Fractal

Η ποίηση της καθημερινότητας

Γράφει η Χρυσοξένη Προκοπάκη //

 

Διονύσης Μαρίνος «Όπως κι αν έρθει αυτό τα βράδυ», εκδ. Μελάνι

 

«Εκείνη τον ακούει και δεν αποκρίνεται. Σαν να έχει μασήσει αγκάθια και μούδιασε το στόμα της». (Το άρωμα)

Στη συλλογή Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ, ο Διονύσης Μαρίνος μάς προσφέρει ένα μαγικό ταξίδι σε περίκλειστους χώρους, με ανθρώπους που δεν υποτάσσονται στην προδιαγεγραμμένη τους μοίρα, αλλά καταφέρνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να αναδυθούν από τα σκοτάδια τους.

Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, η οικογένεια με τους άτυπους κανονισμούς της, με τα ασφυκτικά στερεότυπα, με μια στείρα επιβεβλημένη κανονικότητα, οι ήρωες με εμμονή σε μια ρουτίνα που θα τους κρατήσει όρθιους, όλα αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο των ιστοριών οι οποίες μοιάζουν να είναι κομμάτια μιας ενιαίας ιστορίας που διαδραματίζεται στο σήμερα.

«Ακολουθήσαμε το γνωστό καθημερινό μας πρόγραμμα. Χασμουρητό, τέντωμα, λίκνισμα, κατούρημα, πλύσιμο προσώπου, πλύσιμο δοντιών και πρωινό με αυγά βραστά και αχνιστό καφέ (Το πρόβλημα με το ταβάνι)

Ο Μαρίνος, μιλώντας άλλοτε στο πρώτο κι άλλοτε στο τρίτο πρόσωπο, εστιάζει στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, παρακολουθεί τους ήρωές του να αναμετρώνται με τον ίδιο τους τον εαυτό, να επιτείνουν τις στιγμές της μοναξιάς τους. Είναι άνθρωποι, κατά το πλείστον, μοναχικοί με έντονη την ανάγκη συντροφικότητας, με τάσεις φυγής, αλλά όχι φυγής χωρίς νόημα. «Μετά είδε ότι η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Τον βρήκαν κάποιοι γείτονες πέντε στάσεις πιο κάτω να περιμένει λέει το λεωφορείο για Οστάνδη»… «Το κενό ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι και με κοιτούσε». (Εδώ δεν έχει Αλάσκα)

Ακόμα κι όταν τα αντικείμενα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή κάποιου, υπάρχει ένας απώτερος σκοπός, κάποια ανάγκη εξιλέωσης που παρακινεί τον ήρωα να αναζητήσει σε ένα ψυγείο ή σε μια τηλεόραση το νόημα ολόκληρης της ύπαρξης. «Το μόνο που μένει είναι το σιωπηλό φως του ψυγείου, το γουργουρητό του βιομηχανικού κίτρινου, η μικρή λίμνη της λάμψης σαν άχρονη σήμανση μέσα στη νύχτα». (Το ψυγείο)

«Έτσι μείναμε να υποφέρουμε το σπίτι, εμάς, τον ήχο». (Αυτός ο ήχος) Ο Μαρίνος καλεί τον αναγνώστη να μετέχει με όλες του τις αισθήσεις στη γιορτή, που έχει ετοιμάσει για εκείνον. Διαπεραστικοί ήχοι, θόρυβοι, έντονα χρώματα, μουσικές, αρώματα μεθυστικά ή αποκρουστικές μυρωδιές, όλα όσα θα μπορούσε κάποιος να προσπεράσει χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία, γίνονται αιτίες ή αφορμές για μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή ενός ήρωα. «Ναι, ο άντρας μου είναι τόσο ήσυχος, σαν τα λουλούδια που έχουμε στο μπαλκόνι. Τα πότιζα κάθε μέρα, στο τέλος σάπισαν, τα άφησα έτσι. Με τον καιρό προσαρμόστηκα. Φτιάχνω πατάτες στο φούρνο κι όταν τα παιδιά γυρνούν απ’ το σχολείο με ρωτούν τι φαγητό έχουμε. Μακαρόνια, τους λέω. Νομίζουν πως τα κοροϊδεύω». (Ένας ήσυχος άνθρωπος)

Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας πραγματικότητας που βρίσκεται στα όρια του φανταστικού. Ενώ όλα φαίνονται να έχουν πάρει το δρόμο τους, ανατρέπονται στο τέλος, αφήνοντας μια γλυκόπικρη επίγευση. Το κενό είναι πάντα παρόν, στα άδεια σπίτια, στους θορυβώδεις δρόμους, στα πάρκα. Κι όμως, οι ήρωες που βιώνουν το κενό αυτό δεν δυσφορούν πάντα. Το αποδέχονται, το αγκαλιάζουν σαν δικό τους κομμάτι, το ξορκίζουν με μια ευαίσθητη απάθεια. «Πάνω στο τραπέζι βρίσκονται πέντε πιάτα, σαν άδεια μάτια που είδαν κάποια καταστροφή και την κράτησαν βαθιά μέσα τους. Τα πιάτα μάς κοιτούν αδιάφορα»…. «Θα ήθελα κάποιον να μιλήσει. Κάτι να πέσει για να σπάσει αυτήν τη σιωπή: ένα πιάτο, ένα βάζο, ένα σώμα». (Τα γενέθλια)

Οι σκηνές που αγγίζουν το παράλογο δεν ξενίζουν, ίσα ίσα καθησυχάζουν, αφυπνίζουν. Λόγος χειμαρρώδης, εικόνες ζωντανές, σχεδόν κινηματογραφικές. «Κάτω από τη στολή ιδρώνει. Κάτω από τον ιδρώτα, το δέρμα του φλέγεται. Κάτω από το δέρμα του το αίμα του πονάει, κάτω από το αίμα του τα κόκαλά του τρίζουν. Ολόκληρος θέλει να καταρρεύσει». (Ο Άγιος Βασίλης)

 

Διονύσης Μαρίνος

 

Ο συγγραφέας μάς χαρίζει δεκαεννιά στιγμιότυπα από τις ζωές ανθρώπων που ζουν δίπλα μας. Μπορούμε να τους ακούσουμε, να τους δούμε, να τους αγγίξουμε, να μπούμε στο πετσί τους και να τους νιώσουμε σαν να ήταν αληθινοί. Βιώνουμε τις ίδιες αγωνίες, μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες, τις ανησυχίες, συνειδητοποιούμε τη φθαρτότητά μας αλλά και τη δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης. «Να σου μένει η χαρά ενός πράγματος κενού»…. «Ακούνε φωνές, σαματά, δώρα να ανοίγουν, να σχίζεται το χαρτί περιτυλίγματος, ο φελλός που κάνει παφ και σκάει στο ταβάνι και μετά ακούνε μουσικές και τα μαχαιροπίρουνα που δουλεύουν και μετά βγαίνουν στο μπαλκόνι να καπνίσουν και να γελάσουν μέσα στη νύχτα και έχουν κέφι να γελάσουν και να πουν σαχλά πράγματα που κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα έλεγε σε αυτήν την ηλικία». (Οι επισκέπτες)

Ακόμα κι όταν η ιστορία φαίνεται ολότελα εξωπραγματική, βυθιζόμαστε με αγαλλίαση στις λέξεις, αφηνόμαστε στις πλούσιες περιγραφές και απολαμβάνουμε το ταξίδι. «Σήμερα μας έφεραν την καινούργια μαμά. Η άλλη έφυγε, μας είπαν, χάλασε. Δεν έλεγε τραγούδια, ούτε φορούσε παντόφλες μαλακές στο σπίτι. Τα τακούνια της χαλούσαν το παρκέ. Τα γδαρσίματα έπαιρναν στο κατόπι τα βήματά της»…. «Οι πρωτοβουλίες δεν είναι απαραίτητες, αλλά η καινούργια μας μαμά φαίνεται να θέλει να τις πάρει. Το καθημερινό πότισμα είναι δική μας δουλειά… κι όμως πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις, δεν βαριέσαι, λίγο νεράκι είναι, τίποτα το φοβερό, στέκεται πάνω από τα λουλούδια και τους μιλάει. Τι μπορείς να πεις σε ένα λουλούδι; Εμείς ποτέ δεν το κάνουμε. Μόνο τα καταβρέχουμε με τη μάνικα». (Η καινούργια μαμά)

Με αυτή τη συλλογή διηγημάτων, ο Διονύσης Μαρίνος περιδιαβαίνει παρέα με τον αναγνώστη τόσο σε οικείες όσο και σε άγνωστες περιοχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αγγίζοντας τα φαντασιακά όριά της. Δεν αποπαίρνει τους ήρωές του, αντιθέτως τους αγκαλιάζει με σεβασμό και τους τείνει το χέρι. Έχει μία επιείκεια απέναντι στους αδύναμους, στους παραστρατημένους. Συχνά τους δικαιολογεί, αλλά δεν διστάζει κιόλας να τους εμπιστευτεί ώστε να τον οδηγήσουν εκείνοι σε απόκρημνα μονοπάτια. Με αμεσότητα και πλούσια εκφραστικότητα, ο συγγραφέας προσεγγίζει τη σύγχρονη καθημερινότητα, τα προβλήματα που ξεπηδούν διαρκώς, αλλά και τις διεξόδους που αχνοφαίνονται. Η συγγραφική δεινότητα συναντάται με την ποιητικότητα, και το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης αποτελεί το κύριο συστατικό της συλλογής, κάνοντάς την άκρως ενδιαφέρουσα για τον αναγνώστη.

«Η κυρία του πέμπτου μού λέει πως μάταια σας γράφω γιατί έχετε πεθάνει προ καιρού και ότι έχετε καρφώσει και σταυρό στο μνήμα σας. Ξέρετε δα πώς είναι οι λησμονημένες γυναίκες, φτιάχνουν ιστορίες χωρίς νόημα». (Μαύρα νερά)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top