Fractal

Ο συγκερασμός του ιδιωτικού και του συλλογικού στην ποιητική της Αρχοντούλας Διαβάτη

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης //

 

Αρχοντούλα Διαβάτη «Όπως η Μπερλίνα», εκδ. Νησίδες, σελ. 58

 

Σύμφωνα με τον Honoré de Balzac[1], όταν ο νεαρός ποιητής Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ εκθέτει αδρομερώς την υπόθεση του παρθενικού του μυθιστορήματος στον εκδότη Ντογκερό, αυτός συναινεί με ευμένεια σε μία πιθανή έκδοση. Μα μόλις ο νέος δημιουργός είχε την ιδέα να του παρουσιάσει και μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή ο Ντογκερό ξαφνιάστηκε και απότομα του είπε: «Ώστε είστε ποιητής· δεν το θέλω πια το μυθιστόρημά σας. Οι ριμαδόροι την πατάνε όταν καταπιάνονται με την πρόζα. Στην πρόζα, δεν έχει φιοριτούρες, πρέπει οπωσδήποτε να πεις κάτι». Στην περίπτωσή της Διαβάτη ο Ντογκερό θα έλεγε το αντίθετο… «Μα είστε μία συγγραφέας[2], τι καταπιάνεστε με την ποίηση; Τι σχέση έχει ο πεζός λόγος με τον ποιητικό;»

Κι όμως η Αρχοντούλα Διαβάτη με την πρώτη της συλλογή, «όπως η μπερλίνα» (νησίδες, 2017), πέρασε τις σκοπέλους και με έναν άλλον λόγο, ποιητικό αυτή τη φορά, συνεχίζει τη διαδρομή του ασπρόμαυρου αναζητώντας απαντήσεις στο παλιό, όπως τούτο εμφανίζεται στην ομίχλη των αναμνήσεων. Άλλωστε, μοιάζουν με μαυρόασπρες φωτογραφίες που έπεσαν στα χέρια της και γέννησαν φθόγγους και συναισθήματα, τα βασικά υλικά της ποίησης. Και η ποίηση της Διαβάτη κινείται μεταξύ μνήμης και κοινωνικών παραστάσεων.

Αν επιχειρήσουμε μία περιοδολόγηση της Διαβάτη θα δυσκολευτούμε. Βιολογικά ανήκει βεβαίως στη γενιά του ’70. Μα λογοτεχνικά δεν ανήκει, επειδή άρχισε να γράφει μόλις στη δεύτερη δεκαετία του ΚΑ’  αιώνα. Και ως ύφος και προβληματισμούς δεν έχει καμία σχέση με τους συνομηλίκους της ποιητές. Άλλωστε, κάποιος εντάσσεται σε μια γενιά όχι μόνο βάσει βιολογικής ηλικίας, αλλά και πρώτης εμφάνισης στα γράμματα.

Μία γρήγορη ματιά στην ποιητική της την φέρνει κοντύτερα σε αυτό που ο Ηλίας Κεφάλας αποκάλεσε «ποίηση του ιδιωτικού οράματος», της γενιάς δηλαδή του ’80, παρά το ότι βέβαια -ξαναλέω- δημιουργεί στον ΚΑ’ αιώνα. Χωρίς έντονες κοινωνικές παραστάσεις στην εικαστική της και με χαρακτηριστικά «ποίησης κλειστού χώρου» προσανατολίζεται σε μία ανθρωποκεντρική οπτική με έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις (ο πόλεμος των φίλων, εις εαυτόν, χωρίς τον ξενοδόχο) με ευαισθησία για το διαφορετικό (κανονικότητα). Ακόμα κι όταν ο ποιητικός χώρος είναι εκτός “δωματίου”, πάλι παραμένει κλειστοφοβικός (μούσαις χάρισι θύε, αιωνιότητα, αστυφιλία) είτε μέσω άρνησης και αντίθεσης περιορίζεται χωρικά (δεν τη χωράει ο τόπος, ιδρυματισμός).

Είναι όμως αναγκαίο να τονίσουμε ότι η ποιητική της Αρχοντούλας δεν είναι ατομοκεντρική. Με οξύνοια παρακολουθεί από το υποθετικό παράθυρο του κλειστού χώρου την κοινωνία (Πάσχα ελληνικό κανονικά, δεν τη χωράει ο τόπος, πρωτόλεια). Μολονότι δεν απαντώνται εικόνες κρίσης ή συγκρούσεων κοινωνικών, η ποιήτρια δεν παίρνει το μάτι της από τον κοινωνικό χώρο. Την ίδια, άλλωστε, εστίαση είχαμε δει στο «σκουλαρίκι στη μύτη», όπου η συγγραφέας επιμένει σε μία η διαχείριση του παρελθόντος (και του παρόντος).

Η συλλογή κινείται μεταξύ κοινωνικής και “ιδιωτικής” ποίησης. Οι συνθέσεις της συλλογής ξεκινώντας από την αυτοβιογραφία της ποιήτριας, καταλήγουν στην αυτοβιογραφία του κοινού. Χαρακτηριστικό είναι ότι αποφεύγει τη χρήση του α΄ πληθυντικού γραμματικού προσώπου, ενισχύοντας την ατομική προσέγγιση. Με έναν υβριδισμό μεταξύ συλλογικού κι ατομικού βρίσκεται στην αντίπερα όχθη του «ιδιωτικού οράματος», εκφράζοντας μία διάθεση αποκαρδίωσης για την ακοινωνησία των σύγχρονων ανθρώπων.

Μία οσμή, παράλληλα, λεπτής ειρωνείας αναδύεται από τα επιμύθια, συνδεδεμένη με μία αίσθηση πικρής απογοήτευσης για την αστική ζωή –κι όχι μόνο. Ενώ η τεχνολογική ανάπτυξη έχει μπει σχεδόν σε κάθε σπίτι και η ηλεκτρονική πρόοδος είναι ραγδαία, οι άνθρωποι απομονώνονται όλο και περισσότερο, η πόλη γίνεται όλο και πιο εχθρική προς τη φύση του ανθρώπου.

Σε αυτόν τον κλειστό χώρο δε μας προξενεί, λοιπόν, εντύπωση το γεγονός ότι η νύχτα –καταγεγραμμένη (δεν τη χωράει ο τόπος, ώρες, δύσκολες νύχτες, ξένος) ή συνυποδηλωτικά δοσμένη– είναι διαρκής (ερωτική νύχτα, το ταξίδι, το τέλος του παιχνιδιού).

Το ζήτημα της ηλικίας μπαίνει συχνά με μία νοσταλγική πνοή συνδυασμένο με τη μνήμη (ξένος, μπερλίνα, το τέλος του παιχνιδιού, καρουζέλ, ποιητική), όπως και ο φόβος του θανάτου (το ταξίδι), ενώ ο έρωτας στην ποιητική της διατηρεί μία νοσταλγική διάθεση (αιωνιότητα, λύπη, μούσαις χαρίσι θύε, ιδρυματισμός). Αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν εμφανίζονται συχνά σε συνθέσεις της συλλογής (φιλόλογος, μπερλίνα, αι συνέπειαι της παλιάς ιστορίας, απουσία). Παράλληλα, δε, εισέρχονται και προβληματισμοί για την ίδια την ποιητική τέχνη και τα βιβλία (13 14 28 29 39 33).

 

Αρχοντούλα Διαβάτη

 

Αν δούμε τα υλικά της ποιητικής της Αρχοντούλας Διαβάτη, θα παρατηρήσουμε ότι κινείται στον άξονα της λιτής προφορικότητας. Λίγα στολίδια ενίοτε σπάνε τη μονοτονία του εντελώς απέριττου. Κάποιες λίγες παρομοιώσεις, λίγες μεταφορές και διάσπαρτες λυρικές εικόνες φωτός ή φύσης εμποτίζουν το σκοτεινό ποιητικό της κάδρο. Έτσι όταν εντοπίζεται φως, το καναβάτσο διαχέει δόσεις αισιοδοξίας (ποιητική, παρών, Μάρτης τρελομάρτης). Η κύρια βέβαια εικονοποιία σταθερά είναι σε έναν κλειστό χώρο -συχνότατα σκοτεινό συνειρμικά- που γεμίζει με πρόσωπα σκυμμένα σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή ένα κινητό τηλέφωνο ή έναν χώρο που γεμίζει με μνήμες αγαπημένων και αναμνήσεις εποχών αθωότητας και παιδικότητας.

Κύριο συστατικό της έκφρασής της είναι το ουσιαστικό και το ρήμα. Η συχνή ύπαρξη δευτερευουσών προτάσεων επιμηκύνει τον ποιητικό λόγο γεννώντας επαυξημένες προτάσεις μέσα στον θρυμματισμένο στίχο. Και τούτο ενισχύει την αίσθηση της αγωνίας και “απλώνει” τον χρόνο της ανάμνησης. Το ίδιο και το ασύνδετο σχήμα που συχνά υιοθετεί η δημιουργός (εις εαυτόν, μπερλίνα, κανονικότητα, ξένος, Πάσχα ελληνικό κανονικά) ή  άλλοτε ονοματικά σύνολα θρυμματίζουν τη μνήμη σε σπαράγματα.

Η προφορικότητα της εκφραστικής της διαχέει μία ανεπιτήδευτη –φαινομενικά– απλότητα. Οι πλήρεις προτάσεις ισορροπούν με τον διασπασμένο στίχο ορίζοντας έναν εσωτερικό ρυθμό που θεμελιώνεται στα επιμέρους συντακτικά σύνολα. Η αφηγηματική ροή κινείται με φυσικότητα, αποκαλύπτοντας τις πτυχές του συλλογικού κι ατομικού βίου που κάνουν την ποιήτρια να αγωνιά για το μέλλον της κοινωνίας.

Και αξίζει να σημειώσουμε ότι δεν είναι λίγες οι ποιητικές αναφορές της Διαβάτη στην ηλεκτρονική τεχνολογία. Και αυτό αφήνει ένα ενδιαφέρον στίγμα στον ποιητικό χάρτη, επειδή η σύγχρονη η ποίηση δε φάνηκε να αγκαλιάζει τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Μολονότι ενίοτε τα πλησιάζει, σπάνια βλέπουμε καταγραφές σε ποιήματα. Βέβαια όπως η περίπτωση της Αρχοντούλας, όταν το έχουμε, διατηρεί μία διάσταση σαρκασμού και κοινωνικής κριτικής που εκθέτει μία κοινωνική αγωνία (έργα και ημέρες, αύριο, κόλλημα, όνειρο). Για παράδειγμα, η λέξη “κινητό (τηλέφωνο)” δεν απαντάται σε συλλογές, όπως επίσης ο ομιλών δεν έχει δει σε πολλές συλλογές τις λέξεις “facebook” ή “twitter“. Και σε τούτη την έκφραση κοινωνικής αγωνίας παρωδεί ακόμη και παραμύθια (Πάσχα ελληνικό κανονικά, δημιουργικότητα ή ο Η/Υ ξέρει).

Ένα αίσθημα απομόνωσης των ανθρώπων διαποτίζει τη στιχουργική της. Είναι η αστική μοναχικότητα –ακόμα κι όταν ο χώρος είναι κατάμεστος ανθρώπων– των απομονωμένων ανθρώπων μέσα στον αλλοτριωμένο αστικό χώρο που κατακερματίζεται από τη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών. Η δημιουργός ασφυκτιά στο άστυ. Την πληγώνει ο απομονωτισμός των κατοίκων και βλέπει τη φύση σαν εξωτικό στοιχείο. Η δε απουσία φυσιολατρικών εικόνων συνδέεται με την αστική στειρότητα ως Άλλο  –κατά Jeffrey Alexander– «πολιτισμικό τραύμα».

 

Επιλογικά, η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή της Αρχοντούλας Διαβάτη αφήνει καλές εντυπώσεις. Με οδηγό το ατομικό βίωμα η ποιητική της αναζητά διέξοδο στον κοινωνικό χώρο προτείνοντας την εγκατάλειψη της αστικής και της ηλεκτρονικής απομόνωσης. Με οδηγό την καθημερινή γλώσσα και σε ένα αφηγηματικό ύφος η ποιήτρια ταξιδεύει τον ακροατή/αναγνώστη στις στοχαστικές διαδρομές της ποιητικής της αναζήτησης.

 

 

(Βασισμένο στην παρουσίαση της συλλογής στην 15η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης)

 

 

[1] βλ. Χαμένες ψευδαισθήσεις, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, Εξάντας, 1993, σ. 24

[2] βλ. Αρχοντούλα Διαβάτη, «σκουλαρίκι στη μύτη», νησίδες, 2015

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top