Fractal

Όλβια Παπαηλιού, η αναλυόμενη (ή σταθμοί μιας διπλής θεραπείας)

Μια ανάγνωση της Μαριάννας Παπουτσοπούλου //

 

Όλβια Παπαηλιού “Η αναλυόμενη”, εκδ. Εύμαρος, 2018

 

«Στην πιο Μεγάλη Διαφορά υπάρχει Ομοιότης – στην πιο Ομοιότητα, Ανοίκεια Διαφορά – το μαρτυρούν όλα τα άνθη στα κλαριά – το τραγουδάει η Αδιάκοπη Νιφάδα».
(κεφ. 31, σελ 127)

 

H ΑΝΑΛΥΟΜΕΝΗ είναι ένα βιβλίο για τον φόβο και την επιθυμία, για τις αλλόκοτες μορφές που παίρνει η ανάγκη του καθενός για αποδοχή, αγάπη και στοργή, και επίσης μια μαρτυρία για τη δύναμη της τέχνης, του στοχασμού και της επιδίωξης της φιλίας ως μορφών υπέρβασης της τραγωδίας που συχνά συνιστά η ανθρώπινη κοινωνική εμπειρία. Είναι επίσης η ιστορία μιας ψυχαναλυτικής προσέγγισης αυτών των ζητημάτων. Είναι όμως παράλληλα και βιβλίο που εστιάζει στην περιπέτεια της ζωής του καλλιτέχνη, που συχνά σημαδεύεται από σκληρά παιδικά ή νεανικά βιώματα. Ήδη από το εξώφυλλο ο αναγνώστης αντικρίζει τα χέρια της Έμιλυ Ντίκινσον σε προβολή, της Έμιλυ που κλείστηκε στο δωμάτιό της αποφεύγοντας έναν αυταρχικό πατέρα και μια ανύπαρκτη μάνα, όσο και την υποκριτική πραγματικότητα της πουριτανικής Νέας Αγγλίας από το σχολείο μέχρι τις φιλίες της, που την εμπόδιζε να ζήσει να εκφραστεί και να αγαπήσει όπως θα το ήθελε. Τα χέρια που ζύμωναν το ψωμί του σπιτιού, που περιποιούνταν τα άνθη και τους αγαπημένους, που έγραψαν χιλιάδες πρωτοποριακούς στίχους και φιλικές επιστολές μετά τον εκούσιο εγκλεισμό της. Λες και η Ντίκινσον, που θα κληθεί να υποδυθεί η νεαρή ηθοποιός στο τέλος της ιστορίας, υπενθυμίζει σε όλους μας με πόσο πόνο ενδύεται συνήθως η καλλιτεχνική δημιουργία και η ζωή των καλλιτεχνών, και πόσα υπόσχεται αυτός ο πόνος ως κυοφορία της ομορφιάς.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ που αφηγείται η συγγραφέας είναι απλή, έως γραμμική: Μια νεαρή ηθοποιός η Φελίσια Χ. αναζητεί αναλύτρια γηραιά και σοφή, μήπως κατορθώσει να ξαναβρεί κάποια ψήγματα του πατρικού ενδιαφέροντος και της μητρικής αποδοχής, που έχει αποστερηθεί ως παιδί, αλλά και επειδή είναι επίσης σεξουαλικώς κακοποιημένη ως νεαρό κορίτσι, και αργότερα θύμα επιπόλαιων συντρόφων και σχέσεων της γενιάς της και της εποχής, με αποτέλεσμα να εκδηλώνει έναν επιθετικό ναρκισσισμό, όπως οι περισσότεροι κακοποιημένοι άνθρωποι, αλλά και τον καθολικό της τρόμο μπροστά στο ενδεχόμενο ενός έρωτα. Η αναλύτρια Σάρλοτ Ισκάριοτ από τη μεριά της είναι ώριμη, σχεδόν καλογηρικά μόνη, μονοκόμματη και ανηδονική, με κάποιο παρελθόν ερωτισμού προς κάποια καθηγήτρια της νεότητάς της, σχεδόν καθολικά στερημένη από κάθε χαρά ζωής χάριν του επιστημονικού της ρόλου και των φιλοδοξιών. Ομοφυλοφιλικό ενδιαφέρον, εκτός από τις τραυματικές της σχέσεις με άνδρες, αποκαλύπτει και η νεαρή αναλυόμενη κατά το παρελθόν αλλά και προς την αναλύτριά της, όσο προχωράει η θεραπεία της. Θα αναπτυχθεί ένας πνευματικός και θεραπευτικός έρωτας μεταξύ τους, ενώ το όλον επιστεγάζει μια παράσταση με θέμα την Έμιλυ Ντίκινσον, που είχε έναν παρόμοιο ανεκπλήρωτο έρωτα στη ζωή της, την περίφημη κουνιάδα και παιδική της φίλη Σου. Εκεί, μέσα στην παράσταση και στην ποίηση γίνεται το άλμα, η αλχημική μεταμόρφωση της αναλυομένης σε αληθινή ηθοποιό, εκεί επίσης βρίσκεται η θεραπεία της ατίθασης αποστερημένης την αγάπη Φελίσια, όσο και η σχετική ικανοποίηση της αναλύτριας για την επίτευξη του στόχου της με έναν τρόπο βαθύτερο, δια της ερωτικής φιλίας δηλαδή, της κατοπτρικής ενσυναίσθησης, και τελικώς, έξω από τη δική της επίδραση, δια της τέχνης. Η Αναλυόμενη επιφυλάσσει στον αναγνώστη της και μια αλλαγή θέσεων: η αναλυόμενη θεραπεύει την αναλύτρια που είναι επίσης βαθιά άρρωστη από στερήσεις, και η αναλύτρια την ταλαιπωρημένη αναλυόμενη βοηθώντας την αυτοσυνειδησία της. Οι δυο γυναίκες όπως και τα παραπλήσια ονόματά τους λειτουργούν κατοπτρικά-ερωτικά, όπως σχεδόν κάθε σχέση στη ζωή μας.

Η ΜΟΡΦΗ του κειμένου συνίσταται σε παράλληλους εσωτερικούς μονολόγους, καταγραφές ονείρων, ή και ελεύθερους προφορικούς αναστοχαστικούς συνειρμούς των δυο προσώπων, αναλυόμενης και αναλύτριας.

Η ΑΡΊΘΜΗΣΗ, 42 κεφάλαια, εκ των οποίων τα 41 είναι μονόλογοι όχι απολύτως τακτικοί στην εναλλαγή τους, οι μεν στον τύπο των σημειώσεων της αναλύτριας ή ως καταγεγραμμένα όνειρα, οι άλλοι ως μνήμες, σκέψεις, συναισθήματα ή αφηγήσεις της αναλυόμενης και της αναλύτριας. Το προτελευταίο κεφ. 41 αποτελεί μέρος και σκηνική οδηγία του θεατρικού έργου για την Έμιλυ Ντίκινσον, την όμορφη του Άμχερστ.

Τα ΟΝΌΜΑΤΑ των προσώπων– Σάρλοτ Ισκάριοτ, η αναλύτρια. («… με είχε κάνει να χαμογελάσω, μια αναλύτρια από γενιά προδοτική, αυτή σίγουρα θα μου ταίριαζε, μια τέτοια μόνο θα με καταλάβαινε επαρκώς!») η οποία μόνο προδοτική δεν είναι, και η Σκάρλετ ( = η κόκκινη, η τολμηρή στο Όσα παίρνει ο άνεμος, η κοκκινομάλλα Έμιλυ Ντίκινσον, η κοκκινοσκουφίτσα κ.τ.τ.) το ψευδωνυμικό κάλυμμα που δίνει η αναλύτρια στην πελάτη της, την αναλυόμενη ηθοποιό Φελίτσια Χ. (=Ευτυχία Χ.) Τις πλαισιώνουν σκιωδώς οι: Ρενέ Γκράου σκηνοθέτης (παραπλήσιο με του σχεδιαστή μόδας Ρενέ Γκρυώ του Ντιόρ, φανατικού του κόκκινου χρώματος), Μισέλ και Αλαίν φίλοι, Ασπασμός (η πράξη αντί ονόματος) ο παλιός εραστής, ισως-Γουίλιαμ-μα-σίγουρα-Γουώρντ (μια αβέβαιη πρόταση), Ζερόμ, μανταμ Μαζ, όλα ονόματα συμβολικά χαρακτήρων.

ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ άλλωστε παίζουν καθοριστικό ρόλο, σχεδόν φετιχιστικά για τα πρόσωπα της αφήγησης, ένα ευρηματικό παπάκι, προειδοποιητικά κουδουνίσματα, ένα πορτραίτο του Ρασπούτιν ως δώρο, εργαλεία ζωγραφικής, το καστανοκόκκινο καπέλο της θεραπεύτριας με το φτερό καρδιναλίου που παραπέμπει σε ένα στίχο της Ε. Ντ., ένα διπλό εισιτήριο-πρόσκληση θεάτρου, ο λύκος, οι αγιογραφίες στον τοίχο, στράνικ και στρατιωτικοί, φτέρες και τσουκνίδες, θραύσματα πορσελάνης ή σπασμένα παλιά παιχνίδια στα χόρτα, εικόνα που επανέρχεται στις αφηγήσεις της Ο.Π. Ερινύα και Σχεδία σε όνειρα, ένα δανεισμένο βιβλίο με επιστολές της ποιήτριας Ε. Ντ., η Βιβλιοθήκη του Δήμου, η ίδια η Ντίκινσον ως σύμβολο, το Θέατρο της καρδιάς, η μεγάλη φτελιά που κόβει ο δήμος ως δήμιος και η οποία σημειώνει το τέλος της θεραπευτικής σχέσης κ.ά.

Πολλές επίσης είναι οι ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ, από την ψυχοθεραπεύτρια όπως είναι αναμενόμενο : «…..Και πάνω σε αυτά τα όνειρα που νιώθω ότι περιείχανε στοιχεία του φαινομένου αυτού που ονομάζουμε ενσωμάτωση τώρα θα βασιστώ, για να επισημάνω κάποιους από τους ενδεχομένως πιθανούς σταθμούς της θεραπείας.»
από τις σημειώσεις της Σάρλοτ Χ., θεραπεύτριας ή «…Γι’ αυτό κι εγώ, ενώ καταλαβαίνω ότι παλιότερα δεν είχαμε πολύ καλή συναίσθηση των τερτιπιών που θα μπορούσε να μας παίξει η μεταβίβαση κι η αντιμεταβίβαση εικόνας, παρ’ όλα αυτά γνωρίζω πότε αμάρτησα, και αν αμάρτησα, κι αυτό είναι που έχει σημασία». «…Είμαι απόλυτα εντέλει πεπεισμένη ότι η συντεχνία μας υπάρχει για να μορφοποιεί το υπανθρώπινο, για να δίνει φωνή στο τερατώδες. Και απ’ αυτό, να οδηγούμαστε σαν είδος σε μια σταδιακή αποδοχή της φύσεως μας, που ταυτοχρόνως είναι φωτεινή και σκοτεινή, αυτό πιστεύω. Όταν μου λένε οι φοιτη¬τές μου πως διαλέξανε την κλίση της βοήθειας του πλησίον, εγώ, από τα μέσα μου, γελάω. Κάποτε (όταν ήμουνα νεότερη) είχα περιστασιακά επιθυμίες να ξεσκεπάσω την αυθάδεια της μεγαλομανίας τους – μα τότε ήμουν άσχετη και μεγαλομανής».
Ή και απλοϊκές αποδόσεις τους, που κυρίως ψυχογραφούν την Σκάρλετ: «…όποτε νιώθω μέσα μου τέτοιες ανασφάλειες τότε μοιάζει να ανοίγεται κάτω από τα πόδια μου το βάραθρο του φόβου μιας αμέσου εγκατάλειψης».
ή «στη δουλειά μας – (ηθοποιοί) – έχει μεγάλη σημασία το να υποβάλεσαι καλώς, είναι σωτήριο»,
«… Κι ενώ με το αριστερό μου μέρος του μυαλού ανέλυα στη Σάρλοτ τις στιγμές που θα με βύθιζαν σε δάκρυα, το δεξί μέρος μου κράταγε τσίλιες μην τυχόν και πάρει φόρα εκείνο το λανθάνον (αλλά ποτέ του όμως, πάντως, λανθασμένο) υγρό πυρ που, ανά πάσα μου στιγμή, με παραφύλαγε για να μου κάψει μάγουλα, λαιμό, τα ματοτσίνορα τα ίδια που το σκέπαζαν ενώ, ταυτόχρονα, με πείσμα το αγνοούσαν».
«…Σ’ αυτόν τον πόλεμο που είναι αμετάκλητος – τον πόλεμο του ανθρώπινου σχετίζεσθαι, εγώ είμαι της μάχης βετεράνος, αλλά υπάρχουν κι από μένα πιο βλαμμένοι – ή λιγότερο. το θέμα είναι να βρεθεί μια θεμιτή αντιπαλότητα, αυτό έλεγα πάντα στον καθρέφτη μου».
Ή τέλος και πολύ εύστοχα εξ αφορμής της Έμιλυ Ντίκινσον:
«….την έκλειναν σε ένα ντουλάπι ώστε να μάθει να κυριαρχεί πάνω στις σωματικές και λεκτικές εξάρσεις της μανιακής φάσης κάποιας διπολικότητας, μπορεί. Το κατάφερε, ίσως – μα ευτυχώς η διαφυγή ενός εξαίρετου μυαλού τής δόθηκε μέσα στο ασαφές, και το κοφτό, το οπτικά εκπληκτικό και έκπαγλο, το δημιουργικό μέρος της συγγραφής των ποιημάτων της. Ο τρόπος που νιώθει τον κόσμο, όχι μικρός κι ελάχιστος – αλλά αντίθετα, Τεράστιος (αν και ελλειπτικός, ώστε να μας φαντάζει μετρημένος – και πόσο αστείο αυτό θα ήταν, εάν δεν ήταν τραγικά ειρωνικό…)».

Αρκετές είναι και οι αναφορές στα ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ: στοιχεία από τον Χαλεπά και τον Ιερώνυμο Μπος στην αρχή, πήλινα ειδώλια και σχέδιο ως προς το έργο και την τρέλα, Επίσης από τους προραφαηλίτες και τον Μιλαί ειδικότερα, η Ροζαλίντα στο δάσος (όπου φορούσε και πανοπλία), τον Γανυμήδη και κάποιον Ερμή, απεικονίσεις της Μαγδαληνής. Αναφορές στον γαλλικό κινηματογράφο, αντιπολεμικό και σχετικό με την επιστολική λογοτεχνία του Λακλό: «Παιχνίδια Απαγορευμένα» και «Σχέσεις Άκρως Επικίνδυνες».

 

Όλβια Παπαηλιού

 

ΠΛΗΘΟΣ και τα ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΑ στοιχεία, κάτι σύνηθες στην γραφή της Ολβίας Παπαηλίου- από τον Γκαίτε και τον Λόρκα περί ονείρων, την Μπλαβάτσκι τον Γέητς και τους Ροδόσταυρους για τη Χρυσή Ώρα – Ωρόρα και τα αλχημιστικά, …«Κάποτε», είχε πει, «υπήρχε ένας συγγραφέας που θα γινόταν στη λογοτεχνία κλασικός, και του οποίου έχω ξεχάσει πια το όνομα…. τον ονομάζει Νέφσκι, μιλά για τον Ντοστογιέφσκι μάλλον, με αφορμή τα δάκρυα κι έναν πολτοποιημένο σκαντζόχοιρο. Ή φιλοσοφικές αναφορές όπως «Η Σκάρλετ έχει βρει τη σημασία του λάθρου έρωτα: είναι ερωτευμένη με τις πιθανότητες του Άλλου, όσο πιο ξένος της τόσο και πιο πολλές οι πιθανότητες.» Τους Αθλίους του Βικτόρ Ουγκό, «Ο Ασπασμός. Εκείνος των Αγγέλων προς τα Άστρα, που έγραψε και ο κύριος Ουγκώ, όταν θα έψαχνε ορισμό για την Αγάπη» . Το Άλικο γράμμα του Χώθορν, μια ιστορία μοιχείας, και για την Αγάπη στην θεολογική Τζούλια Κρίστεβα. Από τη Βίβλο και την Ελληνική ή τη Ρωμαϊκή Μυθολογία, «… Ιδού η Βαβυλών, ιδού η Έβδομη Σφραγίδα Καθαυτή να παραβιάζεται εμπρός στα δυο μου μάτια, σαν τα ποτήρια που ανέρχονται και σπάνε στο ταβάνι ραίνοντας τα παράλληλά μας σύμπαντα με το κόκκινο αίμα του Αμνού, και του Λαγού, μα και του Λύκου, του Μήλου του πιο Κόκκινου που οι θεριστές αφήσαν (όχι, δεν το ξεχάσανε – μονάχα το αψηφήσαν). Και σκότωσε το μήλο μου, και πάει μαζί κι η Πεθυμιά, κι από το χέρι της βαστούσε στα γερά την Ανθρωπιά, κι όλα τα έχασα…» Επίσης, αναφέρονται εν τη ρύμη ο Ρακίνας, ο Σαίξπηρ, τα σονέτα και τα βιλανέλ, οι ιταλικές λαϊκές βιλανέλες της Αναγέννησης, ποιήματα μουσικά ομοιοκατάληκτα, και κάπου αλλού Ο κλήρος του μεσημεριού του Πωλ Κλωντέλ. Όλα αυτά αθρόα συσσωρευόμενα στην πορεία, κάτι που ίσως δικαιολογείται από τις ιδιότητες της ψυχαναλύτριας και της νεαρής ηθοποιού, κυρίως όμως από την πλούσια παιδεία της συγγραφέως.

Το κείμενο αναπτύσσεται λοιπόν κατάφορτο με στοιχεία που ο αναγνώστης οφείλει να αποκωδικοποιεί για να προχωρήσει, δίνοντάς του χαρακτήρα αλλού ελαφρώς θεωρητικό ή ποιητικό, εικαστικό ή θεατρικό, κάποτε και πολύ λόγιο στα μέρη της συντηρητικής θεραπεύτριας, πράγμα που μάλλον επιδιώκει η Ολβία Παπαηλίου σ’ αυτό το βιβλίο, για να δημιουργεί και να προβάλει έντονη την αντίθεση με τα αυθόρμητα και αποκαλυπτικά ξεσπάσματα της αναλυόμενης, κάπου και της αναλύτριας, που πυκνώνουν όσο προχωράει η αμοιβαία θεραπεία. Συχνά διαισθανόμουν ότι το κείμενο μας κλείνει το μάτι, συνιστώντας μια ψυχαναλυτική παγίδα-δέλεαρ για ανθρώπους που δεν έχουν ανάλογη εμπειρία, αλλά και αιχμηρή κριτική στην συμβατική ψυχανάλυση, τέλος λογοτεχνικό παίγνιο για μυημένους. Οπωσδήποτε δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, κυρίως λόγω της πυκνότητας των αναφορών του. Ένα δείγμα: «..…Ε, ο Ρενέ την ήθελε την Όσια Μαγδαληνή του, του Μισέλ, να έχει περισσότερη μερίδα συντριβής… Να ξεσκεπάζεται όχι σα γόησσα, μα ούτε και σαν τσούλα: κυρίως σα Μαρία Αιγυπτία, έτσι έλεγε. Να ξέρει να συνομιλεί με το Σεντόνι της σα να ’τανε ο μυστικός εξομολόγος της καρδιάς της, το Περιστέρι λες και ήτανε, θεός μαζί και εραστής και Άδωνις που πάλι θα γυρίσει – Απών μαζί κι Αιώνιος, μέσα στην απουσία του Πα¬ρών και Ξεχασμένος. Την ήθελε να νιώθει συντριβή, μαζί και πίστη. Να πέφτει στη σκηνή σαν την Εκάβη, να ανασταίνεται από το θρήνο σαν Εκάτη. Να ξεπερνάει μαζί φύλο κι ηλικία, να γίνεται σύμβολο της Λαγνείας που Αναθάρρησε, όταν το έδωσε ο Θάνατος και σε αυτήν απέδωσε το Κρυφό Μυστικό Αθανασίας, Ενός Βαρέος Πένθους Κερδισμένο».

Καθώς η συγγραφέας είναι μια εξαίρετη στυλίστρια, ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΦΟΥΣ αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ας τα δούμε λοιπόν ξεχωριστά. Πολύ συχνά, από την αρχή μάλιστα, η γραφή γίνεται συμβολική ή ονειρική, ποιητική, αυτό θα είναι το γενικό ύφος μέχρι τέλους, οπότε εισβάλει και η μορφή της Έμιλυ Ντίκινσον ως θεατρική περσόνα, στήνοντας κατά κάποιο τρόπο ένα υπαρξιακό ονειρόδραμα. Το έργο θα μπορούσε ίσως να ανεβεί στη σκηνή, αν όχι όλο, κάποια αποσπάσματα του, το θαυμάσια ποιητικό κεφ 41 μάλιστα δηλώνεται ρητώς ότι αποτελεί Απόσπασμα από το θεατρικό έργο «Δεσποινίς Έμιλυ, Ή Όμορφη του Άμχερστ», μια συνεργασία των Φελίτσια Χ. και Ρενέ Γκράου, για το Θέατρον της Προσομοίωσης. Η μετάφραση του ποιήματος της Ντίκινσον αποδίδεται στη Φελίτσια Χ., οι σκηνοθετικές οδηγίες είναι του Ρενέ Γκράου. Φυσικά υπάρχουν και μέρη ρεαλιστικά, χιουμοριστικά, περιγραφικά, ειρωνικά, ή με αθώες βρισιές και ανυπομονησίες.
Ας δούμε μερικά αποσπάσματα: α) για το όνειρο: Σάρλοτ. Ονειρεύτηκα ένα παραμύθι, θραύσματα του οποίου θα ήθελα εδώ να περισώσω: Βρισκόμουνα σε ένα πανηγύρι, μια ορχηστρούλα με την τραγουδιάρα της ερμήνευε παραδοσιακά τσακίσματα, τα λόγια των τραγουδιών τους μου ήταν αμυδρώς γνωστά. Κάποια στιγμή, από το πλήθος των πανηγυριωτών ξεπρόβαλε ένας ηλικιωμένος κύριος ανθηρός, ωραιοστεκούμενος. Πήρε να φέρει μια γυροβολιά με μια περίσσια χάρη. Κι όταν αποτελείωσε το ελάχιστο τσαλίμι του είχε και πάλι απο¬χωρήσει με σεμνότητα, ενώ η τραγουδιστριούλα θα γελούσε ελαφρά, όμως εις βάρος του, γιατί είχε το κουστούμι του χρώμα ανεπαισθήτως ρόδινο.
……………………………………… ή
«Βρισκόμουν σε ένα μέρος με τον… (κάποιον που είχε αρχίσει να τη φλερτάρει τελευταίως, το φλερτ του φαίνεται ότι την είχε αποσυντονίσει). μου πρότεινε ένα ποτήρι που είχε μέσα κόκκινο κρασί. Εγώ έτεινα το χέρι να το πάρω, μα το ποτήρι εκτινάχθηκε και με αναπτυσσόμενη δύναμη κατευθύνθηκε γοργά προς το ταβάνι, όπου προσέκρουσε με θόρυβο και έσπασε: το κόκκινο κρασί έβαψε τοίχους και πατώματα, ενώ μια λαμπερή βροχή από θρύψαλα και κομμάτια κρυσταλλένια έπεφτε γύρω μου, όπως ευλογημένο πυροτέχνημα».
Αλλού εμφανίζεται και ο καθημερινός ωμός ρεαλισμός:
«….Θυμάμαι τις απόψεις των μεγάλων αδερφών μου: κάποτε θα τους είχα ακούσει να μιλάνε για κάποια κοπελίτσα, ήτανε φίλη ενός φίλου κάποιου φίλου τους. Αυτός ο κάποιος φίλος, είχε βάλει σα σκοπό του να αποδείξει ότι εκείνη ήταν Εύκολη (αυτή τη λέξη θα την είχανε τονίσει, έτσι ώστε θα είχε αποκτήσει μια δυσάρεστη χροιά»).
Συχνές-πυκνές είναι και οι διατυπώσεις αξιωμάτων, οπότε το ύφος γέρνει προς το δοκίμιο: λχ. : « … δεν είναι ακριβώς η τεχνική (αν και βοηθάει, σ’ ορισμένες περιπτώσεις) αλλά κυρίως το φορτίο της ψυχής που επενδύει την εικόνα με το ανείπωτό της βάρος:…»
ή «Το όνειρο που έχει εύρος νοήματος είναι μια πρόσκληση όσο και μία πρόκληση – Είναι παράγωγο όχι απλώς ενός μυαλού που έρχεται σε κάποια ζυγοστάθμιση, αλλά κυρίως ένα όχημα με το οποίο μας μιλάει η ψυχή»
«…μια εμποροπανήγυρις της πέτρας είναι ο θάνατος, αλλά καλή παρέα μού κρατά τα κυριακάτικα απογεύματα της άνοιξης!»
Ή μεταπίπτει στο πολύ θερμό ύφος μιας εκμυστήρευσης:
Η Αναλυόμενη: …θα μπορούσε το γράμμα μου αυτό να έχει γραφτεί, να έχει ταχυδρομηθεί, μα όμως να ξεπέσει κάπου, να το ανοίξει κάποιος άλλος και να κλέψει την ουσία του, κι η Σάρλοτ μου να μη γινόταν να διαβάσει αυτές τις λέξεις, που θα είχα εξορύξει από κάποιο αδαμαντορυχείο εννοιών. Πώς γίνεται να γράψω για το πάθος, το πάθημα που μου έχει χαρίσει η απαλή ματιά της, η βελούδινη; Κι αν γέλαγε με την αφέλειά μου; Γιατί οι λέξεις είναι, απ’ τη φύση τους, μορφές προδοτικές, αποκαλύπτουν το άδειο και ανούσιο του αισθήματος. Ας πούμε, γράφω πως την αγαπάω, Σ’ αγαπώ, Σάρλοτ.
Η Αναλύτρια: …Μα βρε καλή μου, βρε χρυσή μου – την κοντράρω από ’δω, τη βουκεντρίζω από ’κει, αυτή αλώβητη. Η μόνη παραχώρηση που θα είχε δεχτεί να μου χαρίσει, κάποιες ντροπές, κάποιες σιωπές. Και τίποτα πιο εμφανές, κανένα ρήγμα. Είναι σα μέσα στη δική μας κουτσή ώρα να δέχεται να παίξει ένα ρόλο μοναχά, κάποιας Παρθένου Πολεμόχαρης, και μάλιστα Παρθένου τιμωρίας. Και εννοώ, όχι πως είναι εξ εαυτής τιμωρημένη, αλλά πως θα μας κάνει όλους λιώμα – εν ανάγκη. Ε, το κατάφερε, το άτιμο κορίτσι! Με έλιωσε, μ’ αυτή της την παράσταση! «

Θαυμάσιες συμβολικές ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ κοσμούν επίσης το μικρό αλλά πυκνότατο κείμενο, όπως πάντα, επειδή η Ολβία Παπαηλίου είναι κατ’ ουσίαν ποιήτρια.
«…Θέλεις που ήμουν πιο κοντή, ή που αργούσα, ή που εκείνα τα παπούτσια ήταν άβολα, μα πάντως ένιωθα το χώμα να βουλιάζει, έτσι που ήταν σκεπασμένο από χλωρίδα, (εδώ και πόσα χρόνια) χωνεμένη. Βρύα σκεπάζανε τις πέτρες, και λειχήνες κοσμούσανε των δέντρων, των πεσμένων, τους κορμούς. Ξυλώδεις αμανίτες διαφυλάσσανε τους θησαυρούς των ξωτικών που ανεμομάζευαν: μπουκάλια από δηλητήρια παλιότερα με τα ενδεικτικά σημάδια από κόκαλα και νεκροκεφαλές. Άλλα μπουκάλια, με το ύδωρ της ζωής εξατμισμένο. Βαζάκια από κρέμα (περασμένης, είτε πεπερασμένης) ομορφιάς. Σπασμένα καντηλέρια, με τα δοντάκια τους τα ραγισμένα από γυαλί, παραμονεύανε να μου δαγκώσουνε τις φλέβες που χτυπούσανε, πίσω ακριβώς από το γόνατο που κλείδωνε. Και ένα μαγικό χαλί με καμπανούλες μου ένευε να πάω να το πατήσω, την ώρα που έτυχε η μύτη του δεξιού μου παπουτσιού να ξεγδαρθεί από κάτι αδιόρατο, λευκό, που ήτανε κρυμμένο απ’ τα χόρτα, και κάπως σφηνωμένο, σκεπασμένο – μα ξεπρόβαλλε, κι ένα σαλιγκαράκι γλίστραγε νωχελικά και τυφλωμένα αφήνοντας γυαλιστερή γραμμούλα που κρυφόλαμπε, πάνω σ’ αυτήν την άσπρη πορσελάνη».

 


Βέβαια όλα τούτα στην προσπάθεια και την αγωνία της να αποκαλύψει το ΝΟΗΜΑ ΖΩΗΣ που εμπεριέχει το κείμενό της, όπως δηλώνεται πικρά από την τόσο στερημένη, σχεδόν τραγική, Σάρλοτ, την θεραπεύτρια: «….Πρώτα θα πρέπει να κατέλθουν εις τον Άδη, να δούνε τι τους τσάκισε τη ραχοκοκαλιά, και ύστερα, με το καλό – άμα αντέξουνε, θα αναδυθούν σαν τα μισότυφλα γατιά που ακόμα σκούζουνε με τις φωνούλες ενός πείσματος που, νεογέννητο, πασχίζει για επιβίωση και νόημα – και, αν αντέξουνε κι εκείνον τον βρασμό, τότε μπορεί να εννοήσουνε το νόημα της συμπόνιας και το θαύμα της. Κι αυτό είναι το μόνο νόημα που υπάρχει, σε ένα σύμπαν που στερείται κάθε νόημα, εκτός από εκείνο που ο καθένας μας θα πάει για ν’ αποδώσει όπου λάχει».
Ή «…Σε κάτι τέτοιες ενδιαφέρουσες στιγμές αναπολώ την ποίηση της Ντίκινσον. Και όπως τη φαντάζομαι να λιώνει από τα γέλια, στο αμίμητο ανέκδοτο…. «Λένε πως έχει ο θεός μεγάλο χιούμορ, γιατί μας δώρησε ένα κουτί με τα κομμάτια κάποιου παζλ, που πρέπει πρώτα να το συναρμολογήσουμε, μετά να δούμε την ωραία του εικόνα – πώς θα γυάλιζε! Αλλά το χιούμορ του θεού είναι αναμφίβολα μιας άφταστης, δαιμονικά εξαίσιας ποιότητας… και τα κομμάτια αυτού του παζλ είναι σχεδόν όλα εκεί, μα κάποια λείπουν, και την εικόνα δε θα ήταν δυνατό να την κοιτάξουμε, να την ρουφήξουνε τα μάτια μας ολόκληρη…»

Τέλος ΘΕΑΤΡΟ! (35). «Φελίτσια» μου λέει «είσαι κτήμα μου, έχοντας υπογράψει και συμβόλαιο. Κι εγώ, το κτήμα μου ξέρω να προστατεύω και να καλλιεργώ, οπότε αφήσου μες στα χέρια μου και πάψε να υπάρχεις ως η Φελίτσια που νόμιζες πως ήσουν, κι από άγρια Φίλυ γίνε Φίλη Βολικιά, σαν κάθε άλλη Φίλυ σπιτικιά». Και βέβαια, εγώ σκάω στα γέλια κάθε που μου μιλάει με τέτοιους τρόπους! Γιατί είναι δαίμονας, παραχαράζει τους γλυκούς στίχους του Σαίξπηρ, κι όποιος μπορεί αυτό να μου το κάνει – πάει, τον παραδέχομαι, κλείνω τα μάτια μου κι αν χρειαστεί τα βγάζω, και τον ακολουθώ λες κι είναι ο οδηγός κάποιου ζητιάνου που είχε κάποτε υπάρξει αιμομίκτης βασιλέας, και να! ξεγίνομαι Φελίτσια και βάζω τα κουρέλια του Οιδίποδα για να με μεταβάλει ύστερα ο Ρενέ σε ό,τι θέλησε. Έμιλυ θέλεις; Έμιλυ! Όσων χρονών τη θέλεις, να σου γίνω…»

Και συμπληρώνει παιχνιδιάρικα η Σάρλοτ: « Κάνουνε καλή τέχνη τα παιδιά, στο θεατράκι τους. Και με τη συμβολή μου παίρνω πλάγια, κι εγώ, μερίδιο μιας σχετικής αθανασίας…».

 

Μ.Π.  Αθήνα 5/12/2018

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top