Fractal

Πώς ξαναγράφεται η Οδύσσεια σήμερα

Γράφει ο Βαγγέλης Γραμματικόπουλος // *

 

«Ομήρου Οδύσσεια», Διασκευή: Μιχάλης Γκανάς, εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας, σελ. 272

 

Η διασκευή μεγάλων λογοτεχνικών έργων αποτελεί πάντα ένα εγχείρημα πολύ υψηλών απαιτήσεων. Όποιος επιχειρεί κάτι τέτοιο διακινδυνεύει όχι μόνο να συνθλιβεί υπό το βάρος του πρωτοτύπου αλλά και να αποτύχει να κομίσει κάτι καινούργιο από την αναμέτρησή του με τον δαφνοστεφή προκάτοχό του. Όταν μάλιστα η απόπειρα αφορά το πρώτο ιστορικά λογοτεχνικό έργο της Δύσης και πιο πολυδιαβασμένο του κόσμου, οι λέξεις καίνε σαν πυρακτωμένο σίδερο. Η είδηση λοιπόν ότι ο Μιχάλης Γκανάς θα άφηνε για λίγο στην άκρη το ποιητικό του έργο για να καταπιαστεί με την Οδύσσεια του Ομήρου σε μια προσπάθεια να την διασκευάσει για νέους εφηβικής ηλικίας (και όχι μόνο) συνοδεύτηκε από ανάμεικτα συναισθήματα και μεγάλη προσμονή για το αποτέλεσμα των κόπων του. Έπειτα από δυόμισι χρόνια δουλειάς κρατούσαμε στα χέρια μας την Οδύσσεια με το μεράκι ενός σημαντικού σύγχρονου ποιητή  πλαισιωμένη από  την καλλιτεχνική εικονογράφηση του Βασίλη Γρίβα (εκδόσεις Μεταίχμιο, Οκτώβριος 2016).

Για όποιον βέβαια θέλει να διαβάσει την Οδύσσεια υπάρχουν επαρκείς νεοελληνικές μεταφράσεις: του δημοτικιστή Αρ. Εφταλιώτη, του έγκριτου Ζ. Σιδέρη, των πληθωρικών Κακριδή-Καζαντζάκη (έμμετρες) και του φιλολόγου Δ. Μαρωνίτη (σε ελεύθερο στίχο), κάποιες από τις οποίες χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο Γκανάς για τη διασκευή του. Το μεγάλο στοίχημα όμως του τελευταίου ήταν να αφηγηθεί εκ νέου τον δεκάχρονο νόστο του Οδυσσέα με τρόπο που να αγγίζει σήμερα τις νεότερες γενιές και να επικοινωνεί μαζί τους ―κάτι στο οποίο αποτυγχάνει οικτρά το σχολικό μάθημα. Τι κοινό όμως μπορεί να έχει ο ομηρικός ήρωας και ο κόσμος του με τις σημερινές γενιές, σε μια εποχή που οι σχέσεις με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό αρχίζουν να φθίνουν; Για να επιφέρει σε αυτήν την περίπτωση κάποιος αξιοσημείωτο αποτέλεσμα οφείλει να δει την ιστορία του πολυμήχανου ήρωα της μυκηναϊκής εποχής μέσα από μάτια σημερινά και τη σκοπιά του δικού μας χρόνου.

Η μορφή που επιλέχθηκε, μια σύνθεση πεζού και ποιητικού λόγου, είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά της διασκευής. Το βιβλίο, όπως και το πρωτότυπο, χωρίζεται σε 24 ραψωδίες από τις οποίες οι 16 έχουν γραφτεί σε πεζό λόγο, που είναι περισσότερο γνώριμος στη νέα γενιά, ενώ οι υπόλοιπες 8 είναι έμμετρες, με ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, το μέτρο δηλαδή του δημοτικού τραγουδιού. Ο Γκανάς αναδιηγείται την ιστορία του Οδυσσέα άλλοτε μέσα από τα μάτια ενός παραμυθά αφηγητή και άλλοτε μέσα από θεατρικούς διαλόγους, άλλοτε μένοντας πιστός στην αρχική αφήγηση και άλλοτε παραλείποντας για οικονομία κάποια από τα επεισόδια, κρατώντας πάντα όμως γερά το νήμα της ιστορίας. Μπολιάζει στην αγαπημένη παμπάλαια ομηρική αφήγηση στίχους νεοελλήνων ποιητών και τραγουδοποιών όπως των Σολωμού, Καβάφη, Σεφέρη, Σινόπουλου, Γκάτσου, Μ. Ελευθερίου, Μ. Ρασούλη, Λ. Παπαδόπουλου και Δ. Σαββόπουλου, παράγοντας ένα δείγμα διακειμενικότητας αλλά και ακολουθίας ενός διαχρονικού ελληνικού “ανθηρού λόγου”. Με αυτόν τον τρόπο η Οδύσσεια του Γκανά γίνεται μια «Κιβωτός που ταξιδεύει στους αιώνες» υποδεικνύοντας τη συνέχεια της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης από τον 8ο π.Χ αιώνα έως σήμερα.

 

«Άλλοι πνίγηκαν στην επιστροφή για την πατρίδα με τα καρυδότσουφλα της εποχής. Μύρο το κύμα που τους τύλιξε. Γιατί έγιναν όλα αυτά, θα μου πείτε; Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.» (Ραψωδία α’, Προοίμιο)

 

Μιχάλης Γκανάς

 

Εδώ διακρίνει επίσης κανείς πολλά στοιχεία που βοηθούν να ευοδωθεί μία σύγχρονη μεταγραφή του κλασσικού έπους. Πρώτο και καλύτερο είναι η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής: ένας λόγος νεοελληνικός, οικείος, εντός του οποίου αναγνωρίζουμε λέξεις και φράσεις σημερινές και φρέσκες με τις οποίες ο Γκανάς ενίοτε μεταφράζει αυτολεξεί και ενίοτε αποδίδει αρκετά πιο ελεύθερα το νόημα του αρχαίου κειμένου. Εξίσου σημαντικό όμως είναι ότι παρατηρούμε μια επαναδιαπραγμάτευση των ίδιων των χαρακτήρων με αποτέλεσμα μια πιο πολύπλοκη Πηνελόπη, μια Καλυψώ να καταφέρεται κατά της αθανασίας και μια Κίρκη λιγότερο μάγισσα και περισσότερο μαγεμένη από τον Οδυσσέα. Δεν λείπουν ασφαλώς ούτε ορισμένοι αναχρονισμοί, οι οποίοι ενσωματώνονται όμως αρμονικά και διατηρούν το μέτρο αποφεύγοντας ακραίους και βεβιασμένους παραλληλισμούς με τη σύγχρονη εποχή (π.χ. η πρόσφυγας-Ευρύκλεια). Τέλος, η αλλαγή του αφηγητή επηρεάζει ακόμα και τον ρυθμό του κειμένου, το οποίο υπακούει πια σε ένα γρήγορο μοντάζ που το κάνει πιο ενδιαφέρον στα μάτια ενός σημερινού αναγνώστη.

Με αυτά και με αυτά, ο Γκανάς, με το ποιητικό του αισθητήριο ενεργοποιημένο, ξαναανακαλύπτει την Οδύσσεια και την “εξημερώνει” για χάρη μας. Και έχουν αυτά τα κλασικά κείμενα, παρ’ όλη  την καθαυτό δυναμική τους, την ανάγκη να φοράνε πού και πού σημερινή φορεσιά και να διαφεύγουν από την ακαμψία και την βλοσυρότητα της ακαδημαϊκής πραγμάτευσης. Είναι ανάγκη λοιπόν να προσεγγίσουμε τον Όμηρο με μια πιο ελαφρά διάθεση, ή ακόμα και με χιούμορ, δίχως να ανησυχούμε μήπως ξεπέσει το διαχρονικό και πανανθρώπινο μήνυμα που μεταφέρει. Αυτό βρίσκεται εκεί καλά ριζωμένο και οι νέοι, εξοικειωμένοι στο να ακούν καλές fiction ιστορίες, εισέρχονται αμέσως στον κόσμο του πολύτροπου Οδυσσέα, με τους ιδιότροπους θεούς και τις ζηλιάρες νεράιδες, τους ανθρωποφάγους Λαιστρυγόνες, τους πρωτόγονους Κύκλωπες, τους λήθαργους Λωτοφάγους, τη Σκύλλα, τη Χάρυβδη και τις σαγηνευτικές Σειρήνες. Κατανοούν πως όλα αυτά τα υπομένει ο ήρωας καρτερικά μέχρι να φτάσει πίσω στη γυναίκα του και τον γιο του, στο μόνο μέρος πάνω στη γη που ονομάζει πατρίδα, την Ιθάκη, για την τελική αναμέτρηση με όσους θέλουν να οικειοποιηθούν αυτά που είναι δικά του. Και στο τέλος αντιλαμβάνονται πόσο ώριμος και πλήρης επιστρέφει μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες στο νησί του ενσαρκώνοντας το σύμβολο της ανθρώπινης αναζήτησης, του περιπετειώδους ταξιδιού και της επιστροφής.

Ακόμα και για τον ίδιο τον Γκανά όμως η διασκευή της Οδύσσειας αποτελεί έργο σημαδιακό που τον ξαναφέρνει πίσω σε ένα παλιό κοίτασμα έμπνευσης για την ποίησή του, όπως γίνεται φανερό στην «Νύχτα των Κιμμερίων» που είναι εμπνευσμένη από την κάθοδο στον Άδη στο λ’ της Οδύσσειας:

 

«Νύχτα των Κιμμερίων. Κατήφορος κοφτός

κι ακολουθώ τυφλά μαύρο κριάρι.

Ούτε κλαδάκι ούτε ρίζα να πιαστώ

τρίζουν τα κόκαλά μου.

Αέρας φέρνει πού και πού δαφνόφυλλα ξερά

κι ένα τσεμπέρι – νυχτερίδα με τρομάζει.

Δεν είναι τόπος για παιδιά – τι θέλω

με το κοντό μου παντελόνι κεφάλι κουρεμένο

και γοερές κραυγές φωνάζοντας τη μάνα.

Απόκριση καμιά. […]»

 

 

Αυτή τη φορά όμως δεν πρόκειται για μια αποσπασματική συνάντηση, αλλά για μόνιμη διατριβή. Συνεπώς, μεταφέροντας τα λόγια του Γκανά, «η Οδύσσεια από καρτ ποστάλ έγινε πατρίδα» και ο ίδιος κατάφερε με πετυχημένο τρόπο να συνδέσει ένα έργο χιλιάδων χρόνων με το σήμερα, φέρνοντας τους νεαρούς αναγνώστες λίγο πιο κοντά στον ξακουστό προπάππου τους.

 

Απόσπασμα από την Ραψωδία Χ:

 

«Ο Οδυσσέας πέταξε αμέσως τα κουρέλια

Κι έτσι μισόγυμνος κι αψύς σάλταρε στο κατώφλι

για να ‘ναι κάπου πιο ψηλά να βλέπει τους μνηστήρες.

Είχε το τόξο στο δεξί, στο άλλο τη φαρέτρα

γεμάτη βέλη αιχμηρά ίδια μ’ αυτά τα λόγια

που διάλεξε προσεκτικά για να τους φαρμακώσει.

-Δώσατε αγώνα άγονο και είστε νικημένοι

Και να η τιμωρία σας· θα γίνετε οι στόχοι.

Αν με βοηθήσει ο Απόλλωνας, θα ‘ναι οι βολές μου διάνα»

 

 

* O Βαγγέλης Γραμματικόπουλος είναι φιλόλογος.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top