Fractal

Διήγημα: “H ομορφιά”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

 

Ο πίνακας είναι της Αλεξάνδρας Προβατίδου**

 

Καθισμένος στο παγκάκι, το ένα πόδι μαζεμένο, κρυμμένο από τον μηρό του άλλου, σκυφτός, με τα χέρια να κρατούν ένα γερτό κεφάλι. Κι η μνήμη, η τωρινή μνήμη, τον τρυπά με πόνο και θλίψη και μια φωνή μέσα του, τελικά είσαι μόνος, τον συνθλίβει.

Να δώσει μια ακόμα ευκαιρία στον εαυτό του;

Το μαγαζάκι στην πλατεία, στην άκρια της ανατολικής συνοικίας της πόλης, ήταν η επιχείρηση που με πόνους και βάσανα έκτισε. Από το πρωί ως το βράδυ πίσω από έναν ξέχειλο από μικροπράγματα πάγκο χαμογελούσε στους ανθρώπους που κάθε μέρα ερχόταν να αγοράσουν, ένα νερό, κάποιος γάλα, εφημερίδες, ένας μικρός σοκολάτες. Ό,τι επιθυμούσε η ψυχή σου.

Αυτό το μαγαζάκι, μια στάλα, αγόρασε ένα μικρό διαμέρισμα, σπούδασε τα δυο του παιδιά κι επέτρεψε τη γυναίκα του να μη χρειάζεται να δουλέψει.

Πριν πέντε χρόνια, αυτό το μαγαζάκι άρχισε να μαραζώνει. Το πολυκατάστημα που στη γωνιά του κεντρικού δρόμου άνοιξε του έκλεβε έναν- έναν τους πελάτες.

Προέβλεπε το μέλλον και γι’ αυτό άρχισε αυτός, ένας ήσυχος άνθρωπος, άθελά του να είναι λίγο εριστικός προς τη γυναίκα του, θλιμμένος και κατσούφης στη δουλειά. Κι οι άνθρωποί του λιγόστευαν. Όσο και να προίκισε το μαγαζάκι με νέα είδη, όσο και να προσπάθησε να μειώσει τις τιμές, έμεινε με λίγους καθημερινούς φίλους και λιγότερους περαστικούς να μπαινοβγαίνουν στο «μαγαζάκι της πλατείας».

Ως και τα παιδιά λιγόστεψαν τις επισκέψεις τους.

Ήταν φορές που ένιωθε σαν άρρωστος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου και οι λίγοι τεθλιμμένοι φίλοι προσπαθούσαν να διασκεδάσουν τον εφιάλτη του.

Το έκλεισε. Το έκλεισε κι έφυγε από τη γειτονιά μόνος. Η γυναίκα του που μεταξύ είχε βρει, στα γεράματα καθώς έλεγε, δουλειά καθαρίστριας, καθάριζε σκάλες σε πολυκατοικίες και τα παιδιά του που προσπαθούσαν μόνα τους, πτυχιούχοι πανεπιστημίου και τα δυο, να βρουν τον βηματισμό τους, πίστευε πως τον κοιτούσαν με τόσο οίκτο και απαξίωση που το σπίτι δεν τον σήκωνε.

Βγήκε στον δρόμο. Άφησε γένια, έβγαλε μια μικρή καμπούρα, άλλαξε η όψη του.

Βρήκε μια γωνιά στα δυτικά περίχωρα της πόλης και από κάποιους σκουπιδοτενεκέδες που ήταν κοντά στη φωλιά του, μέσα τους πετούσαν από μια ταβέρνα τα αποφάγια, ψάρευε το φαγητό του και ζούσε.

Με τον καιρό, πλησίασε το κέντρο. Βρήκε μια είσοδο μεγάλου καταστήματος, έστησε εκεί το νυχτερινό του καταφύγι και ζει εκεί. Ψηλά οι λάμπες του ηλεκτρισμού, παντού γύρω του το νέον των καταστημάτων, φυτεύουν ανώδυνες σκιές και πιο πέρα η μυρωδιά της θάλασσας και το βουητό των ανθρώπων του υπενθυμίζουν πως ζει. Αυτά τον έφεραν εδώ, στο κέντρο. Την συνοικία που πρώτα κυλιόταν τη φοβόταν. Φοβόταν την ησυχία του βραδιού, τους ίσκιους που ήταν φοβεροί ως ληστές. Εδώ, στο κέντρο, ο κόσμος που γυροφέρνει ως το πρωί, τα αυτοκίνητα που δεν σταματούν να κινούνται, η θάλασσα που πάντα μιλάει μαζί του και του λέει τα όνειρά της τα ανομολόγητα και ο αέρας που αλλάζει μυρωδιές, του έδωσαν το πρώτο θάρρος να παλέψει για να ζήσει. Δεν αρκεί όμως αυτό το θάρρος γιατί είναι μικρό.

Στην αρχή πίστεψε πως ήταν πολύ εύκολο να πέσει στη θάλασσα. Το κουφάρι του και να το ανασύρουν πόση θλίψη να προκαλέσει ένας νεκρός ρακοσυλλέκτης;

Φορές έφτασε εκεί δίπλα της κι η θάλασσα του μιλούσε και τον πλάνευε, σειρήνων λόγια, έλα μαζί μου. Μα όσες φορές έλεγε να πηδήσει μέσα της κάτι τον συγκρατούσε.

Πέρασε έτσι καιρός.

Πέρασε κι εκείνος ο σκληρός χειμώνας, κρύο και πάλι κρύο και μια υγρασία να του τρυπά κάθε υφάδι κορμιού που του απέμεινε. Έστρωνε στην είσοδο του καταστήματος, σαν εκείνο έκλεινε, χαρτόκουτα, έμπαινε μέσα σε έναν υπνόσακο που βρήκε και πάλευε με το κρύο. Δεν είχε μήτε όνειρα μήτε μνήμες. Έβαζε μπροστά του κι ένα κουτάκι αλουμινένιο, αν κάποιος περαστικός της νύχτας του ρίξει κάποιο νόμισμα.

Τότε ήταν που βρήκε τη Ρίτα. Ήταν μικρή κι ανήμπορη, κούτσαινε από το ένα της πόδι. Την πήρε φύλακα. Όχι που θα μπορούσε να τον προστατέψει. Άρχισε μαζί της κουβέντες σε μια γλώσσα που είχε ξεχάσει. Κι η Ρίτα άκουγε. Κάπου βαρέθηκε να μιλά και η Ρίτα βαρέθηκε μονάχα να γρυλίζει.

Ξαναπήγαινε στη θάλασσα, έδειχνε το νερό στη Ρίτα. «Τι λες, να την κάνω;» τη ρωτούσε και γελούσε. «Ένας πήδος κι έφυγα». Κι η Ρίτα γρύλλιζε.

Κι όταν πια όσα είχαν να πουν με τη Ρίτα ειπώθηκαν κι απλώς ξάπλωναν στον υπνόσακο μαζί να ζεσταίνονται με το χνώτο τους και σαν μπήκε η άνοιξη, τέλη Μάρτη, άρχισαν πάλι οι ίδιες σκέψεις να τον ζώνουν. Και μιας και το νερό δεν τον καταδεχόταν κάτι χαπάκια βρήκε, τρία κουτιά γεμάτα υπνωτικά, ένιωσε πως με αυτά μπορεί να ταξιδέψει για εκεί που δεν θα κρυώνει, δεν θα φοβάται, δεν θα ντρέπεται.

Η κοπέλα που έσκυψε πάνω του είχε μυρωδιά καρύδας και μια φωτεινότητα στα μάτια. Τη δεύτερη φορά του χάρισε ένα χαμόγελο φιλικό, μηδέ απαξίωσης, μήτε λυπησιάς. Την τρίτη φορά τόλμησε να καθίσει εκεί, δίπλα του, στην άκρια του χαρτόκουτου, στη σιχασιά του. Εκείνος βούλιαξε πιο πολύ μέσα στα ρούχα του. Είχε καιρό να ντραπεί, για τα ρούχα, για την ακαθαρσία του, για τα γένια που κρατούσαν μυριάδες μυρωδιές.

«Με λένε Αλεξάνδρα,» την άκουσε.

Ποιο αλήθεια είναι το όνομά του; Τι τον νοιάζει!

Κι η Αλεξάνδρα εκείνον τον πρώτο της καιρό ερχόταν κάθε βράδυ, καθόταν εκεί στα πόδια του και του έλεγε. Του έλεγε ιστορίες. Σίγουρα δεν ήταν η ζωή της, αλλά ιστορίες ανθρώπων. Ίσως παραμύθια. Αυτός άκουγε. Το βράδυ όλα τα αναμασούσε και τα ξαναέλεγε στη Ρίτα του. Εκείνη στην αρχή τον άκουγε με αφοσίωση. Μετά τον βαρέθηκε.

«Τη λένε Αλεξάνδρα! Πόσο όμορφη είναι! Πόσο όμορφα μιλά!»

Πάντα έτσι άρχιζε, ξαναέλεγε τα λόγια της Αλεξάνδρας που τη μέρα είχε ακούσει και μετά, πράγμα πρωτόγνωρο, άρχισε να εξομολογείται στο είδωλό της Αλεξάνδρας, που το είχε πάντα αντίκρυ του, τις δικές του ιστορίες. Εκεί στη σκοτεινιά.

Έχει ανασηκώσει το ένα πόδι, το έχει βάλει πάνω στο παγκάκι για να μπορεί να στηρίζει εκεί τα χέρια του. Το παγκάκι είναι ζεστό αυτή τη βραδιά κι είναι σε αυτή τη στάση για ώρα. Τα χέρια κρύβουν το πρόσωπο, τα μαλλιά ριγμένα στη ράχη του ζεσταίνουν όσα από τα κοντινά του θυμάται. Της Αλεξάνδρας.

Στην αρχή άκουγε μονάχα τη φωνή της. Σαν την ένιωθε να πλησιάζει ζούφωχνε περισσότερο στην ντροπή της μηδαμινότητάς του. Η Αλεξάνδρα άρχιζε τις ιστορίες της κι αυτός ήταν σα να άκουγε από μέσα της τη φωνή του στρατηλάτη, τη δύναμή του να επιβληθεί. Ένιωθε τον σεβασμό του πλήθους που κρεμόταν από τα χείλη της, οι στρατιώτες είχαν αποκαλύψει τα κεφάλια τους, τα μαλλιά τους ωραία κυμάτιζαν στα όνειρα του βασιλιά τους που εμβάθυνε την πίστη του για νίκη απέναντι στον τρόμο.

Έτσι είναι η Αλεξάνδρα του; Όχι. Εκείνη δεν είναι πιστό αντίγραφο του Μακεδόνα Βασιλέα. Δεν το έχει ανάγκη. Είναι πιο ψηλά από βασιλιάς ή ηγεμόνας.

Κι η Αλεξάνδρα ερχόταν και καθόταν όλη και περισσότερη ώρα δίπλα του, εκεί στα χαρτόκουτά του, που λίγο- λίγο αυτός τα συμμάζευε. Πλενόταν τώρα κάθε πρωί και ξεπρόβαλλε το κεφάλι του, στην αρχή με φόβο, σιγά -σιγά όλο και πιο θαρρετά και την κοιτούσε.

Η Αλεξάνδρα του έλεγε, όλο του έλεγε. Πού τα έβρισκε καθημερινά τόσο νέα και διαφορετικά πράγματα; Από πού αντλούσε τόσες νέες λέξεις; Κι αυτός όλο και αναδυόταν κι ήρθε η μέρα που την πλησίασε τόσο που φοβήθηκε.

Εκείνη άπλωσε το χέρι, ίσως να τον χαϊδέψει. Εκείνος αποτραβήχτηκε με τρόμο.

Και κάποια από τις τωρινές κοντινές μέρες, πως το τόλμησε, «Πραγματικά ποτέ κάποιος δεν με συγκίνησε τόσο…» της είπε σαν εκείνη τελείωσε μια από τις όμορφές της ιστορίες. Πώς μπόρεσε και τόσα πολλά της είπε;

Κι εκείνη; «Αν και είσαι γενικά ευσυγκίνητος, θα το εκλάβω ως θετικό! Αν όντως σου άρεσε χαίρομαι πολύ….»

Και τότε πήρε την απόφασή του. Κάθισε, δυο μερόνυχτα ξάγρυπνος και σκεφτόταν να της γράψει τη ζωή του. Έμαθε θαρρείς σε μια νύχτα γραφή και τα γράμματα άρχισαν να τρέχουν σε ένα χαρτί που βαριανάσαινε. Κυμάτιζαν οι λέξεις κι άκουγε μέσα τους τον δισταγμό της θάλασσας να φουρτουνιάσει, τη δυστροπία του αέρα να χαϊδολογηθεί με τις γωνιές των πολυκατοικιών.

Της έγραψε. Και μετά; Πόσο δύσκολο ήταν να της το δώσει;

Την πρώτη φορά έγραψε σε ένα χαρτόνι κι αφού κουκουλώθηκε το άφησε στο πλευρό του:

είναι μια δύσκολη απόφαση:

να σου στείλω αυτά που έγραψα

Η Αλεξάνδρα ήρθε, πήρε το χαρτόνι, κάθισε δίπλα του κι άρχισε να του λέει για ιστορίες ανθρώπων τόσο καθημερινών που εκείνος τρόμαξε μην αρχίσει να του λέει και τη ζωή του την ίδια.

Τη δεύτερη φορά, έγραψε σε ένα πακέτο τσιγάρων:

είναι μια δύσκολη απόφαση:

να σου στείλω αυτά που έγραψα

Η Αλεξάνδρα ήρθε, πήρε το άδειο πακέτο και την φορά αυτή ήταν σύντομη. Σαν κάτι να περίμενε. Μετά, έμεινε κάμποση ώρα δίπλα του αμίλητη. Αυτός δεν κατάλαβε πότε σηκώθηκε και κίνησε. Για τη θάλασσα; Για εκεί πάντα κινούσε σαν τον άφηνε να γλείφεται με τις ιστορίες της.

Την τρίτη μέρα, πήρε έναν φάκελο, έχωσε μέσα του το γράμμα του, κουκουλώθηκε στο άντρο του, άφησε έξω τον φάκελο και πάνω του έγραψε:

είναι μια δύσκολη απόφαση:

να σου στείλω αυτά που έγραψα

Η Αλεξάνδρα ήρθε, κάθισε πιο ανάλαφρα δίπλα του, έσκυψε πάνω του, τόσο κοντά του ήταν που γύρισε αυτός με τρόμο προς τα ρολά του καταστήματος, έκλεισε τα μάτια.

«Αυτές οι εισαγωγές που κάνεις κάθε φορά με τρομάζουν λίγο.

Γιατί τόση δυσκολία; Στείλε αντέχω…»

Την άκουσε για πρώτη φορά από τόσο κοντά, με τόσο χαδιάρικη φωνή και τότε ένιωσε πως η Αλεξάνδρα είδε τον φάκελο, άκουσε που έσχιζε μια του άκρη και σα να είδε τα μάτια της να βουλιάζουν στα γραφόμενά του.

Και τότε, άκουσε κάποιον να μιλάει από μέσα του,  «οι μεγαλόψυχοι άνθρωποι συγχωρούν τη μικρότητα κάποιων άλλων». Της είπε.

Την άκουσε, πόσο αθόρυβα σηκώθηκε κι όμως την άκουσε, να φτερουγάει από δίπλα του.

Την άλλη μέρα που την μύρισε έγινε όσο πιο μικρή κάμπια χωρούσε στο κουκούλι του.

Η Αλεξάνδρα κάθισε σχεδόν πάνω στο πλευρό του, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τα σκεπάσματα, εκεί που ήταν το κεφάλι του.

«Δεν ξέρω πόσες φορές ακόμη πρέπει να το διαβάσω για να αγγίξω έστω και  λίγο την αλήθεια σου… λες πως οι λέξεις είναι ανάλαφρες, πουλιά ταξιδιάρικα που φεύγουν και δεν ξαναγυρνούν, οι δικές σου όμως  θα μείνουν χαραγμένες να με συντροφεύουν μια ζωή και ας σε γνωρίζω τόσο λίγο… είναι ό,τι  πιο όμορφο θα μπορούσα να ακούσω από εσένα και σε ευχαριστώ… όχι γι’ αυτά που είπες… μα γι’ αυτά που με έκανες να νιώσω».

Και τώρα;

Η Αλεξάνδρα χθες, ναι όλα τα τελευταία έγιναν χθες, κίνησε αργά για τη θάλασσα.

Κι αυτός βαθιά του ένιωσε πως η Αλεξάνδρα του ποτέ δεν θα μπορούσε να μοιάσει του Μέγα Στρατηλάτη. Δεν είχε τη βία και το αδέκαστό του. Μήτε τις μηχανορραφίες κουβαλούσε του παλατιού. Είχε μονάχα την ψυχή της. Η ψυχή της είναι ο Μέγας στρατηλάτης που δεν χρειάζεται στρατεύματα, δεν σκέφτεται πολέμους. Έχει κατακτήσει εύκολα το σύμπαν όλο. Η Αλεξάνδρα του.

Έρχεται σαν απαλό χάδι ομίχλης και κάθεται πάνω στο ψωριασμένο του κορμί. Τη νιώθει σαν τερέτισμα των κλαδιών της φλαμουριάς στον αέρα. Και δίπλα του σαν φωλιάζει, πως είναι η ζεστασιά μες στη φωλιά των χελιδονιών με τα μικρά να ευλογούν τον ουρανό, έτσι του είναι. Η μυρωδιά του κορμιού της, καρύδα ανακατωμένη με το έντονο χνώτο της γης σαν τα φρεσκοκομμένα στάχυα δέχονται άξαφνα μια άστατη ψιχάλα.

Αυτή είναι η Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα του.

Σκυμμένος στο παγκάκι αφήνει την χθεσινή μνήμη, σήμερα δεν τόλμησε να την περιμένει στη μεριά του, ήταν βαρύς ο αέρας γύρω από το χαρτονένιο σπίτι του και η Ρίτα έψαχνε αλλού για τροφή.

Με αργές κινήσεις τράβηξε ένα μπουκάλι με ουίσκι από την μέσα τσέπη του παλτού του. Από την έξω τσέπη έβγαλε τα τρία πακέτα με τα υπνωτικά και τα κοίταξε. Τα άνοιξε.

Σκέφτηκε πως μαράθηκε στην αναμονή μιας κάποιας ζωής. Ζωή ήταν αυτό που τώρα ένιωθε πως ερχόταν; Ζωή από τα μάτια της Αλεξάνδρας; Τη ζωή του τη λένε Αλεξάνδρα;

Εκείνη τη λένε Αλεξάνδρα. Ίσως θα μπορούσε να την έλεγαν κι αλλιώς.

Τη λένε Αλεξάνδρα. Η θωριά του στρατηλάτη την περιζώνει κι όμως είναι πολύ ανώτερη από εκείνον.

Είναι η Αλεξάνδρα του;

Τα τρία πακέτα χάπια στα χέρια του, το μπουκάλι με το ποτό ακουμπισμένο στο παγκάκι δίπλα του.

Αρχίζει να ψιθυρίζει ένα τραγούδι. Πόσο καιρό έχει να ακούσει τη φωνή του τόσο καθαρή; Κι ο Παύλος που ξεπηδά δίπλα του με τους στίχους του τον κοιτά κατάματα.

«Αερικό είσαι…

Όταν πεθαίνει γύρω κάθε ομορφιά,

Ακούω τον σφυγμό σου να χτυπάει…»

 

 

Πλαγιάρι 1/4/17

 

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

  

** Η Αλεξάνδρα Προβατίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Δράμας. Είναι απόφοιτη του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου και αγαπά κάθε μορφή έκφρασης μέσα από την τέχνη. Εκφράζεται μέσα από την κατασκευή χειροποίητου εικαστικού κοσμήματος και τη ζωγραφική. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση είναι αυτή που την ωθεί να αποτυπώνει στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top