Fractal

«Ώριμος παίκτης στη σκακιέρα του ύφους»

Γράφει ο Αχιλλέας Κυριακίδης // 

 

 

 «Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ», Διονύσης Μαρίνος, εκδ. Μελάνι, σελ. 150

 

Η διαφορά, σε ό,τι έχει να κάνει με τη σημαντικότητα, ενός ιατρικού περιστατικού από ένα έργο τέχνης είναι απολύτως ουσιώδης, καθώς το ιατρικό περιστατικό (εκτός μακαβρίων εξαιρέσεων) θέλει το χρόνο του για να δείξει αν είναι ή όχι σημαντικό, ενώ ένα έργο τέχνης είναι ή δεν είναι σημαντικό ήδη από τον τοκετό του.

Αυτός ο ιατρικο-καλλιτεχνικός αφορισμός έχει σκοπό να καθησυχάσει όσους τυχόν θορυβήθηκαν από ένα ιατρικό περιστατικό που ναι μεν αποδείχθηκε ασήμαντο, αλλά όχι τόσο ώστε να μην επηρεάσει τη σκέψη μου και, κυρίως, την οργάνωση της σκέψης μου και τη διατύπωσή της σ’ ένα κείμενο για τη σπασμωδικότητα, την αποσπασματικότητα, την αναρχία και την πιθανή έλλειψη συνοχής του οποίου αισθάνομαι την ανάγκη να απολογηθώ εκ των προτέρων.

Αν νομίζετε ότι τελείωσα με τα ιατρικο-καλλιτεχνικά, σας έχω μια μικρή έκπληξη: όχι. Γιατί από την πρώτη στιγμή που δέχθηκα την άκρως τιμητική πρόσκληση να μιλήσω γι’ αυτό το όντως σημαντικό βιβλίο, μες στο μυαλό μου γυρόφερνε η σκέψη ότι, όπως κι αν ερχόταν αυτό το βράδυ, το κείμενο της παρουσίασής μου δε θα μπορούσε ν’ αρχίσει παρά έτσι ακριβώς όπως αρχίζει η τελευταία, υπό έκδοσιν νουβέλα μου: με μιαν αξονική τομογραφία.

Πώς γίνεται ακριβώς η συγκεκριμένη αξονική τομογραφία. Παίρνουμε τον τόμο, τον ξαπλώνουμε μπρούμυτα (πρηνηδόν, αν πρόκειται π.χ. για Καρυωτάκη, ή πίστομα, αν είναι Θεοτόκης), κι αρχίζουμε να τον διατρέχουμε οριζοντίως και καθέτως σαν ξετρελαμένα σκάνερ, σαν ιχνηλάτες αμειβόμενοι με το εύρημα, σαν λύτες σταυρολέξων που οργάνε όταν διασταυρώνεται το 6β με το 9γ. Εδώ, όμως, εν προκειμένω δηλαδή, πριν τα ευρήματα από τούτη εδώ την τομογραφία αρχίσουν να πέφτουν στο ανατομικό τραπέζι σαν ένα παζλ που βρέχει τα κομμάτια του, μια φράση εκεί στην πλάτη του πεσμένου corpus αρκεί για να διεγείρει τις κεραίες κάθε στοιχειωδώς φιλύποπτου αναγνώστη οπισθοφύλλων. «Ιστορίες» γράφει αυτό το τυπογραφικό τρέιλερ του βιβλίου, «ιστορίες που κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και ονειροφαντασίας.» Δεν είναι σωστή η διατύπωση, η διατύπωση αδικεί αυτές τις δεκαεννέα ιστορίες που συνιστούν μια σπουδαία και τόσο ευπρόσδεκτη κατάθεση στη νεότατη πεζογραφία μας, στη νεότατη πεζογραφία μας του φανταστικού, ακριβώς επειδή δεν κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και ονειροφαντασίας, αλλά μεταξύ πραγματικότητας και πραγματικότητας, μεταξύ της πραγματικότητας του παρατηρούντος και αυτής του παρατηρουμένου. Αν ο θεατής νιώθει παράταιρος στην πραγματικότητα ενός έργου του φανταστικού ή του λεγομένου παραλόγου, φταίει η ορθολογική του σκέψη που δεν ανέχεται ρωγμές, δε φέρουν καμία ευθύνη ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν του Γκοντό που συνεννοούνται μια χαρά, που φεύγουν και δε φεύγουν, που μένουν και δε μένουν, δε φέρει καμία ευθύνη η πραγματικότητά τους που, απλώς, είναι συντονισμένη σε άλλη συχνότητα. Σε πολλά από τα διηγήματα του Μαρίνου, η αφήγηση οδηγείται σε μια διέξοδο (συνήθως… πτωτική), μόλις οι αρχικά ασύμβατες πραγματικότητες των χαρακτήρων συντονιστούν μετά από αμοιβαίες ή μονομερείς ρυθμίσεις, παραδοχές και υποχωρήσεις («Ένας ήσυχος άνθρωπος», «Εδώ δεν έχει Αλάσκα», «Ο παπαγάλος Άρα» κ.ά.).

Εκτός, όμως, από την πραγματικότητα όπως αποδίδεται από τον συγγραφέα (ας περιοριστούμε, λέω, στη λογοτεχνία) υπάρχει και η πραγματικότητα όπως την αισθάνονται, την αντιλαμβάνονται και την ερμηνεύουν όλοι ή κάποιοι από τους χαρακτήρες μιας μυθοπλασίας, κι αυτό, για να μεταδοθεί στον αναγνώστη, απαιτεί από τον συγγραφέα κάτι που μπορεί να αποδοθεί μόνο με τον μεταμοντέρνο δυσμετάφραστο φιλολογικό όρο: «μαγκιά». Είναι η μαγκιά του Κορτάσαρ που μας πείθει να θεωρήσουμε ως υπέρτατη απειλή ένα αχαλίνωτο άλογο στο διήγημα «Καλοκαίρι», είναι η μαγκιά του Μαρίνου που μας κάνει να ακούσουμε, ναι: να ακούσουμε, «αυτόν τον ήχο» στο ομότιτλο διήγημα ή το γδούπο από την πρόσκρουση του αυτοκινήτου μ’ ένα άφαντο σώμα στο αριστουργηματικό «Τρακάρισμα».

 

Διονύσης Μαρίνος

 

Ο κάθετος άξονας της τομογραφίας θα φέρει στο μόνιτορ επιρροές, επιδράσεις, μιμήσεις. Ναι: μιμήσεις. Γιατί; Ο όρος mimesis, έτσι ελληνοπρεπής, μπήκε με πλήρη ασυλία και με όλο το τουπέ της αθωότητας στο λεξιλόγιο του μεταμοντέρνου και της πιο σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας, και ανεξάρτητα αν πρόλαβε ή όχι να αμνηστεύσει ουκ ολίγες λαθροχειρίες, τουλάχιστον μας επιτρέπει να διαγνώσουμε σε κάθε συγγραφέα το DNA του και σε κάθε κείμενο κάθε συγγραφέα το γενετικό υλικό του. Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας; Όχι. Μίμησις μιμήσεως πράξεως και, πάντως, όπως σ’ αυτό το βιβλίο που πολύ ηγάπησα, ηδυσμένω λόγω. Ο ήδιστος Διονύσης Μαρίνος, μ’ αυτό το γάργαρο νησιώτικο ονοματεπώνυμο, διαπλέει κάτι που βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή, όχι αυτό που εννοούσε ο Καββαδίας, αλλά τη δημιουργία και τα νερά της και τ’ απόνερά της, ομνύοντας στον Μπόρχες (στον τρόπο με τον οποίο, στα περισσότερα διηγήματα, η ατμόσφαιρα του μύθου δεν επείγεται να κατακάτσει), θύοντας στον Κορτάσαρ (στον τρόπο με τον οποίο, σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, το φανταστικό δεν τρυπώνει στη μυθοπλασία από κάποια κερκόπορτα αλλά με κάθε επισημότητα και επιδεικνύοντας την πρόσκληση στην είσοδο), τιμώντας τον Πίντερ (στο καταπληκτικό διήγημα «Οι επισκέπτες»), κλείνοντας το μάτι στον Αραμπάλ και το Κίνημα του Πανικού (στο διήγημα «Τα γενέθλια»), αρδεύοντας γκροτέσκο από τον κινηματογράφο του Χοδορόφσκι και του Φερέρι (στο διήγημα «Το ψυγείο»), ενώ στο διήγημα «Ο άγιος Βασίλης» ακούγεται ευγενικά από κάτω η κουδούνα του Αντώνη Σαμαράκη απ’ τη δεκαετία του 50. Έτσι, τo πόρισμα αυτής της κάθετης αξονικής σάρωσης δεν μπορεί παρά να είναι αυτό: ο Μαρίνος δε φοβάται ν’ αφεθεί στις επιρροές, αυτές που κάθονται μέσα μας σαν ιζήματα δέους και αναδύονται με την πρώτη λήθη.

Η οριζόντια περιήγηση του σκάνερ στα διηγήματα φέρνει στο φως θεματικές εμμονές, μοτίβα που επανέρχονται, συνδυάζονται, διαπλέκονται και σχηματίζουν την εικόνα στο χαλί της μυθοπλασίας: ο χρόνος ως φθορέας (διόλου πρωτότυπο, θα πείτε, αλλά εδώ, σε κάποια διηγήματα, εντυπωσιάζει η ταχύτητα της σήψης, σαν κάτι ντοκιμαντέρ όπου η αποσύνθεση εικονίζεται με την τεχνική του time lapse, της εξωφρενικά γρήγορης κίνησης), η ρήξη των ανθρώπινων σχέσεων μετά από φυγή, εγκατάλειψη, αδιαφορία, ακόμα και… μηχανική βλάβη (στο ευφυέστατο «Η καινούργια μαμά»), η απουσία, νοούμενη συχνά και ως μη ένσωμη παρουσία (μίλησα πριν για το άφαντο σώμα στο διήγημα «Το τρακάρισμα»), η πτώση – πτώση τοίχων, ταβανιών, εντάσεων, σωμάτων, πτώση θερμοκρασίας των αισθημάτων, το άτομο μέσα στην οικογένεια και η οικογένεια μέσα στο άτομο, το άτομο μέσα σ’ έναν κόσμο εύθρυπτο που διασπάται και κατακρημνίζεται σε ιδιωτικούς φωταγωγούς όπως οι γεωγραφίες στο «Εδώ δεν έχει Αλάσκα», το σπίτι – υγειονομικά και αισθηματικά ανοχύρωτο, ουσιαστικά ανιδιόκτητο, αλωμένο, ακίνδυνο γιατί ούτε ο κίνδυνος ευδοκιμεί σε τέτοια ατμόσφαιρα, το σπίτι όπως το νοσφίστηκαν τα πιο απαιτητικά μικροαστικά όνειρα, δύο υπνοδωμάτια, χολ, σαλόνι, κουζίνα (προπαντός κουζίνα), λουτρό (προπαντός λουτρό), έχουμε εδώ δεκαεννιά διηγήματα που βαλτώνουν κινούμενα μεταξύ πραγματικότητας και πραγματικότητας, μες σε διαδρόμους που οδηγούν σε υπνοδωμάτια, σε σαλόνια και σε άλμπουμ με φωτογραφίες από ματαιωμένα οικογενειακά ταξίδια κι από κει σε μια φαντασμαγορία από παράθυρα ανοιγμένα διάπλατα που καλούν στον ίλιγγο του τελευταίου διασκελισμού.

Τι άλλο δεν φοβάται ο Διονύσης Μαρίνος; Την ειρωνεία, το σαρκασμό, το στρίψιμο της βίδας, τη διόρθωση του βήματος από ιστορία σε ιστορία σαν καβαλιέρος έμπειρος στις αλλαγές ρυθμού και ντάμας, ώριμος παίκτης στη σκακιέρα του ύφους, έξυπνος λύτης προβλημάτων τύπου «παίζει το μαύρο χιούμορ και νικά σε τρεις κινήσεις», ωραίος, σαγηνευτικός αφηγητής που σου ’χει πάντα φυλαγμένη μια ευφυή ανατροπή (καμιά φορά και δύο, όπως στο πρώτο διήγημα), που ξέρει τι καλό κάνει στους άλλους το χαμόγελό του, ιδίως όταν αποφασίζει να κάτσει κάτω και να το γράψει.

Στο πιο αγαπημένο μου διήγημα από τα δεκαεννιά, το δεύτερο κατά σειράν, «Το στρώμα», ο ήρωας, αφού μετάνιωσε που είχε πουλήσει σ’ έναν παλιατζή το άχρηστο διπλό στρώμα (ανοίγω εισαγωγικά), σκούπισε τα μάτια του, πέταξε το αποτσίγαρο στο δρόμο και πήγε πάλι στο υπνοδωμάτιο και ξάπλωσε στο πάτωμα. Μάζεψε πόδια και χέρια, και κουλουριάστηκε, κι έμεινε εκεί ξαπλωμένος. Στη μία πλευρά. Όχι στη δική του. Κι άρχισε να ψάχνει αν κι εκεί υπήρχε βαθούλωμα, τι χρώμα είχε κι αν του θύμιζε κάτι (κλείνουν τα εισαγωγικά, το διήγημα, η αμηχανία μου, ίσα που προλαβαίνω να κλέψω λίγη συγκίνηση απ’ το «Στρώμα» για να δώσω έναν τίτλο σ’ αυτό το αδέξιο κείμενο: «Το σχήμα της απουσίας»).

Διονύση, ευγνώμων.

 

 

 

*Από την παρουσιάση του βιβλίου στον Ιανό στις 18 Σεπτεμβρίου 2017

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top