Fractal

Ένα ολομόναχο κριτικό σημείωμα για τον «Ολομόναχο»

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

“Ολομόναχος” αυτοβιογραφική προφητεία, Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Αυτοβιογραφικός ο Παναγιωτόπουλος για μια ακόμη φορά (όπως και στον Γραφικό χαρακτήρα πριν από δύο χρόνια). Έτσι δίνει το κίνητρο για μια προσέγγιση επίσης προσωπική – θαρρώ πως δεν θα υπήρχε καλύτερος τρόπος για να διαβάσει κανείς την αυτοβιογραφική προφητεία, όπως την ονομάζει ο ίδιος στον υπότιτλο του βιβλίου του, και πολύ περισσότερο για να μιλήσει γι’ αυτήν. Εδώ, λοιπόν, πέντε λόγοι (οπωσδήποτε προσωπικοί, γιατί ο καθένας θα μπορούσε να βρει και άλλους και περισσότερους ίσως) για τους οποίους αξίζει να διαβαστεί το νέο βιβλίο του Παναγιωτόπουλου:

  1. Πρώτα απ’ όλα, είναι μια συγγραφική κατάθεση που επιτρέπει την είσοδο σε ένα τοπίο ψυχής. Εδώ προκύπτει ίσως και το ερώτημα αν αποκτά ενδιαφέρον (εκτός από την ικανοποίηση του αισθήματος της περιέργειας) μια ιστορία εσωτερικής κατάδυσης ενός άλλου, ενός ξένου προσώπου, όσο καλογραμμένη κι αν είναι. Η αλήθεια είναι πως η λογοτεχνία αποτελεί έναν κοινό τόπο για τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, με αδιόρατες τις παρόδους που τους οδηγούν από διαφορετικά βιωματικά δεδομένα στο κοινό σημείο αναφοράς. Ο συγγραφέας από τη στιγμή που θα κοινοποιήσει εκδοτικά τα δικά του βιώματα μοιάζει να προσκαλεί/προκαλεί τον αναγνώστη του σε μια συμπόρευση. Εδώ, στον Ολομόναχο του Παναγιωτόπουλου, υπάρχει ο ευπρόσδεκτος στις αναγνώσεις «κίνδυνος» να συναντηθεί ο αναγνώστης με τον συγγραφέα σε μια κοινή μοναχική πορεία.
  2. Η κοινή αυτή πορεία προκύπτει από το σκληρό, στη συνειδητοποίησή του, θέμα του βιβλίου. Η σχέση με τον πατέρα, η επίγνωση μιας αλυσίδας που συνδέει το πριν με το τώρα, όχι μόνον ως προς τη χρονική διάσταση (στην προκειμένη περίπτωση η χρονική σχέση δεν αποτελεί το ουσιώδες πρόβλημα) αλλά κυρίως ως προς τη βιωματική συναισθηματική σχέση δύο σημείων μιας και μόνον ευθείας γραμμής.

[…] αυτή η λειψή ιστορία, όσα δεν ειπώθηκαν, όσα σκοπίμως αποσιωπήθηκαν, περιγράφουν με τον πιο εμφατικό μάλιστα τρόπο τη γραμμή που μας ενώνει, μια γραμμή αίματος ασφαλώς· μια λεπτή κόκκινη γραμμή που άλλοτε μοιάζει με θηλιά γύρω απ’ τον λαιμό μας, κι άλλοτε πάλι με εκείνο το σκοινί που δένει τα μέλη μιας ορειβατικής ομάδας μεταξύ τους, αλλά και με τη ζωή την ίδια, την ώρα που δοκιμάζουν να βγάλουν από την κορυφή τη γλώσσα τους στον θάνατο.

Όταν την κοινή αυτή ευθεία τη σκιάζουν άγνωστες παράμετροι (βασικό στοιχείο γύρω από το οποίο ξετυλίγεται η ιστορία του βιβλίου), όταν δεν έχουν έρθει στο φως σκοτεινά σημεία μιας ζωής που θα έπρεπε να είναι όλη εκτεθειμένη στο φως, τότε το πρόσωπο που αφηγείται βιώνει διπλά τη μοναξιά του, και το πρόσωπο που διαβάζει συμπάσχει συμπορευόμενο ως τη στιγμή των αποκαλύψεων.

  1. Η κοινή ευθεία έχει ως αφετηρία τον πατέρα, ως σταθερό σημείο αναφοράς το αφηγηματικό (και δυνάμει το αναγνωστικό) υποκείμενο, ωστόσο προβλέπει (ή προφητεύει) τη φυσική συνέχεια, δηλαδή τον γιο.

Θα με μισήσεις, θα δεις…

Όπως μίσησα εγώ τον πατέρα μου, για να τον ξαναγαπήσω κάποτε – πολύ αργά.

Κι εδώ είναι το ενδιαφέρον στην αφήγηση αυτή. Η δύσκολη σχέση γονιδιακά (ή μόνον εθιμικά;) μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Ή μήπως όλο το πρόβλημα εντοπίζεται στον συναισθηματικό κόσμο, που αρνείται να δεχθεί πως το κάθε πρόσωπο από τα τρία διεκδικεί την αυτονομία του; Ο πατέρας προβάλλει τα δικά του δεδομένα στον γιο, ο γιος αποδίδει τα δικά του στον πατέρα και προετοιμάζει με τη σειρά του τον δικό του γιο για τη συνέχεια. Μια λεπτή κλωστή συγκρατεί τις σχέσεις να μη διαλυθούν και σκορπίσουν σ’ ένα πεδίο πολύ εύθραυστης ισορροπίας.

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος

 

  1. Η γραφή του Παναγιωτόπουλου είναι λιτή και περιεκτική· δεν επιτρέπει άκαιρους συναισθηματισμούς ούτε αφήνεται σε άστοχες μακρηγορίες. Είναι ακριβώς ο τρόπος που χειριζόμαστε τις προσωπικές μας αναμνήσεις και τα βιώματά μας. Όταν αυτό που γράφουμε αποτελεί την απόδοση της σκέψης μας, δεν χρειάζεται κανένας εμπλουτισμός της γλώσσας· θα ήταν απολύτως περιττός. Ο συγγραφέας γράφει με όχημα τις δικές του αφορμές και ο αναγνώστης με τον επίσης απλό τρόπο πρόσληψης των προσωπικών του βιωμάτων οδηγείται στο ιδιωτικό του τοπίο. Σαν να πρόκειται για μια συνεννόηση συνωμοτική μεταξύ τους, που δεν θα απαιτούσε κανέναν προσχηματικά φορτωμένο λόγο.
  2. Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται στον ευφυή τίτλο: Ολομόναχος. Μία και μόνη λέξη. Αν δούμε αρχικά την πλοκή, ο ήρωας/συγγραφέας που αφηγείται είναι αληθινά μόνος του, εγκαταλελειμμένος και αποκομμένος από ό,τι θεωρούσε ως τότε οικογένειά του, γυναίκα και παιδί. Ωστόσο ο τίτλος παραπέμπει επίσης στη σχέση με τον πατέρα, που τον άφησε ολομόναχο να δομεί τη ζωή του μέσα στην άγνοια των πραγματικών γεγονότων.

Το φάντασμα του πατέρα επιθεωρεί τη  μοναξιά μου, στριφογυρίζοντας μέσα στο άδειο διαμέρισμα.

Προμηνύει ταυτόχρονα μια μοναξιά που φοβικά τον προσμένει στην αποξένωση από τον δικό του γιο. Πίσω από αυτές τις εκδοχές ανιχνεύεται όμως και η μοναξιά του συγγραφέα που καταγράφει τον εαυτό του σε μια προσωπική απολύτως γραφή και τον εγκαταλείπει στη ροή των πολλαπλών αναγνώσεων που θα βρει στον δρόμο του, από τη στιγμή που αποφάσισε να τον εκθέσει εκδοτικά. Αλλά και οι αναγνώσεις ολομόναχες αποδεικνύονται. Πώς θα γινόταν διαφορετικά άλλωστε; Στις καλές λογοτεχνικές γραφές (κι εδώ έχουμε μία από αυτές) η πορεία της δημιουργίας αλλά και της ανάγνωσης είναι μοναχική. Και είναι αυτή που επιτρέπει να έρθουν στην επιφάνεια και να ειπωθούν πράγματα πολύ καλά αποθηκευμένα μέσα μας. Απελευθερωτική η λογοτεχνία στην ουσιαστική της λειτουργία για τον δημιουργό και τον αποδέκτη του έργου ομοίως.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top