Fractal

«Τελικά έχει νόημα να κάνει κανείς θέατρο;»

Γράφει η Κατερίνα Θεοδωράτου // *

 

ontisionΑσημίνα Ξηρογιάννη «ONTIΣΙΟΝ» [Σπονδυλωτό μονόπρακτο], Εκδόσεις Βακχικόν 2015

 

Από την Οδύσσεια ακόμα, όταν ο Όμηρος εγκαινίαζε την αφηγηματική νεωτερικότητα στη «μεταμυθοπλαστική» του επίκληση της Μούσας στο προοίμιο και στην αποδόμηση της γραμμικότητας του χρόνου μέσω της τεχνικής του flash back στο κυρίως έργο, η Τέχνη του Λόγου είχε πάντα την τάση, ανεπίγνωστα ή εσκεμμένα, να αντικρίζει το είδωλό της σαν μέσα από καθρέφτη, να αυτό-παρατηρείται και να αυτό-προσδιορίζεται μέσα στο ίδιο της το σώμα. Το θέατρο, ως τέχνη Λόγου που παράγεται in vivo και ανα-παράγεται σε αλλεπάλληλες αλλά ποτέ πανομοιότυπες εκφάνσεις σε κάθε παράσταση, που υφίσταται εντός μιας αναπόδραστης και αναγκαίας ροής, ενώ ενεργοποιεί, ως εκ της φύσης του, το παιχνίδι της αλληλεπίδρασης πομπού – δέκτη μέσα σε ένα ζωντανό σχήμα επικοινωνίας, είναι άκρως ευεπίφορο σε ποικίλες εκδοχές αυτοαναφορικότητας.

Ο Σαίξπηρ στον Άμλετ εγκιβώτισε προσφυώς μια δεύτερη παράσταση – προέκταση και μαζί σχόλιο της αρχικής θεατρικής συνθήκης. Ο Πιραντέλο τράβηξε το παιχνίδι των ρόλων μέχρι τα άκρα του, κλιμακώνοντας τη δράση σε επάλληλα επίπεδα, υπονομεύοντας ανά πάσα στιγμή την «αλήθεια» των προσώπων, μετατοπίζοντας σταθερά τη θεατρική σύμβαση ένα βήμα μετά την αποκωδικοποίησή της, υπενθυμίζοντας εν τέλει τη θεατρικότητα της ίδιας της ανθρώπινης υπαρκτικής και κοινωνικής κατάστασης, κατά τον περίφημο σαιξπηρικό αφορισμό ότι «ο κόσμος είναι μια σκηνή».

Ο ίδιος ο κόσμος του θεάτρου, ως φυσικός και κοινωνικός περίγυρος, έχει αποτελέσει πάμπολλες φορές αντικείμενο θεατρικού λόγου, σχολιασμού, κριτικής, συχνά και σάτιρας. Το στήσιμο μιας παράστασης, οι δυσκολίες και η συναρπαγή που αυτό περιλαμβάνει, το πλάσιμο ενός ρόλου, ακόμα και οι πρόβες, οι οποίες ενίοτε γεννούν αυτοτελείς μικρο-παραστάσεις, που αντικατοπτρίζουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου έργου και ψυχικά τοπία των συμμετεχόντων, όλα αυτά παρουσιάζουν από μόνα τους εξαιρετικό θεατρικό ενδιαφέρον. «Σοβαρά» έργα, όπως ο «Αμπιγέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ ή «Η ζωή στο θέατρο» του Ντέιβιντ Μάμετ, καθώς και τρελές κωμωδίες όπως «Η παράσταση συνεχίζεται» του Ρικ Άμποτ ή το «Σώσε» του Μάικλ Φρέιν, εκθέτουν αυτό το μικρόκοσμο, υποτίθεται γυμνό και αφτιασίδωτο στα μάτια του κοινού, απο-μυθοποιώντας και αποδομώντας τον, διαλύοντάς τον στα συστατικά του. Στην πραγματικότητα, και ίσως ακριβώς με αυτόν τον κρυφό παράλληλο στόχο, δημιουργούν ένα νέο μύθο μετά-το-μύθο, μυώντας μας σε αυτή τη μαγική τελετουργία της μεταμόρφωσης, επιτρέποντάς μας να ρίξουμε μια φευγαλέα, συνένοχη ματιά στο Ιερό την ώρα της Θείας Ευχαριστίας. Κι αυτό ενισχύει μάλλον παρά αποδυναμώνει τον πρωταρχικό μύθο, αφήνοντάς μας με την τελική απορία αν η μάσκα ήταν τελικά το πρόσωπο, και ίσως, ακόμα βαθύτερα, πόσο αληθινός είναι εν τέλει ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε εμείς, και πίσω από πόσες στιβάδες ζωτικών ψευδών κρύβεται ο πυρήνας της δικής μας αλήθειας…

Με αυτό το μαγικό κόσμο που μετεωρίζεται στα όρια της αλήθειας και της σύμβασης, της αρχής και… του τέλους του θεάτρου, καταπιάνεται η «Οντισιόν» της Ασημίνας Ξηρογιάννη. Σπονδυλωτό μονόπρακτο, σε έξι αυτόνομα μέρη: Δύο «καθαροί» μονόλογοι, τρία θεατρικά σκετς και το φερώνυμο «Οντισιόν» που είναι μονόλογος με ένα μικρό διαλογικό μέρος. Ο γενικός τίτλος «Οντισιόν» δεν είναι τυχαίος, όχι μόνο γιατί δίνει, άμα τη εμφανίσει, το θεματικό στίγμα του έργου, ούτε βέβαια λόγω του ομώνυμου μονολόγου, αλλά θεωρώ ότι επιλέχθηκε με μία διάθεση να υπονομεύσει τη θεατρική αυτοτέλεια των κομματιών, τοποθετώντας τα στην ενιαία, «πραγματική» συνθήκη μιας οντισιόν – ακρόασης ηθοποιών. Ο τίτλος υποβάλλει λοιπόν μια σκηνοθετική νύξη, παράλληλα με μία αμφισημία: Μπορεί όλα αυτά τα επί μέρους κείμενα να είναι στιγμές από μια οντισιόν, μπορεί και όχι• μπορεί τα πρόσωπα επί σκηνής να είναι ηθοποιοί που παίζουν ρόλους, μπορεί και να είναι ηθοποιοί που παίζουν ρόλους ηθοποιών που παίζουν ρόλους. Η χαριτωμένη αυτή ασάφεια λειτούργησε σε μένα προσωπικά από την αρχή ως το τέλος, προσδίδοντας στην ανάγνωση μια γοητευτική διπλή ματιά.

Από πλευράς περιεχομένου, όλα τα κείμενα περιστρέφονται με αστείο, γλυκόπικρο αλλά και γεμάτο συμπάθεια και τρυφερότητα τόνο γύρω από την κωμικοτραγική συνθήκη του ηθοποιού, ειδικά στην παρούσα κοινωνικο-οικονομική συγκυρία, χωρίς ωστόσο να μένει εκεί… Με ανάλαφρο, παιγνιώδη τρόπο, αλλά και με μια δραστική, δηκτική ειρωνεία, πραγματεύεται το «οντολογικό» του παράλογο, τα αδιέξοδα και τις αντινομίες του. Στα κείμενα συναντούμε έναν τραπεζοϋπάλληλο που αναζητά το «νόημα της ζωής» μέσα στην παράλληλη ενασχόλησή του με το θέατρο, για να το χάσει και να το ξαναβρεί μέσα σε αλλεπάλληλα coup de theatre, και αφού, από ένα παιχνίδι της Τύχης έγινε τηλεοπτικός πρωταγωνιστής –εξαιρετικό σχόλιο πάνω στον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει το «τυχαίο» στη μοίρα του ηθοποιού.

Συναντούμε άλλο ηθοποιό σε οντισιόν, που, στον εξομολογητικό του μονόλογο αποφαίνεται «Θέατρο τέλος» -εκπληκτική στιγμή σαρκαστικής αυτοαναφορικότητας. Αλλού πάλι, ένας πολυπράγμων πρωταγωνιστής-παραγωγός συνομιλεί με ένα αόρατο alter ego, περιγράφοντας την επόμενη one man show δουλειά του –κωμικοτραγική αναφορά στην ένδεια στο χώρο της παραγωγής, που οδηγεί σε παραστάσεις του ενός συντελεστή… Στο μονόλογο με τον τίτλο «διαζύγιο», η γυναίκα – θύμα του ηθοποιού συζύγου της, καταγγέλλει με απλοϊκό πικρό χιούμορ την πολυθρύλητη ελαφρότητα της φύσης του θεατρίνου. Το σκετς «στο παγκάκι» διαπραγματεύεται ξεκαρδιστικά το θέατρο της μετα-νεωτερικότητας, σατιρίζοντας τις ακραίες στιγμές του, αλλά παράλληλα θέτοντας τα –αναπάντητα- ερωτήματα του πόσο νόημα έχει να τολμάει κανείς στο θέατρο χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα και αντικείμενο και του ποιος ωστόσο είναι αρμόδιος να αποφανθεί για το νόημα της εκάστοτε σκηνικής καινοτομίας. Τέλος, το σκετς «στο φουαγιέ» σατιρίζει αμείλικτα για μια ακόμα φορά τη συνθήκη της οντισιόν, μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα στερεότυπα, από το λεγόμενο «πλούσιο βιογραφικό», μέχρι εκείνο το κλασικό «Ως πού μπορεί να φτάσει μια γυναίκα ηθοποιός για ένα ρόλο».

«Τελικά έχει νόημα να κάνει κανείς θέατρο;» είναι το ερώτημα – διακύβευμα που υποβόσκει κάθε στιγμή, πίσω από κάθε λέξη και κάθε παύση.

Νομίζω ότι η απάντηση –αν υπάρχει- είναι ενσωματωμένη στο ίδιο το ερώτημα, έτσι που, με ένα μαγικό τρόπο, να το κάνει να μοιάζει ρητορικό… Και να παραπέμπει εύγλωττα στο κορυφαίο ρητορικό σαιξπηρικό ερώτημα του Θεάτρου: «…Να ζει κανείς ή να μη ζει;…». Κανένας δεν τόλμησε ποτέ να αναμετρηθεί μαζί του ανοιχτά, όλοι μας όμως το πραγματώνουμε εναγώνια στην κάθε μας στιγμή…

 

* Η Κατερίνα Θεοδωράτου είναι θεατρολόγος και υπάλληλος τραπέζης κατά λάθος.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top