Fractal

Το ανέφικτο και η αντίφαση της ζωής, σε 29 ιστορίες που αστράφτουν…

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *

 

 

✔  Βιβλία που διαβάστηκαν και συζητήθηκαν στον Λογοτεχνικό κύκλο Ηρακλείου

 

“Φόβος κανένας” του Γιάννη Φαρσάρη, Εκδόσεις Openbook, σελ. 129 (ανοικτό eBook)

 

Fovos-ebook

 

Εικοσιεννέα απολαυστικά κείμενα, ελκυστικά και από πολλές απόψεις , ενδιαφέροντα –σαν φόρμα και ιδέες- συνθέτουν μικρές ιστορίες που αστράφτουν . Οι παθιασμένες περιπέτειές των πολύπαθων χαρακτήρων -σημαδεμένες από έρωτα, βία και θάνατο- ζωντανεύουν μ’ έναν εντυπωσιακό τρόπο. Με μιαν αργή, αλλά έντονη, ρυθμική ταχύτητα, χωρίς ούτε μία λέξη παραπάνω, ίσα ίσα με όσο το δυνατόν λιγότερες , κατακτούν την τεχνική τελειότητα, επιβεβαιώνοντας τη μαστοριά του δημιουργού τους.

Ο ‘’Φόβος κανένας’’ του Γιάννη Φαρσάρη, αποτελεί μια ενιαία σύνθεση σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία στοχεύει να μιλήσει για την απώλεια και την έκπληξη, την αγάπη και το συναίσθημα σε όλες τις εκφάνσεις του, για το ανέφικτο και για την αντίφαση της ζωής. Παρακολουθεί συστηματικά τον καθημερινό βίο του σήμερα, με τις αγωνίες , την ανασφάλεια και το άγχος επιλέγοντας παραλλαγές του παράδοξου, που εντείνουν την τραγικότητα, μιλώντας για τους φόβους, την ανασφάλεια, τις πικρές μνήμες και τις σκιές που τα αρνητικά συναισθήματα απλώνουν στη ζωή των ανθρώπων. Κι όλα αυτά με συντομία, αφαίρεση, φρέσκια ματιά, γάργαρο, σφιχτοδεμένο λόγο, δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τα και  φυσικά με το κύριο χαρακτηριστικό του διηγήματος εν γένει, το αδόκητο συμβάν. Την ανατροπή…

 

Μαύρο μανταρίνι

Έβγαλα το κεφάλι έξω απ’ το παράθυρο του υπογείου αγουροξυπνημένος. Το σκούρο πρόσωπό μου φόβισε πάλι τη γειτόνισσα του απέναντι μπαλκονιού, που μπήκε μέσα και κλείδωσε και την αλουμινόπορτα. Η μέρα έδειχνε πως θα πάει για βροχή κι έριξα μια βρισιά απελπισίας. Δίπλωσα πρόχειρα το πάπλωμα πάνω στο στρώμα κι έφτιαξα ένα κουταλάτο νεσκαφέ με νερό της βρύσης. Και τέσσερις κουταλιές ζάχαρη. Οι συγκάτοικοί μου είχαν φύγει από νωρίς για δουλειά, να προλάβουν στην πρωινή κίνηση των φαναριών να καθαρίσουν πολλά τζάμια. Μένουμε πέντε νοματαίοι σε είκοσι οκτώ τετραγωνικά στο υπόγειο και πληρώνουμε σαράντα πέντε ευρώ ο καθένας, μαζί με τα κοινόχρηστα. Δεν είναι άσχημα, αλλά έχει πολλές κατσαρίδες κι εγώ σιχαίνομαι. Με τα ποντίκια, πάλι, δεν έχω πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι οι δουλειές στην οικοδομή δεν πηγαίνουν καλά κι είμαι άνεργος. Ούτε γυναίκα μπορώ να βρω και νιώθω μόνος, μα γυναίκα δεν είχα ποτέ στην Ελλάδα, ενώ δουλειά έβρισκα πάντα. Έχω κάνει όλες τις σκληρές αγγαρείες στην οικοδομή και στα χωράφια και δε με πείραξε, όμως τζάμια αυτοκινήτων δε θέλω να καθαρίζω. Δεν αντέχω τα βλέμματά τους κι ας είναι η μοναδική δουλειά που μπορώ να βρω. Σε πέντε λεπτά περπατούσα στο δρόμο, με τον κουβά και το κοντάρι στα χέρια και το μπουκαλάκι με το απορρυπαντικό στην κωλότσεπη. Αν είχα δυο χέρια να με χαϊδεύουν κάθε βράδυ, δε θα μ’ ένοιαζε τίποτα. Μέσα στην πρώτη ώρα, παρά το μποτιλιάρισμα, είχα εισπράξει μόνο τρία κέρματα κι ας είχα καθαρίσει πάνω από είκοσι παρμπρίζ. Οι υπόλοιποι με κορόιδεψαν, αφού πρώτα μ’ άφησαν να καθαρίσω τη σκόνη. Δέχομαι τη μοίρα μου γιατί πρέπει να βγει το μεροκάματο, όσο μικρό κι αν είναι, όσο κρύο κι αν κάνει. Το πρώτο χαμόγελο που συνάντησα ύστερα από ώρα, ανήκε σ’ έναν χοντρούλη με σγουρό μούσι, που οδηγούσε ένα κόκκινο σαράβαλο μίνι κούπερ. Όση ώρα τού καθάριζα τα τζάμια, κουνιόταν με τη μουσική και μόλις άναψε το πράσινο, μου άπλωσε το χέρι φωνάζοντας: «Δεν έχω λεφτά, φιλαράκο, πάρε ένα μανταρίνι». Έμεινα για λίγο ακίνητος και μετά γύρισα τον κουβά ανάποδα και κάθισα δίπλα στο φανάρι.

Άρχισα να καθαρίζω τον καρπό με τα βρώμικα νύχια μου και η σκέψη μου πήγε πίσω στην πατρίδα, στην αυλή με τις μανταρινιές που μεγάλωσα. Κάθε μπουκιά που ’βαζα στο στόμα, με γέμιζε γλύκα και μ’ έκανε όλο και πιο ανυπόμονο. Καταπίνοντας την τελευταία μπουκιά σηκώθηκα σίγουρος. Θα γυρίσω πίσω, γιατί δεν έχει τίποτα πια να μου προσφέρει η ξενιτιά. Άρχισα να περπατώ αργά το δρόμο για το υπόγειο. Είναι η τελευταία φορά κι είμαι χαρούμενος. Ελπίζω μονάχα εκείνη η μικρή όμορφη γειτόνισσα στο χωριό να μην έχει προλάβει να παντρευτεί. Τέσσερα χρόνια λείπω μόνο.

 

205342a

 

Ο συγγραφικός λόγος του Γιάννη Φαρσάρη συναντά τη σοβαρή αλλά και την αστεία πλευρά της ζωής. Το κωμικό στοιχείο εμπλέκεται με την αυστηρότητα και το κατά λάθος ή αντίθετα με τη συνειδητοποιημένη πράξη.

Η λεπτή, ισορροπημένη ειρωνεία που χρησιμοποιείται στα κείμενα, γίνεται ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας υποχρεώνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί, αναγνωρίζοντας τον πραγματικό του εαυτό μέσα από τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των ηρώων, με απώτερο σκοπό να εισχωρήσει στο βάθος της δικής του ψυχής. Άλλωστε το χιούμορ όταν χρησιμοποιείται σωστά και με μέτρο στη λογοτεχνία, προσθέτει πόντους ικανούς σε άνευρες καταστάσεις. Ο σαρκασμός συχνά προκαλεί ευρηματικές ανατροπές που επανατοποθετούν σε νέες διαστάσεις την ηθική των υπαρξιακών προβλημάτων.

Εδώ,  μέσα σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη και φροντισμένη έκδοση της Openbook , που πραγματοποιήθηκε μέσα από crowdfunding  , αναδεικνύοντας τον δημιουργό του στον πρώτο Έλληνα συγγραφέα, που εκδότης του είναι το κοινό, ο αναγνώστης συμβαδίζει με την κοινωνική ευαισθησία του λογοτέχνη , ο οποίος με ισχυρό όπλο την αφηγηματική συντομία,  τού προκαλεί αντικρουόμενα συναισθήματα αλλά και έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Οι ‘’ξενυχτισμένες λέξεις’’ του Γιάννη Φαρσάρη, κάνουν focus στην εσωτερική προβολή των φόβων, όλων μας.

Οι ήρωές του ‘’Φόβος κανένας’’ είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα άντρες ή παιδιά, -απελπισμένοι αυτόχειρες, προδομένοι και κουρασμένοι σύζυγοι, γονείς στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, κατά παραγγελίαν δολοφόνοι, μετανάστες που οραματίζονται το νόστο, καταθλιπτικοί άνεργοι, καταπιεσμένοι εργαζόμενοι, δυστυχισμένα ορφανά, θλιμμένοι χήροι και διαζευγμένοι με ψυχολογικά προβλήματα, περίεργοι τύποι που κρύβουν όμως μέσα τους μια μεγάλη καρδιά, αγανακτισμένοι έφηβοι, αλλά και μυθολογικοί ήρωες όπως ο Πολύφημος και ο Άτλας… Πίκρα βαθιά, προδοσία, χαμένα όνειρα, προσδοκίες που δεν πραγματοποιήθηκαν, εφιάλτες, τύψεις, αδυναμίες, συνθλίβουν ανθρώπους που ζουν και αναπνέουν δίπλα μας, τους συναντάμε καθημερινά -πολλές φορές κρύβονται πίσω από τη μάσκα του καλού, του ευγενή-, πολίτες της μεσαίας τάξης, ως επί το πλείστον .

 

Χειροβομβίδα στη μασχάλη

Έχω έναν γιο, μοναχοπαίδι, που μου μοιάζει. Σε όλα. Αλήτης με αφρολέξ καρδιά. Μέχρι τη δευτέρα λυκείου αριστούχος, μετά έφτιαξε ένα συγκρότημα με κάτι άλλους πιτσιρικάδες και τα παράτησε τα μαθήματα. Η μάνα του ωρυόταν, μα εγώ τον στήριξα. «Έχουμε λεφτά», της έλεγα κάθε μέρα, «θα τον στείλουμε έξω για σπουδές». Είχα παρατήσει κι εγώ το πτυχίο στο τελευταίο έτος. Πονεμένη ιστορία, ο πατέρας μου έκανε χρόνια να μου μιλήσει. Όμως ρίχτηκα μετά με τα μούτρα στο εμπόριο και έχω τώρα τέσσερα μαγαζιά και μια όμορφη γυναίκα και λεφτά κουβάδες για ξόδεμα. Και περήφανους γονείς που όταν είδαν την κοινωνία να με θαυμάζει, ξέχασαν το πτυχίο που παράτησα.

Τον έστειλα στην Αγγλία τον πιτσιρικά πριν από τρία χρόνια να σπουδάσει μουσική τεχνολογία και σύνθεση. Πέρναγε καλά, τον άκουγα χαρούμενο τον αλητάκο στο τηλέφωνο κάθε μέρα. Μέχρι πριν από μια βδομάδα, που για πρώτη φορά μού φάνηκε αγχωμένος. «Ζορίζεσαι στα μαθήματα;» τον ρώτησα. «Πρέπει να πάρω μια απόφαση ζωής», μου απάντησε. «Άμα ζορίζεσαι, να το παρατήσεις το μπουρδέλο». «Η γυναίκα που αγαπάω είναι έγκυος». «Θα σου στείλω λεφτά να το ρίξετε». «Σκεφτόμαστε να το κρατήσουμε και να παντρευτούμε». «Είκοσι χρονών ρεβίθι πας να μπλέξεις με κουτσούβελα;» «Θα κατέβουμε μαζί σε λίγες μέρες να τη γνωρίσετε».

Η μάνα του ήταν να σκάσει. Πήρε ένα μαξιλάρι, έχωσε μέσα τη μούρη της κι έκλαιγε μέρα νύχτα. Προσπάθησε να τον μεταπείσει από το τηλέφωνο, μέχρι που σταμάτησε να της το σηκώνει. Εγώ χαμογελούσα γιατί ήταν γιος μου. Σε όλα του. Κι έφτασε η μέρα που πήγαμε να τους πάρουμε από το αεροδρόμιο. Είχε βάλει τα καλά της η γυναίκα μου να υποδεχτεί τον μοναχογιό και τη νύφη με το εγγόνι στην κοιλιά. Έμπηξε τα κλάματα μόλις τους είδε από μακριά να ’ρχονται. Εγώ χαμογελούσα ανυπομονώντας για τη συνάντηση των βλεμμάτων των δύο γυναικών. Χαμογελούσα πλατύτερα όσο πλησίαζαν, μα όταν συνειδητοποίησα αυτό που είχε συμβεί, βρέθηκα με το μάγουλο στο λερωμένο πάτωμα.

Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, είπαν οι γιατροί κι ας μην είχα ιστορικό καρδιάς στα σαράντα επτά μου. Κι όμως είχα ιστορία κακή με την καρδιά μου και το ’ξερα καλά. Είκοσι τέσσερα χρόνια πριν, μια γυναίκα μού έβαλε μια χειροβομβίδα κάτω απ’ τη μασχάλη και με διέλυσε. Παράτησα σπουδές, σταμάτησα να κοιτάζω καθρέφτες και βούτηξα στην κατάθλιψη. Ακόμα και σήμερα, λίγο πριν κοιμηθώ, το βλέμμα της παραμονεύει πίσω από τα βλέφαρα για να μου το θυμίζει. Αυτό το ίδιο βλέμμα είδα τώρα –είκοσι τέσσερα χρόνια μετά– εκεί στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου να κοιτάζει με λατρεία τον γιο μου.

Σε όλα μού μοιάζει αυτό το παιδί, σε όλα. Τη στιγμή που φιλούσα τη νύφη μου στο μάγουλο, τη ρώτησα ζαλισμένος: «Τη μάνα σου τη λένε Αθανασία;» «Ναι», ήταν η απάντησή της. Λένε ότι την ώρα που πεθαίνεις, περνάει όλη η ζωή μπροστά απ’ τα μάτια σου. Εγώ, πάλι, το ίδιο βλέμμα έβλεπα και όταν τα είχα ανοιχτά και όταν τα έκλεισα.

 

Άνθρωποι που θα μπορούσαν να είναι ο καθένας μας, βασανίζονται, αγωνιούν, πάσχουν, θυμώνουν, γεύονται αδικίες και νίκες, ματαιοπονούν, χαμογελούν και συμμετέχουν σε έναν αναπόδραστο κύκλο ευθυνών και υποχρεώσεων από τον οποίο δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν. Όταν όμως συγκρούονται κατά μέτωπο με την αλήθεια, επανατοποθετούν τα προσωπικά τους όρια, αν δεν τους προλάβει εν τω μεταξύ, ο καταλύτης όλων. Ο θάνατος.

Κι αυτό γιατί η κάθε μία από αυτές τις λιλιπούτειες συνθέσεις ,  δομείται βασιζόμενη στην κεντρική ιδέα, που είναι όχι ο φόβος (φόβος κανένας), όπως αφήνει να εννοηθεί το τίτλος του, αλλά ο θάνατος.

Ο θάνατος σαν βασικός πυρήνας και προσανατολισμός φωλιάζει σε ορύγματα, πατά σε μέρη απάτητα, αναδύεται απότομα και αιφνιδιαστικά σα στοιχειό απ’ το βυθό, τη στιγμή που ο ανύποπτος αναγνώστης κολυμπά σε άφεγγα νερά. Με την συνειδητή αναζήτηση, από μια διήγηση που πότε στάζει αργά και σταθερά, σαν το μαρτύριο της σταγόνας, πότε σε αποτελειώνει μια κι έξω σα μαχαιριά,  αλλά και με το ένστικτο, ψαύοντας τυφλά υπακούμε στα κελεύσματα του συγγραφέα και περιμένουμε με κομμένη την ανάσα, την ανατρεπτική πέρα για πέρα αποκάλυψη, η οποία μας προσφέρεται  κάθε φορά και διαφορετική, ωστόσο με μεγάλη εκφραστική αμεσότητα.

Τα διηγήματα κινούνται μεταξύ μαύρης κωμωδίας και παραλόγου, ενώ μεγεθύνοντας  την ένταση των νοημάτων συνδυάζουν μεγάλη δύναμη στόχευσης κατευθείαν στο συναίσθημα. Ο Γιάννης Φαρσάρης δεν κρύβεται πίσω από τα προσωπεία των ηρώων του, όσο κι αν αυτό πασχίζει να περάσει με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι ο εαυτός του. Ευφυής, ταλαντούχος, αληθινός, ευαίσθητος, με χιούμορ και πάθος για την λογοτεχνία μέσα σε 29 ιστορίες προλαβαίνει να μας μιλήσει για τον θάνατο και τον παραλογισμό, για την ανησυχία και την προσδοκία, για την απώλεια και την αλήθεια, για τα μικρά και μεγάλα κλασικά υπαρξιακά ερωτήματα, για τα χαμένα ιδανικά, τα τραυματικά παιδικά χρόνια, για συμβάντα που θα μείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη, για αναμνήσεις γλυκόπικρες ή αντίθετα για βιώματα που κατακαθίζουν στην ψυχή από τα χρόνια της αθωότητας και δεν μετακινούνται.

 

Υγεία

Τα παιδιά μας είναι μεγάλα, έχουν φύγει πια φοιτητές. Η γυναίκα μου έχει βγει έξω με κάτι φίλες της κι εγώ δεν είμαι καλά σήμερα. Το κινητό της το ξέχασε πάλι στο σπίτι. Κι εκεί που κάθομαι στη βεράντα μόνος και πίνω, παίρνω στα χέρια μου το κινητό της και στέλνω μήνυμα σ’ όλους τους φίλους μας – καμιά σαρανταριά στο σύνολο. ο κωστής χτύπησε με το αυτοκίνητο κι είναι στην εντατική στο υγεία . Μετά το κλείνω, το χώνω στην τσέπη και μπαίνω στο αυτοκίνητο για μια βόλτα. Στο ραδιόφωνο παίζει ένα τραγούδι του Μάιλς Ντέιβις. Σταματώ για ένα σουβλάκι στην καντίνα του Ανέστη, ρεύομαι και δυο μπίρες και παίρνω τον δρόμο για το «Υγεία». Λίγο πριν φτάσω, σταματάω σ’ ένα ζαχαροπλαστείο κι αγοράζω ένα μπέρμπον και καμιά εικοσαριά ποτηράκια πλαστικά. Έξω από την Εντατική είχε κόσμο πολύ. Σε μια γωνιά βλέπω τους φίλους μου να έχουν κάνει πηγαδάκι και να συζητούν νευρικά. Εμφανίζομαι μπροστά τους σοβαρός. «Ρε Κωστή, είσαι καλά; Η γυναίκα σου…» «Ήθελα να δω πόσοι θα ’ρθετε. Εγώ έστειλα το μήνυμα σε καμιά σαρανταριά καριόληδες για να δω πόσοι θα παρατήσετε τα πάντα για να έρθετε». Κοιτάχτηκαν, μετρήθηκαν και βγήκαν οκτώ. Είδα το βλέμμα τους και μ’ έπιασε γέλιο σπαστικό. Έβγαλα απ’ τη νάιλον σακούλα το μπέρμπον και τους γέμισα με τη σειρά τα ποτηράκια να πιουν στην υγειά μου. Όση ώρα γέλαγαν με το αστείο μου, έβγαλα και πάλι το κινητό της γυναίκας μου από την τσέπη κι έστειλα μήνυμα στους υπόλοιπους: ο κωστής δεν τα κατάφερε. η κηδεία του αύριο στις 4 στο τρίτο νεκροταφείο.

Έξι μήνες ζωής μού μένουν –μου ανακοίνωσε ο γιατρός σήμερα– και δεν το είπα ακόμα ούτε στη γυναίκα μου. Εξήντα δύο χρόνια όρθιος, οκτώ νοματαίοι το κέρδος μου. Εμετρήθης, εζυγίσθης και ευρέθης ελλιπής. Ας είναι, μ’ αυτούς τους οκτώ θα περάσω το εξάμηνο και δεν λέω τίποτα ούτε στη γυναίκα μου. Και στους υπόλοιπους θα στείλω νέο μήνυμα αύριο –κατά τις δύο– ότι άκυρη η κηδεία, γιατί δεν θα μπορέσω να παραβρεθώ.

 

Γιάννης Φαρσάρης

Γιάννης Φαρσάρης

 

Μεταφυσικές αγωνίες, αγανάκτηση, θυμός, πίκρα, ήττες και νίκες και θριάμβους, όλα τα διαχειρίζεται ο Γιάννης Φαρσάρης με εκπληκτική δεξιοτεχνία και αμεσότητα.  Γκροτέσκο, μαγικός ρεαλισμός, μεταφυσικό, υπαρξιακό, σπαράγματα της λογοτεχνίας του φανταστικού αποδίδονται εύστοχα και με ευκρίνεια. Οι ήρωες βρίσκονται σε διαρκή συνομιλία με τον αναγνώστη, αποδομούν τα προσωπικά τους δεδομένα, αναθεωρώντας τα πιστεύω τους και επανεκτιμώντας τις μέχρι τώρα βεβαιότητες. Σε αντίστιξη με τα παραπάνω η ανθρωπιά, η αγάπη, οι αναπτερωμένες ελπίδες, το ‘’κάτι θα γίνει. Θα δεις…’’

Οι τίτλοι του βιβλίου επίσης τραβούν το ενδιαφέρον αμέσως .Είναι μεγάλη αρετή το να επιλέγει σωστούς τίτλους ο διηγηματογράφος, η αλήθεια είναι πως ένα σημαντικό θέλγητρο του εκάστοτε μικροδιηγήματος , κρύβεται στον τίτλο του και προϊδεάζει τον αναγνώστη. Η γλώσσα του κοφτή, ρυθμική,  καθημερινή, ζωντανή, μοντέρνα, σπιρτόζα, ακολουθεί κι εκφράζει την εποχή μας, δεν υπακούει σε λογοτεχνικούς κανόνες, δεν σε μαγεύει με ποίηση, διαθέτει όμως οξυδέρκεια, φρεσκάδα και διαύγεια, ενώ δημιουργεί κι αυξομειώνει την ένταση κρατώντας το ενδιαφέρον αμείωτο…Αυτή η γλώσσα γίνεται κοινός τόπος για τους νέους του σήμερα, και πατρίδα.

Ο ’’Φόβος κανένας’’ είναι μια απόσταξη όλων των γνωρισμάτων που κάνουν το έργο του Γιάννη Φαρσάρη εντυπωσιακό: Διαυγής, φαινομενικά απλή πρόζα, (είναι τόσο δύσκολο να πετύχεις την αυθεντική απλότητα, που αναδύεται αβίαστα από το κείμενο), σε συνδυασμό με καθημερινά, τετριμμένα, αλλά ουσιαστικά, τεράστια και πολύπλοκα συναισθήματα , που μέσα από αιφνιδιαστικές ή αναμενόμενες εκρήξεις μετατρέπονται σε  βίωμα και τραύμα… Είναι μια σπάνια συλλογή μικροδιηγημάτων, που παραθέτει με λιτότητα και επιτυχία σημαντικά θέματα μέσα από το πρίσμα ασήμαντων ζωών. Πραγματική απόλαυση η ανάγνωση του έργου ενός ιδιαίτερα προσεκτικού μελετητή και στοχαστή, ενός χαρισματικού συγγραφέα, ο οποίος επιπλέον φαίνεται να τεκμηριώνει έναν αυθεντικό τρόπο σκέψης.

 

* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας, ποιήτρια και συντονίστρια του Λογοτεχνικού Κύκλου Ηρακλείου. Τελευταίο της πεζογραφικό έργο το β’ μέρος της τριλογίας ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’, με τίτλο  ’’Η αγάπη είναι δύναμη’’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα  από τις εκδόσεις Λιβάνη, ταυτόχρονα με τη νέα ποιητική της συλλογή ’’Μινιατούρα’’ από τις εκδόσεις Poema.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top