Fractal

ΟΛΟΓΡΑΜΜΑΤΑ: Ο αόρατος κόσμος των ορατών ψευδαισθήσεων

Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης // *

 

“Τυφλός τω τοίχω επερειδόμενος, έως ώδε ο κόσμος έφη.”

(τυφλός, όταν έπεσε σε εμπόδιο είπε, μέχρις εδώ φτάνει ο κόσμος;)

 

olog_1

 

Το πνεύμα χρησιμοποιεί τις εικόνες για να συλλάβει την ύστατη πραγματικότητα του κόσμου, ακριβώς επειδή η πραγματικότητα αυτή εκδηλώνεται με τρόπο αντιφατικό και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να εκφραστεί με προσδιορισμένες έννοιες.

Μήπως ζούμε σε έναν κόσμο που δεν αντιλαμβανόμαστε αυτό πού πραγματικά είναι, αλλά αυτό που οι αισθήσεις μας έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν; Αν αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, τα πράγματα που βλέπουμε θα αλλάξουν;

Είναι άραγε άμεσο και αληθινό αυτό που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας; Υπάρχουν στην πραγματικότητα όλα αυτά που παρατηρούμε, αγγίζουμε, γευόμαστε και βλέπουμε; Μήπως όλα είναι μια εικονική πραγματικότητα; Μήπως όλα αυτά τα οποία αντιλαμβανόμαστε με τις ατελείς ανθρώπινες αισθήσεις μας αποτελούν μια πλαστή εικόνα, την οποία δημιουργεί η ανθρώπινη φυσιολογία μέσω του εγκεφάλου και των αισθητηρίων οργάνων μας; Είναι γεγονός πλέον ότι οι νέες, πειραματικά επιβεβαιωμένες όμως, επιστημονικές απόψεις για την ύλη και τα παράγωγά της ανατρέπουν, ή πολλές φορές, ενισχύουν δόγματα τόσο επιστημονικά όσο θεολογικά και κοινωνικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μας οδηγούν σε νέες πολιτισμικές προτεραιότητες τις οποίες θα πρέπει γνωρίσουμε και να ξέρουμε, αφού αυτές πια θα καθορίζουν και θα καθοδηγούν τη ζωή μας.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό καθορίζει ουσιαστικά τη σημασία των όρων: ύλη, χρόνος και χώρος, οι οποίοι χαρακτηρίζουν την ποιότητα και τις αξιακές προτεραιότητες ενός πολιτισμού.

Στη Φιλοσοφία υπάρχουν δυο μορφές γνώσης. Μια γνήσια και μια νόθα. Στην νόθα ανήκουν: η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση και η αφή. Η άλλη μορφή γνώσης αποκτάται μέσω του νου και είναι γνήσια.

Στη Θεολογία, ο άκτιστος Θεός βουλήθηκε και η βούληση του υλοποιήθηκε σε αισθητή και μη αισθητή κτίση. Έτσι υπάρχουν οι εξής πραγματικότητες: Η πραγματικότητα του άκτιστου τριαδικού Θεού και η πραγματικότητα της κτίσεως ως αποτέλεσμα της θείας βούλησης, η οποία υποδιαιρείται σε: μη αισθητή κτήση αθέατου μεγαλείου, σε αισθητή κτίση τεράστιας διαστάσεως, εκτάσεως, όγκου, ποικιλίας και δυνάμεως και τέλος σε μεικτή, από αισθητό και μη αισθητό στοιχείο κτίση. Αν αναφερθούμε ειδικότερα στον καταρρέοντα δυτικό πολιτισμό, τον οποίο όλοι βιώνουμε, αυτός έχει ως βασική αξία και στόχο την έννοια της ύλης. Η ύλη για τη σημερινή επιστημονική, κοινωνική και θεολογική δομή αποτελεί ένα αντικειμενικό γεγονός του οποίου την ύπαρξη κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Στο βωμό της θεοποιημένης ύλης και των παραγώγων της, οι δυτικές κοινωνίες θυσιάζουν το σύνολο των ανθρώπινων αξιών τους, όπως την ελευθερία, τη δικαιοσύνη ακόμη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Όλα αυτά μέχρι χθες. Σήμερα, η σύγχρονη επιστήμη μέσω της αποδεικτικής πειραματικής διαδικασίας έχει καταλήξει σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα για το τι είναι η ύλη και η παραγόμενη απ’ αυτήν υλική πραγματικότητα. Για τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη, η αισθητή πραγματικότητα σ’ οποιοδήποτε επίπεδο αποτελεί μια ψεύτικη εικόνα, την οποία δημιουργεί η ανθρώπινη φυσιολογία μέσω των εγκεφαλικών διαδικασιών. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται φανερή η ουτοπία της θεοποίησης της ύλης και της υπεροχής των υλικών αγαθών απέναντι των ανθρώπινων αξιών. Η συνειδητοποίηση αυτής της μεγάλης αλήθειας οδηγεί σε κατάρρευση όλο το πολιτισμικό σύστημα σε κοινωνικό, οικονομικό, επιστημονικό και θεολογικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό γεννιέται η ανάγκη συγκρότησης ενός νέου πολιτισμικού ρεύματος εναρμονισμένου όμως με τα νέα επιστημονικά δεδομένα περί ύλης.

Το ότι είναι όμως ψευδής η εικόνα του σύμπαντος, όπως την αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και τα όργανα μέτρησης, μπορούμε να το αποδείξουμε και με την κλασική φυσική. Ας αναφερθούμε αρχικά στο αισθητήριο όργανο της όρασης, το μάτι, αυτό το ατελέστατο δέκτη ακτινοβολιών. Το μάτι μας, δεν μπορεί να διακρίνει αντικείμενα τα οποία έχουν διάμετρο μικρότερη από μια ελάχιστη. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να δει τους κόκκους σκόνης, τα εκατομμύρια μόρια των πτητικών αρωματικών ενώσεων, όπως και τον τεράστιο αριθμό μικροσωματίων που βρίσκονται μεταξύ των αντικειμένων. Έτσι, έχουμε την αίσθηση του κενού μεταξύ όλων των αντικειμένων, ενώ στην πραγματικότητα ο χώρος γύρω μας είναι ασφυκτικά γεμάτος. Ένας απέραντος υλικός κόσμος τον οποίον δεν αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας απλώνεται παντού. Το πυκνό αυτό υλικό δεν μας χωρίζει αλλά μας ενώνει. Αν η όραση μας, δεν παρουσίαζε αυτή την αδυναμία, θα αντιλαμβανόμαστε ένα πυκνότατο ρευστό που μέσα του θα έπλεαν τα διάφορα αντικείμενα.

Το ότι η διακριτική ικανότητα του ματιού μας, είναι πάρα πολύ μικρή, σημαίνει ότι όταν δυο αντικείμενα είναι πάρα πολύ κοντά το ένα στο άλλο, δεν μπορεί το μάτι μας να τα δει σαν δυο και τα αντιλαμβάνεται σαν ένα. Αν μπορούσαμε να δούμε ανεξάρτητα τα σωματίδια ή τα αντικείμενα, όσο κοντά κι αν αυτά βρισκόταν, δε θα βλέπαμε μεμονωμένα και ξεχωριστά ένα τραπέζι, έναν άνθρωπο, ένα άλλο αντικείμενο. Θα μπορούσαμε να δούμε τα μόρια τους σαν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Δεν θα βλέπαμε μόνο τα μόρια τους αλλά και τα άτομα των μορίων και ακόμα πάρα πέρα, θα βλέπαμε τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα νετρόνια αλλά και τα στοιχειώδη σωματίδια που απαρτίζουν αυτή την ενότητα. Επειδή όμως τα στοιχειώδη σωματίδια είναι ρεύματα ενέργειας θα βλέπαμε όλο το σύμπαν σαν ένα χυλό ενέργειας. Τίποτα δεν θα διακρινόταν από το άλλο γιατί τα στοιχειώδη σωματίδια που φτιάχνουν ένα τραπέζι, είναι ομοειδή με τα στοιχειώδη σωματίδια που φτιάχνουν όλα τα άλλα αντικείμενα. Όλο το σύμπαν θα ήταν μια τεράστια κοχλάζουσα ενέργεια και μέσα σ’ αυτή, αυτό που σήμερα ονομάζουμε αντικείμενο, θα ήταν πιθανότατα ένας χώρος ελάχιστα πιο μεγάλης πυκνότητας, ενιαίος όμως.

Το 1826, ο Johannes Müller υποστήριξε ότι το κάθε είδος ανθρώπινης αίσθησης, είναι αποτέλεσμα των ιδιοτήτων κάποιας συγκεκριμένης νευρικής ίνας, η οποία μεταφέρει τα ερεθίσματα των αισθητηρίων οργάνων σε διαφορετικά καταληκτικά σημεία του εγκεφάλου. Με τον τρόπο αυτό για κάθε αίσθηση, έχουμε αρχικά το όργανο που λαμβάνει πληροφορίες από τον έξω κόσμο, μέσω κάποιων κύτταρων, που ονομάζονται αισθητικοί υποδοχείς. Το καθένα από αυτά τα κύτταρα, έχει ευαισθησία σε μια μόνο μορφή φυσικής ενέργειας. Σε μια δεύτερη φάση, τα ενεργειακά ερεθίσματα που μαζεύουν τα αισθητήρια όργανα μετασχηματίζονται σε ηλεκτροχημική ενέργεια. Η ενέργεια αυτή στη συνέχεια, μετατρέπεται σε ένα νευρικό ενεργειακό σήμα, που μέσω των νευρώνων μεταφέρεται στον εγκέφαλο. Έτσι οι πληροφορίες που μεταφέρονται στον εγκέφαλο, δεν καθορίζονται από τον τύπο του σήματος αλλά από τον δρόμο που θα ακολουθήσει το ηλεκτρικό σήμα, προκειμένου να φτάσει στον εγκέφαλο. Τελικά, ο εγκέφαλος είναι εκείνος, που θα αναλύσει και θα ερμηνεύσει τα σχέδια των εισερχόμενων ηλεκτρικών σημάτων και θα δημιουργήσει την αντίληψη. Μια άλλη ενδιαφέρουσα ιδιότητα, των διατεινόμενων μέσω των ανθρώπινων νευρώνων ενεργειακών σημάτων, είναι το ενεργειακό κατώφλι. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε άνθρωπο, αν το ενεργειακό ερέθισμα που προσλαμβάνει ένα αισθητήριο όργανο, δεν ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ποσό ενέργειας, δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα ενεργειακό σήμα και έτσι η ανθρώπινη φυσιολογία το αγνοεί ως μη υπάρχον.

Με βάση τα προηγούμενα, γίνεται κατανοητό ότι αυτό το οποίο αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, το μάτι, το αυτί μας, η όσφρηση μας, δεν είναι η πραγματικότητα αλλά μια πλάνη των αισθήσεων μας. Η πραγματικότητα των αισθήσεων μας, αυτό το δημιούργημα το οποίο ονομάζουμε φύση ή κόσμο, δεν έχει καμιά υπόσταση για τη σύγχρονη φυσική. Το αντιλαμβανόμαστε έτσι, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχουν δομηθεί οι αισθήσεις μας. Εάν είχαν δομηθεί διαφορετικά, θα είχαμε μια τελείως διαφορετική οπτική γωνία. Συνεπώς κυρίαρχο ρόλο παίζει το πώς έχει δομηθεί ο νους μας, το μυαλό μας, ο εγκέφαλος μας, για να καταλάβουμε το σύμπαν που μας περιβάλει.

Ας δούμε όμως μερικά παραδείγματα, τα οποία πιστοποιούν όλα τα προηγούμενα. Στις θερμές περιοχές, παρατηρείται ένα παράξενο φαινόμενο. Ο αντικατοπτρισμός. Το φαινόμενο αυτό, μας κάνει να βλέπουμε αντικείμενα που δεν υπάρχουν, θεωρώντας μάλιστα ότι βρίσκονται πολύ κοντά μας. Έτσι πολλοί ταξιδιώτες μέσα στην έρημο, κουρασμένοι, βλέπουν στο βάθος του ορίζοντα, μια όαση και νερά να κυλάνε. Τρέχουν να πιούν νερό και μόλις φτάνουν κοντά, αντιλαμβάνονται ότι η όαση που ήταν τόσο βέβαιοι ότι υπάρχει, ήταν μια ψευδαίσθηση της όρασης τους, που δημιουργήθηκε με βάση το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού. Θα πρέπει να πούμε ότι υπάρχει μια σημαντική διάκριση μεταξύ οπτικής ψευδαίσθησης και οφθαλμαπάτης. Η οπτική ψευδαίσθηση, συντελείται στον εξωτερικό κόσμο, ενώ η οφθαλμαπάτη συντελείται μέσα στο μυαλό μας. Η πρώτη έχει να κάνει με τις φυσικές ιδιότητες του φωτός, ενώ η δεύτερη είναι μια κατασκευή του εγκεφάλου. Πολλοί άνθρωποι βλέπουν την οφθαλμαπάτη ως σφάλμα της αντίληψης μας. Αυτό όμως δεν ισχύει. Οι οφθαλμαπάτες, βασικά αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος μας επεξεργάζεται τις πληροφορίες και κατασκευάζει την αίσθηση μας και τη πραγματικότητα. Η πραγματικότητα έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε σπάνια ταιριάζει με τον κόσμο εκεί έξω. Το μεγαλύτερο μέρος της αντίληψης μας, είναι απατηλό. Ο εγκέφαλος στην πραγματικότητα κατασκευάζει το μεγαλύτερο μέρος της οπτικής εμπειρίας μας. Ας δώσουμε και ένα δεύτερο παράδειγμα που έχει να κάνει με το φαινόμενο της όρασης. Οι ακτίνες, όπως έρχονται από τα φωτιζόμενα αντικείμενα φτάνουν στην κυρτή επιφάνεια του ματιού μας, περνάνε από την κόρη και εστιάζονται στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Είναι γνωστό ότι εκεί τα αντικείμενα εμφανίζονται ανάποδα και ανάστροφα. Δηλαδή, το πάνω κάτω και το δεξιά αριστερά. Γεννιέται τώρα το ερώτημα, γιατί αφού τα πράγματα εμφανίζεται στον αμφιβληστροειδή χιτώνα μας ανάστροφα, εμείς τα βλέπουμε ορθά; Αυτό συμβαίνει επειδή ο εγκέφαλος μας έχει εκπαιδευτεί έτσι ώστε να βλέπει αυτά τα αντικείμενα όπως τα βλέπουμε. Δηλαδή το πάνω, πάνω και το κάτω, κάτω – το δεξιά, δεξιά και το αριστερά, αριστερά.

Ο George Stratton γνωστός αμερικάνος ψυχολόγος, έκανε το εξής πείραμα: σφράγισε το ένα του μάτι καλά, ενώ στο άλλο του μάτι, προσάρμοσε ένα φακό, ο οποίος είχε την ιδιότητα να αντιστρέφει όλα τα αντικείμενα. Για μέρες ολόκληρες ο Stratton έβλεπε όλα τα αντικείμενα ανεστραμμένα. Γρήγορα όμως ο εγκέφαλος προσαρμόστηκε στα καινούργια αυτά δεδομένα, και ενώ μέσω του φακού στην αρχή έβλεπε ανεστραμμένα τα αντικείμενα, με την προσαρμογή του εγκεφάλου του τα έβλεπε πάλι κανονικά, σα να μη φόραγε το φακό. Μετά από λίγες ημέρες ο Stratton, αφαιρώντας αυτόν το φακό, με έκπληξη διαπίστωσε ότι έβλεπε τα πάντα γύρω του ανεστραμμένα. Μέχρις ότου με την πάροδο των ημερών ο εγκέφαλος του προσαρμόστηκε και πάλι στα καινούργια δεδομένα και άρχισε να βλέπει τα πράγματα κανονικά. Αυτό αποδεικνύει ότι το μάτι μας δεν βλέπει ακριβώς αυτό το οποίο συμβαίνει αλλά βλέπει αυτό που ο εγκέφαλος μας το διατάζει να βλέπει.

Ένα άλλο παράξενο φαινόμενο της αντίληψης, είναι το φαινόμενο της συναισθησίας. Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Cambridge, πειραματιστήκαν πάνω σε ανθρώπους, που πραγματικά παρουσίαζαν μια περίεργη ιδιομορφία. Ένα μεγάλο μέρος των οπτικών νευρώνων τους, αντί να καταλήγει στο οπτικό κέντρο του εγκεφάλου, είχε εγκατασταθεί στο ακουστικό κέντρο. Και αντιστρόφως ένα μεγάλο μέρος των ακουστικών νευρώνων, αντί να καταλήγουν στο ακουστικό κέντρο, βρισκόταν στο οπτικό κέντρο. Λόγω αυτής της ιδιομορφίας, οι άνθρωποι αυτοί άκουγαν τα χρώματα και έβλεπαν τους ήχους. Αυτό είναι το φαινόμενο της συναισθησίας, που κάποιοι άνθρωποι δεν το παρουσιάζουν μόνιμα, αλλά περιστασιακά. Έτσι γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι οι οποίοι παίρνουν LSD, για όσο διαρκεί η ενέργεια του σκευάσματος, παρουσιάζουν φαινόμενα συναισθησίας. Γι’ αυτόν τον λόγο θέλουν να βιώνουν σκοτεινούς χώρους, με πολύ έντονη μουσική, την οποία αντιλαμβάνονται σαν μια πανδαισία χρωμάτων, που τους έλκει και τους κάνει να νιώθουν ότι βρίσκονται σε ένα κόσμο έξω από την πραγματικότητα.

Τα προηγούμενα οδηγούν την σύγχρονη επιστημονική σκέψη στο συμπέρασμα ότι η αισθητή πραγματικότητα, σε οποιοδήποτε επίπεδο, αποτελεί μια ψεύτικη εικόνα την οποία δημιουργεί η ανθρώπινη φυσιολογία μέσω των εγκεφαλικών διαδικασιών. Στην πραγματικότητα τα πάντα μέσα στο σύμπαν είναι ενιαία. Εκεί έξω στο συμπαντικό χώρο, δεν υπάρχει η έννοια της διαίρεσης, της ατομικότητας, του εγώ και του έχω. Όλα είναι ένα. Κάθε δράση σε κάποιο σημείο του χώρου, επηρεάζει το σύνολο του χώρου – αλλά και κάθε δράση, έχει σαν αποτέλεσμα μια ίση αντίδραση.

Ο άνθρωπος ως ύλη αποτελεί και αυτός συστατικό της ενιαίας και αδιατάρακτης συμπαντικής πραγματικότητας. Η έννοια της ατομικότητας, του εγώ και του έχω, δεν αποτελούν παρά πλαστές εικόνες των ανθρώπινων αισθήσεων. Κάθε κακή δράση του ανθρώπου πάνω σε κάποιον άλλο άνθρωπο ή ακόμα πάνω στη φύση, έχει επίδραση στο σύνολο της δημιουργίας άρα και στον ίδιο τον άνθρωπο που την προκάλεσε.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι’ αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα, την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο, τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους… Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε από τον συνομιλητή του την αλήθεια / γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορεί να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τι να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμηση) , η οποία υπάρχει μέσα μας.

Δεν είναι τι κοιτάς που έχει σημασία, αλλά τι βλέπεις. Το να βλέπεις, είναι ένα πράγμα. Το να βλέπεις αυτό που κοιτάς, είναι ένα άλλο. Το να καταλαβαίνεις αυτό που βλέπεις, είναι επίσης άλλο. Το να μαθαίνεις από αυτό, είναι ακόμα κάτι άλλο. Αλλά το να ενεργείς με βάση αυτό που μαθαίνεις, είναι αυτό που πραγματικά έχει σημασία. Σπάνια ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται όπως βλέπει. Συνήθως βλέπει όπως αντιλαμβάνεται. Ο άνθρωπος βλέπει μόνο αυτά που είναι προετοιμασμένος να δει.

Ο τρόπος που βλέπουμε ένα αντικείμενο είναι ουσιαστικά η αντίληψη του φωτός που πέφτει πάνω του. Αν αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, τα πράγματα που βλέπουμε θα αλλάξουν κι αυτά. Μπορούμε να πούμε με ένα βαθμό βεβαιότητας πως όλα όσα βλέπει το μάτι δεν είναι αυτό που φαίνονται.

Η ολογραματική τέχνη είναι ο μαγικός καθρέφτης που αντανακλά τα αόρατα όνειρά σου σε ορατές εικόνες. Η ολογραφία, από τις ελληνικές λέξεις όλον και γράφειν, είναι μια τεχνική για την καταγραφή των φωτεινών κυμάτων που σκεδάζονται από ένα αντικείμενο. Αποτέλεσμα της καταγραφής αυτής είναι το ολόγραμμα που, όταν φωτισθεί με κατάλληλο τρόπο, αναπαράγει ένα τρισδιάστατο είδωλο-αντίγραφο του αντικειμένου. Η αίσθηση των τριών διαστάσεων επιτείνεται από τις ανακλάσεις του φωτός στην «επιφάνεια» του ολογραφικού ειδώλου, τις έντονες φωτοσκιάσεις, την λεπτομερή απόδοση της επιφανειακής υφής των υλικών αλλά κυρίως από την οριζόντια και κατακόρυφη οπτική παράλλαξη.

Τα ολογράμματα αναπαράγουν τη μέχρι σήμερα «ελλείπουσα» από τα μέσα οπτικής επικοινωνίας τρίτη διάσταση, με βάθος και παράλλαξη, που οι ζωγράφοι προσπάθησαν να αποδώσουν σαν συγκλίνουσες γραμμές με τα τεχνάσματα της προοπτικής και οι σύγχρονες στερεοσκοπικές τεχνολογίες με πολωτικούς φακούς και αντίστοιχες οπτικές διατάξεις αποκωδικοποίησης.

 

olog_3

 

Οι αρχές της ολογραφίας ανακαλύφθηκαν από τον Ουγγρικής καταγωγής Dennis Gabor το 1948 που τιμήθηκε για την ανακάλυψη αυτή με βραβείο Nobel. Η μέθοδος του Gabor παρέμεινε ανεκμετάλλευτη για πολλά χρόνια λόγω έλλειψης κατάλληλης μονοχρωματικής φωτεινής πηγής απαραίτητης για την εγγραφή του ολογραφήματος. Το 1962, μετά την ανακάλυψη των laser, οι Αμερικάνοι E. Leith και J. Upatnieks χρησιμοποιώντας μια παραλλαγή της μεθόδου του Gabor και με τη χρήση laser κατόρθωσαν να δημιουργήσουν τρισδιάστατα είδωλα πολύπλοκων αντικειμένων. Η μέθοδος των Leith & Upatnieks είχε το σοβαρό μειονέκτημα ότι απαιτούσε τη χρήση laser για τον φωτισμό του ολογραφήματος για την σωστή αναπαραγωγή του ειδώλου. Η μεγάλη ώθηση ήρθε από τις εργασίες του Ρώσου Υ. Ν. Denisyuk, ο οποίος ανακάλυψε την ομώνυμη μέθοδο καταγραφής ολογραμμάτων. Τα ολογράμματα Denisyuk αναπαράγουν τα τρισδιάστατα είδωλα τους όταν φωτίζονται από κοινές πηγές σημειακού φωτισμού ή τον ήλιο. Αυτό που κάνει η τεχνολογία της ολογραμματικής φωτογραφίας είναι να προβάλλει το φως το οποίο θα έπρεπε να ανακλάται στο αντικείμενο, αν αυτό βρισκόταν πραγματικά εκεί, παρέχοντας μία τρισδιάστατη εικόνα.

Η ικανότητά μας να βλέπουμε τρισδιάστατα οφείλεται στην στερεοσκοπική όραση, δηλαδή στο ότι κάθε μάτι βλέπει το ίδιο αντικείμενο από σχετικά μικρή, αλλά διαφορετική οπτική γωνία, με αποτέλεσμα την ίδια στιγμή ο εγκέφαλος να παραλαμβάνει ελαφρά διαφοροποιημένες εικόνες του ίδιου αντικειμένου. Η διαφοροποίηση αυτή ονομάζεται παράλλαξη. Ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί αυτές τις οπτικές πληροφορίες από τις διάφορες παραλλάξεις, για να προσδιορίσει το βάθος των αντικειμένων, τη σχετική θέση μεταξύ τους και τις αποστάσεις των αντικειμένων από τον παρατηρητή. Για να δούμε ένα αντικείμενο τρισδιάστατα απαιτείται η καταγραφή τόσο της έντασης του κύματος όσο και της φάσης. Αν παρατηρήσουμε μια κοινή φωτογραφία δεν έχουμε αντίληψη του βάθους γιατί στη φωτογραφία βλέπουμε το ίδιο τμήμα του μετώπου κύματος και από τα δυο μάτια με αποτέλεσμα να χάνεται η παράλλαξη η οποία ευθύνεται για την τρισδιάστατη όραση.

Στην ολογραφία προκειμένου να πετύχουμε την καταγραφή στο οπτικό μέσο αποθήκευσης τόσο της έντασης όσο και της φάσης του κύματος χρησιμοποιούμε τη συμβολή δύο διαφορετικών μονοχρωματικών κυμάτων. Σύμφωνα με τη συμβολομετρία η συνισταμένη ένταση που προκύπτει από την υπέρθεση των δύο κυμάτων περιέχει πληροφορία τόσο για την ένταση όσο και για τη χωρική φάση του ενός κύματος εφόσον είναι γνωστά τα χαρακτηριστικά του άλλου. Εδώ εισέρχεται η έννοια του κύματος αντικειμένου και του κύματος αναφοράς που απαιτείται προκειμένου να έχουμε συμβολή.

Πιο συγκεκριμένα η τεχνική της ολογραφίας περιλαμβάνει δύο στάδια. Αυτό της κατασκευής του ολογράμματος με την καταγραφή των απαραίτητων πληροφοριών για την ένταση και τη φάση στο καταγραφικό μέσο και αυτό της ανακατασκευής του μετώπου κύματος με τη χρησιμοποίηση του ολογράμματος για την απεικόνιση της τρισδιάστατης εικόνας.

Όσον αφορά την κατασκευή του ολογράμματος χρησιμοποιούμε το αντικείμενο που θέλουμε να απεικονίσουμε, μια φωτεινή πηγή, που είναι συνήθως ένα laser μονοχρωματικής ακτινοβολίας, ένα σύστημα φακών, διαχωριστών και καθρεφτών για τη δημιουργία των δύο κυμάτων που θα συμβάλουν και το καταγραφικό μέσο.

Το τρισδιάστατο αυτών των εικόνων δεν είναι το μόνο αξιόλογο χαρακτηριστικό των ολογραμμάτων. Αν το ολόγραμμα ενός αντικειμένου κοπεί στη μέση και ύστερα φωτιστεί από ένα λέιζερ, το κάθε μισό θα συνεχίσει να περιέχει ολόκληρη την εικόνα του. Μάλιστα, ακόμα και αν τα δύο μισά ξανακοπούν στη μέση, κάθε κομμάτι του φιλμ θα περιέχει πάντοτε μια μικρότερη αλλά πλήρη εκδοχή της αρχικής εικόνας. Αντίθετα από την κανονική φωτογραφία, κάθε κομμάτι του ολογράμματος περιέχει όλες τις πληροφορίες που διαθέτει το σύνολο.

Η φύση της ολογραφίας (το όλον σε κάθε τμήμα) μας προσφέρει έναν εντελώς καινούργιο τρόπο να κατανοήσουμε την οργάνωση και την τάξη. Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας της, η δυτική επιστήμη έχει κινηθεί με την αντίληψη ότι ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσουμε ένα φυσικό φαινόμενο, είτε πρόκειται για ένα βάτραχο είτε για ένα άτομο, είναι να το τεμαχίσουμε και να μελετήσουμε τα τμήματά του.

Η ολογραφία μας διδάσκει ότι μερικά πράγματα στο σύμπαν μάλλον δεν προσφέρονται γι’ αυτή την προσέγγιση. Αν προσπαθήσουμε να τεμαχίσουμε κάτι που έχει κατασκευαστεί ολογραφικά, δεν θα πάρουμε τα τμήματα που το απαρτίζουν, αλλά μόνο μικρότερα σύνολα.

Υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ή μήπως το σύμπαν είναι ένα φάντασμα;

Σε ένα ολογραφικό σύμπαν, ακόμα και ο χρόνος και ο χώρος δεν μπορούν να θεωρούνται πια ως θεμελιώδη στοιχεία. Επειδή έννοιες όπως η τοπικότητα δεν ισχύουν σε ένα σύμπαν όπου τίποτα δεν είναι πράγματι χωριστό από οτιδήποτε άλλο, ο χρόνος και ο τρισδιάστατος χώρος θα πρέπει επίσης να θεωρούνται ως προβολές της βαθύτερης αυτής τάξης.

Στο βαθύτερο επίπεδό της η πραγματικότητα είναι ένα είδος υπερολογράμματος όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Αυτό υποδηλώνει ότι με τα κατάλληλα εργαλεία ίσως μια μέρα να μπορούμε να διεισδύσουμε στο υπερολογραφικό επίπεδο της πραγματικότητας για να ανασύρουμε σκηνές από το ξεχασμένο παρελθόν.

Το τι άλλο περιέχει το υπερολόγραμμα είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Εάν, για χάρη της συζήτησης, δεχτούμε ότι το υπερολόγραμμα είναι η μήτρα που έχει γεννήσει τα πάντα στο σύμπαν μας, το ελάχιστο που περιέχει είναι κάθε υποατομικό σωματίδιο που έχει υπάρξει ή θα υπάρξει, κάθε δυνατό μόρφωμα ύλης και ενέργειας. Πρέπει να το βλέπουμε σαν μια κοσμική αποθήκη των πάντων. Τα πάντα αλληλοδιεισδύουν στα πάντα και, αν και η ανθρώπινη φύση προσπαθεί να κατηγοριοποιήσει, να ταξινομήσει και να υποδιαιρέσει τα διάφορα φαινόμενα του σύμπαντος, όλοι οι καταμερισμοί είναι κατ’ ανάγκη τεχνητοί και το σύνολο της φύσης είναι τελικά ένα αδιάσπαστο όλον.

Η μυστηριώδης ικανότητά μας να ανακαλούμε οποιαδήποτε πληροφορία χρειαζόμαστε από την τεράστια αποθήκη της μνήμης μας γίνεται πιο κατανοητή εάν ο εγκέφαλος λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της ολογραφίας. Εάν ένας φίλος σας ζητήσει να του πείτε τι σας έρχεται στο νου όταν σας λέει τη λέξη “ζέβρα”, δεν χρειάζεται να ψάξετε αδέξια σε ένα τεράστιο αλφαβητικό αρχείο του εγκεφάλου για να βρείτε την απάντηση. Αντίθετα, συνειρμοί όπως “ραβδώσεις”, “ιπποειδές” και “ζώο της Αφρικής” ξεπετάγονται αυτομάτως στο κεφάλι σας.

Πράγματι, ένα από τα πιο εκπληκτικά πράγματα στην ανθρώπινη διαδικασία σκέψης είναι ότι κάθε κομμάτι πληροφορίας φαίνεται να είναι αυτόματα αλληλένδετο με κάθε άλλο κομμάτι πληροφορίας, ένα άλλο χαρακτηριστικό εγγενές στο ολόγραμμα. Επειδή κάθε τμήμα ενός ολογράμματος είναι απείρως αλληλένδετο με κάθε άλλο τμήμα, είναι ίσως το υπέρτατο παράδειγμα αλληλένδετου συστήματος της φύσης.

Ήδη από την αυγή των πολιτισμών οι λαοί υφίσταντο πάντα την επίδραση των ψευδαισθήσεων. Πρόκειται για φανταστικές σκιές, δίχως αμφιβολία∙ όμως, αυτές οι θυγατέρες των ονείρων μας έχουν υποκινήσει τους λαούς να δημιουργήσουν όλα όσα απαρτίζουν το μεγαλείο των πολιτισμών.

 

olog_2 

 

Το σύμπαν ως ολόγραμμα του Gregg Braden

«Μία από τις πιο ισχυρές αρχές, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν, είναι το γεγονός ότι αυτό φαίνεται να είναι ολογραφικό από τη φύση του.

Ο ορισμός του ολογράμματος είναι ότι, όσο κι αν διαιρέσεις ένα μοτίβο το όλον παραμένει ακόμα και στο μικρότερο κομμάτι. Η συνειδητότητά μας, μέσω του σύμπαντος, λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι όλοι μας, ως μέρη του μεγαλύτερου συνόλου, είμαστε συνδεδεμένοι.

Έτσι, τα φαινομενικά ασήμαντα πράγματα που κάνουμε κάθε μέρα, όπως το πώς συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον στο οικογενειακό τραπέζι, το πώς νοιώθουμε βλέποντας τις ειδήσεις, το πώς αντιδρούμε όταν ο μπροστινός οδηγός μας κόβει το δρόμο, κ.λ.π. σε όλες αυτές τις φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της ζωής μας, στην πραγματικότητα κάνουμε μια συζήτηση με το σύμπαν, το κβαντικό ολόγραμμα, το νου του Θεού, ατομικά. Κι αν βάλουμε μαζί όλες αυτές τις μικρές συζητήσεις, αυτό γίνεται η συλλογική απάντηση.

Το σύμπαν αντικατοπτρίζει τη συλλογική αγάπη, τη συλλογική εκτίμηση, ή αγνωμοσύνη, το συλλογικό θυμό, οργή, ή φόβο. Έτσι, καθώς βλέπουμε τα γεγονότα στη ζωή μας να ξεδιπλώνονται και αναρωτιόμαστε «γιατί να συμβαίνουν αυτά; Πώς μπορεί να γίνονται αυτά έτσι;» καλό θα ήταν να κρατήσει ο καθένας μας αυτές τις αρχές στο νου του και να ρωτήσει το εαυτό του: «Πιστεύεις, βλέπεις αυτές τις αρχές,  τις βλέπεις να εκδηλώνονται στον κόσμο γύρω σου;» Και αν η απάντηση είναι ναι, η αρχή δουλεύει αμφίδρομα: όταν αρχίζουμε να νοιώθουμε τα συναισθήματα των πραγμάτων που θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας και στον κόσμο μας, το ολόγραμμα εξ ορισμού θα αντικατοπτρίσει αυτά τα συναισθήματα πίσω σε εμάς.

Ακούω από πολλούς ανθρώπους να λένε ότι, «όταν προσφέρουμε την προσευχή μας μέσα από το σώμα μας, πρέπει να την κατευθύνουμε στο μέρος που επιθυμούμε. Αν προσευχόμαστε για παράδειγμα για τη θεραπεία των αγαπημένων μας, πρέπει με κάποιο τρόπο να εκπέμψουμε την ενέργεια αυτή από το σώμα μας προς τα εκεί που βρίσκονται». Αυτές είναι καλές προθέσεις, αλλά το ολόγραμμα μας λέει ότι δεν χρειάζεται να στείλουμε τίποτα πουθενά. Λέει πως όταν νοιώθουμε το συναίσθημα στο σώμα μας, αυτό ήδη υπάρχει παντού, επειδή είμαστε μέρος αυτού του όλου.

Ακριβώς όπως το ολογραφικό αντικείμενο παραμένει ακέραιο, όσο κι αν το τεμαχίσουμε, έτσι κι εμείς είμαστε μικρά κομμάτια αυτού του μεγαλύτερου ολογράμματος, αυτής της μεγαλύτερης συνειδητότητας. Επειδή, πολύ απλά, όταν αισθανόμαστε χρησιμοποιούμε την ενέργεια μέσα μας για να δημιουργήσουμε ότι διαλέξουμε, αυτό ήδη υπάρχει, παντού και πάντα.

Ίσως σας έχει τύχει να πηγαίνετε να τηλεφωνήσετε σε κάποιον που συμπαθείτε και να δείτε ότι είναι ήδη στην άλλη άκρη της γραμμής. Με τη μητέρα μου το παθαίνω αυτό συχνά. Προσπαθώ να της τηλεφωνώ τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα απ’ όπου κι αν βρίσκομαι και συχνά την πετυχαίνω στην άλλη άκρη ή η γραμμή είναι κατειλημμένη επειδή εκείνη τη στιγμή μου τηλεφωνεί.

Άρα, όταν συμβαίνει αυτό, τι γίνεται; Πώς μεταφέρεται η πληροφορία ώστε να έχουμε αυτήν την ταυτόχρονη επαφή; Όλοι σχεδόν έχουμε αυτήν την εμπειρία. Ίσως το κβαντικό ολόγραμμα, η ολογραφική αρχή, να είναι η απάντηση, λόγω του ότι όταν νοιώθουμε κάτι σε ένα μέρος, σε κάποιο βαθμό αυτό το συναίσθημα υπάρχει ήδη σε κάθε άλλο μέρος. Και στο βαθμό που μπορούμε να εστιάσουμε σ’ αυτό το συναίσθημα και να «ακονίσουμε» αυτήν την ικανότητα, να νοιώθουμε συναισθήματα στην καρδιά μας, αντί απλά να τα σκεφτόμαστε στο μυαλό μας, στο βαθμό αυτό, έχουμε τη δυνατότητα να θεραπεύσουμε και να μεταφέρουμε πέρα από το σώμα μας ό,τι νοιώθουμε μέσα μας.

Τι μας λέει αλήθεια, αυτή η πληροφορία για τον τρόπο που ζούμε τη ζωή μας και για ό,τι βλέπουμε να συμβαίνει στον κόσμο μας; Αυτό που τουλάχιστον μας λέει είναι ότι κάτι υπάρχει εκεί έξω. Υπάρχει ένα πεδίο, μια ζωντανή ευφυΐα, που συνδέει τα πάντα στη Δημιουργία, μη εξαιρώντας τίποτα, οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο ή στο σώμα μας. Γνωρίζουμε λόγω αυτής της αρχής, ότι όλα είναι μέρος όλων των άλλων. Ξέρουμε ότι είμαστε συνδεδεμένοι μ’ αυτό το πεδίο μέσω αυτών που ονομάζουμε σκέψη, αίσθημα και συναίσθημα.

Πιο συγκεκριμένα, τα συναισθήματα στην καρδιά μας είναι η γλώσσα που μας ενώνει με το σύμπαν. Είναι η γλώσσα που το σύμπαν αναγνωρίζει. Ίσως να μην αναγνωρίζει τις διανοητικές διεργασίες της γλώσσας, όταν πχ. λέμε «Θεέ μου, κάνε να έρθει ειρήνη στον κόσμο». Σίγουρα όμως αναγνωρίζει τη γλώσσα του συναισθήματος όταν νοιώθουμε την ειρήνη στην καρδιά μας σαν να είναι ήδη εκεί.

Κατά τη δική μου οπτική, πρόκειται για πολύ δυνατές πληροφορίες, γιατί πηγαίνουν την ιδέα της προσευχής πέρα από κάθε θρησκευτική ή πνευματική παράδοση και γιατί δημιουργούν μια εσωτερική τεχνολογία ανοιχτή σε όλους. Ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις μας, τον τρόπο ζωής μας, την γενεαλογία μας, την κληρονομιά μας, ή το πώς και πού διαλέγουμε να ζούμε, μας λέει ότι κάθε στιγμή έχουμε ένα συναίσθημα και λόγω αυτού του συναισθήματος επικοινωνούμε με τον κόσμο γύρω μας.

Έτσι, αντί να βλέπουμε την προσευχή σαν κάτι που «κάνουμε» πότε-πότε – όταν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο- και μετά σταματάμε και απομακρυνόμαστε, ίσως μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε την προσευχή ως τον τρόπο που νοιώθουμε τη ζωή μας και αφού νοιώθουμε πάντα, κάθε στιγμή της ζωής μας, η ζωή μας γίνεται προσευχή.

Μπορούμε πάντα να έχουμε το συναίσθημα της ειρήνης στην καρδιά μας. Είτε οδηγούμε, είτε μελετάμε, είτε πηγαίνοντας στα μαγαζιά ή στο αεροδρόμιο, αν σε ένα βαθμό, μπορούμε να νοιώσουμε αυτό το συναίσθημα, η ζωή γίνεται προσευχή. Έτσι, καθώς βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας, βλέπουμε έναν κόσμο που αλλάζει πολύ γρήγορα.

Μερικοί πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι εκτός ελέγχου και νοιώθουν αδύναμοι να κάνουν οτιδήποτε. Αυτές οι αρχές όμως, μας θυμίζουν ότι είμαστε μέρος όλων όσων βλέπουμε. Ο κόσμος γύρω μας δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, από μια αντανάκλαση του ό,τι έχουμε γίνει εσωτερικά.

Η γλώσσα αυτών που ήρθαν πριν από εμάς, μας θυμίζει ότι πρέπει να γίνουμε αυτά τα οποία διαλέγουμε να μας συμβούν στη ζωή. Πρέπει να γίνουμε η ειρήνη, η θεραπεία, η συνεργασία, η συμπόνια, η αγάπη, η φροντίδα, που θέλουμε να έχουμε στη ζωή μας. Πρέπει εμείς να γίνουμε αυτά τα πράγματα, έτσι ώστε το πεδίο να μας τα αντικατοπτρίσει. Με αυτό τον τρόπο, ο καθένας από εμάς, μαθαίνει πώς να είναι καλύτερος άνθρωπος και καθώς, μ’ αυτόν τον τρόπο, γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι, χτίζουμε έναν καλύτερο κόσμο».

 

 

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top