Fractal

Η Ολβία Παπαηλίου στο εργαστήρι του συγγραφέα

 

 

 

Η Αναλυόμενη: Γράφοντας ένα βιβλίο με τους αδιάκοπους ρυθμούς μιας αυτο-ετεροβιογραφίας.

(Ομιλία-εισαγωγή της Ολβίας Παπαηλίου για την παρουσίαση του βιβλίου της  « Η Αναλυόμενη», εκδόσεις Εύμαρος, 2018).

 

H Αναλυόμενη είναι μια ιστορία αλήθειας και ψέμματος: όλα τα πράγματα που έχουν γραφτεί είναι αληθινές εμπειρίες και συναισθήματα ανθρώπων, μα οι συνδυασμοί που έχουν προκύψει τα καθιστούν «αναληθή». Δεν υπάρχει ιστορική συνέπεια και συνέχεια εκτός από την μυθιστορηματική, που και αυτή όμως ακολουθεί έναν ρυθμό απόλυτα απρόβλεπτο, καθώς βασίζεται από τη μία στον ελεύθερο συνειρμό και από την άλλη στην τυχαιότητα. Κατά μια έννοια η συγγραφή του κειμένου δεν ακολουθεί τη διαδικασία ενός προσχέδιου με μολύβι που, στην εξελικτική του πορεία, θα γίνει είτε ελαιογραφία είτε υδατογραφία, παρά μια συρραφή πραγματικών ή κατασκετασμένων γεγονότων, που αποκτούν συνοχή επειδή υπάρχει το πλαίσιο: στην προκειμένη περίπτωση το πλαίσιο είναι η συνθήκη μιας ψυχοθεραπευτικής σχέσης, η αποδόμηση παλιών ιδεών και ξεπερασμένων τρόπων άμυνας, προς όφελος ενός ξεδιπλώματος της πιο κρυφής καρδιάς που λαχταράει να γνωριστεί με τη θερμότητα μιας ουσιαστικής, καθρεφτισμένης οικιότητας.

Από τον τίτλο της παρούσας ομιλίας εισάγεται ο όρος «αυτοετεροβιογραφία», όρος ό οποίος θα μπορούσε να διαβάζεται και ανάποδα, ως ετεροαυτοβιογραφία, δηλαδή. Απ’ όσο γνωρίζω αυτός ο όρος δεν ισχύει ως όρος δόκιμος. Το βιβλίο είναι ένα πείραμα, αλλά επειδή η τέχνη και η θεραπεία είναι, πιστεύω, υποθέσεις μετα-φυσικές, το πείραμα αυτό δεν γίνεται να έχει καταληκτικό αποτέλεσμα. Απόκειται στον αναγνώστη να αποφασίσει αν μπορεί να νοηματοδοτηθεί η ιστορία, και αυτό θα είναι μια απολύτως προσωπική κατάδυση. Η Αναλυόμενη είναι δηλαδή μια αναδυόμενη, ή δύο – ή και περισσότερες/περισσότεροι, ανάλογα με το πόσο θα επιτραπεί στο κείμενο να διαδράσει με τον εκάστοτε αναγνώστη του: η ευχή μου είναι να αναδυθούν στοιχεία των αναγνωστών μέσα από το κείμενο, και η ανάγνωση να γίνει ένα βοηθητικό στοιχείο στο πεδίο των εσωτερικών αναγνωρίσεων.

Στο πλαίσιο της νοηματικής της Αυτοετεροβιογραφίας (όπως εδώ θέλω να την ορίσω), έχουν χρησιμοποιηθεί λέξεις-κλειδιά, συμπτώσεις, η εξωτερική ζωή, πρόσωπα που έχουν ιστορική αλήθεια (όπως η Αϊρήν Τσάμπερνάουν, θεραπεύτρια αναλυόμενη με την Τόνι Γούλφ –  που ήταν μια γιουγκιανή αναλύτρια και μία από τις γυναίκες με τις οποίες σχετίστηκε στενά ο Καρλ Γκούσταφ Γιουνγκ, η επίσης αναλύτρια και συνεργάτις του Γιουνγκ Μαρί Λουίζ φον Φραντζ, και η σύγχρονη Γιουγκιανή αναλύτρια Τζόυ Σάβεριν). Γίνονται αναφορές σε ονόματα προραφαηλιτών ζωγράφων και των έργων τους  – επ’ αφορμή μιας επίσκεψής μου σε ένα μουσείο, που συνέβη την εποχή ακριβώς που γραφόταν το βιβλίο. Μικρά περιστατικά της καθημερινότητας βρίσκανε τρόπο να περνάνε μέσα στο κείμενο: η κοπή των δέντρων, ένας πίνακας που αναπαριστά κάποια σκηνή νεκροταφείου. Ένα τυχαίο καπελάκι γίνεται σύμβολο της Μαγικής Σύμπτωσης, της Συγχρονότητας. Μάζευε κι ας είναι και ρώγες, κατά κάποιον τρόπο, ώστε να μνημειώνονται οι εσωτερικές και οι εξωτερικές διαδρομές. Άλλα στοιχεία είναι αναφορές σε καταστάσεις που συνέβησαν σε άλλους ανθρώπους, αλλά πάντα κάτω από το δεδομένο της απόλυτης εχεμύθειας που εξασφαλίζεται μέσω του πάτσγουερκ των συσχετισμών, και πάντα στο πλαίσιο μιας ανύπαρκτης ιστορίας, της σχέσης μιας νεαρής ηθοποιού με την ηλικωμένη της αναλύτρια.

Αυτή η σχέση ενορχηστρώνεται σαν δυαδικός χορός, με βήματα που όμως δεν έχουν προσυνενοηθεί. Οι ρυθμοί αλλάζουν όπως αλλάζει ο αέρας, οι δυο πόλοι βρίσκονται κι ενώνονται, αποχωρίζονται, συμπίπτουν κι αποκλίνουν. Υπάρχουν δύο θεραπευτικοί έρωτες που συμβαίνουν κατά την θεραπεία/ανταλλαγή, αν και σαφώς αυτοί οι έρωτες δεν είναι μέσα σε μια βιωμένη και απτή πραγματικότητα. Οι προβολές και οι αναμνήσεις που βοηθάνε στις δυο παράλληλες ιστορίες εξανθρώπισης κάνουνε κύκλους παρόμοιους με αυτούς που προκαλούνται από την πτώση βότσαλων σε λίμνη. Ή σαν τα οχτάρια των αθλητών του καλλιτεχνικού πατινάζ, χορογραφίες ψυχικής ροής. Μέσα στον φορτισμένο από σημαίνοντα κι από μικρές ασημαντότητες χώρο των ψυχικών ανταλλαγών, προκύπτει η μορφή της Έμιλυ Ντίκινσον (κι αυτή «αυθαίρετα» και «συμπτωματικά», μα προσεγγίζεται με δύο τρόπους, τον τρόπο της καλλιτέχνιδας και τον τρόπο της θεραπεύτριας-ερευνήτριας). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοί οι δύο πόλοι είναι πόλοι ενδοψυχικοί: μα όμως, μέσα σε μια δημιουργική διαδικασία το ενδοψυχικό αφυπνίζεται από κάτι εξωγενές, όπως επίσης και το αντίστροφο. Εντέλει, η όλη ιστορία είναι σα να συμβαίνει στο χώρο του λυκαυγούς ή του λυκόφωτος, εκεί που τα όρια είναι ρευστά, και οι πύλες είναι ανοιχτές, στο χώρο της Αλχημείας, που είναι άλλωστε και μια μορφή Λευκής Μαγείας.

 

 

Είναι πολύ πιθανόν αυτό το βιβλίο να δημιουργήσει ταραχή σε κάποιους από τους αναγνώστες του. Τα θέματα που προσεγγίζονται δεν είναι μόνο ελαφρά και διασκεδαστικά, απλά κι ανώδυνα. Όμως ελπίζω ότι προσεγγίζονται με χάρη και με σεβασμό, με αγάπη και ευαισθησία. Με χιούμορ μάλιστα. Η γριά αλεπού Σάρλοτ Ισκάριοτ είναι μια αναλύτρια που ξέρει να κερδίζει, αλλά κυρίως αποδέχεται με γενναιότητα τις όποιες της χασούρες: αν η αναλυόμενη ηθοποιός με έχει κερδίσει εξ αρχής και δεδομένα, η αναλύτρια (που είναι επίσης, τελικά, αναλυόμενη) – με έχει κερδίσει με τον τρόπο της ανατρεπτικής της ασέβειας, με τη μεγάλη δυνατότητα που έχει να αποδέχεται τις εσωτερικές συγκρούσεις της, και με την αγανακτισμένη τρυφερότητα που δείχνει προς εαυτόν, προς έτερους και προς αλλήλους – αν και απρόσμενα συμβαίνει για την ίδια αυτό το έλεος «προς εαυτόν», πολύ απρόσμενα: «Κάθε ανάλυση που ενδέχεται να αναλάβουμε, έχει τη δυνατότητα να μας βάλει τα δυό μας πόδια μέσα σε ένα παπούτσι», όπως είναι γνωστό πως έλεγε στους φοιτητές της, όταν ακόμα ήταν καθηγήτρια. Και, σε αυτήν την τελευταία της ανάλυση της νεαρής ηθοποιού, βρέθηκε να θυμάται τα παλιότερα δικά της βασανάκια, βρέθηκε να θυμάται τα Αξέχαστα!

Στο μεταξύ, η νεαρά ηθοποιός έχει κι αυτή μαλλί να ξάνει: ενθυμείται τις σχέσεις με γονείς και με αδέλφια, τη σχέση με το πένθος (παράλληλα το φυσικό πένθος, μα και το ηθικό). Αντιμετωπίζει τις ενοχές και τις αδυναμίες της, μαθαίνει να εκτιμά και να υπολογίζει στις κρυφές της δυνατότητες. Μαθαίνει να υπάρχει σαν ουσία, και να μην κρύβεται πίσω απ΄την εικόνα της: και από απλή ηθοποιός (έστω και χαρισματική) παίρνει το θάρρος να επιδείξει μια καινουργιοαποκτημένη αμεσότητα, κι έτσι να διεκδικήσει μεγαλύτερο πλαίσιο στο χώρο της καλλιτεχνικής και της προσωπικής ύπαρξης,  που ταυτόχρονα επέρχεται αλλά και επιβάλει μία νέα ποιότητα στο σχετίζεσθαι με το πρόσωπο του Άλλου – είτε αυτός είναι σκηνοθέτης, είτε αυτός είναι εραστής, είτε κάποιο κομμάτι δικό της, ενδοψυχικό. Έχει δηλαδή επιτύχει να περάσει από την κατάσταση της απελπισμένης ερωτοχτυπημένης, στην θέση της γυναίκας που δεδομένου του ότι έχει κατορθώσει να συζεύξει το εσωτερικό ζευγάρι της, έχει συνεπαγωγικά απελευθερώσει τους χυμούς της πιο βαθιά επαναστατικής ανθρώπινης πράξης, έχοντας ήρεμη εμπιστοσύνη στη διαδικασία της δημιουργικής επικοινωνίας.

Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να σας αναφέρω κάτι που μου συνέβη και που είναι αφ΄ενός διασκεδαστικό, αφ’ ετέρου κάπως φαιδρά ανησυχητικό: Μελετώντας για την «περίπτωση Έμιλυ Ντίκινσον» έτυχε να διαβάσω κείμενά της, γράμματά της και την ψυχιατρική διάγνωση που είχε επιχειρήσει να κάνει κάποιος σύγχρονος ψυχίατρος. Είναι σαφές ότι η δική μου «αξιολόγηση» (σε εισαγωγικά) δεν συμπίπτει καθόλου με εκείνη τη διάγνωση, και μάλιστα με έπιασε μεγάλη στενοχώρια με τα γραφόμενα του κύριου αυτού. Οπότε αποφάσισα να την προσεγγίσω με άλλο τρόπο, να την βρω μέσα στην καρδιά μου, να την φανταστώ ενσυναισθητικά.

Περνάει ο καιρός, διαβάζει κάποια φίλη το κείμενο του βιβλίου – και πέφτει πάνω σε ένα κομμάτι που φαίνεται να είναι απόσπασμα ποιήματος της Ντίκινσον. Μου λέει – «Γιατί δεν έχεις αναφέρει ότι είναι δικό της;» (γιατί σε άλλα τέτοια κείμενα μέσα στο βιβλίο, έχει γίνει  σαφής αναφορά). Μα, λέω – «Δεν νομίζω ότι είναι δικό της…». Μετά από μερικές μέρες, άλλη ανάγνωση, από άλλο φίλο – ξανά τα ίδια: «Γιατί δεν το ανέφερες;».  Εδώ, εγώ, αρχίζω και ανησυχώ – γιατί αν και αναγνωρίζω στο εν λόγω θραύσμα τις δικές μου εικόνες, δεν είμαι πια σίγουρη αν είναι δικό μου το ποίημα ή δικό της – ώστε, άντε να τρέχω να ξαναδιαβάζω και να ψάχνω στο διαδίκτυο. Όπου και αποδεικνύεται ότι τα όρια μεταξύ των δημιουργημάτων έχουν καταστεί απολύτως ασαφή, όπως συμβαίνει συνήθως και στην θεραπεία, και στην θεραπευτική θεώρηση της τέχνης – και, αν τύχει και αποδειχτεί μετά από πολλά χρόνια ότι το ποίημα που έγραψα, είχε τελικά γραφτεί από την Έμιλυ, τότε ή εγώ έπασχα από κρυπτομνησία, ή τι άλλο να πω δεν ξέρω, ίσως κάποια τηλεπαθητική μαγεία μας περικλείει, συνολικά! – Σας ευχαριστώ…»

 

Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο χώρο του βιβλιοπωλείου Επί Λέξει, την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018.

 

 

Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή (Μόνιμο Ύδωρ – Ζωντανό Νερό, εκδόσεις Οδός Πανός, 2013) και τρία μυθιστορήματα (Κατόπιν σύστασης γιατρού, Θράκα, 2016/ Μοναχικός είναι ο πλανήτης των ερώτων, Θράκα, 2017/ Η Αναλυόμενη, εκδόσεις Εύμαρος, 2018).  Δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις τις οποίες αναστοχάζεται σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας. Μέρος αυτής της έρευνας και των διαδραστικών της διαδικασιών παρουσιάζεται στο ιστολόγιό της https://olviapapailiou.wordpress.com/ (at the corner of Grace and Rapture way, αλχημεία και έκ-σταση).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top