Fractal

Ο «δρόμος» περνά από μέσα [το ψυχικό σθένος της δοκιμασίας]

Γράφει η Αλεξάνδρα Μπακονίκα //

 

«Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» του Διονύση Μαρίνου, σελ. 150, Εκδ. Μελάνι

 

Θέματα για καταστάσεις ακραίας μορφής κρίσεων προβάλλουν στην καινούργια συλλογή διηγημάτων του Διονύση Μαρίνου με τον τίτλο «Όπως
κι αν έρθει αυτό το βράδυ». Κι ενώ η ένταση σε αυτές τις καταστάσεις είναι εμφανής, ωστόσο ο συγγραφέας  χρησιμοποιεί την αποστασιοποίηση στη διαχείριση του υλικού του. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να εκπλήσσει κι συγχρόνως να  προσελκύει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο Μαρίνος ως γνήσιος συγγραφέας γνωρίζει ότι τα  πολύ δυνατά αισθήματα που αγγίζουν τα υπαρξιακά μας όρια δεν πλησιάζονται με κραυγές και μελοδραματισμούς. Αντίθετα, μέσα στη δίνη των απάνθρωπα σκληρών δοκιμασιών βγάζουν στη επιφάνεια έναν πρωτοφανέρωτο ψυχικό σθένος, που αντί να ωρύεται μέσα στην παθητικότητά του, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να παλέψει προς μια διέξοδο, έναν λυτρωμό.

Η υπαρξιακή αγωνία, ο θάνατος, ο χωρισμός ανάμεσα σε ζευγάρια, οικογενειακές σχέσεις και συγκρούσεις, επαγγελματικές αντιξοότητες, ψυχοπαθολογικές εκρήξεις,
νευρωτικά παράδοξα, συνθέτουν ένα συμπαγές, πυρετικό υλικό το οποίο ο  Μαρίνος δεξιοτεχνικά μετουσιώνει σε τέχνη. Παρατηρούμε ότι σχεδόν όλα τα διηγήματα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι, είναι ο κατεξοχήν χώρος τους, κατ’ εξαίρεση μόνο σε δύο ή τρία ο χώρος μπορεί να είναι το αυτοκίνητο, μια παραλιακή ταβέρνα, ένα πάρκο, ένα πολυκατάστημα. Το σπίτι γίνεται η περίκλειστη σκηνή όπου οι ήρωες αναμετριούνται μεταξύ τους, αλλά και με  τη σιωπή, την βαθύτερη αλήθεια τους. Μέσα στα δωμάτια  αναδύονται οι φόβοι τους, τα αδιέξοδα τους , ο τρόμος που αγγίζει τα όρια του πανικού. Έτσι σαν προέκταση της ψυχοσωματικής κατάστασης των ηρώων τα σπίτια πληγώνονται, φθείρονται, απειλούνται με διάλυση. Σας αναφέρω τα λόγια της ηρωίδας από το διήγημα «Ένας ήσυχος άνθρωπος»: «Στο υπνοδωμάτιο δεν θέλω να μπω ακόμη, φοβάμαι. Επιστρέφω στην κουζίνα. Βάζω τα πιάτα στη θέση τους και φοβάμαι περισσότερο. Κάτι θα πέσει , θα διαλυθεί, θα γίνει θρύψαλα και μετά κάτι άλλο». Ό,τι πιο πολύ απειλεί και διαλύει τους χαρακτήρες είναι ο φόβος ότι επίκειται η απόλυσή τους λόγω της οικονομικής κρίσης. Ανεργία, φτώχια, εξαθλίωση, καταρράκωση της αξιοπρέπειας, κοινωνικό περιθώριο είναι τα δυσεπίλυτα  δεινά που θα συνθλίψουν τη ζωή τους.

Τα ψυχοπαθολογικά σημάδια στη συμπεριφορά των ηρώων καθρεφτίζουν την ένταση του τρόμου  τους .Στο διήγημα «Το ψυγείο» ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να ξεπεράσει το ενδεχόμενο  της απόλυσης του κάνοντας επιδρομή στο ψυγείο μέσα στη νύχτα, ενώ όλοι κοιμούνται ή λείπουν από το σπίτι. Καταβροχθίζει ακατάπαυστα και με μανία τις τροφές που βρίσκει μπροστά του, «Κερνάει τον εαυτό του κάτι απ’ όλα. Δεν έχει σύστημα, δεν λέει πρώτα τα αλμυρά μετά τα γλυκά. Όλα μαζί, όπως έρχονται. Σαν τη ζωή». Η τροφή από τη στιγμή που γεννιόμαστε είναι αλληλένδετη με τη στοργή, τη γαλήνη και τη θαλπωρή που παίρνουμε από τη μητέρα. Όμως αυτά ακριβώς τα αισθήματα  απουσιάζουν από τη ζωή του πρωταγωνιστή, τόσο στο επαγγελματικό, όσο και στο οικογενειακό του περιβάλλον. Η διατάραξη της ψυχολογικής διάθεσης των χαρακτήρων εκδηλώνεται και σε άλλα διηγήματα με διαφορετικούς τρόπους. Ενδεικτικά θα εστιάσω στο πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο στη σύλληψη διήγημα «Οι επισκέπτες», όπου ένα ζευγάρι φαντασιώνεται ότι από στιγμή σε στιγμή θα παραθέσουν ένα πλουσιοπάροχο δείπνο για φίλους τους. Βρίσκονται σε εγρήγορση για να ετοιμάσουν στην εντέλεια τα πάντα για την επιτυχία της βραδιάς, όμως η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Οι επισκέπτες που θα έρθουν είναι εκείνοι που μετά από πλειστηριασμό που προηγήθηκε μπορούν να τους διώξουν από το σπίτι για να πάρουν τη θέση τους. Επίσης και σε άλλα διηγήματα ψυχολογικά  προβλήματα ενδέχεται να προκύψουν όχι μόνο από τον φόβο της ανεργίας, αλλά κι από την έντονη δυσαρέσκεια, την έλλειψη ενδιαφέροντος που νιώθει ο πρωταγωνιστής για την δουλειά του, για το όλο σύστημα που επικρατεί στο επαγγελματικό του περιβάλλον. Γενικά στους χαρακτήρες «Υπάρχει ένα ψυχικό μένος, κάτι που δεν λέει να βγει και κάπου σκαλώνει». Ο  Μαρίνος πραγματεύεται σε βάθος την απόγνωση του σύγχρονου ανθρώπου που αδυνατεί να ευτυχήσει μέσα σε συνθήκες και δεδομένα που με κανένα τρόπο δεν ανταποκρίνονται στις επιθυμίες ή σε ό,τι όμορφο ονειρεύτηκε  να πραγματοποιήσει. Αυτή την αποκορύφωση της απόγνωσης συναντούμε στο ξέσπασμα της πρωταγωνίστριας του διηγήματος «Οι επισκέπτες», που ανέφερα προηγουμένως: «Κάνει προσπάθεια να αναπνεύσει. Θέλει να ουρλιάξει μέσα από τα βάθη των πνευμόνων της. Θέλει να ουρλιάξει τόσο πολύ που να σηκωθεί όλη η πολυκατοικία στο πόδι, να βγουν οι γείτονες στα μπαλκόνια τους, να αφήσουν τη μακαριότητα του σαλονιού τους για μια στιγμή και να τους βλέπει πίσω από τις κουρτίνες να ψάχνουν την πηγή του ουρλιαχτού. Θέλει να φωνάξει σαν να ήταν άγριο θηρίο…».
Αν τα διηγήματα ανελίσσουν την πλοκή τους μέσα σε σπίτια, παρατηρούμε ότι  οι χαρακτήρες είναι κυρίως έγγαμα ζευγάρια ή ολόκληρες οικογένειες. Ένας από τους ισχυρότερους θεσμούς της κοινωνίας μας είναι η οικογένεια, και ο συγγραφέας συνεχώς εστιάζει στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη όταν έρχονται αντιμέτωπα με ακραίες καταστάσεις. Σε κάποια διηγήματα υπερισχύει η αγάπη,
η τρυφερή φροντίδα, η προσφορά μέχρι θυσίας, όμως σε άλλη ο Μαρίνος δεν διστάζει να ξεσκεπάσει τα πιο άγρια κι αβυσσαλέα αισθήματα απαξίωσης, σκληρότητας και μίσους.

 

Διονύσης Μαρίνος

 

Ένα από τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου αλληγορικής υφής, με τον τίτλο «Αυτός ο ήχος», ιδιαίτερα ξεχωρίζει με τις αιχμηρές υπαρξιακές αντηχήσεις του. Ένας μυστηριώδης ήχος, σαν  κουτσό μήκος κύματος ραδιοφώνου έντονα ακουγόταν  στο σπίτι ενός ζευγαριού. Ένας επίμονος ήχος, που απλωνόταν σαν σκόνη, και  στη συνέχεια έμοιαζε  σαν κάποιος να ακόνιζε μαχαίρι, μέταλλο πάνω σε μέταλλο υπό γωνία, και δεν έλεγε να φύγει. Το ζευγάρι δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν και τι συνέβαινε. Ήχος ανησυχητικός που γινόταν ανυπόφορος. Κάποια στιγμή την άνοιξη, το ζευγάρι σήκωσε για να μαζέψει  το βαρύ περσικό χαλί του σαλονιού, και τότε αποκαλύφθηκε ότι κάτι μαύρο και ορθάνοικτο, ούτε ζωντανό ούτε πεθαμένο, τους κοιτούσε στα μάτια, και από εκεί άρχισε να ακούγεται ο ήχος. Μόλις το σκέπασαν με το χαλί μουγγάθηκε, όμως μετά από λίγο ο ήχος ξανάρχισε. Το ζευγάρι το πήρε απόφαση να ζει κανονικά μέσα στο σπίτι με τον ήχο, τον είχε πλέον συνηθίσει. Είχε συνηθίσει να ζει με ό,τι αυτός ο ήχος σαν δόνηση από τα σωθικά τους συνιστούσε κι αντιπροσώπευε, όπως  το άγχος τους για το παράλογο του κόσμου, την υπαρξιακή αγωνία, τον φόβο του θανάτου, την απειλή για ξαφνική καταστροφή κι απώλεια. Ο ήχος συμπύκνωνε τις αγωνίες που ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει, και για να τις κατευνάσει τις περισσότερες φορές τις κρύβει κάτω από το χαλί.

Ο  Μαρίνος με μαστοριά ώριμου τεχνίτη του λόγου συνταράζει τον συμπάσχοντα αναγνώστη με τις δύσκολες περιπέτειες των πρωταγωνιστών του,
όμως συγχρόνως κατορθώνει έμμεσα να προσφέρει εκτόνωση αισθημάτων. Κι όταν τα αισθήματα αποφορτίζονται έχουμε το κέρδος της λογοτεχνικής απόλαυσης αλλά και της πνευματικής αφύπνισης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top