ύστερα μίλα μου για την πείνα/Θύμισέ μου πώς πέθαιναν τ’ αδέλφια στα πεζοδρόμια/Τραγούδησέ μου το μοιρολόι της μεγάλης Πολιτείας/πώς ξεκίνησαν οι αυγές κουβαλώντας πάχνη/να σκεπάσουν τους ήλιους/που βασίλεψαν στην Καισαριανή και στο Χαϊδάρι.»

{(Τ. Π. «Νεμέρτσκα», απόσπασμα από το ποίημα «Παράκληση», Α. Ζήρας, σελ. 21)}

 

Ποιητής του μεταιχμίου ανάμεσα πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ο Τ. Πορφύρης ανήκει σε κείνους τους δημιουργούς που αν και δεν πρόλαβαν να πάρουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο, επηρεάστηκαν άμεσα και καταλυτικά από τις συνέπειές της ∙ συνέπειες όχι λιγότερο τραγικές από τα γεγονότα που τις εκκόλαψαν.  

Ο Α. Ζήρας παραθέτοντας την άποψη του Γιώργου Αράγη*, για την δεύτερη μεταπολεμική γενιά ως «μια γενιά που δεν ανέβηκε στο προσκήνιο της ιστορίας», (αντίθετα),  «πορεύτηκε ως παρίας της», και (κατά συνέπεια), «ανάδειξε δημιουργούς με κύρια χαρακτηριστικά την έλλειψη ομαδικής δραστηριότητας και την περιορισμένη διακίνηση του έργου τους», προβαίνει σε μια εκτενή κριτική αναφορά σχετικά με το βάθος και την επάρκεια αυτής της οριζόντιας ηλικιακής ταξινόμησης. Εκ παραλλήλου, με αναφορά στους αντίστοιχους προβληματισμούς του Βύρωνα Λεοντάρη, τον οποίο και χαρακτηρίζει ως έναν «από τους πλέον ενδιαφέροντες απολογητές της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης»(παραπομπή 10, σελ. 23) καταδεικνύει την ανάγκη για «μια επιπλέον διάκριση ανάμεσα στην πρώιμη και στην όψιμη ποίηση του ελληνικού μεταπολέμου ─ ειδικότερα εκείνη που άρχισε να γράφεται από διαδοχικές γενιές ποιητών στις κρίσιμες δεκαετίες του ’40, του ’50, με όριο την δεκαετία του ’60» (σ. 23-24). Κι αυτό,  με το σκεπτικό ότι τους τελευταίους επισκέπτεται πιο νωρίς η αίσθηση της ήττας και του μάταιου, της έλλειψης ελευθερίας, της ζωής που διαφεύγει, του ανεκπλήρωτου, της διάψευσης, της ερωτικής πλάνης και της φθοράς. Έτσι, πράγμα που παρατηρείται και στην ποίηση του Τ. Πορφύρη, «στοιχειοθετείται στο έργο τους το φάσμα μιας συνολικής υποχώρησης που ως γενικό βίωμα είναι κατά περίεργο τρόπο πολλαπλάσια εντονότερο (και διαλυτικότερο) από το βίωμα όσων προηγήθηκαν «ενόπλως» (σ. 24).

 

Εντρυφώντας στο όλο «οικοσύστημα» μέσα στο οποίο έζησε την πρώιμη εφηβεία του ο Τ. Πορφύρης (ντοπιολαλιά, συνήθειες, ελεγειακοί ρυθμοί, μοιρολόι), επικαλούμενος  και μνημονεύοντας ταυτόχρονα τις επικές κλητεύσεις άλλων ποιητών του μεταπολέμου (Γιώργος Παπαλεονάρδος, Τάσος Παππάς, Θανάσης Κωσταβάρας κ.α) ο Α. Ζήρας εστιάζει σ’ αυτά που αποτέλεσαν και αποτελούν «το ακίνητο κέντρο για την φαντασία του ποιητή» φωτίζοντας πολλαπλά «το απόλυτο και αμετακίνητο σύμβολο της ποιητικής του». «Η βροχή, ο χαμηλός ουρανός, ο ορίζοντας των βουνών, το φαιόγκριζό τους, το πέτρινο σπίτι, το δάσος με τα πλάσματά του που αφήνουν τα ίχνη τους για να τα διακρίνει μόνο το ασκημένο/εξοικειωμένο βλέμμα, η ομίχλη, οι εικόνες των ανταρτών, το αίμα, οι εσωτερικοί χώροι με τις παλαιικές φωτογραφίες και τα φθαρμένα από αγαπημένα χέρια μικροπράγματα, τα οικογενειακά φάσματα της μνήμης, οι κοριτσίστικες ονειρικές παρουσίες […]» (σ.34) συγκροτούν μερικά από «τα καταστατικά θέματα» στα οποία επανέρχεται ο ποιητής Τ. Πορφύρης και τα οποία μελετά με συγκίνηση και εξαιρετική διεισδυτικότητα ο κριτικός Α. Ζήρας.

 

«Αρχίζεις με τον πρώτο στίχο και τελειώνεις απλώνοντας ρίζες/ Μέσα σου είσαι ολόκληρο το ποίημα με τα δάση και τ’ αγρίμια του/ Οι εποχές σε λιγοστεύουν κι εγώ σου αλλάζω ονόματα προσανατολισμούς/ Ακόμη κι ολόκληρες στροφές πόσο θ’ αντέξεις ακόμη πόσο θα με/ Αντέξεις καθώς γραπώνομαι πάνω σου και δεν σ’ αφήνω να τα πεις/Με το χρόνο που σου απομένει».

{ (Τ. Π. «Επισημάνσεις V» = Τα λαβωμένα 3, σ.191), Παρ.22, σ. 35}.

 

Στην ποίηση του Τ. Πορφύρη, ─σημειώνει ο Α. Ζήρας─, «την αστάθεια του βιωμένου χρόνου αρχίζει να την ανταγωνίζεται η ανάγκη για έναν χώρο σταθερό». Και πιο αναλυτικά: «Στην Νεμέρτσκα,  συνυπάρχουν ο αρχαίος μύθος της Καθόδου του Ορφέα στον Άδη με τις σύγχρονες παραμυθίες και την άδοξη τύχη των σκοτωμένων καπετάνιων στον Εμφύλιο»(σ.34-35). Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και σε νεώτερους του Τ. Πορφύρη ποιητές, όπως ο Μιχάλης Γκανάς, ο Χρήστος Μπράβος, ο Πάνος Κυπαρίσσης, ο Απόστολος Ζώτος, ο Γιώργος Θεοχάρης, ο Θανάσης Μαρκόπουλος, ο Ηλίας Γκρής, που, «επιστρέφουν στο τοπίο του θανάτου, ανασκευάζοντας συνεχώς τη χρονική στιγμή που όμως δεν την έζησαν στην ολότητά της».

Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το γεγονός ότι η θέωση του τόπου δεν συναντάται μόνο στην ποίηση του Τ. Πορφύρη, αλλά αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο και σε άλλους συνομηλίκους του ή και νεώτερους ηλικιακά ποιητές, ο Α. Ζήρας, στο αμέσως επόμενο υποκεφάλαιο με τίτλο, Η μνήμη ως βίος και βιός των τόπων, επικεντρώνεται σε δυο από τους πλησιέστερους, τον Μάρκο Μέσκο από τα Βοδενά/Έδεσσα και τον Λουκά Κούσουλα από την Παρνασσίδα, ενώ ταυτόχρονα κάνει μνεία στην Κατερίνα Αγγελάκη, (όχι και τόσο απροσδόκητα όσο ορισμένοι θα νομίσουν, όπως ο ίδιος υπογραμμίζει), αλλά και σ’ εκείνους που έχει ήδη μνημονεύσει,  με αναφορά και στους τόπους καταγωγής τους ( ο Απόστολος Ζώτος από την Κόνιτσα, ο Μιχάλης Γκανάς από τον Τσαμαντά Θεσπωτίας, ο Πάνος Κυπαρίσσης από την Οξυά Κόνιτσας, και οι ομοτράπεζοί τους, ο Χρήστος Μπράβος από τα Γρεβενά, ο Γιώργος Θεοχάρης από τη Δεσφίνα, ο Ηλίας Κεφάλας και ο Βαγγέλης Κάσσος από τα Τρίκαλα, ο Γιάννης Ζαρκάδης από την Πέρδικα Θεσπωτίας, ο Νίκος Κατσαλίδας από τους Αγίους Σαράντα, αλλά και ο νεότερος Ηλίας Γκρής από την Κρέσταινα της Ολυμπίας). (σ. 38-39)

 

«Μάταια προσπαθούσες να υπερασπιστείς τους στίχους σου/Δεν υπάρχει τεχνική-έλεγε ο ένας- οι λέξεις είναι/Σκληρές τα νοήματα παιδαριώδη δεν γράφονται/Τέτοιοι στίχοι σήμερα-ο άλλος- ή αν θες δεν/Διαβάζονται η ποίηση θέλει μυαλό κι εσύ γράφεις/Με τα χέρια τότε τα πρόσεξες ήταν ακουμπισμένα/επάνω στα χειρόγραφα και τρέμαν».

{(Τ.Π. «Χειροποίητοι στίχοι», σ.107), Α. Ζήρας, σ. 40}.

 

Στο υποκεφάλαιο, Ένας χειρώναξ αλλά και δόκιμος τεχνίτης, ο Α. Ζήρας ορμώμενος από όσα σχετικά έχει υποστηρίξει ο Γιώργος Παγανός αλλά και ο ίδιος στην ανθολογία του της Δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς**, αναλύει περαιτέρω την ύπαρξή της παράδοσης στην ποιητική του Τ. Πορφύρη, την οποία και χαρακτηρίζει «ως αίσθημα, ύφος και μακρινή μουσική που αποτελεί την ψυχή της», ενώ η μορφή εμφανίζεται, ─όπως επισημαίνει─, νεωτερική: στίχος ελεύθερος, κατάργηση της στίξης, συνεχείς διασκελισμοί που διαπλέκονται όπως οι ρίζες των δέντρων που προχωρούν σε βάθος, δίνοντας, οπτικά τουλάχιστον, τη συνεχή ροή του λόγου (σ. 41), γλωσσικό ξάφνιασμα,  πρωτότυπο συνταίριασμα των λέξεων, βασανιστική αιώρηση, όπου πόνος και ευχαρίστηση συνυπάρχουν αδιαίρετα, όπως επίσης ευφορία και συναισθηματική σκοτεινιά. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στη συνειρμική λειτουργία της, που την παρομοιάζει με τις ελικοειδείς κινήσεις ή τις κινήσεις του εκκρεμούς μέσα στον χρόνο, κινήσεις που ευνοούν την απροσδιοριστία και πολλές φορές εσκεμμένα τη διάχυση, αν και, όπως δεν παραλείπει να υπογραμμίσει: «οι συνειρμοί στη ποίηση του Πορφύρη δεν ανατρέπουν τη σύνταξή της, ούτε θίγουν την αφηγηματική της κατά βάση ροή» (σ. 42)

Τέλος, επικαλούμενος το σχετικό ποίημα του ποιητή: «Πώς να χωρέσουν / Το δάσος στον ακάλυπτο ο βοϊδομάτης στην πισίνα / Η σαρκοβόρα Άνοιξη στο γιασεμί της γλάστρας», ο Α. Ζήρας καταλήγει: «Όταν ο αφηγητής με τους συνειρμούς του «μετοικεί»  από το ανοιχτό πεδίο της φύσης και έρχεται στο κλειστό πεδίο της πόλης, η φαντασία του περιστέλλεται».

 

Τάσος Πορφύρης

 

3.

 

Στο Β΄ μέρος, Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΩΣ ΒΛΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ, γίνεται  σύντομη και σε αδρές γραμμές αναφορά στο πεζογραφικό έργο του ποιητή, που όπως με  ενάργεια επισημαίνεται: «διακρίνεται από ένα παρόμοιο κύκλο θεμάτων» και μια «παραπλήσια ιδιοσυστασία βλέμματος».  

Πρόκειται για δυο συλλογές διηγημάτων, Η δοντάγρια (2006) και Τα σπίτια (2013), στις οποίες ο Α. Ζήρας διακρίνει μια βιωματική εκ βαθέων αφήγηση, η οποία μάλιστα εκφέρεται με ποιητική εκφραστική πυκνότητα, με το «ομότροπο» του ποιητή και πεζογράφου να ενισχύεται από έναν «ιδιότυπο ή αποκλίνοντα ρεαλισμό» (σ. 55-56), ένα «μυθιστορηματικό κέντρο» κοινό με κείνο της ποίησής του. Όπως, για παράδειγμα, με τις ιστορίες στο Σπίτια, που η όλη τους θεματική συνομιλεί με τουλάχιστον είκοσι ποιήματα στη συγκεντρωτική έκδοση του 2013, ποιήματα που έχουν κι αυτά απευθείας ή πλαγίως σχέση με το σπίτι, έτσι που τελικά αυτό (το σπίτι) να μην αποτελεί απλώς «ένα κέλυφος ζωής αλλά μια περσόνα με δική της ομιλία»(σ. 59).

Σημαντική και ταυτόχρονα ευλαβική αναφορά γίνεται επίσης στο μικρό και εικονογραφημένο βιβλίο του Τ. Πορφύρη, Τα εικονίσματα/εικονοστάσια του χωριού μας (1996), με τις γνωστές λατρευτικές στήλες να προβάλλουν μέσα από το αυτό ορεινό περιβάλλον «ως αναθήματα μιας ιδιαίτερης μυθοποιητικής του χώρου», ζωντανοί μάρτυρες «της αρχέγονης /τοτεμικής σχέσης του ανθρώπου με το υπερβατικό»(σ. 60).

 

«Όλο για σένα γράφω και δεν τελειώνω/Το σπίτι έγινε κόνισμα απ’ τη μορφή σου/Ο αρωματισμένος σου κόρφος πότισε το ξύλο/Του σεντουκιού […]

{(Τ. Π. «Οι μέσα μας πληγές», «Μάνα», σ. 41,) σ. 64}.

 

Στο δεύτερο υποκεφάλαιο του Β’ μέρους, με τίτλο, Το χαμένο βιωματικό κέντρο, η νοσταλγία και η ατελέσφορη επιστροφή, ο Α. Ζήρας με αφετηρία την γενική παρατήρηση ότι ο ποιητής κατάθεσε τη «μυθολογία» του στην ποίηση σχετικά νωρίς, και κατόπιν, με την επανάληψή της σε κάθε συλλογή «φανέρωσε μια εντυπωσιακή σταθερότητα ως προς την κατεύθυνση και το εύρος του βλέμματός του», συμπεραίνει: «[…] ο Τ. Πορφύρης είναι ουσιαστικά ο ποιητής ενός κύκλου παραλλαγών που αναπτύσσονται γύρω από ορισμένα σταθερώς επανερχόμενα θέματα, με ομοούσιο πυρήνα. Ένα από αυτά είναι η νοσταλγία που, όπως μια άλλη Νοσταλγία, η εμβληματική ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι, είναι περισσότερο η προβαλλόμενη επιθυμία για μια κατάσταση ονειρική, στην οποία μπορούν αν συμβούν τα πάντα […] (σ. 63). Πρόκειται, δηλαδή, για «ένα είδος ιδιότυπης νέκυιας», όπως για παράδειγμα, στο ποίημα «Μάνα», όπου: «η μυρωδιά του ξύλου από το σεντούκι με τα προικιά που ακόμα υπάρχει, συγχέεται με την μυρωδιά του μητρικού σώματος[…]» (σ. 63).

 

«Μπουμπουκιασμένη Άνοιξη στα δέντρα κρεμασμένη/Μαύρα κοτσύφια στης αυλής τις άσπρες πλάκες/Οι δρόμοι που μας πήρανε σπαρμένοι νάρκες/Κι η Λευτεριά στο μέλλον ανατιναγμένη».

{(Τ. Π. «Πληγή»= Τα λαβωμένα 3 (1996) σ. 151), παρ. 67), Α. Ζήρας, οπ.π. σ. 68)

 

Στα επόμενα δυο επιμέρους υποκεφάλαια του Β΄ μέρους, με τους αντίστοιχους τίτλους: Η ήττα ως βίωμα της διάλυσης και της καταστροφής, και, Οι αναδεκτοί της ήττας, ο συγγραφέας τους καταλήγει στη διαπίστωση πως η ήττα υπήρξε κάτι πολύ ευρύτερο από την ήττα της αριστεράς και τον πολιτικό μύθο της, αφού σημάδεψε την ύπαρξη των ανθρώπων με την αίσθηση «της αδύνατης επιστροφής ή της μάταιης διάθεσης για επιστροφή σε μια κατάσταση πραγμάτων που είχε στο μεταξύ ρηγματωθεί και δεν μπορούσε να έχει τη συνέχειά της», ενώ τον κόσμο της παλιάς, κοινοτικής ενδοχώρας, που όντας ανυπεράσπιστος (με το νόημα που έδωσε ο Δ. Χατζής στην ομότιτλη συλλογή διηγημάτων), μέσα σε λίγα χρόνια εξανδραποδίστηκε, αντικατέστησε ο ρευστός και απρόσωπος κόσμος των μετεμφυλιακών πόλεων. (σ. 71). Στο σημείο αυτό, παρατίθεται και σχετικό απόσπασμα του Βάσου Βαρίκα, (παραπομπή 73, σ. 70), ενώ γίνεται μια νέα απαρίθμηση των ποιητών που κατάγονται από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, με  αντίστοιχη αναφορά στο έτος της γέννησής τους. (Μιχάλης Γκανάς (1944), Πάνος Κυπαρίσσης (1944), Χρήστος Μπράβος (1948-1987), Απόστολος Ζώτος (1949) και τους ακόμη νεώτερους (Γιώργος Θεοχάρης 1951), Θανάσης Μαρκόπουλος (1951), Ηλίας Γκρης (1952). (σ. 72-73).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και  η παραπομπή 75, σ. 72, όπου αναφέρεται η ιστορική πλέον συνομιλία του ίδιου του Α. Ζήρα με τον Δ. Χατζή, «Η πίστη δεν είναι μια προσωπική υπόθεση», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» τον Μάρτη του 82.

 

«Λησμόνησα να τραγουδώ∙/ μον’ αλλάζω και ξαλλάζω/ τους επιδέσμους της μνήμης μου».

{(Τ. Π., Εγκαταλειμμένο σπίτι (1968), σ. 39) σ. 77)}.

 

Στο τελευταίο υποκεφάλαιο, Οι υπερορίες του Τάσου Πορφύρη και οι μετοικεσίες του Μάρκου Μέσκου, επιχειρείται μια επαναληπτική αναφορά στην τυραννία της μετοικεσίας του ’60,  αλλά και στην συνάφεια του Τ. Πορφύρη με τους υπόλοιπους λόγιους που περιέβαλλαν τα μεταπολεμικά περιοδικά Μαρτυρίες και Σημειώσεις,   δηλαδή τους Βύρωνα Λεοντάρη, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Στέφανο Ροζάνη, Μάριο Μαρκίδη, Μάρκο Μέσκο και Φώτη Ευαγγελάτο. Στο σημείο αυτό, ο Α. Ζήρας καταθέτει την κρίση ότι πέρα από το ήθος και την ιδιοσυγκρασία του ίδιου του Τ. Πορφύρη, η ποίησή του (λυρισμός, τόνος, νοσταλγία της επιστροφής, πολιτικές συνδηλώσεις του εμφυλίου και του μετεμφυλίου, βιωματική αμεσότητα) μόνο με τον Γ. Λυκιαρδόπουλο και τον Μ. Μέσκο θα μπορούσε να βρει συγγένειες, και «σε μια πιο αυστηρή επιλογή, μόνο με τα πεζά και τα ποιήματα του δεύτερου» (σ. 77-79).

 

4.

 

Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι στην εν λόγω μονογραφία για τον Τ. Πορφύρη, εκτός από την πληρότητα και την πρωτοτυπία, τις τεκμηριωμένες  επισημάνσεις, την εξαιρετική δομή με τους φροντισμένους υπότιτλους, (ενδεικτικά αναφέρουμε: «Οι κληρωτοί και οι κληρούχοι της εποχής», «Ο προσωποποιημένος χρόνος και οι μεταμορφώσεις του», ««Η ποιητική και η ανθρωπογεωγραφία του χώρου» «Το χαμένο βιωματικό κέντρο, η νοσταλγία και η ατελέσφορη επιστροφή»,  «Οι αναδεκτοί της ήττας», «Οι υπερορίες του Τάσου Πορφύρη και οι μετοικεσίες του Μάρκου Μέσου» κ.α) τους καίριους σχολιασμούς για την ποιητική τεχνική αλλά και τις σχετικές αναφορές στην Ηπειρώτικη γλώσσα (τσίγκρος, σταβιά, σιουρμπέτι, μπατσαριά, ντρεβενίτσα, τσέργα, γκορτσιά, κ.α), τις πολύτιμες γραμματολογικές πληροφορίες, τις κρίσεις, συγκρίσεις και αντιπαραθέσεις με το έργο άλλων συνομηλίκων ή ομότροπων ποιητών και τις πολλαπλές συγγένειες με «βιωματικούς» πεζογράφους της περιόδου ’40-’45, εκείνο που περισσότερο ελκύει τον αναγνώστη είναι η ευλάβεια με την οποία ενέσκηψε ο συγγραφέας του Α. Ζήρας στο μέχρι σήμερα εκδομένο έργο του ποιητή, αναδεικνύοντας έτσι και την όλη σεμνότητα της προσωπικότητας του τελευταίου.

 

*

{(Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή»= Ανέστης Ευαγγέλου, η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, 1950-1970, Ανθολογία 91994,σ. 25-26) Παρ. 9, σελ.22}

 

**

Α.Ζ., «Τάσος Πορφύρης», σ. 271

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top