Fractal

Όλοι επιστρέφουν κάποτε [ακόμα και μέσα απ’ το έργο τους]

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου // *

 

"Cimon und Pero" (Caritas romana) του  Jean-Baptiste-Henri Deshays, ο πίνακας στην ελληνική έκδοση
“Cimon und Pero” (Caritas romana) του Jean-Baptiste-Henri Deshays, ο πίνακας στην ελληνική έκδοση

«Ρετροσπεκτίβα» του Αβραάμ Γεοσούα, μετάφραση: Μάγκυ Κοέν. εκδ. «Πόλις», σελ. 574

 

Αναδρομή, φλας μπακ, αφιέρωμα, ρετροσπεκτίβα: συγκέντρωση έργων ενός καλλιτέχνη και παρουσίασή τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα στο κοινό, ενισχυμένη με εισηγήσεις ειδικών, επιμέρους αλλά και γενικότερες συζητήσεις, προβολές, συναυλίες και διαλέξεις με σύνηθες επισφράγισμα στο τέλος τιμητική βράβευση του καλλιτέχνη από τον φορέα που διοργάνωσε την εκδήλωση.

Ο Αβραάμ Γεοσούα διαλέγει τον όρο ρετροσπεκτίβα που συνηθίζεται περισσότερο στον χώρο του κινηματογράφου και γι αυτό ταιριάζει τέλεια στον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματός του, τον 70χρονο σκηνοθέτη Γιαΐρ Μόζες και χωρίς χρονοτριβές κεντάει με λέξεις, βελονιά-βελονιά, ένα μυθιστόρημα αριστουργηματικό, πολυφωνικό, ψυχογραφικό από τα πιο λεπτεπίλεπτα και διεισδυτικά, τα σχεδόν σοφά, που έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, αρμονικά αναπτυγμένο σε 574 σελίδες μεγάλου μεγέθους, που μοιάζουν πολλές αλλά δεν είναι, διότι το κείμενο δομημένο αριστοτεχνικά από τον έμπειρο και ευφυή συγγραφέα, γραμμένο με λιτή αλλά διόλου φτωχή γλώσσα, απαλλαγμένο από ανοικονόμητες φιλοσοφικές φλυαρίες στις οποίες θα μπορούσε, ίσως,να αρχίσει να στροβιλίζεται εκ των πραγμάτων, του ίδιου τού πολύπτυχου θέματός του δηλαδή, δεν κουράζει σε καμία περίπτωση και τον πιο στρυφνό αναγνώστη.

Διαβάζω, τονίζοντας σημεία-κλειδιά, στο οπισθόφυλλο (επιτέλους ένα οπισθόφυλλο λιτό, περιεκτικό, ακριβές και καλογραμμένο):

«Ο Γιαΐρ Μόζες, ένας καταξιωμένος ισραηλινός σκηνοθέτης στη δύση της ζωής του,  φτάνει στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, μαζί με τη γερασμένη ηθοποιό και πρώην μούσα του, τη Ρουθ, για να παραστεί σε ένα αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του. Για έναν ανεξήγητο, ύποπτο λόγο, έχουν επιλεγεί γι αυτή τη ρετροσπεκτίβα μόνον οι  πρώτες, νεανικές ταινίες του Μόζες, αυτές που είχε γυρίσει σε συνεργασία με τον πρώην σεναριογράφο του, με τον οποίο είναι μαλωμένος εδώ και τριάντα χρόνια.Πάνω από το κρεβάτι του, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο Μόζες ανακαλύπτει το αντίγραφο ενός αινιγματικού πίνακα με τίτλο Ρωμαϊκή ευσπλαχνία (Caritas Romana), που παριστάνει μια νέα γυναίκα να θηλάζει έναν ηλικιωμένο φυλακισμένο. Η παράσταση αυτού του πίνακα μοιάζει σαν πιστή απεικόνιση μιας τολμηρής σκηνής που είχε συλλάβει ο ευφάνταστος, στα όρια της ιδιοφυΐας, σεναριογράφος του, και την οποία ο Μόζες είχε καταργήσει, βιαστικά και ανενδοίαστα, προκαλώντας έτσι την οριστική ρήξη μεταξύ τους.
Πώς και γιατί βρίσκεται τώρα αυτός ο πίνακας στο δωμάτιό του; Και ποιος κινεί τα νήματα αυτής της παράξενης ρετροσπεκτίβας; Καθώς ξετυλίγονται στην οθόνη οι σκηνές από τις παλιές ταινίες του, θραύσματα αναμνήσεων και απωθημένα συναισθήματα κατακλύζουν τον γηραιό σκηνοθέτη. Ο Μόζες,σαν άλλος προσκυνητής,  θα ξεκινήσει μια αναδρομή στον χρόνο, έναν απολογισμό των πεπραγμένων του, όχι για να κλείσει τα κιτάπια του, αλλά για να βρει έναν τρόπο να διορθώσει, ίσως, τα πράγματα και να μην απαρνηθεί την επιθυμία, τη λαχτάρα για δημιουργία, για αγάπη, για ζωή, «στον λίγο χρόνο που του [μας] απομένει». Οδηγός του σε αυτή την αναζήτηση θα είναι… ο Δον Κιχώτης.

camino
Διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα

Στο  ιστορικό και διάσημο για τον καθεδρικό του ναό Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, λοιπόν, μια πόλη στην επαρχία της Γαλικίας στη βόρεια πλευρά της Ισπανίας, που «βλέπει» στον Ατλαντικό Ωκεανό -καμία σχέση δηλαδή αρχικά με την γενέτειρα Μεσόγειο του προσκεκλημένου και την ατμόσφαιρά της -με έντονη την παρουσία του ρωμαιοκαθολικισμού και ιδιαίτερους λόγους να την επισκεφτεί κάποιος ως προσκυνητής (κάνοντας την πασίγνωστη και ακόμα και σήμερα δημοφιλέστατη διαδρομή του Αγίου Ιακώβου), οι ταινίες που επιλέγει για το αφιέρωμα ο Χουάν Ντε Βιόλα ο ιερέας-διευθυντής του Αρχείου Κινηματογράφου σε συνεργασία με την Σχολή Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της πόλης είναι εκτός από πρωτόλειες, άγουρες και σχεδόν πειραματικές επίσης και μεταγλωττισμένες στα ισπανικά.

Αυτό κατ΄αρχάς αιφνιδιάζει και προβληματίζει ιδιαίτερα τον Μόζες, επειδή δεν τις θυμάται σχεδόν καθόλου, ειδικά τους διαλόγους τους και αγωνιά πώς θα τα βγάλει πέρα με τους θεατές και μάλιστα τους μυημένους της σχολής που θα τον ρωτούν διάφορα, η δε αναπάντεχη επιλογή τους τον κάνει να υποπτευθεί ότι ο σεναριογράφος του, ο Σαούλ Τριγκάνο, ο παιδικός φίλος και αργότερα παθιασμένος  εραστής της ωραίας Ρουθ, έχει βάλει το χεράκι του και πιθανόν να βρίσκεται κάπου εκεί κι αυτός-τον αναζητά συνεχώς στην αίθουσα καθ’ όλη τη διάρκεια των προβολών- αλλά στην συνέχεια αυτές οι ταινίες οι φιλμαρισμένες με ανύπαρκτα μέσα πριν τριάντα και σαράντα χρόνια στο νεοσύστατο και  εντελώς διαφορετικό Ισραήλ, οπωσδήποτε πιο ειρηνικό αν και όχι ανέμελο, πιο κοινωνικό και αισιόδοξο αν και πρακτικά όχι ειδυλλιακό, γίνονται η αφορμή για να γυρίσει κι ο ίδιος πίσω στον χρόνο και να κοιτάξει με γενναιότητα και δημιουργική περίσκεψη την ζωή του όμως και ζωή άλλων που υπήρξαν καλοί και κακοί σύντροφοι και συνοδοιπόροι του σε ανεπανάληπτες εποχές και συγκυρίες.
Ο άθεος Μόζες, όπως κάποια στιγμή ομολογεί ο ίδιος πως είναι, ένας αφοσιωμένος άνθρωπος της τέχνης,μέσα σε κλίμα φορτισμένο από ένα παρελθόν που έρχεται καταιγιστικά ξανά μπροστά του και με φόντο την έντονη και γι αυτόν διάχυτη θρησκευτικότητα της πόλης του Σαντιάγκο, βρίσκει τους λόγους να ψάξει μέσα του,να σκεφτεί και να κάνει ακόμα και σχέδια για το κομμάτι μέλλοντος που του απομένει.

Ο Αβραάμ Γεοσούα, ένας πολυσχιδής συγγραφέας που δικαίως η φήμη του έχει περάσει τα σύνορα και τα γλωσσικά εμπόδια της μικρής του χώρας (τον οποίο πρωτογνώρισα διαβάζοντας το ενδιαφέρον κι ασυνήθιστο μυθιστόρημά του «Ο Υπεύθυνος Ανθρώπινου Δυναμικού») μέσα από την περιγραφή της κάθε ταινίας που προβάλλεται στα πλαίσια της ρετροσπεκτίβας των Ισπανών σινεφίλ και που μια εξ αυτών είναι βασισμένη στο διήγημα του Κάφκα “Στην Συναγωγή μας” (του 1922), ενεργοποιεί διαχρονικούς  συμβολισμούς πραγμάτων και καταστάσεων από και στις δαιδαλώδεις ανθρώπινες σχέσεις, όπως ίσως και ο ίδιος τις αντιλαμβάνεται- γιατί ο μπολιασμένος με κατανόηση για τα πάντα Γιαΐρ Μόζες μοιάζει τουλάχιστον με αυτοαναφορική προέκτασή του αν δεν είναι δηλαδή ένα καλοφιλτραρισμένο alter ego του- με σκοπό να τα επεξεργαστεί ξανά, με άλλη άνεση και σοφία, κριτικά και τώρα μα να τα εντάξει δημιουργικότερα στο υπόλοιπο του βίου του ως Αβραάμ-Μόζες, μοιραζόμενος την πολύτιμη αυτή γνώση με κάθε σύγχρονο αναγνώστη, που δεν βάζει στενά όρια στα διαβάσματά του.

Μερίδιο στην εσωτερική αναδρομή του ήρωα μέσα από τις ταινίες της ρετροσπεκτίβας και τα θέματά τους αλλά και τους απώτερους σκοπούς που τον έκαναν να τις γυρίσει τότε έτσι όπως τις γύρισε μαζί με τους βασικούς του συνεργάτες, έχουν πολλά πρόσωπα. Ο Μόζες προσπαθεί με αρωγό του σε όλο το ταξίδι την ώριμη και πραότερη Ρουθ,να θυμηθεί και να ξαναβάλει στο κάδρο της τωρινής σκέψης του εκτός από τον ίδιο,τον εμμονικό και ευφυή Σαούλ Τριγκάνο και την Ρουθ αυτά τα άλλα σημαντικά πρόσωπα,πρωτίστως τον ταλαντούχο διευθυντή φωτογραφίας Τολεντάνο, που δεν βρίσκεται πια εν ζωή, ερωτευμένο κι αυτόν παθιασμένα με την Ρουθ και ακόμα αρκετούς παλιούς επαγγελματίες ηθοποιούς αλλά και απλούς ανθρώπους,συγγενείς ή φίλους που με ενθουσιασμό  συμμετείχαν στα γυρίσματα, όπως η ίδια του η μητέρα που κράτησε έναν ρόλο στην πρώτη- πρώτη ταινία, ανθρώπους άλλης εποχής και νοοτροπίας που προσερχόμενοι στο νεαρό ισραηλινό κράτος,από χώρες κυρίως της Ευρώπης, μετέδωσαν τα ιδιαίτερα στοιχεία της ενσωματωμένης κουλτούρας που κουβάλαγαν στην κοινή, που διαμορφωνόταν όχι πάντα με ήπια κοινωνική και γεωπολιτική όσμωση.

Η εβραϊκή έκδοση του βιβλίου έχει τον πίνακα του 17ου αιώνα του Matthias Meyvogel στο εξώφυλλο και θέμα πάντα την Caritas Romana
Η εβραϊκή έκδοση του βιβλίου έχει τον πίνακα του 17ου αιώνα του Matthias Meyvogel στο εξώφυλλο και θέμα πάντα την Caritas Romana

Το μυθιστόρημα το αποτελούν εννέα μέρη με εύστοχους τίτλους που σε προδιαθέτουν καλά για το περιεχόμενό τους: Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, Αλληλοβοήθεια (η ιστορία της πρώτης ταινίας), Ο ύπνος των στρατιωτών (το θέμα της δεύτερης), Στη συναγωγή μας (από το διήγημα του Κάφκα και θέμα της τρίτης ταινίας του αφιερώματος), Εξομολόγηση, Τάξη στο παλιό σπίτι, Αξονική τομογραφία καρδιάς, Δείπνο με τον πρώην σεναριογράφο σου και Ρωμαϊκή Ευσπλαγχνία.
Όμως θα τολμήσω να το χωρίσω νοερά σε δυο πολύ μεγάλα μέρη για πρακτικούς και μόνο λόγους καλύτερής του κατανόησης: ως πρώτο εκείνο της τριήμερης ρετροσπεκτίβας-περισυλλογής και ό,τι αυτή ως αφορμή φέρνει, θυμίζει, συμβολίζει μέσω των  ταινιών που διεξοδικά ο Γεοσούα δίνει τις ιστορίες τους με λεπτομερείς περιγραφές των προσώπων της εποχής που γυρίστηκαν και ως δεύτερο αυτό της επιστροφής του στο Ισραήλ και στην καθημερινότητά του που όμως δεν είναι πια ακριβώς η ίδια,αφού στη διάδοχη μυθοπλασία συνεισφέρουν μετά την εμφανώς αφυπνιστική για τον Μόζες ρετροσπεκτίβα στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα τα ζώντα πρόσωπα του χειροπιαστού και άμεσου πλέον παρόντος του,η πρώην σύζυγός του Όφρα,με την οποία παραμένουν φίλοι, η κόρη κι ο γαμπρός του και τα εγγόνια του με την δική τους διαφορετική αντίληψη όντας σύγχρονοι πολίτες σ΄ ένα επίσης πολύ διαφορετικό Ισραήλ, φυσικά η πανταχού παρούσα Ρουθ,που βιοπορίζεται κυρίως ως δασκάλα υποκριτικής για παιδιά, ο Τριγκάνο που δεν θα σας μαρτυρήσω πότε, πώς, πού ακριβώς και γιατί επανεμφανίζεται-η συνάντησή τους είναι συγκλονιστική κι ας ακούγεται κλισέ η λέξη αυτή-πρόσωπα από το οικογενειακό περιβάλλον του Τριγκάνο που το βάρος των προβλημάτων τους πρέπει να το κουβαλήσει και εκείνος, ο δεύτερος σύζυγος της Όφρα που δεν έχει ρόλο,δεν τον εμφανίζει παρά μόνον έμμεσα αλλά πολύ παρεμβατικά για το δικό του κομμάτι της σχέσης με την Όφρα,ο Ιακώβ Αμσάλεμ-Ταμίρ, ένας κοτσονάτος, πανέξυπνος 80άρης φίλος του μόνιμος πια παραγωγός των ταινιών του, λαϊκός άνθρωπος, αυτοδημιούργητος και με ρεαλιστικότατη αντίληψη των όσων συμβαίνουν στο (εμπόλεμο στην ουσία) Ισραήλ και αρκετοί ακόμα, ενδιαφέρουσες φιγούρες στις μικρότερες ιστορίες-ο νεαρός Παλαιστίνιος που τους ξεναγεί στο αραβικό τώρα πια χωριό στα σύνορα με την Ιορδανία,αυτό που γυρίστηκε εκεί η ταινία «Ο Απομονονωμένος σταθμός», η τέταρτη με τον Τριγκάνο σεναριογράφο και μια από τις εφτά που συνολικά προβλήθηκαν στη ρετροσπεκτίβα,η νεότατη κουνιάδα του Αμσάλεμ και ο έφηβος γιός της που την έκανε πριν την ώρα της γιαγιά και αρκετά ακόμα.

Στο δεύτερο αυτό μέρος ο Μόζες επιστρέφοντας στην πατρίδα του κουβαλάει την ισπανική ρετροσπεκτίβα νιώθοντάς την βαρύ σακί με ατελείωτους, αξεχρέωτους λογαριασμούς με το παρελθόν του. Αρχίζει λοιπόν να επισκέπτεται πότε μόνος πότε με την Ρουθ τους τόπους που έγιναν τα γυρίσματα των παλιών ταινιών και ν’ ανακαλύπτει με δέος, συγκίνηση, θάρρος, τρυφερότητα, ελπίδα και ένα σωρό ακόμα συναισθήματα που αναπτύσσονται σαν λουλούδια στα τσιμέντα, μέσα δηλαδή στην δαμασμένη και σκληρότερη-μα όχι κλειστή τελικά- από την επίδραση τού χρόνου ψυχή του, ανείπωτα εντυπωσιασμένος από την μεταβλητότητα ή την απρόσμενη αδράνεια που βλέπει να συνεχίζεται με συμπαντική, ας την πούμε εμείς έτσι, μεγαλοπρέπεια σε λογής έμψυχα και άψυχα που κάποτε ήταν κομμάτια του παρελθόντος του, ενός παρελθόντος πολύ πιο συλλογικού απ΄ ό,τι ως τότε εγωιστικά νόμιζε εκείνος.
Ο Γεοσούα σε αντίθεση με πολλούς συγγραφείς, που μπροστά στο επερχόμενο δια ταύτα του βιβλίου τους χάνουν την συνοχή του θέματός τους και βιάζονται να το κλείσουν, επειδή τους έχει ξεπεράσει, κρατάει ψηλά τον πήχη που ο ίδιος έχει βάλει εξ αρχής. Το λέει κιόλας κάπου στις τελευταίες σελίδες όταν αποκορυφώνεται το δράμα και δεν αφορά πια μόνο τον κεντρικό ήρωα αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας του (και μας που συμπάσχουμε για τα καλά):

“αν και, ένα τέλος αδύναμο και ραμμένο με χοντροκομμένες βελονιές δεν είναι κάτι σπάνιο στον κινηματογράφο, το θέατρο και την λογοτεχνία. Τα φινάλε είναι συνήθως το αδύνατο σημείο πολλών έργων”.

Όσο αναπτύσσεται η πλοκή στο δεύτερο κομμάτι τόσο οι αρετές της συγγραφικής σύνθεσης γίνονται περισσότερες, η αφήγηση γίνεται ένα με την περιγραφή  αρμονικά συνυπάρχοντας στην σκιαγράφηση προσώπων και τοπίων και διευκολύνοντας με εκπληκτικά διακριτικό όμως εύληπτο τρόπο την μετάβαση από ένα αφηγηματικό μέρος σε άλλο, εμπλουτισμένο με πολλές μικρότερες ιστορίες με ειδικό μυθοπλαστικό βάρος που χωρίς να την φορτώνουν, το αντίθετο, έρχονται να ενδυναμώσουν την αφήγηση που σε ένα ολόκληρο μέρος,το κομβικό προτελευταίο της συνάντησης των δύο ανδρών με τον τίτλο Δείπνο με τον πρώην σεναριογράφο σου γίνεται σε β’ ενικό πρόσωπο, τόσο  άμεσο και ζωντανό που να εκλαμβάνεται από τον συγκινημένο αναγνώστη ούτε λίγο ούτε πολύ σαν η πρώτη γι αυτό γνήσια εξομολόγηση του άθεου Μόζες, εκείνη που ποτέ δεν θα χρειαζόταν να συμπληρωθεί με καμιά άφεση σαν κι αυτή που στο ομότιτλο μέρος του μυθιστορήματος διαπραγματεύτηκε ο Ισπανός μοναχός του τάγματος των Δομινικανών, ο Μανουέλ Ντε Βιόλα,αδελφός του διευθυντή του Αρχείου Κινηματογράφου του Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, όταν μεταξύ φολκλόρ και μιας εσωτερικής του αδιευκρίνιστης πλην διακαούς επιθυμίας η εξομολόγηση αυτή έγινε πραγματικότητα για τον Μόζες στο πλέον επίσημο εξομολογητήριο του επιβλητικού καθεδρικού ναού των χριστιανών.

Αβραάμ Γεοσούα
Αβραάμ Γεοσούα

Στο τελευταίο μέρος, στην «Ρωμαϊκή Ευσπλαγχνία», ο Γεοσούα επανέρχεται στον πίνακα του Matthias Meyvogel που η επίδρασή του στην σεναριακή φαντασία του Τριγκάνο και η επιμονή τού τελευταίου να εικονοποιηθεί σε μια από τις ταινίες, εκείνη που έγινε η αφορμή να χωρίσουν οι δρόμοι του με τον Μόζες και την Ρουθ, μέσα σε μια παρεξήγηση την οποία κανείς τους από τότε δεν θέλησε ξανά, και είχε πολλούς λόγους να μη θέλει, να φωτίσει, να λύσει. Σ’ αυτό το τέλος λοιπόν ο συγγραφέας στέλνει ευρηματικά τον πρωταγωνιστή του ξανά στην Ισπανία.

Εκεί ο Μόζες – και ό,τι συμβολίζει πλέον ως πάσχον πρόσωπο, ως γέννημα θρέμμα ενός αρχαίου λαού που υπέφερε πολύ και θα συνεχίσει να υποφέρει όσο διαιωνίζει τον παράλογο πόνο που βίωσε σαν δική του πλέον βία πάνω σε άλλους που κι εκείνοι δικαιούνται ένα κομμάτι πατρίδας και στην απελπισία τους απαντούν κι αυτοί με ατέρμονη βία-θα συναντηθεί με πρόσωπα από το πρώτο εκείνο κομμάτι της αφήγησης και θα προσπαθήσει να καταθέσει την αγάπη και τη συγγνώμη του. Για τη πολυπόθητη λύτρωση. Ποιων;

Συγχωρείστε με, δεν θα σας πω. Ήδη από τον ενθουσιασμό μου για το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα είπα πολλά. Διαβάζοντάς το θα νιώσετε, δεν θα καταλάβετε απλώς, θα  ν ι ώ σ ε τ ε πως ακριβώς με το ιδανικό φινάλε-αυτό που λέγαμε πιο πάνω πόσο σπάνιο είναι-ο Γεοσούα επιβεβαιώνει την λογοτεχνική μοναδικότητά του που θα ήταν κρίμα να μη την ανακαλύψει καθένας μας ατόφια, με όχημά του την ανάγνωση αυτού του αριστουργηματικού μυθιστορήματος.

 

* Βιβή Γεωργαντοπούλου: Αθήνα. Νομικές σπουδές. Αργυροχρυσοχοΐα ως το 2004. Ένα καλλιτεχνίζον βιβλιοπωλείο ως το 2012. Το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και η ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top